Πολύπλευρη και ανήσυχη προσωπικότητα, ο Μποστ ασχολήθηκε τόσο με τις εικαστικές τέχνες όσο και με την τέχνη του λόγου. Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, χαρτογράφος και ζωγράφος, συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες, περιοδικά και εκδοτικούς οίκους, πραγματοποίησε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και εξέδωσε λευκώματα με τη δουλειά του.
Η σάτιρα του στοχεύει κυρίως τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών 10ετιών, τη καθωσπρέπεια, την ημιμάθεια και το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή. Σατιρίζει ιδιαίτερα την εξάρτηση της χώρας από τον ξένο παράγοντα, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και το θεσμό της βασιλείας, ωστόσο σε πολλά κείμενα διακωμωδεί και τη παράταξη της Αριστεράς, όπου κι ανήκε. Σε πολλά από τα κείμενα του, γράφει σε πρώτο πρόσωπο ως αφηγητής, ο οποίος διηγείται κάποια εμπειρία του και σχολιάζει δήθεν με αφέλεια τα γεγονότα.
Μπορούμε να επικοινωνήσουμε και σήμερα με τον Μποστ περισσότερο βλέποντας την ιστορική συνέχεια και προς τα μπρος και προς τα πίσω. Δηλαδή το πώς συνδέει, μ’ έναν κατεξοχήν λαϊκό τρόπο έκφρασης, μ’ έναν τρόπο που δεν σατιρίζει το εφήμερο όπως γίνεται στη γελοιογραφία, αλλά καταστάσεις βαθύτερου χρόνου. Αν κάποιος διαβάζει για τις ιστορικές περιόδους μέσα στις οποίες εκφράστηκε, δημιουργείται μια περίεργη σύνθεση μες στο νου του. Ενώ η γελοιογραφία πιάνει στιγμές, ο Μποστ κατάφερνε να αγγίζει ένα συνολικότερο χρόνο.
Παρακάτω θα παραθέσουμε το “ΑΙΓΑΙΟΝ: ΑΦΤΟ ΤΟ ΑΓΝΟΣΤΟΝ” με την αναφορά στην Σύρο. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τονε σκεπάζει, γιατί πάλεψε κι αυτός από το δικό του μετερίζι και παράλληλα μας γέμισε γέλιο και χαρά, αλλά όχι και χωρίς τον απαραίτητο προβληματισμό.
ΑΙΓΑΙΟΝ: ΑΦΤΟ ΤΟ ΑΓΝΟΣΤΟΝ
Αφού ματαίως επερίμενα τρεις μήνες να με προσκαλέσει καμμιά αεροπορική εταιρεία στο εξωτερικό, αναγκάστηκα να τηλεφωνήσω σ’ ένα γνωστό μου ναυτικό πράκτορα, μήπως υπάρχει ελπίδα να πάω στο εσωτερικό, έστω κατάστρωμα, αλλά υπό τον όρον να έχει και φαΐ. Ο φίλος μου, -Πέτρος ελέγετο- άνθρωπος δραστήριος, τα κατάφερε κι ένα μεσημέρι που γύρισα σπίτι με μαύρη καρδιά από τα λάβαρα του αντικαρκινικου αγώνος, μου έφερε την χαρμόσυνον αγγελία:
-“Έντάξει”, μου είπε. “Σάββατο απόγευμα μέχρι Δευτέρα πρωί θα κάνεις κρουαζιέρα τρελλή. Σύρος, Τήνος, Μύκονος. Έχεις ξαναπάει”;
-“Όχι”.
-“Όρίστε θαυμάσια ευκαιρία να πας. Είσαι εύχαριστημένος”;
Δεν απάντησα αμέσως. Σήμερα η τεταμένη κατάστασις επιβάλλει σύνεσιν κι όχι ενθουσιασμούς.
-“Δεν μπορώ να σου πω τώρα αμέσως, Πέτρο μου. Πρέπει να το σκεφθώ και να σταθμίσω τα πράγματα. Κάνει να σου απαντήσω αύριο”;
-“Πως δέν κάνει”, είπε ο Πέτρος. Κι έφυγε.
