Μια ενδιαφέρουσα επιστολή του Αντώνη Κρίνου, σχετικά με το «Κοκκινόσπιτο» στη θέση «Αυροφίλητο» (λίγο πριν τη διασταύρωση των δρόμων προς Κίνι και Πισκοπιό), έστειλε στην εφημερίδα μας ο γνωστό επίτιμος δημότης Σύρου Ερμούπολης (Αύγουστος του 2018) Στέλιος Νιώτης.
Η επιστολή του Αντώνη Κρίνου προς τον κ. Νιώτη, ο οποίος ενδιαφέρεται για ό,τι έχει σχέση με τη Σύρο και τον πολιτισμό της, ήταν συνέχεια του γεγονότος πως ο κ. Νιώτης, έχοντας ακούσει από την κα Καραγάτση ενδοιασμούς για το provenance του φερόμενου ως «κοκκινόσπιτο», το συζήτησε με τον κ. Κρίνο ο οποίος είχε άποψη και αυτή κατέγραψε στο κείμενο που του έστειλε και είναι άκρως διαφωτιστικό.
Να επισημανθεί πως το «κοκκινόσπιτο» (ερειπωμένο κτίσμα σήμερα) θεωρείται από πολλούς ως το σπίτι στο οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα που αναφέρονται στο θαυμάσιο μυθιστόρημά του ο Μ. Καραγάτσης «Η Μεγάλη Χίμαιρα», αλλά κατά τον κ. Κρίνο αυτή η θεωρία είναι παντελώς λανθασμένη και εξηγεί λεπτομερώς τους λόγους.
Η επιστολή του κ. Κρίνου, την οποία αξίζει να διαβάσει κάποιος με προσοχή, είναι η ακόλουθη:
Αγαπητέ μου Στέλιο
Μισοδιάβασα, -δεν άντεξα να τα διαβάσω με προσοχή,- τα τρία συνημμένα άρθρα που μου έστειλες, δηλαδή το ”Το στοιχειωμένο από τον Καραγάτση “κοκκινόσπιτο” της Σύρου”, από το Cyclades, του κ. Τελώνη, το σχετικό κείμενο από την Wikipedia, και το “Το Κοκκινόσπιτο της Σύρου, η αιματοβαμμένη οικογένεια, η κατάρα και η Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση”, από το womantoc του κ. Π. Κουλουμπή, (το τελευταίο οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν και το πλέον δύσπεπτο κερασάκι αυτής της άκρως μπουχτιστικής τούρτας), όπως επίσης θυμάμαι καλά το άρθρο περί των σχετικών με τη Μεγάλη Χίμαιρα και τους ήρωές της καλλιτεχνικών φωτογραφιών που τραβήχτηκαν στο κοκκινόσπιτο το οποίο μου έδειξες προχθές.
Τώρα τι να πω; Αν ζούσε ο μακαρίτης ο Στρίμπεργκ σίγουρα θα έγραφε επί του θέματος ένα θεατρικό που πολλές μεταγενέστερες γενεές θα απολάμβαναν: Πως δημιουργείται ένας αστικός θρύλος, πως επεκτείνεται, δημιουργεί παράκρουση και, κάνει σοβαρούς ανθρώπους, ενάντια σε κάθε πραγματικό στοιχείο, να τον υπερασπίζονται και να τον διαδίδουν… Τι να πω για τα άρθρα, και τι να πω για τη Wikipedia όπου ο κάθε ρομαντικός αδαής (αυτή είναι η καλοπροαίρετη εκδοχή), γράφει άκριτα ότι πιστεύει τι να πω για την εφαρμογή google maps, (αυτό μάλλον δεν το ξέρεις) που σημειώνει το δρόμο με την ένδειξη “κοκκινόσπιτο Καραγάτση”!
Τελικά ποιο είναι το θέμα μας; Ποιο είναι το σπίτι στο Επισκοπειό όπου ο Καραγάτσης τοποθετεί τη δράση της Μεγάλης Χίμαιρας, ή, εάν το κοκκινόσπιτο, το οποίο ΔΕΝ είναι στο Επισκοπειό, ΔΕΝ ανταποκρίνεται ούτε αρχιτεκτονικά, ούτε χρωματικά, ούτε μορφολογικά, ούτε γεωγραφικά, – ως θέση και προσανατολισμός,- στο κείμενο του Καραγάτση, θα μπορούσε να είναι η κατοικία των ηρώων του μυθιστορήματος;
Θα προτιμούσα να αντιπαρέλθω το θέμα του Κοκκινόσπιτου και να σου αναλύσω γιατί η έπαυλη Κούλας και Στάθη Κουλουκουντή στο Επισκοπειό είναι “το σπίτι της Μαρίνας”, κάτι το οποίο δημοσίευσα ήδη από το 1991 σε άρθρο μου σχετικό με τα σπίτια του Επισκοπειού στο περιοδικό “Ταχυδρόμος”, αλλά δυστυχώς, έτσι που άκριτα έχει επηρεαστεί η κοινή γνώμη οφείλω να ξεκινήσω με το κοκκινόσπιτο και να προσπαθήσω να σε βοηθήσω να “ξεριζώσεις” από το μυαλό όλων αυτών που “είτε δεν έχουν γνώση της τοπιογραφίας και ιστορίας της Σύρου, είτε δεν έχουν διαβάσει ποτέ το βιβλίο” την πλάνη ότι το κοκκινόσπιτο είναι το “σπίτι της Μαρίνας”. Έβαλα εντός εισαγωγικών την προηγούμενη φράση διότι αυτήν επαναλαμβάνω εδώ και χρόνια, από το τέλος της δεκαετίας του 1990 που το πρωτοάκουσα, σε όσους μου λένε ή με ρωτούν για το κοκκινόσπιτο, και, με αυτή την φράση ξεκίνησα να αναλύω το γιατί δεν είναι αυτό το σπίτι της Μαρίνας σε σχολικό ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε προ διετίας και πρόσφατα προβλήθηκε και στο κανάλι της Βουλής.
Πράγματι το κοκκινόσπιτο έχει τη φήμη του στοιχειωμένου. Ο κ. Τελώνης, παρά το μέγα λάθος να γράφει και να επαναλαμβάνει ότι η δράση τοποθετείται στην μεταπολεμική Σύρα, μας παραθέτει στο άρθρο του ότι σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες στο κτήριο στεγαζόταν κρυφή χαρτοπαικτική λέσχη, και ότι κάποιος έβαζε μια κολοκύθα στο κεφάλι, (κατά άλλους σεντόνι), και τρόμαζε τους περαστικούς. Αυτά γνωρίζω από παιδί, από μαρτυρίες του πατέρα, των θείων μου, και άλλων γνωστών Επισκοπειανών, (το κοκκινόσπιτο μπορεί να μην ήταν στο Επισκοπειό, αλλά, καθώς βρισκόταν κοντά και επί του δρόμου που οδηγούσε στο Επισκοπειό, ήταν γνωστό σε όλους μας), όπως ο ζωγράφος Ευάγγελος Πετρίτζης και ο δικηγόρος και ιστορικός της Σύρου Ανδρέας Δρακάκης.
