«Περί ανέμων και θαυμάτων»
Λουκρητία Δούναβη – Εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
Έξι κείμενα Περί ανέμων και επτά Περί θαυμάτων, ένα κράμα από παιδικές μνήμες και μεγαλίστικα καμώματα. Η θεατή και η αθέατη πλευρά καθημερινών, αληθινών συμβάντων, νοσταλγικών, συγκινητικών, τραγελαφικών.
Ένα ταξίδι σε τόπους και πρόσωπα, σιωπές που γίνονται φωνές και φωτιές, απώλειες που ξανακερδίζονται μέσ’ από μια γραφή με ευαισθησία, ποιητικότητα και χιούμορ.
Ένα πρώτο «δείγμα-απόσπασμα» από το «μικρό περιβόλι» των αφηγήσεων της Λουκρητίας Δούναβη, που για άλλη μια φορά μάς ξαφνιάζει ευχάριστα με ένα ακόμη βιβλίο της…
ΟΙ ΚΕΦΤΕΔΕΣ…
«Πάει κι αυτός! Τι κατάλαβε; Μια ζωή να ξεραίνει το σκατό του για να μαζεύει τα φραγκοδίφραγκα –μέχρι και το σπίρτο το ‘κοβε στα δυο για να κάνει οικονομία. Πού να τα’ αφήσει ο γρουσούζης, άκληρος χωρίς παιδιά, ποιο το όφελος, μου λες; Θεός σχωρέσ’ τον! Αλλά να λέμε και του στραβού το δίκιο, η χήρα τον έκλαψε με την καρδιά της. Τώρα θα μου πεις, στ’ αλήθεια ή στα ψέματα, μόνο ο Θεός κι η ίδια το ξέρουν. .. Μαρή, γιατί δε μιλάς; Σαν αλλοπαρμένη είσαι! Πού ταξιδεύει ο νους σου;»
«Να, λέω, κουβέντα να γίνεται… Άμα πεθάνει ο δικός μου, αφού η σάλα μου είναι στενόμακρη, πώς θα βάλουμε το λείψανο, στο έτσι ή στο έτσι; Να, όπως σου δείχνω με τα χέρια μου…. Άμα το βάλω στο έτσι, δηλαδή στη μακρινή πλευρά της σάλας, στη μέση του μεγάλου ντουβαριού που βλέπει στο δρόμο είναι η εξώπορτα. Αν είναι χειμώνας, πάλι καλά, γιατί θα την έχουμε κλειστή. Αν είναι καλοκαίρι, με τη ζέστη θα την έχομε ανοιχτή και θα μποδίζει… Αν τόνε βάλω στο έτσι, θα ‘ναι στριμωχτά. Ώχου!»
«Γιατί δεν αποφασίζεις, όταν έρθει η ώρα –κούφια η ώρα που τα’ ακούει- να τόνε βάλεις στο στενό μέρος, ν’ ακουμπήσει η κάσα τέρμα στο ντουβάρι, που ‘χει και παράθυρο;»
«Ω, λε’ δα!* Από ποια μεριά λες; Γιατί από τη μια σύριζα είναι η κλαβανή. Κι αν θέλει ένας να κατέβει στην κουζίνα; Και πε μου, δα, εμείς, εγώ και το σόι, πού θα καθόμαστε; Α, μπα, δε θα… δε θα χωράνε οι καρέγλες»…
————–
«Σουτ, μαρή, έρχεται! Άλλαξε λόγια, μ’ έπιασε ανατρίχιασμα- για δες, μπιμπίκιασα»
«…Οι κεφτέδες για να πετύχουνε, λένε, θένε δεκατρία πράματα. Μπόλικο ψωμί μουσκεμένο, σκόρδο, κρεμμύδι, δυόσμο, ούζο, αυγό-εσύ μέτρα..»
«Καλησπέρα». «Καλώς τονε… Πολλά χρόνια θα ζήσεις…»
«Τόσες ώρες που σας άφησα, το κουσέλι βλέπω πάει σύννεφο. Ποιόνε θάβετε βραδυνιάτικα;»
«Εσένα… στο ελάχιστο…»
«Και με όλα τα καλά σου, είπα εγώ, κουμπάρε μου».
«Μπα, και τι λέγατε;»
«Τι λέγαμε… και τι δε λέγαμε… Λέγαμε πόσο σ’ αρέσουν οι κεφτέδες, άντρα μου…»
*Ω, τι λες τώρα!