Ήταν θλιμμένη Παρασκευή όταν μου το πρότεινε. Περίμενα μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι του Σαββάτου μήπως έχουμε νεώτερα από καμμιά άλλη εταιρεία, πέρασα βιαστικός δυο-τρεις φορές έξω απ’ την AIR FRANCE, ανέβηκα ΛΟΥΦΤ ΧΑΝΣΑ χωρίς αποτέλεσμα, έφτασα μέχρι ΑΙΘΙΟΠΙΑΝ ΑΙΡΛΑΙΝΣ και ΤΟΥΡΚ ΧΑΒΑ ΓΙΟΛΑΡΗ κι έκανα πως κοιτάζω τις βιτρίνες και στις δωδεκάμιση, όταν είδα κι απόειδα πως θα κάτσω Σαββατοκύριακο στην Αθήνα, πήρα τον Πέτρο στο τηλέφωνο:
-“Άκουσε Πέτρο, ετακτοποίησα τας έργασίας μου. Τώρα είμαι ελεύθερος και μάλλον θα έλθω. Τί ώρα φεύγει το πλοίον, είπες”;
-“Στις δύο ακριβώς. Μιάμιση να είσαι στο Ρολόι, θα σε περιμένω”.
Στο Ρολόι ήμουν μία παρά τέταρτο, ντυμένος πολύ σπορ. Επήρα και ολίγους σπόρ, πτύων τας φλούδ και χαζεύων τα βαπόρ. Ωραία βεβαίως είναι τα άεροπλάνα, σκέφθηκα, αλλά τί τα θέλετε… Μόνο με το βαπόρι αισθάνεσαι ασφάλεια. Και να βουλιάξει, που λέει ό λόγος, με λίγο κολύμπι γλυτώνεις.
Πιάνεσαι από κάπου, βγαίνεις σε καμμιά ακτή.
Καμμιά φορά σώζονται μόνο δύο, εσύ κι αύτή, -ωραιοτάτη ξανθή με υπέροχο σώμα- και γλυτώνετε σ’ ένα έρημο νησί με χουρμαδιές, κοκκοφοίνικες, πλούσια βλάστηση κι εξωτικά πουλιά κι ενώ το υπέροχο φεγγάρι θ’ ανεβαίνει στον ουρανό, αυτή θα σου τραγουδάει νοσταλγικά τραγούδια της πατρίδας της και θα σε νανουρίζει χαϊδεύοντάς σου τα μαλλιά. Ο μόνος φόβος σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι μην εμφανισθούν τίποτις άγριοι καννίβαλοι με δηλητηριώδη βέλη.
Μ’ αυτό θέλω να πω πως και τα θαλάσσια ταξίδια δεν είναι κι αυτά ασφαλή εκατό τοις εκατό, αλλά νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο είναι ασφαλέστερα από το αεροπλάνο. Έπειτα, μήπως όλα τα νησιά έχουν καννίβαλους; Μπορεί να σου τύχει και νησί τελείως ακατοίκητο. Αύτά είναι ζητήματα καθαρώς τύχης. Αλλά και να εμφανισθούν, ξέρω να υπερασπίσω και τον έαυτό μου και εκείνην. Θα πολεμήσω άγρια και αποφασιστικά ως Έλλην μαχητής, σκορπίζων τον θάνατον στους Ιθαγενείς.
Ξέρω πως ο αγών θα είναι άνισος και ίσως συλληφθώ και αιχμάλωτος και θα καίει ο ήλιος όταν θα με μεταφέρουν oι άγριοι με αλαλαγμούς στην καλύβα του αρχηγού. Ξέρω από τώρα μάλιστα τι θα με ρωτήσει:
-“Πότε ήρθες εδώ”;
-“Δεν θα δώσω λογαριασμό σε κανέναν”, θα απαντήσω.
-“Και γιατί κάθεσαι στον ήλιο”;
-“Ετσι θέλω…”
-“Θέλεις καμμιά λεμονάδα;” μου ‘πε ο Πέτρος. “Σε βλέπω άσχημα”.
Οι μαύροι εξαφανίσθηκαν ως δια μαγείας. Ο λευκός Πέτρος ευρίσκετο μπροστά μου.
-“Δεν έχω τίποτα. Πάμε. Άργησες, μωρέ Πέτρο…”
Μπρος ο Πέτρος, πίσω εγώ ο μαύρος, μπήκαμε στον ‘Καραϊσκάκη’.