Αυτά συνέβαιναν στο κοκκινόσπιτο κατά τη δεκαετία του 1920 και ίσως, (εδώ καθαρά πιθανολογώ), και μέχρι τη δεκαετία του 1950 όσο δηλαδή η καλή κατάσταση του κτηρίου και η μη ανάπτυξη της περιοχής θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Δηλαδή συνέβαιναν, (δεκαετίες ’20 και ’30) κατά τον ίδιο χρόνο που τοποθετείται η δράση του μυθιστορήματος. Δεν είναι δυνατόν το βιβλίο που εκδόθηκε ως “Χιμαιρα” το 1936 και επανεκδόθηκε αναθεωρημένο ως “Μεγάλη Χίμαιρα” το 1953 να μιλά για την μεταπολεμική Σύρο!
Σου γράφω έχοντας στα χέρια μου την Ζ’ έκδοση της “Εστίας”, όπου στη σελίδα 77, ο Καραγάτσης προσθέτει μια σημείωση στην αναθεωρημένη έκδοση του 1953 και γράφει: Από τότε που έγραφα τις γραμμές αυτές, πέρασαν δεκαεφτά χρόνια, που απέδειξαν ότι δεν είμαι και τόσο κακός προφήτης. Στο διάστημα τούτο οι Κασιώτες εφοπλιστές κέρδισαν πλούτο αμύθητο. Και το πότε ακριβώς τοποθετείται χρονικά η δράση του βιβλίου μας λέει ο Καραγάτσης. Η μεγάλη ναυτιλιακή κρίση, απόρροια του κραχ του 1929, ξέσπασε το 1930 και η ναυτιλία άρχισε να ανακάμπτει περί το 1934. Ο Γιάννης, που έχει ξαναμπαρκάρει καπετάνιος στη “Χίμαιρα” και έχει ακόμη ένα χρόνο μπροστά του μέχρι να μαζέψει 5.000 λίρες, δηλαδή το 1/4 του κεφαλαίου για την αγορά του νέου πλοίου, αναλογίζεται : Αν οι τιμές των βαποριών ανεβούν, κι οι είκοσι χιλιάδες λίρες δεν φτάνουν για ν’ αγοραστεί το καινούργιο; Θεέ μου, πόσον καιρό θα τυραγνιέμαι σε τούτες τις απαίσιες θάλασσες; (σελ.221). Άρα, εάν φοβάται αύξηση τιμών, μιλάμε για το τέλος του 1934, αρχές του 1935 για την ακρίβεια, την τελευταία Κυριακή του Τριωδίου του 1935! (σελ.220). Επίσης γνωρίζουμε ότι το ναυάγιο της “Μαρίνας έγινε τις απόκριες του 1934 . Το γνωρίζουμε διότι όταν την επομένη του ναυαγίου, μετά τον αποκριάτικο χορό στης κ. Ψάλτη, (θα ξαναμιλήσουμε αργότερα γι’ αυτόν τον χορό και το σπίτι που τον φιλοξενεί), ο Γιάννης μιλά στον Μηνά και την Μαρίνα,και, τους λέει ανακεφαλαιώνοντας ότι Με την κρίση του 1930, τα κέρδη μας περιορίστηκαν στο ελάχιστο. Το 1932 τα δυο βαπόρια άφησαν ζημιές -ελάχιστες βέβαια, αλλά οπωσδήποτε ζημιές. Το 1933, ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες κι ευνοϊκές συγκυρίες ήρθαμε ίσα κι ίσα. (σελ.155-156). Λίγες μέρες μετά, ο Γιάννης φεύγει και η Μαρίνα, την πρώτη νύχτα μετά την αναχώρησή του, καθισμένη στη βεράντα, Θυμήθηκε την πολιτεία της φωτεινής χαράς που αντίκρισε εδώ και έξι χρόνια από τη γέφυρα της “Χίμαιρας” (σελ.170). Άρα η Μαρίνα έρχεται στη Σύρα το 1927, αρχές του 1934 ο Γιάννης ξαναμπαρκάρει μετά το ναυάγιο, την περίοδο των αποκριών του 1935 τοποθετούνται τα δραματικά γεγονότα,( ο θάνατος της Αννούλας και η εγκυμοσύνη της ηρωίδας) και, εφόσον στο τέλος του μυθιστορήματος η εγκυμοσύνη είναι εμφανής,το φθινόπωρο του 1935, (μέσα; τέλη;) έρχεται η κορύφωση με την αυτοκτονία της Μαρίνας και την επιστροφή της Χίμαιρας.
1927 – 1935 λοιπόν η δράση του βιβλίου. Και αυτό, μας το λέει ξεκάθαρα ο συγγραφέας του.
Ας έρθουμε λοιπόν στην τοπιογραφία του Επισκοπειού εκείνης της περιόδου, και, ακόμα καλύτερα, ας κάνουμε τη διαδρομή προς το Επισκοπειό ερχόμενοι από Ερμούπολη.
Αφού περνάς ”το δρόμο με τα εργοστάσια” (σημερινή οδό Γ. Παπανδρέου), η πόλη αραιώνει και 500 μέτρα μετά βρίσκεσαι σε αμιγώς χορτολειβαδική περιοχή. Μετά από ένα χιλιόμετρο συναντάς το “Αυροφίλητο”, την όμορφη έπαυλη των Εμπειρίκων, (άθλια μετασκευασμένη στεγάζει σήμερα τη Νοσηλευτική σχολή), που χτίστηκε από τον Αντώνιο Φουστάνο στις αρχές του 20ου αιώνα αλλά λίγα χρόνια μετά πουλήθηκε στην οικογένεια Εμπειρίκου, όταν ο Μαρής Εμπειρίκος προσβλήθηκε από φυματίωση και ακολουθώντας τις συμβουλές των γιατρών η οικογένεια εγκαταστάθηκε πρόσκαιρα στη Σύρο σε πευκόφυτη και μη αστική περιοχή ώστε να βρίσκεται κοντά σε μεγάλο νοσοκομείο. Μετά την αποθεραπεία του γιού τους επέστρεψαν (αρχικά) στην Άνδρο και, αργότερα, δώρισαν την έπαυλη στο Πρώϊο (τότε) Νοσοκομείο Σύρου για να γίνει Σανατόριο, (όπως και έγινε και λειτουργούσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970). Ειρήσθω εν παρόδω, ο Μαρής Εμπειρίκος, αγαπητός φίλος του παππού μου, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδικά χρόνια που έζησε στη Σύρο και πάντα προσέφερε στο νησί, με αποκορύφωμα το Δημοτικό ξενοδοχείο “Ερμής”, (ναι, ο σημερινός “Ερμής” στην πλατεία Κανάρη στην Ερμούπολη), που χτίστηκε την δεκαετία του ’50 στη θέση των αποθηκών της εταιρίας Βαφιαδάκη με δικά του έξοδα, ώστε να αποκτήσει η Σύρος πολυτελείς και σύγχρονες τουριστικές υποδομές και να αναπτυχθεί τουριστικά.
