του κ. Δημήτρη Δημητρόπουλου
Η καταγραφή των τοπωνυμίων μιας περιοχής αποδίδει τον τρόπο σήμανσης του χώρου τη δεδομένη στιγμή της καταγραφής, ταυτόχρονα όμως αποτελεί και μια προβολή στο παρελθόν, μια ζωντανή πηγή πληροφοριών για την ιστορική διαδρομή του τόπου. Επίσης, οι εθνοπολιτισμικές ομάδες που εγκαταστάθηκαν σε μια περιοχή και οι μεταξύ τους σχέσεις, οι γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάδε γεωγραφικής ενότητας αποτυπώνονται στα τοπωνύμια μιας περιοχής είτε με απτά τους ίχνη που φθάνουν μέχρι σήμερα είτε με εύγλωττες σιωπές. Επιτρέπουν έτσι ίσως το σχηματισμό μιας τοπωνυμικής στρωματογραφίας στην οποία αναδεικνύονται οι επάλληλες φυλετικές εγκαταστάσεις και οι πολιτισμικές ωσμώσεις.[1] Υπό αυτή την οπτική η χρησιμοποίηση για την κατηγοριοποίηση των τοπωνυμίων τομών, με αποκλειστικό κριτήριο το χρόνο (όπως προελληνικά, αρχαία ελληνικά, βυζαντινά, νέα ελληνικά τοπωνύμια)[2] δεν μπορεί να αποτελεί το μοναδικό εργαλείο έρευνας.
Η διαδρομή προς το παρελθόν δεν είναι πάντοτε αυτονόητη και συνεχής, αντίθετα μάλιστα η όποια προσέγγιση έχει να αντιμετωπίσει σκοτεινά σημεία, αβεβαιότητες και χάσματα. Την ίδια στιγμή, η έντονη ιδεολογική φόρτιση με την οποία περιβλήθηκαν τα δέματα αυτά, η προσπάθεια εξυπηρέτησης «υψηλών» σκοπών και προτεραιοτήτων, και η ανάγκη αποκατάστασης ενός αδιατάρακτου εθνικού συνεχούς οδήγησε συχνά σε απόπειρες να καλυφθούν τα κενά με άλματα στο χρόνο, προκειμένου να αποκατασταθεί η γλωσσική και εθνική συνέχεια ή, όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν, να αναζητηθούν ερμηνείες, οι οποίες κατέληγαν συχνά στην επίκληση της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Στο πνεύμα αυτό έχουν διατυπωθεί απόψεις όπως: «Η ελληνική τοπωνυμική στρωματογραφία διαφέρει περαιτέρω της γαλλικής και βρετανικής κατά το ότι εις τας τελευταίας ταύτας τα τοπωνυμικά στρώματα αντιπροσωπεύουσι διαδοχικά εποικιστικά στρώματα, ουδέν των οποίων ενσυνειδήτως απερρίφθη εν συνεχεία. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων άπασαι αι φυλετικαί διεισδύσεις αι εκφραζόμενοι δια των αντιστοίχων τοπωνυμίων συνέβαλλον θετικώς εις την οικοδόμησιν των εθνικών τούτων κοινωνιών. Τουναντίον, εν τη ελληνική τοπωνυμική πλείστα τοπωνυμικά στρώματα οφείλονται εις την επιβολήν και κυριαρχίαν ξένων λαών μη ενσωματωθέντων εθνικώς προς τον γηγενή λαόν, διατελεσάντων δε ως επί το πλείστον εις εχθρικάς σχέσεις προς αυτόν».[3] Επίσης, έχουν προβληθεί ισχυρισμοί όπως ο ακόλουθος: «Τα ελληνικά τοπωνύμια είναι κατά τούτο πολυτιμότερα παρά των πολλών άλλων χωρών: Πρώτον δια το μακραιωνότερον του ελληνικού πολιτισμού και δεύτερον δια την σπουδαιότητα των εν τη ανελίξει του ελληνικού πολιτισμού, της πηγής δηλαδή των ευγενεστέρων ιδεωδών της Ανθρωπότητος ολοκλήρου».[4]
Προσεγγίσεις όπως οι παραπάνω νομίζω ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν ερμηνευτικό όχημα ικανό να παράσχει λύσεις στη μελέτη των τοπωνυμίων του ελληνικού χώρου. Κατά κανόνα άλλωστε τα προβλήματα αποδείχθηκαν πιο σύνθετα και η αυτόματη αναγωγή στις ρίζες του «μακραίωνου ελληνικού πολιτισμού» επισφαλής λύση.