-“Έλα”, μου είπε, “να πάρουμε κάτι στο μπαρ να συνέλθεις. Τί θα πάρεις”;
-“Τί έχει”;
-“Απ’ όλα υπάρχουν στον Καραϊσκάκη”.
-“Ε, τότε ας πάρουμε ένα Καραουϊσκάκη, αλλά χωρίς σόδα”.
Κατέβαζα σε μικρές γουλιές τον ένδοξο όπλαρχηγό, κοιτάζοντας γύρω μου.
-“Ποιός είναι αυτός, Πέτρο;” ρώτησα, δείχνοντας μιά φωτογραφία μεγάλη.
-“Ό ιδιοκτήτης του πλοίου. Νομικός”.
-“Χαίρομαι που κερδίζουν οι δικηγόροι. Άλλες εποχές, τέτοια πλοΐα ανήκαν εις τους εφοπλιστάς.
Ειλικρινά χαίρομαι”.
-“Μα… είναι ο Νομικός της εταιρείας…
-“Κατάλαβα. Για βλάκα μ’ έχεις; Μάλιστα. Ο νομικός σύμβουλος της εταιρείας. Κι απ’ ό,τι βλέπω θα πληρώνεται καλά. Αλλιώτικα δε θα αγόραζε τόσο μεγάλο καράβι. Δε θα μου φανεί, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν αύριο μου πουν ότι το τάδε πλοίο ανήκει σε ζωγράφο. Βρε Πέτρο, δε ρωτάς με τρόπο την εταιρεία αυτή αν χρειάζονται καλλιτέχνες”;
-“Θα ρωτήσω”, είπε ο Πέτρος και πλήρωσε τα ποτά. “Έλα να σε πάω τώρα στην καμπίνα σου…”
Ακολούθησα πειθήνιος κι έβαλα τα πράγματά μου εκεί που μου ‘πε.
-“Τακτοποιήσου”, τον άκουσα να λέει, “κι έλα μετά στη γέφυρα”.
Έπαιξα λίγο με τα νερά της βρύσης (το κόκκινο έβγαζε ζεστό νερό), δοκίμασα τα κρεβάτια, διάλεξα το μαλακώτερο και διάβασα με προσοχή την ανακοίνωση:
ΕΙΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΝ ΣΗΜΑΤΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΑΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΠΙΒΑΤΑΙ ΝΑ ΜΑΖΕΥΘΟΥΝ
ΜΕ ΤΑ ΣΩΣΙΒΙΑ ΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΕΝΑ.
Το εσημείωσα.
Βγαίνοντας, ρώτησα ένα καμαρότο ποιό είναι το κατάστρωμα ένα. Ο άνθρωπος μου το έδειξε ευγενέστατα. Υπολόγισα νοερά. Είμαστε τόσοι, ο χώρος είναι τόσος, άρα μας παίρνει όλους. Μέτρησα τις βάρκες, διαίρεσα το σύνολον, εντάξει και εις το ζήτημα αυτό. Υπήρχε θέσις δι’ όλους. Ουδείς θα έπνίγετο.
Ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Η θάλασσα είχε έλαφρό κυματισμό. Κι είχε δίκιο ο ποιητής. Η έκτασις του γαλανού Αιγαίου εκυμάτο. Κι εκυμάτο απαλά. Ούτε απότομα σκαμπανεβάσματα, ούτε επικίνδυνες κλίσεις.
Γύρισα όλο το πλοίο. Ανέβηκα και κατέβηκα όλες τις σκάλες. Πήγα μπροστά να δω πώς σκίζονται τα κύματα και πίσω, για να δω τον αφρό που βγάζαν οι έλικες. Πήδηξα κοφίνια, πέρασα πάνω από παλαμάρια, έπιασα τις αλυσίδες της άγκυρας, ανέβηκα στη γέφυρα, είδα με τα κιάλια, έσκυψα να δω πως δουλεύουν οι μηχανές, κοίταξα από τα φινιστρίνια τους μαγείρους που ετοίμαζαν το βραδινό φαγητό, δοκίμασα όλες τις σαιζ-λογκ, γνώρισα όλες τις τραπεζαρίες, διάβασα έξι εφημερίδες, τρία περιοδικά, μπήκα-βγήκα 2-3 φορές στην καμπίνα μου χωρίς λόγο, βυθίστηκα στην ανάγνωση του χάρτη για να δω που βρισκόμαστε, βρήκα τη Γυάρο, σιγουρεύτηκα για τη θέση του Άη-Γιώργη και υπολόγισα ότι σε μισή ώρα θάμαστε στην Κύθνο. Πράγματι σε μισή ώρα είμαστε στη Γυάρο.