Μόλις παίρνεις τη στροφή από το Αυροφίλητο, απέναντί σου στο βάθος αντικρίζεις το Επισκοπειό και στα 600 περίπου μέτρα, στα αριστερά σου, στην περιοχή “Φύλακας”, μία συστάδα τριών παλαιών επαύλεων, κτισμένων στα μέσα του 19ου αιώνα, να στέκουν στο χείλος της ρεματιάς ενώ πίσω τους, στο βάθος της, υψώνεται ο “Κοημός” η έπαυλη Κατσούφρη, (σήμερα Λέστου) που πήρε το όνομά της από την περιοχή. Πρόκεινται για το “κοκκινόσπιτο”, (κλειστό, αλλά στην σημερινή του ήδη μορφή, που την πήρε την δεκαετία του 1900), την αγρέπαυλη Κωνσταντινίδη (ερειπωμένη σήμερα, που ούτε καν φαίνεται πίσω από τα πεύκα της), και το μεγαλοπρεπές “Αρφάνειον”, την έπαυλη της οικογένειας Αρφάνη που με αλλαγές και προσθήκες στέκει ακόμα αλλά το προσπερνάς θεωρώντας ότι είναι παράδειγμα της ατυχούς αρχιτεκτονικής του 1970.
Γιατί εκεί αυτές οι τρεις, (και με τον Κοημό τέσσερις΄), επαύλεις; Διότι ακριβώς μπροστά τους, και συγκεκριμένα ακριβώς μπροστά από το κοκκινόσπιτο καταλήγει το φαρδύ μεσαιωνικό καλντερίμι, το ευκολοδιάβατο μονοπάτι που ένωνε το Επισκοπειό με το λιμάνι τα μεσαιωνικά χρόνια, όπου ο καθολικός Επίσκοπος είχε και την πολιτική εξουσία του νησιού και έπρεπε σε περιπτώσεις ανάγκης να μπορεί άμεσα να μεταβεί στο λιμάνι όταν διέμενε στη θερινή του κατοικία, στο “Επισκοπείο” δύο χιλιόμετρα πιο πάνω, που έδωσε και το όνομα στην περιοχή.
Το μονοπάτι αυτό μειώνει την απόσταση της περιοχής με την Ερμούπολη για τον περιπατητή τουλάχιστον κατά 2 χιλιόμετρα και γι’ αυτό, επιχειρηματίες που καθημερινά έπρεπε να βρίσκονται στις επιχειρήσεις τους προτίμησαν να κτίσουν εκεί τις επαύλεις τους ώστε ακόμη και πεζή σε 10′ λεπτά να βρίσκονται από το εξοχικό τους στην πόλη.
Προχωράς ακόμη 600 με 700 μέτρα, βρίσκοντας μόνο μια μικρή αγροικία στα δεξιά σου, (υπάρχει και σήμερα ερειπωμένη, λίγο πριν το Επισκοπειό, μετά τη στροφή του Κινιού), και μπαίνεις στο Επισκοπειό, εκεί ακριβώς όπου και σήμερα υπάρχει η σχετική πινακίδα.
Ακριβώς σε εκείνη τη στροφή, αλλάζει και το όνομα της ρεματιάς και απο ‘ρεματιά του Κοημού” λέγεται ρεματιά του Επισκοπειού. Δυο μικρές επαύλεις στέκουν εκατέρωθεν της εισόδου του Επισκοπειού. Η έπαυλη Μ. Παλμούτσου στα αριστερά, (στέκει ακόμη σε κακή κατάσταση), και η έπαυλη Ιωάννου στα δεξιά, (καταπατημένη και ξεθεμελιωμένη σήμερα, μόνο ίχνη της υπάρχουν). Εκατό μέτρα μετά, στα δεξιά σου στέκει η έπαυλη Βαρδάκα, (σήμερα Γιατράκη), και μετά,για πάνω από 300 μέτρα, μέχρι να φτάσεις στην έπαυλη Σβίλιαριτς, (τότε ήδη Πνευματικού και σήμερα Σ. Ματαντού), δεν υπάρχει παρά μόνο μια μικρή αγροικία στα δεξιά σου, (εκεί όπου σήμερα η οικία Φετουρή), μία αγρέπαυλη στη ρεματιά αριστερά (η νυν οικία Λουμίδη), και, αν θες να τα προσμετρήσουμε, ψηλά στο βουνό δεξιά σου, σε μια απόσταση 300 και πλέον μέτρων από το δρόμο, οι μικρές αγρεπαύλεις του Ναυπηγού Ερ. Σκάση, (σήμερα Μ.Ματαντού) και Κορνηλάκη.