Παράλληλα με τη συγχρονική καταγραφή των τοπωνυμίων από προφορικές μαρτυρίες και τη γνώση των κατοίκων μιας περιοχής, η καταγραφή των τοπωνυμίων και μικροτοπωνυμίων μιας γεωγραφικής ή διοικητικής ενότητας από παλαιότερες πηγές, όπου βέβαια το διαθέσιμο υλικό την καθιστά εφικτή, μπορεί να εμπλουτίσει τις γνώσεις μας με νέες προσθήκες τοπωνυμίων, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει τη δοκιμασία παγιωμένων απόψεων. Ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου προσφέρεται ιδιαίτερα για μια τέτοια απόπειρα. Καταρχήν από την περιοχή αυτή διασώζεται πλούσιο τεκμηριωτικό υλικό (δικαιοπρακτικά έγγραφα, προικοσύμφωνα, διαθήκες, φορολογικά κατάστιχα και κτηματολόγια). Επίσης η μακραίωνη συνεχής κατοίκηση, η φύση του εδάφους και το καθεστώς ιδιοκτησίας της γης αποτέλεσαν παράγοντες που οδήγησαν σε μία εξαιρετικά πυκνή σήμανση του τόπου.[5]
Αν οι ονομασίες με τις οποίες καταγράφονται οι τοποθεσίες σηματοδοτούν ένα σύνολο πληροφοριών γι’ αυτές και τις ευρύτερες περιοχές στις οποίες εντάσσονται, η ανθεκτικότητα των τοπωνυμίων και των μικροτοπωνυμίων στο πέρασμα του χρόνου επιτρέπει τον έλεγχο αξιοσημείωτων παραμέτρων της διαδρομής του συγκεκριμένου τόπου. Για παράδειγμα η διατήρηση ή η απάλειψη της ονομασίας μιας θέσης μπορεί να αναδεικνύει τη γλωσσική και εθνοπολιτισμική συνέχεια ή την ενσωμάτωση αλλόγλωσσων σημάνσεων στο λεκτικό των κατοίκων, τη διατήρηση ή εγκατάλειψη γεωργικών, κτηνοτροφικών ή άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων στη δεδομένη περιοχή, την αναφορά σε χρήσεις της γης που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί ή αλλάξει, την ανάδειξη στοιχείων του παρελθόντος που παρέμειναν στο συλλογικό υποσυνείδητο χωρίς να είναι εύκολα ανιχνεύσιμη η αρχική αιτία της σήμανσης κλπ. Ταυτόχρονα μπορεί να ελεγχθεί η παλαιότητα ή ο χρόνος ζωής των μικροτοπωνυμίων σε συνδυασμό με τις έννοιες που αυτά δηλώνουν. Οπωσδήποτε η αντιπαραβολή παλαιότερων με νεότερα ή σύγχρονα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια προσκρούει στο πρόβλημα της έλλειψης αρχειακών πηγών. Παρόλα αυτά, τουλάχιστον για το νησιωτικό χώρο του Αιγαίου στον οποίο αναφερόμαστε εδώ, υπάρχει ικανός όγκος αρχειακού υλικού, ο οποίος είναι εφικτό να αξιοποιηθεί σε μια τέτοιου τύπου προσέγγιση.
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις που συνηγορούν στην παρατήρηση ότι τα μικροτοπωνύμια των νησιών αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανθεκτικά στο χρόνο και διατηρήθηκαν εν χρήσει από τους κατοίκους, πολλές φορές αναλλοίωτα από την περίοδο τουλάχιστον της οθωμανικής κυριαρχίας έως σήμερα. Διάσπαρτα τέτοια παραδείγματα έχουν επισημανθεί από τους μελετητές του τοπωνυμικού των νησιών, ιδιαίτερα όσον αφορά μεμονωμένες ονομασίες θέσεων, οι οποίες γλωσσικά παραπέμπουν στην αρχαιότητα. Εκκρεμεί όμως ακόμη η λεπτομερής προσέγγιση των τοπωνυμίων και μικροτοπωνυμίων από νεότερες αρχειακές πηγές -κάποιες φορές πλούσιες σε πληροφοριακό υλικό—η οποία μπορεί να επιτρέψει μια ποσοτική αποτίμηση της αντοχής των ονομασιών στο χρόνο. Η τελευταία θα επέτρεπε όχι μόνο να δειχθεί η γλωσσική συνέχεια, αλλά κυρίως να εντοπιστούν οι επιπτώσεις από σημαντικά γεγονότα-τομές στην ιστορική διαδρομή των τόπων και να αναδειχθούν εκφάνσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής των κατοίκων, που αποτυπώνονται στο τοπωνυμικό των νησιών και αποτελούν σταθερές συνιστώσες τους για μακρό χρονικό διάστημα.
