«Το νεοκλασικό περιβάλλον της Ερμούπολης στη Σύρο αποτελεί ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό σύνολο με φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε μια εντυπωσιακή αστικότητα. Θεώρησα πως θα ήταν χρήσιμο για τους φοιτητές μας να κάνουμε εδώ ένα εργαστήριο με θέμα την επανάχρηση ενός ανενεργού κελύφους, ειδικότερα ενός κτιρίου που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη», αναφέρει εισαγωγικά ο δρ Νικόλαος Ιων Τερζόγλου, επίκουρος καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, με αφορμή την ολοκλήρωση ενός εργαστηρίου Αρχιτεκτονικού και Αστικού Σχεδιασμού, το οποίο διοργάνωσε η Ελληνική Αρχιτεκτονική Εταιρεία μεταξύ 1 και 8 Αυγούστου. Αντικείμενο μελέτης και πρότασης επανάχρησης, ο πρώην Αλευρόμυλος Βέλτσου, στην περιοχή του Νεωρίου. Η Ερμούπολη, ωστόσο, δεν είναι μόνο τα νεοκλασικά μέγαρα. «Πράγματι. Μιλώντας για τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε ήδη ξεκινήσει η ναυπηγική δραστηριότητα στη Σύρο, ενώ καταγράφεται έντονη βιομηχανική ανάπτυξη – το συγκεκριμένο κτίριο, στο οποίο δουλέψαμε, χτίστηκε το 1865», συνεχίζει ο δρ Τερζόγλου. «Χιώτες πρόσφυγες κυρίως, αλλά και Υδραίοι και άλλοι, οι Ερμουπολίτες έμποροι επένδυσαν και στη βιομηχανία, αλλάζοντας την οικονομία και την παραγωγική δομή του νησιού».
Ποιοι συμμετείχαν στο εργαστήριο; «Πήραν μέρος 21 προπτυχιακοί φοιτητές και φοιτήτριες από τέσσερις αρχιτεκτονικές σχολές της Ελλάδας. Προηγήθηκε αυστηρή επιλογή για να καταλήξουμε σε αυτή την “ελίτ”, τους άριστους τελειόφοιτους φοιτητές Αρχιτεκτονικής, οι οποίοι επιθυμούν ταυτόχρονα να ασχοληθούν με την πολιτιστική κληρονομιά της χώρας τους. Διακεκριμένοι διδάσκοντες από διάφορα πανεπιστήμια έκαναν διαλέξεις. Και μια 12μελής ομάδα νέων ερευνητών και επιστημόνων». Οσο για τη δομή του εργαστηρίου; «Διπλή. Το πρωί, διαλέξεις, θεωρητικές συζητήσεις. Το απόγευμα, οι σπουδαστές εργάζονταν επάνω στη σχεδιαστική άσκηση επανάχρησης».
Τι καθίσταται ως προτεραιότητα σε ένα τέτοιο πρότζεκτ; Η ταχεία ανακατασκευή του παλιού κτιρίου; Η ενσωμάτωσή του στον περιβάλλοντα χώρο; Η διασύνδεση ανακατασκευής με τη μελλοντική χρήση του; «Στις ευρωπαϊκές πόλεις που είχαν έντονη βιομηχανική δραστηριότητα, μετά τις δεκαετίες ’60 και ’70, οπότε και άλλαξε το μοντέλο οικονομίας, προέκυψε το πρόβλημα κάποια τέτοια κελύφη σε συγκεκριμένες περιοχές να έχουν μείνει ανενεργά. Η αρχιτεκτονική και ο αστικός σχεδιασμός προσανατολίστηκαν στην επανένταξη αυτών των κελυφών στη ζωή της πόλης, δίνοντάς τους νέες χρήσεις, ώστε να μη μένουν “βουβά” στον αστικό ιστό».