Από την έπαυλη Πνευματικού και μετά, ακόμη και μέσα στη ρεματιά, αρχίζει η ουσιαστική δόμηση του Επισκοπειού. Πρώτα έρχεται δεξιά σου η είσοδος της μικρής έπαυλης Κούτση, (σήμερα Βακονδίου), ενώ αριστερά σου στη ρεματιά είναι η έπαυλη Δρόσου, (δεν γνωρίζω το σημερινό ιδιοκτήτη), και η αγρέπαυλη Κάπα. Περνώντας δεξιά την δημόσια πευκόφυτη έκταση όπου και τα σκαλάκια που οδηγούν στον Ναό του Προφήτη Ηλία και τη Λέσχη του Επισκοπειού με την πλατεία της και την πανοραμική θέα, συναντάς αριστερά σου, στο χείλος της ρεματιάς, την νεόχτιστη κομψή έπαυλη του Στάθη Γιανναγά, (σήμερα Στάθη Κουλουκουντή), απέναντί της την αγρέπαυλη Ραίση, στο βάθος της Ρεματιάς την έπαυλη Καλάρη, (ήδη τότε Γεωργοπούλου, καθώς η Αθηνά Καλάρη είχε παντρευτεί Γεωργόπουλο), πιο πάνω της, (πάντα αριστερά) την νεόχτιστη ευμεγέθη έπαυλη των αδελφών Ρεθύμνη, (σήμερα Η. Κουλουκουντή), και συνεχίζεις με τις επαύλεις του “παλαιού Επισκοπειού” που βρίσκονται διάσπαρτες γύρω από το λόφο του Προφήτη Ηλία τη ρεματιά και τις παρυφές του Βόλακα, δηλαδή τις επαύλεις Ράλλη και Νεγρεπόντη ήδη τότε ενωμένες σε ένα κτήμα ιδιοκτησίας Βικτωρίας Νεγρεπόντη,(λίγα χρόνια μετά, το 1934 περιέρχονται στον εγγονό της Ευάγγελο Πετρίτζη), την έπαυλη Γεωργίου Κρίνου, κλειστή μεταξύ 1928 και 1932, (νυν Αθ. Ι. Κρίνου), την έπαυλη Ι. Βαλμάδη, (νυν κληρονόμων Γ. Πατέρα, και κλειστή κατά την περίοδο 1929 – 1936), την έπαυλη Θ. Δρακάκη,την έπαυλη Τριανταφύλλου, η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του ’20 περιέρχεται δια διαθήκης σε ευαγές ίδρυμα το οποίο και τη νοικιάζει σε παραθεριστές, (στη θέση της βρίσκεται η έπαυλη Μ. Πατέρα σήμερα), την έπαυλη Μποτάρο, την έπαυλη Στεργίου, την αγρέπαυλη Συνοδινού, και, διάσπαρτες μεταξύ τους επτά αγροικίες ενώ, κάνοντας τον κύκλο γύρω από το λόφο του Προφήτη Ηλία, συναντάς την έπαυλη Ψύχα, (από το 1929 Σέτερη, ερειπωμένη σήμερα, ιδιοκτησίας κληρονόμων Ρεθύμνη), την μεγάλη σε έκταση έπαυλη Ανδρουλή, (ήδη αγορασμένη τότε απο τον Ιωάννη Διακάκη), της οποίας την ευρύχωρη κατοικία του κηπουρού νοίκιαζε τον 19ο αι. για παραθερισμό η οικογένεια του Ελευθερίου Βενιζέλου και είναι η μόνη εξακριβωμένη κατοικία του Βενιζέλου στη Σύρο, (σήμερα κατερειπωμένες και η έπαυλη και η κατοικία του κηπουρού, ανήκουν στους κληρονόμους Ρεθύμνη), η μικρή έπαυλη Μαυρογορδάτου, (τότε κληρονόμων Παρασκευά και σήμερα Βουμβάκη), η έπαυλη Πρωΐου – Κρίνου, (σήμερα Ιωάν. Δ. Κρίνου) η έπαυλη Ι. Βλαστού, (κλειστή τότε, σήμερα ιδιοκτησίας Καλπακή), ψηλά στο βουνό δύο ακόμη αγροικίες, η Λέσχη του Επισκοπειού, η έπαυλη Παπαδάμ, (το 1932 πουλήθηκε στον βιομήχανο Ε. Μπαρμπέτα, σήμερα, είναι διαιρεμένη σε 3 ιδιοκτησίες), και βεβαίως το μεγαλοπρεπές στην απλότητά του μεσαιωνικό “Παλάτι”, η θερινή κατοικία του Καθολικού Επισκόπου μέσα στον χιλιόχρονο ελαιώνα της. Τέλος, ακριβώς στη στροφή όπου τελειώνει το Επισκοπειό και ξεκινούν τα Μάλια, βρισκόταν η έπαυλη Τροφιμώφ, (κατερειπωμενη σήμερα).
Αυτό ήταν το Επισκοπειό της δεύτερης και της τρίτης δεκαετίας του 20 αιώνα. Τόσα και μόνο σπίτια! Καμιά σχέση με το σημερινό που εκτείνεται έως τη στροφή του Κινιού.
Αυτό όμως το Επισκοπειό που λεπτομερώς, έως και κουραστικά, σου περιγράφω (θα καταλάβεις αργότερα γιατί), είδε ο Καραγάτσης και αυτό βάζει στα μάτια της ηρωίδας του. Και σου ξαναθυμίζω ότι η “καρδιά” του Επισκοπειού, απέχει πάνω από ενάμισι χιλιόμετρο από το κοκκινόσπιτο, που όπως και να το κάνουμε είναι κτισμένο στην περιοχή Φύλακας, όχι στο Επισκοπειό, και που επιπλέον είναι κόκκινο!
Δηλαδή, πέραν της γεωγραφίας, που θα τη δούμε στη συνέχεια, η οποία αποκλείει το κοκκινόσπιτο, έχουμε και το ρημάδι το χρώμα! Μα θες σοβαρά να ασχοληθούμε με ανθρώπους που πέρα από άλλες ελλείψεις πάσχουν και από αχρωματοψία; Σε άσπρο σπίτι βάζει ο Καραγάτσης την ηρωίδα του να μένει. Αυτό και μόνο δεν θα έπρεπε να είναι επαρκές;
Αλλά πριν προχωρήσω να σου γράψω γιατί η έπαυλη Γιαναγά, (Κουλουκουντή) είναι το σπίτι της Μαρίνας, να σου γράψω ότι γνωρίζω για την αρχιτεκτονική και το ιδιοκτησιακό καθεστώς του κοκκινόσπιτου, καθώς νομίζω πως ο περισσότερος κόσμος έχει περισσότερο ενδιαφέρον για μια εγκαταλελειμμένη έπαυλη παρά για ένα αριστούργημα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας το οποίο δεν έχει διαβάσει, ή έστω, το έχει διαβάσει αφηρημένα και απρόσεκτα ώστε να συνάδει σε τέτοιες βλακείες.