Θα αναφερθούμε παρακάτω σε κάποιες ενδεικτικές προσεγγίσεις του ζητήματος που προκύπτουν από μια πρώτη εξέταση διαφόρων τύπων πηγών, που χρονολογούνται στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας.
Σύρος
Αποδελτιώθηκαν οι τοποθεσίες που μνημονεύονταν κατά τις μεταβιβάσεις ακινήτων σε δύο προικοσύμφωνα και μία διαθήκη από τη Σύρο των ετών 1590, 1597 και 1598.[6] Κατόπιν τα τοπωνύμια αυτά αναζητήθηκαν σε ένα κτηματολόγιο της Σύρου που χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα (οι περισσότερες χρονολογικές ενδείξεις εντοπίζονται στο διάστημα 1808-1820, μεμονωμένες εγγραφές φθάνουν όμως μέχρι τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1830).[7] Στα τρία δικαιοπρακτικά έγγραφα καταγράφονται οι ακόλουθες 67 θέσεις (σε ορθογώνιες αγκύλες σημειώνονται παραλλαγές των ονομασιών οι οποίες απαντούν στο κτηματολόγιο):
Αβραμίτου (του) [στ’ Αβραμή], Αγία Απακουή, Αγία Θεοδοσία, Άγιος Θεόδωρος, Άγιος Μάμας, Ακρίδα, Αληθινή, Ανεκυλίστρες, Απάνω Φυγός, Αρμυρίστρες, Αστοιβωπό, Βάρη, Βίτζα, Γαλησσάς, Γαλούνα [Γαλιούνα, στο], Γράλοντας [Γλαρόντας], Γυαλός, Γύρι, Διακοντρία [Δρακοντριά], Δανακός, Εθαρμός [Ενθαρμός, η], Ελληνίθρες, Καλικανίτη (στου), Καστρί, Κηπαρούσα [Κηπε- ρούσα], Κορίθι, Κουκουβάγια, Κυλίστρα, Λαγκάδα, Λακκιές, Λάκκοι, Λιβάδι, Λιόντες, Λυγερό, Μάλια, Μαντελιδοπή, Μελιτά (στο), Μεσσαριά, Μπηλός [Πήλος], Νεράτζι, Νήτο, Νήττες, Πάγος, Παρακοπή, Πέργυρος, Περδίκη, Πισκοπειό, Ποσείδια, Ραχαμού (στου), Ραχίδια, Ρεγούδια, Ριανό, Ρόζου (στου), Τερέτου (στου), Τούμπες [Ντούμπες], Σαμάκι, Σκελία (στα), Σταυρός, Σύριγγας, Τάλαντα, Τούρλος, Φοίνικας [και στην Κολώνα στο Φοίνικα], Φοινικιά, Χαλαντριανή, Χρούσα, Ψαχνό.
Αναφέρονται επίσης οι τοποδεσίες Κάστρο (το), Βορνάς ή Βορινάς (ο) και Γιόρα (τα). Όσον αφορά τις δέσεις Κάστρο και Βορ[ι]νάς, η πρώτη αποτελεί τον αρχικό οικιστικό πυρήνα της σημερινής Άνω Σύρου και η δεύτερη, περιοχή στα βορινά του Κάστρου.[8] Τέλος η ονομασία Γιόρα περιέχεται στο προικοσύμφωνο του 1590 στη φράση: «ακόμη από τα ξώα όπου έχομε εις τα Γιόρα να παίρνει τα δύο μερτικά δικά του…». Πρόκειται προφανώς για τη γνωστή νησίδα Γυάρο ή Γιούρα, την οποία χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Σύρου ως τόπο βοσκής για τα ποίμνιά τους.[9]
Μία πρώτη αντιπαραβολή των υπολοίπων 67 τοπωνυμίων με όσες δέσεις καταγράφονται στο κτηματολόγιο του νησιού που αναφέραμε παραπάνω, επέτρεψε την ταύτιση των 62 από αυτές. Δεν εντοπίστηκαν οι ακόλουδες δέσεις:
- Αρμυρίστρες και Λακκιές (οι): Ενδεχομένως εξέλιπαν.[10]
- Ανακυλίστρες (οι): Στο κτηματολόγιο περιλαμβάνεται τοπωνύμιο Ανηκυλάρι (στο)· δεν είναι σαφές όμως αν πρόκειται για παραλλαγή της ίδιας δέσης.