Με είχε μπερδέψει ο Άη-Γιώργης.
Η ώρα ήταν τρισήμιση και το βαπόρι δεν έλεγε να ξεκολλήσει από ωρισμένα νησιά. Πήγα από την άλλη μεριά του πλοίου, είπα σκύβοντας όσα τραγούδια ελαφρά και σοβαρά ήξερα, είπα και μερικά του Χατζιδάκι, πέρασα έτσι μισή ώρα με ευχάριστη μουσική και ξαναπήγα από την άλλη μεριά.
Ήμασταν ακόμα εκεί. Φαίνεται ότι εκεί κοντά θα είχε βυθιστεί κανένα καράβι που μετέφερε κόλλα και εμπόδιζε τις έλικες του ‘Καραϊσκάκη’. Το ίδιο έγινε κι έξω από την Τζιά.
Πήγα ξανά στο χάρτη, μελέτησα πάλι καλά κι έβγαλα ξανά αποτελέσματα άλλ’ αντ’ άλλων. Σύμφωνα μ’ αυτά η Αλεξάνδρεια πρέπει να ήταν πολύ κοντά μας. Ζήτησα τα κιάλια και μου φάνηκε πως είδα κι ανθρώπους με φέσι. Τώρα, Αιγύπτιοι ήταν; Τούρκοι κάτοικοι της Σμύρνης ήταν ή Καρπάθιοι με τις τοπικές τους στολές; Αυτό δεν μπόρεσα να το ξεχωρίσω καλά. Έτριψα καλά τους φακούς και ξανακοίταξα. Ήταν κατακόκκινα και μεγάλα. Έβγαλα επιφώνημα θαυμασμού…
-“Πέτρο, κοίτα και συ…”
-“Τί έπαθες”, μου λέει, “και κοιτάζεις συνέχεια τα καφάσια με τις ντομάτες; Δεν βρήκες τίποτ’ άλλο να κοιτάξεις; Ντομάτες είναι και τις πάνε στη Σύρο…”
Έδωσα απογοητευμένος τα κιάλια πίσω. Πράγματι, όλο το κατάστρωμα ήταν γεμάτο κασέλες με ντομάτες, φρούτα και κιβώτια με ψαροκασέλες. Πάλι καλά που δεν είδα καμμιά μαρίδα, φάλαινα. Θ’ αναστάτωνα το πλοίο κι ίσως να μου πέφταν τα κιάλια στη θάλασσα.
Κατά τις πέντε φάνηκε, επιτέλους, μακριά η Σύρος. Φώναξα γη και το είπα και στους άλλους. Σε μια ώρα το πολύ θα πατούσαμε χώμα μετά από τόσο βασανιστικό και ριψοκίνδυνο ταξίδι στο Αχανές Αιγαίο.
Τὸ βαπόρι εἰς τὴν Σῦρον μπῆκε Συρίζον καὶ Σῦρον κι ἐγὼ τὰ βήματά μου καὶ Σῦρον παραλλήλως καὶ τὴν βαλίτσαν, κατῆλθον εἰς τὴν Σῦρον.
Ἤμουν λιγάκι ἐκνευρισμένος, διότι πρὸ ὀλίγου ἀκριβῶς εἶχα μίαν ὀξυτάτη συζήτηση μὲ μία νεαρὰ Γαλλίδα, τὴν ὁποία ἔβαλα στὴ θέση της καταλλήλως. Ἤμασταν διάφοροι ἐπιβάται στὴ γέφυρα τοῦ πλοίου κι ἐγώ, ἐν τῇ ἐπιθυμίᾳ μου νὰ τὴν διευκολύνω, τῆς εἶπα δείχνοντάς της τὸν ὑπέροχον ὄγκο τοῦ νησιοῦ, χωρὶς καμμιὰν ὑστεροβουλία:
– «Ἰσί, μαμζέλ, λὰ ἴλ ντὲ Σύρ».
