της Μαρίας – Θηρεσίας Δαλεζίου, ιστορικού τέχνης
Το κτήμα Κάλας, βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα των Χρούσσων του δήμου Άνω Σύρου του νομού Κυκλάδων. Πρόκειται για ένα νεοκλασικό κτίσμα με τον αγρό του που κληρονόμησε ο Νίκολας Κάλας και μετά το θάνατο της γυναίκας του Έλεν (1990), παραχωρήθηκε, στο Ελληνικό Δημόσιο. Το Σεπτέμβριο του 2007 κατατέθηκε η αίτησή μου προς το Υπουργείο Πολιτισμού για να χαρακτηριστεί το εν λόγω κτήριο διατηρητέο και μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Επίσης, ένα μήνα αργότερα, και ο δήμος Άνω Σύρου (εκεί υπάγεται η περιοχή Χρούσσα) με υπόμνημα προς την Εφορεία Νεώτερων Μνημείων Αττικής πρότεινε την προστασία του οικήματος και του περιβάλλοντος χώρου.
Είναι πλέον γνωστός ο αρχιτεκτονικός πλούτος της πρωτεύουσας του νησιού, Ερμούπολης. Σημαντικός αριθμός κτηρίων, ιδιωτικών και δημόσιων, αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, τα οποία σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν από βαυαρούς αρχιτέκτονες και έλληνες μηχανικούς, όπως είναι οι Weiler, Erlacher, Ziller, Βλυσίδης, Ελευθεριάδης και διακοσμήθηκαν από ζωγράφους ιταλούς και ντόπιους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αρχιτεκτονική παράδοση της Ερμούπολης συνεχίστηκε, στο δεύτερο μισό του 19ου αι., και στα χωριά του νησιού, όπως Ποσειδωνία, Χρούσσα, Παρακοπή, Πισκοπειό, όπου σώζονται ακόμη οι επιβλητικές εξοχικές κατοικίες των εύπορων αστών της Ερμούπολης τριγυρισμένες με κήπους και βοτσαλωτές αυλές. Κτήρια που εκφράζουν μια σημαντική πτυχή της πολιτιστικής ιστορίας της Σύρας και φανερώνουν την εποχή ακμής της κατά την οποία αναπτύχθηκε μια δυναμική σε όλα τα επίπεδα, στο οικονομικό, κοινωνικό και μορφωτικό. Η καταγραφή, η προστασία αλλά και η ανάδειξή τους ως πολιτιστικά αγαθά, που είναι μεταγενέστερα του 1830 και αποτελούν κομμάτια της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου μας, θα πρέπει να είναι ο στόχος.
Ένα τέτοιο κτίσμα είναι και το σπίτι του ποιητή, το οποίο περιλαμβάνει: μια διώροφη πετρόχτιστη οικία με υπόγειο που κατασκευάστηκε στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αι., όπως δείχνει η μαρμάρινη επιγραφή στην κεντρική είσοδο του κτήματος, όπου είναι χαραγμένο το έτος 1857 και τον αγρό που περιβάλλει τα κτίσματα καθώς και βοηθητικές κτιριακές εγκαταστάσεις που εξυπηρετούσαν την κύρια κατοικία και την άσκηση των αγροτικών δραστηριοτήτων, όπως το σπίτι του κηπουρού, έναν ημιερειπωμένο αχυρώνα, σταύλο και ερειπωμένα κοτέτσια. Η ιδιότυπη λιτή αρχιτεκτονική γραμμή του κτίσματος, οι οροφογραφίες που υπάρχουν στο εσωτερικό όλων των δωματίων, αλλά και το μεταλλικό κιόσκι με διάμετρο περίπου 10μ. που βρίσκεται στον κήπο, όπως και το πηγάδι με το σχεδόν κατεστραμμένο σιδερένιο κιγκλίδωμα και τη μαρμάρινη πλάκα όπου είναι χαραγμένο το όνομα του πρώτου κτήτορα, νομίζω ότι επιβάλλουν τη λήψη μέτρων για την προστασία τους, αλλά και την ανάδειξή τους.