- Καλικανίτη (στου): Στη διαθήκη του 1590 δηλώνεται ως περιοχή στην οποία υπήρχε «μάντρα». Η ονομασία προέρχεται πιδανόν από κάτοχο εκτάσεων στην περιοχή, δεν εντοπίστηκε όμως ούτε το τοπωνύμιο ούτε ομώνυμη οικογένεια σε μαρτυρίες από το νησί. Στο κτηματολόγιο υπάρχει δέση «στου Καλοκαιντίνου», για την οποία όμως δεν έχουμε κάποιο στοιχείο που να επιβεβαιώνει ταύτιση με την ονομασία της δέσης που μας ενδιαφέρει εδώ.
- Κολώνα στο Φοίνικα (στη): Το μικροτοπωνύμιο Κολώνα δεν εντοπίστηκε στο κτηματολόγιο. Πιδανότατα σχετίζεται με αρχαία οικοδομικά λείψανα, ορατά στην περιοχή μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.[11]
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τοπωνυμίων του δείγματος μας -με βεβαιότητα το 92,5% – διατηρήθηκε από τους κατοίκους του νησιού εν χρήσει κατά τους δυόμισι περίπου αιώνες που χωρίζουν τις δύο πηγές. Αντοχή στο πέρασμα του χρόνου δεν έδειξαν μόνο τοπωνύμια που σχετίζονται με τη μορφολογία του εδάφους (για παράδειγμα Γυαλός, Λάκκοι, Λιβάδι) ή τη χλωρίδα και πανίδα του νησιού (για παράδειγμα Ακρίδα, Κουκουβάγια, Νεράτζι, Φοινικιά), αλλά και ονομασίες δέσεων που προέρχονται από οικογενειακά ονόματα -μάλλον κατόχων εκτάσεων γης (για παράδειγμα στ’ Αβράμη, στου Ρόζου, στου Τερέντου)— τα οποία και επέζησαν στην καθημερινή πρακτική των κατοίκων ανεξάρτητα από τους αρχικούς ονοματοδότες.
Ας σημειωθεί εδώ ότι οι καθολικές οικογένειες που μετά τον 13ο αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Σύρο και στα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων,[12] αποκτώντας σημαντικές εκτάσεις γης, δεν άφησαν με τα οικογενειακά τους ονόματα ιδιαιτέρως ευδιάκριτα ίχνη στο τοπωνυμικό του νησιού. Το ίδιο ισχύει και σε νησιά, όπως η Νάξος, που οι φεουδαλικές δομές φαίνεται ότι υπήρξαν βαθύτερες και ισχυρότερες.[13] Η επισήμανση αυτή, η οποία απαιτεί περαιτέρω επιβεβαίωση, ίσως σχετίζεται με την ίδια τη φύση των γαιοκτησιών των οικογενειών αυτών. Καθώς επρόκειτο είτε για ενιαίες μεγάλες εκτάσεις γης είτε για πολλές διασκορπισμένες μικρότερες εκτάσεις, αυτές δεν επέτρεπαν τον σαφή, επακριβή ορισμό μιας περιοχής, οι πρώτες λόγω του μεγέθους τους και οι δεύτερες διότι η κατοχή από την ίδια οικογένεια πολλών διάσπαρτων γαιοκτησιών δεν ευνοούσε τον επιλεκτικό προσδιορισμό μιας από αυτές με το όνομα του κατόχου της.
—————-
[1] Για τις απόπειρες σχηματισμού τοπωνυμικών στρωματογραφιών στην Γαλλία και Αγγλία βλ. πρόχειρα, Θ. Παπαδόπουλλος, «Συνοπτικόν διάγραμμα τοπωνυμικής μεθοδολογίας», Επετηρίς του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, 5 (1971-1972), σ. 10-11, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[2] Τα στρώματα αυτά διακρίνει ο Ιω. Θωμόπουλος, Τα τοπωνύμια μας. Η αξία τους και τα προβλήματα τους, Θεσσαλονίκη 1958, σ. 33-48.
[3] Βλ. Θ. Παπαδόπουλλος, ό.π., σ. 13-14.