– «Βοῦ ζὲτ Σύρ;» μὲ ρώτησε (δηλαδὴ ἂν εἶμαι ἀπὸ τὴν Σῦρον).
– «Νό», ἀπάντησα, «ζὲ σουὶ Ἀτέν». (ἀπὸ τὰς Ἀθήνας).
Καὶ τὴν ἔβαλα στὴ θέση της, διότι, ἀπ᾿ ὅ,τι κατάλαβα, εἶχε διάθεσιν ἐρωτοτροπίας. Αἱ Γαλλίδαι, γενικῶς, νομίζω ὅτι ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν πατρίδα των μὲ ἐσφαλμένην γνώμην περὶ Ἑλλήνων. Νομίζουν ὅτι ὅλοι οἱ Ἕλληνες πίπτουν θύματα τῆς γοητείας των κι αὐτὸς ἴσως ἦτο κι ὁ λόγος τῆς ἀδιακρίτου ἐρωτήσεώς της.
Ἡ Σῦρος δὲν εἶναι μεγάλο νησί. Ἀλλὰ οὔτε καὶ μικρὸ εἶναι. Μᾶλλον μέτριο μπορεῖ νὰ τὸ χαρακτηρίση κανείς. Στὸ μέγεθος εἶναι σὰν τὴν Τῆνο. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸ κατοικοῦν μοιάζουν σὰν κι ἐμᾶς καὶ ντύνονται ὅπως ἐμεῖς. Ἡ στολὴ δὲ τῶν ναυτῶν μοιάζει καταπληκτικὰ μὲ τὴν στολὴν τῶν Ἑλλήνων ναυτῶν. Μίλησα μὲ ἀρκετοὺς κατοίκους στὴν γλῶσσα τους. Δείχνουν φιλήσυχοι κι εὐγενεῖς, χωρὶς ἀγρίας διαθέσεις. Καννίβαλον δὲν εἶδα πουθενά. Δὲν ξέρω τὶ γίνεται εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς νήσου, διότι δὲν ἐπρόλαβα νὰ τὸ ἐξερευνήσω ὅλο, ἀλλὰ πιστεύω ὅτι οὔτε ἐκεῖ θὰ ὑπάρχουν.
Ρώτησα γιὰ τὰμ-τάμ.
– «Ὄχι», με διαβεβαίωσαν. «Μόνον μπὰμ-μπὰμ κάθε Πάσχα, ἀλλὰ κι αὐτὸ μὲ τὸν καιρὸ κοντεύει νὰ ἐκλείψη”.
Μικροδιαφοραί, δηλαδή, διότι ἂν τὸ μπὰμ-μπὰμ ἐλέγετο μπὰμ-μπούμ, θὰ ἦτο παρόμοιο μὲ τὸ δικό μας Πάσχα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔπειτα ἀπὸ τόσο μεγάλο ταξίδι εἶχα γίνει ἕνα εἶδος Σεβὰχ Θαλασσινοῦ, ὁμολογῶ ὅτι ἐτρόμαξα ὅταν ἀντίκρυσα τὸ τελώνιον. Ὁ Πέτρος μὲ καθησύχασε λέγοντάς μου ὅτι εἶναι τὸ Τελωνεῖον καὶ μοῦ συνέστησε νὰ διαβάζω προσεκτικώτερα. Ἀλλά, βλέποντάς το ἔτσι μὲ κεφαλαῖα νομίζω πὼς ὁποιοσδήποτε ναυτικὸς μὲ πεῖραν θὰ τὸ πάθαινε καὶ θὰ τὸ περνοῦσε γιὰ κατοικία τοῦ τελωνίου, ποὺ τὸ φαντάσθηκα ἀμέσως ἄγριο σὲ ἐμφάνιση μὲ φολιδωτὸ σῶμα.