Η σημερινή κατάσταση του ακινήτου δεν είναι καλή. Η αδιαφορία, οι συνεχείς καταπατήσεις και οι λεηλασίες που έχουν γίνει στο παρελθόν (φαίνεται ότι έχουν αφαιρεθεί πολλά αντικείμενα, όπως πίνακες ζωγραφικής, έπιπλα, πολυέλαιοι κ.λπ.), επιπλέον, ο χρόνος, οι καιρικές συνθήκες επιταχύνουν τη φθορά του. Οι καλοφτιαγμένες οροφογραφίες, άλλες διακοσμημένες με γεωμετρικά σχήματα και άλλες, όπως του σαλονιού, της τραπεζαρίας και του κεντρικού διαδρόμου, είναι διακοσμημένες με θαλάσιες θεότητες, γυναικεία πρόσωπα και με είδη διατροφής, κινδυνεύουν να καταστραφούν. Η κακή κατάσταση της στέγης θα δημιουργήσει πολλές φθορές στα ταβάνια, στους τοίχους και στα πατώματα. Έχουν ξεφύγει από την αρπαγή τρία φωτογραφικά πορτρέτα, του Βασ. Γεωργίου Α΄, της Βασ. Όλγας και του Ιωάννη Καλαμάρη (πατέρα του Νίκολας Κάλας) σε νεαρή ηλικία. Ακριβώς κάτω φαίνεται το άνοιγμα όπου ήταν το τζάκι. Και αυτό έχει αποσπαστεί! Μια εντυπωσιακή εσωτερική ξύλινη σκάλα οδηγεί στο 2ο όροφο. Το κτίσμα, σήμερα, αποτελεί ένα φυσικό περιστεριώνα. Τα περιστέρια εισέρχονται από τις γρίλιες των παραθύρων που έχουν σπάσει και τα ξύλινα πατώματα καλύπτονται από κάθε είδους ακαθαρσίες. Η καταστροφή είναι φανερή. Και επειδή πρόκειται περι νεώτερου μνημείου προστατευόμενου και από το Nόμο Aρ. 3028/2002 η αρμόδια Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Αττικής θα πρέπει να μεριμνήσει για την αποκατάσταση της φθοράς του.
Αρχικά τα ακίνητα αυτά ήταν ιδιοκτησία του Σταματίου Ι. Πρωίου, επιχειρηματία και σημαντικού οικονομικού παράγοντα της Σύρου το 19ο αιώνα. Αργότερα, το 1902, η Καλλιόπη χήρα Στ. I. Πρωίου δώρισε τα κτήματα αυτά καθώς και την κινητή περιουσία εντός αυτών στον ανηψιό της Ιωάννη Καλαμάρη. Ο Ι. Καλαμάρης προερχόταν από πολύ εύπορη οικογένεια με εργοστάσια υφασμάτων στη Μυτιλήνη, ήταν υποψήφιος βουλευτής Κυκλάδων από το 1902 και ιδιοκτήτης της συριανής εφημερίδας «Αλήθεια», η οποία εκδιδόταν τη μεταπολεμική περίοδο. Μετά το θάνατο του (12.4.1955) και της συζύγου του Ρόζας, δισέγγονης του Μάρκου Μπότσαρη (16.1.1977) τα άνω ακίνητα κληρονομήθηκαν από τον Νικόλαο Καλαμάρη (Nicolas Calas). Ο τελευταίος λοιπόν ιδιοκτήτης ήταν σημαντική προσωπικότητα στο χώρο των γραμμάτων και της τέχνης. Ποιητής, δοκιμιογράφος, πανεπιστημιακός διδάσκαλος και τεχνοκριτικός, ο Καλαμάρης υπήρξε ο πρωτοστάτης της ολιγομελούς αλλά δυναμικής ελληνικής υπερρεαλιστικής ομάδας – των πέντε ή έξι ανθρώπων σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, και αναφέρομαι στους Ανδρέα Εμπειρίκο, Νίκο Γκάτσο, Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Εγγονόπουλο και Νάνο Βαλαωρίτη. Στο Παρίσι υιοθέτησε το όνομα «Calas», και συμμετείχε στους κύκλους των γάλλων υπερρεαλιστών. Το 1940 ο Κάλας εγκαθίσταται στην Αμερική, και συνεργάζεται σε ερευνητικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Κολούμπια με αντικείμενο τους πρωτόγονους πολιτισμούς, υπό την διεύθυνση της Μάργκαρετ Μιντ. Ο Κάλας παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του, 11.12.1988, στο επίκεντρο των καλλιτεχνικών κύκλων της Νέας Υόρκης.