[4] Βλ. Ιω. Θωμόπουλος, «Τα Κυκλαδικά τοπωνύμια», π. Ονόματα, 12 (1988), σ. 700.
[5] Για τις σχέσεις σήμανσης του τόπου και γαιοκτησίας στις Κυκλάδες βλ. αναλυτικά Δ. Δημητρόπουλος, «Γαιοκτησία και σήμανση του χώρου στις Κυκλάδες (16ος – 18ος αι.)», Πρακτικά του Β’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών: «Η Ελλάδα των νησιών από τη Φραγκοκρατία μέχρι σήμερα», υπό έκδοση.
[6] Τα έγγραφα δημοσιεύονται από τον Α. Μηλιαράκη, «Προικοσύμφωνον συνταχθέν εν Σύρω τω 1597», π. Αρμονία, 11 (1900), σ. 697-699 και τον Α. Δρακάκη, «Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας. Η δικαιοσύνη και το δίκαιον», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών, 6 (1967), σ. 308-314.
[7] Το κτηματολόγιο απόκειται στο Ιστορικό Αρχείο Δήμου Άνω Σύρου, Σειρά Λογιστικά και Φορολογικά κατάστιχα, χφ. 157 (και σε μικροφίλμ στο Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας). Θα ήθελα να ευχαριστήσω από τη δέση αυτή τον Αγαμέμνονα Τσελίκα που μου έδωσε τη δυνατότητα μελέτης του κτηματολογίου αυτού.
[8] Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση σε απόφαση του Κοινοτικού Κριτηρίου Σύρου του 1798: «…το σπίτι του εις την χώρα, οπού έχει εις τα Βορινά…» (βλ. Α. Δρακάκης, «Η Σύρος», σ. 412). Η ονομασία αυτή έχει επιβιώσει έως σήμερα, βλ. καταγραφές τοπωνυμίων των Ε. Ν. Ρούσσου και Γ. Ντελόπουλου, π. Συριανά Γράμματα, 11 (Ιούλιος 1990), σ. 263, και πρόκειται για διαφορετική δέση από την αγροτική τοποθεσία Βοριάς (ο), η οποία επανέρχεται συχνά στο κτηματολόγιο της Σύρου.
[9] Βλ. Α. Δρακάκης, Η Σύρος επί της Τουρκοκρατίας, τ. 1, Αθήνα 1948, σ. 254-256, όπου μάλιστα σε διαταγή που εξέδωσε το 1737 ο «σερασκέρης των Βασιλικών φυργαδών» για την προστασία των ποιμένων η νησίδα αναφέρεται ως Γιόρα (στα).
[10] Αυτό αναφέρει και ο Α. Μηλιαράκης, ό.π., σ. 703-704, ο οποίος θεωρεί ότι εξέλιπαν επίσης και δέσεις όπως οι: Ακρίδα, Κυλίστρα, Λιβαράκι, Πέργυρο, που όμως απαντούν στο κτηματολόγιο.
[11] Βλ. σχετικά Τιμ. Αμπελάς, Ιστορία της νήσου Σύρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Ερμούπολη 1874, σ. 87.
[12] Για τα οικογενειακά ονόματα των οικογενειών αυτών και τους τόπους προέλευσης τους, βλ. Τιμ. Αμπελάς, ό.π., σ. 385-391.
[13] Για παράδειγμα, μεταξύ των τοπωνυμίων που μνημονεύονται στα νοταριακά έγγραφα του κώδικα Νάξου του νοτάριου Ιω. Μηνιάτη, των ετών 1680-1689 (βλ. Αναστασία Σιφωνιού-Καράπα, Γ. Ροδολάκης, Λυδία Αρτεμιάδη, «Ο κώδικας του νοταρίου Νάξου Ιωάννου Μηνιάτη», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας Ελληνικού Δικαίου, 29-30 (1982-3), Αθήνα 1990, σ. 1304-1311) δεν υπάρχουν ονομασίες δέσεων προερχόμενες από τις ισχυρές οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στο νησί αυτό.
Με άδεια αναδημοσίευσης από τον κ. Δημήτρη Δημητρόπουλο
τον οποίο ευχαριστούμε θερμά
—————–
Απόσπασμα από το βιβλίο
“Πληθυσμοί και οικισμοί του ελληνικού χώρου – Ιστορικά μελετήματα”
του
Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
Τετράδια εργασίας 18, σ. 51-57
Αθήνα 2003