Πρόκειται για μια παλιά και αρκετά πολυτελή στην κατασκευή της διώροφη έπαυλη, (πολύ όμοια με τις Οθωνικού τύπου επαύλεις της περιοχής του Μάννα), με βορειοανατολική κατεύθυνση που είχε ένα μπαλκόνι στην πρόσοψη και ένα μπαλκόνι στην πίσω πλευρά της προς τη ρεματιά του Κοημού. Δεν γνωρίζω ποιος ήταν ο αρχικός της ιδιοκτήτης, γνωρίζω όμως ότι η κτητορική οικογένεια το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα είχε φύγει από τη Σύρο και τα καλοκαίρια το σπίτι νοίκιαζε για θερινή του κατοικία ο από μητέρα προπάππος μου Σταύρος Μπαρμπέτας και εκεί ζούσε τα καλοκαίρια ο παππούς μου Αντώνης Μπαρμπέτας που είχε γεννηθεί το 1872. Τέλη 19ου με αρχές 20ου αιώνα το σπίτι πουλήθηκε και οι νέοι ιδιοκτήτες το μετασκεύασαν προσθέτοντας μια μεγάλη βεράντα στην πρόσοψη στηριγμένη σε μαρμαρόκτηστες κολώνες, και καλυμμένη με ξύλινο στέγαστρο διακοσμημένο με περίτεχνη ξύλινη “δαντέλα”, όπως η ανάλογη της έπαυλης Πνευματικού (Ματαντού) στο Επισκοπειό, ή της έπαυλης Κουλούρη (Δούνια), στην Παρακοπή. Προφανώς για την τήρηση αναλογιών μετά την κατασκευή του στεγάστρου, ή για να εκμοντερνίσουν το οικοδόμημα σύμφωνα με τα αισθητικά πρότυπα της εποχής, η ταράτσα περιζώθηκε με φαρδύ γείσο πάνω από το ύψος του παλιάς, χαρακτηριστικής στις Οθωνικού τύπου επαύλεις, τριγωνικής επιστέγασης, η οποία όμως, σήμερα, καθώς έχει καταρρεύσει ο σοβάς, είναι πλέον εμφανής. Επίσης, τότε έγιναν και οι περίτεχνες οροφογραφίες.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 οι ιδιοκτήτες έφυγαν από τη Σύρο και το σπίτι παρέμεινε, (όπως συνηθιζόταν τότε από τους ιδιοκτήτες επαύλεων που διέμεναν στο εξωτερικό και δεν ερχόντουσαν κάθε χρόνο στο νησί), υπό την επίβλεψη κάποιου παππά. Να σημειώσω εδώ ότι δεν επρόκειτο για τον παπά του Επισκοπειού, (τον περίφημο παπά Γιούργα, -παππού από τη μητέρα της της Μάγδας Πατέρα,- ο οποίος διαχειριζόταν ήδη αρκετά κτήματα στο Επισκοπειό συμπεριλαμβανομένου και του πατρικού μου ιδιοκτησίας τότε του αδελφού του προπάππου μου που ζούσε στο Παρίσι), αλλά για παπά της Ερμούπολης, άλλο ένα (κοινωνικό) στοιχείο που δείχνει ότι το ακίνητο δεν εθεωρείτο εντός του Επισκοπειού. Η περί φαντάσματος ιστορία που άκουγα εγώ σαν παιδί, (προ και πέραν της κρυφής χαρτοπαικτικής λέσχης), είχε την πιπεράτη εξήγηση ότι ο εν λόγω μερακλής ρασοφόρος συναντούσε την ερωμένη του στο κοκκινόσπιτο. Ανέβαινε λοιπόν το έρημο από ανθρώπους και κατοικίες μονοπάτι του Φύλακα και, όταν στο τέλος του έπρεπε να δρασκελίσει την άσφαλτο για να χωθεί στην απέναντι του καγκελόπορτα του κοκκινόσπιτου, κουκουλωνώταν με ένα σεντόνι ώστε να τον περάσει για φάντασμα κάποιος πιθανός περαστικός ή αυτοκίνητο.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς του σπιτιού και του μεγάλου κτήματός του που κατεβαίνει ως το βάθος της ρεματιάς, είναι γνωστό. Ανήκει στην οικογένεια Τσομπλεκτσόγλου, και, οι κάπως παλαιότεροι της (ουσιαστικά νεόδμητης) περιοχής θα πρέπει να θυμούνται ότι όταν, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, έγιναν οι πρώτες “επιθέσεις” στο σπίτι με παραβίαση παραθύρων και αφαίρεση τμημάτων της ορθομαρμάρωσης της περίφραξης, στο χώρο τοποθετήθηκαν δύο μεταλλικές πινακίδες, εκ των οποίων η μία έγραφε “Ιδιοκτησία Τσομπλεκτόγλου” και η δεύτερη “Πωλείται” με τον τηλεφωνικό αριθμό ενός νομικού γραφείου της Αθήνας. Δεν πρέπει να έμειναν και πολλά χρόνια, μέσα σε μια δεκαετία αφαιρέθηκαν και αυτές, και τα μάρμαρα, και τα επίκρανα και τόσα άλλα που ανοίχτηκαν, παραβιάστηκαν, καταστράφηκαν αφήνοντας τον αέρα και τη βροχή να δώσουν στο σπίτι τη σημερινή μίζερη μορφή του.
Αυτό θα έπρεπε να είναι το θέμα μας με παράδειγμα αυτό το σπίτι, (ένα από τα πολλά που υπέστησαν την ίδια μοίρα). Δηλαδή το πως συλείται η πολιτιστική μας κληρονομιά και όχι αν είναι το σπίτι της Μαρίνας…
Κι ας επανέλθουμε τώρα στο σπίτι της Μαρίνας. Ας πούμε όμως πρώτα κάποια πράγματα για το μυθιστόρημα, γνωστά σε εμάς, αλλά μάλλον άγνωστα στο ευρύ κοινό, και μετά, ας τα συνδυάσουμε με τον μικρόκοσμο του Επισκοπειού.
Αφορμή του έργου στάθηκε μία Γαλλίδα που παντρεύτηκε Έλληνα και ένας Γάλλος φίλος του Καραγάτση του ζήτησε να μάθει για την τύχη της και τη ζωή της στην Ελλάδα. Αυτό μας λέει το πρόγραμμα της θεατρικής διασκευής της “Μεγάλης Χίμαιρας” διασκευή που έκανε ο κ. Δημήτρης Τάρλοου και, αν οι πλέον αρμόδιοι και αξιόπιστοι για να μας το πουν δεν είναι η κ. Μαρίνα Καραγάτση και ο κ. Τάρλοου, δηλαδή η κόρη και ο εγγονός του συγγραφέα, αναρωτιέμαι ποιος άλλος μπορεί να είναι! Δεν ξέρουμε που έζησε αυτή η Γαλλίδα. Ούτε και πως έζησε. Τι και πόσο μέρος του βιβλίου είναι προϊόν μυθοπλασίας και πόσο μέρος αληθινά γεγονότα, δεν το γνωρίζουμε. Πάντως με αρκετό ή ελάχιστο υλικό μια παρακλητική επιστολή από έναν Γάλλο φίλο στάθηκε η αφορμή για τη συγγραφή ενός μεγάλου έργου.
Σίγουρα η βαθιά γνώση του Καραγάτση για τον κόσμο των Ελλήνων εφοπλιστών εκείνης της περιόδου έπαιξε τεράστια σημασία. Όμως, θεωρώ ότι δύσκολα θα μπορούσε να τοποθετήσει τη δράση στην Άνδρο που την ήξερε τόσο καλά, με τα παλιά εφοπλιστικά τζάκια και τους νέους ανερχόμενους εφοπλιστές, χωρίς να έχει ακραίες αρνητικές κοινωνικές αντιδράσεις.