Οἱ κάτοικοι ἀντὶ κρέας, τρώγουν ζῶα ποὺ βόσκουν εἰς τὴν θάλασσαν, τὰ ὁποῖα ὀνομάζουν «ψάρυα» καὶ τὰ μαγειρεύουν σ᾿ ἕνα γραφικὸ ἀντικείμενο μὲ λαβή, ποὺ ὅλοι στὸ νησὶ αὐτὸ τὸ φωνάζουν «τυγάνυ», ἄγνωστον διατί. Ὅταν θέλουν νὰ τὰ φᾶνε, βάζουν μέσα στὸ «τυγάνυ» ἕνα πρᾶμα κίτρινο, ποὺ τὸ λένε «λάδυ», ρίχνουν τὰ «ψάρυα», μετὰ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους, τὰ βάζουν μέσα, τὰ μασᾶνε καὶ τὰ τρῶνε. Μετὰ τὰ χωνεύουν. Δὲν ἔκατσα πολλὴν ὥρα στὸ νησὶ καὶ δὲν ἔμαθα τὶ κάνουν κατόπιν.
Θέλησα νὰ παρακολουθήσω πῶς τὰ μαγειρεύουν. Στὴν προκυμαία ἔκαιγε μιὰ φωτιὰ καὶ μιὰ κάτοικος τοῦ νησιοῦ, ἀφοῦ ἔβαλε «λάδυ» μέσα στὸ «τυγάνυ», ἔρριξε μέσα μερικὰ «ψάρυα». Μὲ εἶδε ποὺ κοίταζα περίεργα καὶ μοῦ εἶπε:
– «Προσέξτε τα, σᾶς παρακαλῶ”. Κι αὐτὴ πῆγε νὰ μιλήση μὲ κάποιαν ἄλλη.
Ἐγὼ ἔκατσα κάτω καὶ ἔκπληκτος τὰ πρόσεχα. Πρόσεξα πρῶτα πὼς κοκκίνισαν. Μετὰ τὸ χρῶμα τους ἦρθε πρὸς τὸ καφὲ σκοῦρο. Μετὰ πρόσεξα ποὺ ἄρχισαν νὰ μαζεύουν, νὰ μαζεύουν καὶ τελικὰ νὰ μαυρίζουν. «Βρὲ τί μυστήριο φαῒ εἶν’ αὐτό;», σκέφτηκα. «Πῶς τὸ τρῶνε ἔτσι μαῦρο; Τί γεύση ἄραγε νὰ ἔχη;».
Τὸ «τυγάνυ» τώρα ἔβγαζε μαῦρο καπνὸ καὶ μέσα τὰ «ψάρυα» ἔμοιαζαν μὲ μικρὰ κάρβουνα. Ἐγὼ ἐξακολουθοῦσα νὰ προσέχω, χωρὶς νὰ ξεκολλάω τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ «τυγάνυ». Σὲ λίγο ἦρθε ἡ γυναῖκα. Πῆρε τὸ «τυγάνυ» κι ἔρριξε ὅλο τὸ περιεχόμενο στὴ θάλασσα.
– «Τὰ κάψατε», μοῦ εἶπε.
Πῆρα τὰ πόδια μου συντετριμμένος κι ἐξερεύνησα τὸ ὑπόλοιπο νησί. Σὲ κάποιο μαγαζὶ μπῆκε ἕνας ἐπιβάτης τοῦ βαποριοῦ, ξένος, κι ἀγόρασε ἕνα κουτὶ ποὺ τὸ εἶπε «θένκιου». Ζήτησα κι ἐγὼ ἕνα «θένκιου» κι ὅταν ἀργότερα ἀνέβηκα στὸ βαπόρι, ἀντελήφθην ὅτι στὴ διάλεκτο τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ, «θένκιου» λένε τὰ λουκούμια.
Προσέφερα στὸν φίλο μου.
– «Πέτρο, θὰ πάρης ἕνα «θένκιου»»;
Ὁ Πέτρος πῆρε ἕνα «θένκιου», λέγων λουκούμι. (Συριανά: εὐχαριστῶ). Γιὰ ἕναν ποὺ δὲν ξέρει, βλέποντας τὸ θένκιου, θὰ πῆ πὼς πρόκειται γιὰ λουκούμι. Κι ὅμως, σὰν τὰ Συριανὰ «θένκιου», ἀμφιβάλλω ἂν ὑπάρχουν σ᾿ ἄλλα νησιά. Σὲ πολλά, βάζουν μέσα τριαντάφυλλο, σ᾿ ἄλλα πάλι καρύδι ἢ φιστίκι κι ἔτσι τὰ «θένκιου» ἀποκτοῦν ἕνα θαυμάσιο ἄρωμα. Μέτρησα κάπου εἴκοσι μαγαζιὰ ποὺ πουλᾶνε αὐτὸ τὸ εἶδος καὶ σχεδὸν ὅλα εἶναι βραβευμένα σὲ Διεθνεῖς Ἐκθέσεις. Ἀβράβευτο «θένκιου» δὲν πουλιέται πουθενά, οὔτε ἀβράβευτη χαλβαδόπιττα.