Με το θάνατο της συζύγου του Ν. Κάλας, Helena Calas, το γένος von Hoerselman στις 4.10.1990, η συλλογή έργων τέχνης όσο και το αρχείο του Κάλας εκχωρήθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία της, στην Εθνική Πινακοθήκη της Δανίας, στο Louisiana Museum of Modern Art και στον διευθυντή της, Steingrim Laursen. Το 1999 το Αρχείο του Κάλας μεταφέρθηκε στην Αθήνα και σήμερα αποτελεί τμήμα της Nordic Library, Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Ινστιτούτου της Δανίας, Νορβηγίας, Σουηδίας και Φινλανδίας, έχει ήδη ταξινομηθεί και είναι προσβάσιμο στους μελετητές. Όσον αφορά το κτήμα των Χρούσσων η τύχη του ήταν διαφορετική. Παραχωρήθηκε άνευ ανταλλάγματος στο Ελληνικό Δημόσιο το 2001.
Τον Οκτώβριο 2008 τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεώτερων Μνημείων αποφάσισαν ομόφωνα τον χαρακτηρισμό της Οικίας Κάλας ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου και έργου τέχνης (Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΔΙΝΕΣΑΚ/ 111814/2777). Το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί ουσιαστικά το πρώτο βήμα διάσωσής της και σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει πια ο Δήμος με τοπικούς πολιτιστικούς φορείς να φροντίσουν για την αποκατάστασή του και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την αξιοποίηση του κτήματος σε συνεργασία για να χρησιμοποιηθεί ως πολιτιστικό κέντρο ή ως χώρος ανοιχτού διαλόγου για τη σύγχρονη τέχνη και τα διάφορα καλλιτεχνικά κινήματα.
Αυτό είναι και το ζητούμενο σε αυτές τις περιπτώσεις, όταν το Υπουργείο Πολιτισμού απεκδύεται των ευθυνών του και η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου συμπεριφέρεται ως επιχείρηση κερδοσκοπικού χαρακτήρα και συχνά γυρίζει την πλάτη σε ιστορικά μνημεία που βρίσκονται σε κίνδυνο και είναι στην κατοχή της.
Το κτήμα Κάλας διαθέτει κάτι ξεχωριστό: Όλα όσα γνωρίσαμε και όσα λησμονήσαμε είναι εκεί στο ξεθώριασμα αυτής της υπέροχης ώχρας που επιμένει να το καλύπτει.
Χρονολογία άρθρου: 2008
Σημείωμα της συγγραφέως: Μετά την ανακήρυξή του σε ιστορικό και διατηρητέο μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς (2009) ουδείς και καμία κρατική υπηρεσία ενδιαφέρθηκε ποτέ για τη συντήρηση και αξιοποίησή της κατοικίας του Νικόλα Καλαμάρη. Το πιο λυπηρό, όμως, είναι ότι και η τοπική κοινωνία αδιαφόρησε όχι μόνο για την ιδιαίτερη αξία του, ως κομμάτι της δικής της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αλλά γύρισε και την πλάτη της μπροστά στη λεηλασία του.
κα Μαρία – Θηρεσία Δαλεζίου, Ιστορικού Τέχνης
την οποία ευχαριστούμε θερμά.