Και τότε, έρχεται στη Σύρο, σε δύο σύντομες επισκέψεις, φιλοξενούμενος στο Επισκοπειό από τη Σοφία Πνευματικού.
Και γνωρίζει από κοντά τον μικρόκοσμο του Επισκοπειού με τους ανερχόμενους Κασιώτες εφοπλιστές και τα παλιά τζάκια. Ιδανικός τόπος για το μυθιστόρημά του, όπου μπορεί με ασφάλεια να μεταπλάσει τις ανδριώτικες κοινωνικές εμπειρίες του σε ένα ανάλογο περιβάλλον. Θυμήσου το ‘Αμρι α Μουγκου” και πες μου πόση διαφορά βρίσκεις ανάμεσα σε αυτά που λέει ο ήρωας για τον “νεόπλουτο” Εμπειρίκο, όταν εκείνος προσφέρεται να τον βοηθήσει, (κρίμα που δεν το έχω μπροστά μου για να στο αντιγράψω αυτολεξεί), και στο οι “παλιοί τους θεωρούν νεόπλουτους, μολονότι οι χρονολογίες του πλουτισμού και των διονών δεν χωρίζονται από μεγάλη απόσταση (σελ.76) της “Μεγάλης Χίμαιρας” .
Ας έρθουμε λίγο στους Κασιώτες της Σύρου και στο Επισκοπειό των δεκαετιών 1910 και 1920. Οι Κασιώτες πρόσφυγες νοικοκυραίοι, καπετάνιοι και μικροεφοπλιστές των πρώτων χρόνων, συσπειρώνονται γύρω από δύο μεγάλες ήδη, παλαιές και πλούσιες προσωπικότητες συμπατριωτών τους. Τον Ιωάννη Διακάκη και τον Μιχαήλ Πνευματικό. Ο μεν Διακάκης είναι τρίτης γενεάς (στη Σύρο) πλούσιος και σεβαστός εφοπλιστής, (η οικογένεια έχει έρθει από την Κάσο ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα), ο δε Πνευματικός, (άνθρωπος με τεράστια ναυτιλιακή παιδεία), εγκαθίσταται στη Σύρο, ήδη πλούσιος, από την Κωνσταντινούπολη όπου, αρχικά είχε εγκατασταθεί φεύγοντας από την Κάσο, προ της καταστροφής, η οικογένειά του και είχε πετυχημένα ασχοληθεί με το εμπόριο και τον εφοπλισμό. Αυτοί οι δύο Κασιώτες στην καταγωγή επιχειρηματίες και εφοπλιστές αγοράζουν, γύρω στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα με αρχές της δεύτερης, σπίτια στο Επισκοπειό. Ο μεν Πνευματικός την έπαυλη Σβίλιαριτς, ο δε Διακάκης την έπαυλη Ανδρουλή. Να προσθέσω εδώ ότι περί το 1920 ο υιός Γεωργόπουλος παντρεύεται κόρη Κουλουκουντή. (Μη μου ζητάς τώρα τα ονόματά τους, αν τα χρειάζεσαι αύριο να στα πω), οπότε, τρεις εμβληματικές επαύλεις του Επισκοπειού, (Σβίλιαριτς, Ανδρουλή και Καλάρη), έχουν περιέλθει σε Κασιώτικα χέρια.
Σύντομα έρχονται κοντά τους και οι ανερχόμενοι Κασιώτες, οι οποίοι, ανάλογα με τον βαθμό πλουτισμού τους, είτε κτίζουν επαύλεις,(ο Στάθης Γιανναγάς και οι αδελφοί Νικόλας και Μηνάς Ρεθύμνη), είτε νοικιάζουν επαύλεις, αγρεπαύλεις και αγροτόσπιτα τους καλοκαιρινούς μήνες.
Σου παρέθεσα προηγουμένως όλες τις κατοικίες του Επισκοπειού. Εκτός από αυτές που σου επεσήμανα ως κλειστές, όλες οι υπόλοιπες ιδιοκατοικούνται ή νοικιάζονται το καλοκαίρι. Συγκεκριμένα, όλες οι αγροικίες, (πλην τριών), νοικιάζονται τους θερινούς μήνες, από τις επαύλεις, η έπαυλη Τριαναταφύλου και η έπαυλη Ψύχα (μέχρι να αγοραστεί από την οικογένεια Σέτερη), επίσης νοικιάζονται, και από τις αγρεπαύλεις η μεν των Σκάση νοικιάζεται για όλη τη θερινή περίοδο, οι δε επαύλεις των Παλμούτσου και Ιωάννου και η αγρέπαυλη Ραΐση για κάποιους μήνες καθώς οι ιδιοκτήτες θέλουν να τις χρησιμοποιούν και οι ίδιοι την υπόλοιπη θερινή περίοδο.
Οι περισσότεροι από τους ενοικιαστές είναι Κασιώτες επιχειρηματίες και μικροεφοπλιστές και αυτό αποδεικνύεται και από τον κατάλογο των μελών της Λέσχης του Επισκοπειού, (όπου για να γίνεις μέλος έπρεπε να έχεις ιδιωτική κατοικία στο Επισκοπειό, ή να παραθερίζεις τουλάχιστον επί πέντε συνεχή έτη), και ο οποίος περιλαμβάνει πολλά Κασιώτικα επώνυμα.