Ανάγνωση των αναγκών
Η πρόταση για τη μελλοντική χρήση του ερειπίου από ποιον προήλθε; Εσάς ή τους φοιτητές; «Αποφύγαμε να δώσουμε μια a priori χρήση, καθώς κρίθηκε ότι ήταν προτιμότερο οι σπουδαστές μας να εξασκηθούν στο να αναγνώσουν τις ανάγκες της πόλης και του ευρύτερου αστικού συγκειμένου, ιεραρχώντας τις ανάγκες. Θεωρούμε ότι ο αρχιτέκτονας δεν είναι απλός διεκπεραιωτής έτοιμων κτιριολογικών προγραμμάτων – όποια χρήση υιοθετηθεί επηρεάζει στη συνέχεια τον ευρύτερο αστικό ιστό, άρα πρέπει να έχει λόγο στο ποια λειτουργία είναι συμβατή στη συγκεκριμένη περιοχή. Είναι σημαντικό να μάθουν να παίρνουν αποφάσεις κάτω από πίεση, να ιεραρχούν τις επιλογές τους, να αναπτύξουν μια μεθοδολογία σχεδιασμού βάσει εννοιών».
Ποιες ήταν οι προτάσεις των φοιτητών; «Προκειμένου να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα, η αξιολόγηση έγινε από άλλους, προσκεκλημένους καθηγητές.
Οι ιδέες των φοιτητών κινήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις: η πρώτη περιελάμβανε μια οικογένεια λύσεων σχετικά με την επανένταξη παραγωγικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Πολλοί φοιτητές οραματίστηκαν μια συνεργασία του Πανεπιστημίου Αιγαίου που ήδη υπάρχει στο νησί, με την προσθήκη νέων τμημάτων, σχετικών με τεχνικά επαγγέλματα. Μια συνεργασία, δηλαδή, ανάμεσα στους εργάτες του Νεώριου και τους φοιτητές – η γειτνίαση με το Νεώριο δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί.
Εξάλλου, σήμερα το Νεώριο αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα με 450 εργάτες στο δυναμικό του, υπάρχουν συνεχώς πλοία που έρχονται για επισκευές… Υστερα από επίσκεψή μας στον χώρο, τα παιδιά ανέγνωσαν τις τάσεις του τόπου και των ανθρώπων του, τη διάθεση εξωστρέφειας, προτάσσοντας μια αρχιτεκτονική που είναι σε θέση να διαβάζει τις δυνητικές καταστάσεις και δυναμικές, προσπαθώντας να τους δώσει χωρική έκφραση. Εκμεταλλεύτηκαν το κέλυφος ως “γέφυρα”, από το Νεώριο προς την πόλη. Η δεύτερη οικογένεια λύσεων που πρότειναν οι φοιτητές ήταν μια περισσότερο εννοιολογική και βιωματική εμπειρική προσέγγιση δικτύωσης κάποιων ερειπίων της βιομηχανικής ζώνης σε μια πορεία μνήμης, αυτογνωσίας ή αισθήσεων. Στην περίπτωση αυτή, κινητοποιήθηκαν έννοιες όπως περιπλάνηση, flaneur, βίωμα, ατμόσφαιρα.
Επομένως, δεν πρόκειται για σκληρές κτιριολογικές λειτουργίες αλλά περισσότερο πορείες μύησης και τελετουργίας, πορείες που κατά κάποιον τρόπο επαυξάνουν την αστική εμπειρία και δείχνουν στους επισκέπτες της Σύρου την κληρονομιά και το βιομηχανικό παρελθόν». Με ποιο τρόπο, δηλαδή, θα πετύχαιναν ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Τι θα μπορούσε να δει κάποιος αν –υποθετικά– προχωρούσε σε υλοποίηση μια τέτοια πρόταση; «Θα έβλεπε πιο ελαφριές κατασκευές, πιο ανοικτές δομές, σαν σκαλωσιές, σαν ιστία, τρισδιάστατους καννάβους που δεν θα θύμιζαν κτίρια κλειστά, κουτιά. Θα έβλεπε μια μη ογκομετρική αρχιτεκτονική, η οποία βασίζεται στην έννοια του χώρου και των συσχετίσεων ανάμεσα σε πλατφόρμες, μια ανάπτυξη καθ’ ύψος, μια θεατρικότητα επιπέδων».
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Εταιρείας, της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, του Ινστιτούτου Σύρου, του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Κυκλάδων, του Νεωρίου Σύρου, του Βιομηχανικού Μουσείου Ερμούπολης, της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και της Ιεράς Μητρόπολης Σύρου.
Πηγή: kathimerini.gr