Η πρωταπριλιά αποτέλεσε πολλές φορές πηγή έμπνευσης στους ποιητές είτε για να σατιρίσουν τα κακώς κείμενα της εποχής τους είτε για να εκφράσουν διαχρονικές αλήθειες με χιουμοριστικό τρόπο. Ποιήματα κοινωνικά, χιουμοριστικά, ακόμη και ερωτικά, όλα πρωταπριλιάτικα, γραμμένα στα τέλη του 19ου αιώνα.
Στην πρώτη σελίδα της σατιρικής εφημερίδας «Μη χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη (2.4.1882), δημοσιεύτηκε ένα χαριτωμένο ποίημα του Σουρή (υπέγραφε με λατινικούς χαρακτήρες ως Souris) για τις αλλαγές στις συμπεριφορές των ανθρώπων λόγω… πρωταπριλιάς. Από τις επτά στροφές του ποιήματος παρατίθενται οι πρώτες τέσσερις – οι υπόλοιπες κάνουν αναφορές σε πρόσωπα, που δεν λένε κάτι στο σημερινό αναγνώστη.
Ο κόσμος απεφάσισε το δρόμο του ν’ αλλάξει,
να αγαπά, να συγχωρεί, ποτέ να μη σκοτώνει,
ο κλέφτης τ’ άλλου το ψωμί να μη ζητεί ν’ αρπάξει,
κι ο ψεύτης να φουρκίζεται για την αλήθεια μόνη.
Του γείτονά του το καλό ο άνθρωπος να θέλει,
και πώς περνά την ώρα του ποτέ να μη τον μέλλει.
Όλα τ’ ανδρόγυνα να ζουν πιστά κι αγαπημένα,
εις την γυναίκα μοναχά ο άνδρας της να φθάνει,
ποτέ να μη φαίνεται με μάγουλα βαμμένα,
και ούτε να τρελαίνεται για μόδια και φουστάνι.
Να είναι όλα ζάχαρη, να είναι όλα γλύκα,
κι’ ο κόσμος να παντρεύεται χωρίς παπά και προίκα.
Να παύσουν πια οι πόλεμοι, να λείψει πια το αίμα,
να μην πατεί ο δυνατός εις του πτωχού το χώμα,
ο κόσμος να μη σκιάζεται το ράσο και το στέμμα,
κι ο Κουμουνδούρος να γενεί με τον Τρικούπη κόμμα.
Οι βουλευταί να μη ζητούν ρουσφέτια για τους φίλους,
και πέντε δέκα να χουμε του κράτους υπαλλήλους.
Οι νόμοι και το Σύνταγμα να παν κατά διαβόλου,
να μην ευρίσκεται αρχή, κλητήρας, Αστυνόμος,
ο Δεληγιάννης ο κομψός να μη μιλεί καθόλου,
κι ο Τραπεζίτης ο Σκουζές να γίνει γαλαντόμος.
Να προσκαλούνται στα ψηλά σαλόνια και οι χωριάται,
κι’ οι κύριοι ομογενείς να γίνουν δημοκράται.