Και ας έρθουμε επιτέλους στο “σπίτι της Μαρίνας”! Ο Στάθης Γιαναγάς, από τους πρώτους που ακολούθησαν στο Επισκοπειό τους Διακάκη και Πνευματικό, αγοράζει την ισόγεια αγρέπαυλη Νοστράκη (ιδιοκτησίας τότε της Δέσποινας Δρακάκη η οποία είχε εκ του γάμου της άλλην έπαυλη στο Επισκοπειό στην οποία κατοικούσε), την επεκτείνει, σε δικά του σχέδια, με την προσθήκη ενός κεραμοσκεπούς μικρότερου ορόφου στο κέντρο του παλιού κτηρίου και δεξιά και αριστερά της προσθήκης δημιουργεί δύο απλόχωρες βεράντες, μία ανατολική που κοιτούσε προς την πόλη και τη θάλασσα και μια δυτική που έβλεπε προς τη ρεματιά και τον ορεινό όγκο του Βόλακα. Κομψή ξύλινη δαντέλα διατρέχει την κεραμοσκεπή ενώ κόκκινα τούβλα σημειώνουν τις τέσσερις γωνίες τόσο του ισογείου όσο και του ορόφου περικλείοντας την σοβαντισμένη και βαμμένη υπόλευκη υπόλοιπη τοιχοδομία. Μια μικρή αλέα που στο κέντρο της είχε ένα παρτέρι, (την εποχή που εγώ το θυμάμαι το παρτέρι είχε αντικατασταθεί από μια λιμνούλα με νούφαρα), οδηγούσε από το σπίτι στην ευρύχωρη όμορφη καγκελόπορτα, από όπου χωρούσε να περάσει αυτοκίνητο. Σήμερα, το σπίτι αν και έχει επεκταθεί σε μέγεθος, διατηρεί, σχετικά, την αρχική του μορφή. Αυτό ήταν το σπίτι της Μαρίνας. Και πως το ξέρω; Πέραν των διηγήσεων και αναφορών των συγγενών μου και άλλων Επισκοπιανών που προείπα, το ξέρω, από παιδάκι, (όπως και το γεγονός ότι χτίστηκε πάνω σε σχέδια του Στάθη Γιανναγά), από την Φιφή Ανδριανοπούλου, μια από τις πιο όμορφες αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων, κόρη του Στάθη Γιανναγά και συνιδιοκτήτρια, τότε, με την αδελφή της Νίτσα Κουλουκουντή του σπιτιού.
Βλέπεις Στέλιο, πολύ πριν μου επιτραπεί στα 13 μου να διαβάσω τη “Μεγάλη Χίμαιρα”, ήξερα ήδη για ένα σπουδαίο βιβλίο που δεν μπορούσα ακόμη να διαβάσω διότι ήμουν μικρός, και που η υπόθεσή του εξελισσόταν στο Επισκοπειό στο σπίτι της Φιφής και στο σπίτι της Νίτσας! (Και εδώ μιλώ για την Νίτσα Ματαντού, την μικρότερη κόρη των Μιχάλη και Σοφίας Πνευματικού, διότι, όσο και αν ο Καραγάτσης τοποθετεί τον χορό της κ. Ψάλτη στην Ερμούπολη, στην ουσία περιγράφει την οικία Πνευματικού στο Επισκοπειό!). Αυτά όσον αφορά την προσωπική μου μαρτυρία, ας έρθουμε τώρα και στο έργο του Καραγάτση για να δούμε, μέσα από τα στοιχεία που μας δίνει, γιατί μόνο η έπαυλη Γιανναγά, (σήμερα Κουλουκουντή) είναι το μόνο σπίτι που αντιστοιχεί στις περιγραφές του.
Πως είναι το σπίτι της Μαρίνας; Ήταν ένα σπίτι πολύ νόστιμο και βολικό... (σελ.61) γράφει. Νόστιμο και βολικό δεν είναι περιγραφή ούτε για το εντυπωσιακό κοκκινόσπιτο, ούτε για τις κατά πολύ μεγαλύτερές του και πολύ εντυπωσιακότερες επαύλεις του γειτονικού του Επισκοπειού.
Και πιο κάτω: Κάτω στον κήπο αντηχούσε η κόρνα ενός αυτοκινήτου. Σηκώνεται, πλησιάζει στο παράθυρο και βλέπει τον Μηνά καθισμένο στο τιμόνι της Σιτροέν του Γιάννη. (σελ.127),μετά, (στη σελ.174), Ακούστηκαν οι ρόδες ενός αυτοκινήτου να τρίζουν στα χαλίκια του κήπου.”Ποιος μας θυμήθηκε τέτοιαν ώρα; απόρεσε η Μαρίνα κι έσκυψε να ιδή.
Τα δύο μοναδικά σπίτια του Επισκοπειού που είχαν μέσω του κήπου τους είσοδο αυτοκινήτου τότε, ήταν η έπαυλη Γιανναγά και η έπαυλη Παπαδάμ (Μπαρμπέτα). Όμως, η έπαυλη Παπαδάμ, λόγω θέσης, “κοιτάζει” νότια προς το Επισκοπικό Παλάτι, δεν ”βλέπει” καθόλου την Ερμούπολη και την θάλασσα προς την Τήνο και την Μύκονο και τον πολυαναφερόμενο στο βιβλίο φάρο του Τσικνιά που βρίσκονται στα ανατολικά γιατί της τα κρύβει η πευκόφυτη πλαγιά του Προφήτη Ηλία και, ίσως, (δεν θυμάμαι, έχω να επισκεφτώ τον χώρο περί τα 40 χρόνια), ίσως βλέπει λίγη θάλασσα, μια λωρίδα,, νότια, προς την Πάρο.
Ας μην κάνουμε και εδώ αντιπαραβολή με το εκτός Επισκοπειού κοκκινόσπιτο που μόλις δύο μέτρα χωρίζουν την στενή του καγκελόπορτα από τις κολώνες που στηρίζουν τη βεράντα του, ποια αλέα και ποια είσοδος αυτοκινήτων; Ας το αντιπαραβάλουμε όμως με την εξής φράση: Σώπασαν πάλι. Στην κοντινή Λέσχη ακουγόταν το μεγάφωνο να παίζει μια ρούμπα γεμάτη κέφι αισθησιακό. Πρέπει να χόρευαν, γιατί μαζί με τη μουσική ανακατεύονταν γέλια και ζωηρές ομιλίες. (σελ.171). “Κοντινή” στην έπαυλη Γιαναγά ναι, 200 μέτρα μακριά και 80 μέτρα υψομετρικά κάτω από τη Λέσχη βρίσκεται. Φυσικό να ακούει και τη μουσική και τις φωνές. Αλλά στο “κοκκινόσπιτο”; Δύο και κάτι χιλιόμετρα μακριά και 150 τουλάχιστον μέτρα κάτω από το επίπεδο της Λέσχης, να ακούγονται, (έστω η μουσική, αλλά και) γέλια και φωνές ;
Ας έρθουμε και σε άλλα δύο σημεία κλειδιά : Την κρίσιμη νύχτα όπου η Μαρίνα θα κατεβεί στην Ερμούπολη, την ώρα που ξυπνά μουσκεμένη από τον αγωνιώδη ύπνο της, Άναψε το φως κι έκλεισε το ρομπινέτο του καλοριφέρ (σελ. 206).