Μὲ μεγάλες προφυλάξεις προχώρησα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς πόλεως. Βρέθηκα σὲ μιὰ μεγάλη πλατεῖα μ᾿ ἕνα μεγάλο κτήριο μὲ σκαλοπάτια ὄπερας. Ἐδῶ μένει ὁ Δήμαρχος τῶν Ἰθαγενῶν τοῦ νησιοῦ. Μπροστὰ εἶχε μιὰν ἐξέδρα μαρμάρινη γιὰ τοὺς μουσικοὺς τῶν τὰμ-τάμ. Δίπλα σ᾿ αὐτήν, σ᾿ ἕνα ψηλὸ βάθρο, τὸ ἄγαλμα κάποιου ἥρωός των. Στὴ βάση τοῦ ἀγάλματος μὲ συριανὰ γράμματα ἔγραφε:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ
Μιαούλης στὴ διάλεκτό τους θὰ πῆ, αὐτὸς ποὺ πολέμησε τοὺς ἐχθρούς, λευτέρωσε τὴν πατρίδα του, ἄνοιξε τὶς θάλασσες γιὰ νὰ μπορῆ νὰ μεταφέρεται παντοῦ τὸ «θένκιου» καὶ νὰ μαγειρεύουν οἱ ντόπιοι ἐλεύθεροι τὰ «ψάρυα» μὲ τὸ «τυγάνυ».
Τὸ ἴδιο πάνω-κάτω σημαίνει καὶ τὸ ΚΑΝΑΡΗΣ καὶ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ.
Κι ὅπως οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἥρωες ὑπηρέτησαν τοὺς Ἕλληνες τότε, ἔτσι καὶ τὰ βαπόρια ποὺ φέρνουν σήμερα τὰ ὀνόματά τους ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ μεταφέρουν ἐλεύθερους ἀνθρώπους σ᾿ ἐλεύθερα νησιά.
Ἂς ἀφήσουμε τώρα τὴν ὑπόλοιπη ἐξερεύνηση στὰ ἐνδότερα τοῦ νησιοῦ κι ἂς γυρίσουμε σιγὰ-σιγὰ στὸν ἥρωα Καραΐσκον, μὴ τυχὸν φύγη καὶ μᾶς ἀφήση ξένους μεταξὺ ἀγνώστων στὴν ἡρωικὴν Σῦρον, διότι ἀπὸ τὸ τελώνιόν της μέχρι τὸ τελώνιον τῆς ἡρωικῆς Τήνου ἡ ἀπόστασις εἶναι περίπου εἴκοσι ἡρωικὰ χιλιόμετρα ἡρωικῆς κολυμβήσεως γιὰ ἕναν ποὺ δὲν ἔχει ναῦλα.
Ἔπειτα κι ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ ἐκείνη λένε πὼς ἔχει «ψάρυα» ποὺ δὲν διακρίνονται γιὰ τὸν φιλελληνισμό τους.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ “ΜΠΟΣΤ”
Ο Μέντης Μποσταντζόγλου (Χρύσανθος Βοσταντζόγλου, 1918 – 13 Δεκεμβρίου 1995), γνωστός περισσότερο με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν Έλληνας σκιτσογράφος και γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος.
Γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 1995. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Μποσταντζόγλου, το γένος Παπαγιαννακοπούλου. Οι δυο γιοί του Κώστας και Γιάννης είναι σήμερα διακεκριμένοι στον χώρο της γραφιστικής και την υποκριτικής αντίστοιχα. Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις. Για ένα διάστημα δούλεψε στη διαφήμιση όπου οι έντυπες καταχωρίσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν), Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκουντ πιλοτ?) ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ.), άφησαν κυριολεκτικά εποχή με την τόλμη και τη διαφορετικότητά τους.
Περισσότερα: el.wikipedia.org
Πηγή: snhell.gr