Τα σπίτια του Επισκοπειού ήταν σπίτια καλοκαιρινά, κτισμένα μεταξύ 1832 και 1880 τα νεώτερα. Κάποια είχαν ένα τζάκι, και κάποια ξυλόσομπες με εσωτερικές καμινάδες στους τοίχους τους για την μικρή πιθανότητα ενός κρύου φθινοπώρου. Κανένα δεν είχε καλοριφέρ και με τα μέσα της εποχής θα ήταν αδύνατη η εγκατάστασή του χωρίς ακαλαίσθητους σωλήνες να διατρέχουν τοίχους και ταβάνια. Τα μόνα σπίτια που θα μπορούσαν, λόγω της σύγχρονης κατασκευής τους, να είχαν, (και ίσως να είχαν, δεν το θυμούμαι και δεν μπορώ να το πω), ήταν οι επαύλεις Γιανναγά και Ρεθύμνη. Και πιο κάτω: Άναψε τσιγάρο, προχώρησε στο παράθυρο κι ακούμπησε το μέτωπό του στο τζάμι. Από εκείνη τη μεριά δεν φαινόταν η θάλασσα, μα τα σπίτια του Πισκοπιού και το βουνό, που ορθώνοταν στον ουρανό της δύσης. (σελ.271). Θέα που μπορείς να έχεις μόνο από τα δυτικά παράθυρα της έπαυλης Γιαναγά και τα αντίστοιχα της έπαυλης Ρεθύμνη, (που όμως σου θυμίζω δεν ήταν προσβάσιμη με αυτοκίνητο μέσω του κήπου της) και επουδενί από το κοκκινόσπιτο καθώς η στροφή που κάνει η ρεματιά, του επιτρέπει να “δει” τον Βόλακα και μέρος του λόφου του Προφήτη Ηλία, αλλά όχι τα σπίτια του Επισκοπειού.
Και αφήνοντας αυτές τις μικρές αποδεικτικές λεπτομέρειες ας έρθω στις βαριές αποδείξεις που είναι όλες μαζεμένες στις σελίδες που περιγράφουν την αγωνιώδη κάθοδο της Μαρίνας στην πόλη και στην επιστροφή της.
Δεν έκλεισε την πόρτα την έγειρε μονάχα, προσέχοντας μην κάνει θόρυβο. Ύστερα ακολούθησε την αλέα που οδηγούσε στην ξώπορτα του δρόμου. (Έχει αλέα το κοκκινόσπιτο;) Όσο κι αν αλαφροπατούσε, τα χαλίκια έτριξαν κάτω από τα πόδια της. Στάθηκε, έβγαλε τα παπούτσια και προχώρησε με τις κάλτσες. Όταν δρασκέλισε την καγκελόπορτα, ξανάβαλε τα παπούτσια και δίχως να σταθή ούτε στιγμή, πήρε το δρόμο που πηγαίνει στη Σύρα. (σελ.212)…Όταν κατέβαινε το δρόμο της Σύρας, η Μαρίνα είδε τα φανάρια του αυτοκινήτου που τον ανέβαινε…Πλάι στη δημοσιά ήταν ένα χαμηλό χαντάκι, πήδησε μέσα…Δεν την είδαν… “Όποιος και να’ναι τι με νοιάζει;” Κι άξαφνα,…”Η Αννούλα ! Η Αννούλα!”… Πρέπει να προφτάσω. Θα κόψω από τα μονοπάτια. Αν τρέξω θα προφτάσω…Τρέχει τον ανήφορο…πηδάει τις πέτρες, τους βράχους, τα χαντάκια,…παρακολουθεί το θόρυβο του αυτοκινήτου: ρόχθος του κινητήρα στην προσπάθεια της δεύτερης ταχύτητας…Όσο και να τρέχη, όσο και να κόβη από τα ευθύγραμμα μονοπάτια δε γίνεται να προσπεράσει το αυτοκίνητο….Στέκεται, κοιτάει. Δεν απέχει ουτ’ εκατό μέτρα από το σπίτι της. Το αυτοκίνητο είναι όμως σταματημένο μπροστά στην αυλόθυρα. (σελ.242-244) Ας επιχειρήσουμε να τοποθετήσουμε τη σκηνή σε πραγματικό χώρο. Ποιά θα είναι η διαδρομή της Μαρίνας;Φεύγοντας από την έπαυλη Γιανναγά, ΄σκοπεύει να διασχίσει τη δημοσιά περνώντας από τα ακατοίκητα, λόγω χειμώνα, σπίτια του Επισκοπειού και φτάνοντας στο κοκκινόσπιτο να στρίψει αριστερά στα σκαλάκια του Φύλακα ώστε να φτάσει στο “δρόμο με τα εργοστάσια” και την Ερμούπολη. (Ότι αυτή είναι πράγματι η διαδρομή, ο Καραγάτσης μας το λέει μετά, περιγράφοντας την επιστροφή της). Φτάνοντας περίπου στη στροφή του Κινιού, ή και ακόμη πιο κάτω, αλλά σίγουρα όχι κοντά στα σκαλάκια, (γιατί αν προλάβαινε θα έτρεχε προς αυτά και θα χανόταν από το οπτικό πεδίο του αυτοκινήτου), βλέπει το αυτοκίνητο και κρύβεται στο χαντάκι. Όταν συνειδητοποιεί ότι στο αυτοκίνητο βρίσκεται η Αννούλα, το κυνηγά τρέχοντας στο μονοπάτι κάτω από το δημόσιο δρόμο στο μέσο προς βάθος της ρεματιάς του Επισκοπειού, που φτάνει κάτω από το σπίτι της. Το αυτοκίνητο ακολουθεί τις κορδέλες του δρόμου, από πάνω της, ενώ εκείνη τρέχει στο κακοτράχαλο κι ευθύγραμμο μονοπάτι.Το ακούει, και υπολογίζει τη θέση του σε σχέση με τη δική της. Δεν το προλαβαίνει, και ο κινητήρας σταματά. Η Μαρίνα απέχει 100 μέτρα από το σπίτι της και ΒΛΕΠΕΙ το αυτοκίνητο σταματημένο μπροστά στην καγκελόπορτα του σπιτιού της.
Που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή η Μαρίνα ; Μα στο μονοπάτι της ρεματιάς του Επισκοπειού, Περίπου στην αγρέπαυλη Κάπα, 100 μέτρα κάτω από το σπίτι της, (την έπαυλη Γιαναγά), από όπου και μπορεί να βλέπει και το σπίτι και το δημόσιο δρόμο!
Να σημειώσω δύο πράγματα. Φεύγοντας από την έπαυλη Γιαναγά το μόνο σημείο όπου μπορεί κάποιος ακόμη και σήμερα να δει σε απόσταση φώτα αυτοκινήτου είναι είτε όταν το αυτοκίνητο περνά μπροστά από την αγρέπαυλη Παλμούτσου, (πολύ κοντινή απόσταση, δεν θα προλάβαινε ούτε να μπει στο μονοπάτι και το αυτοκίνητο θα είχε σταματήσει στην πόρτα της), ή μετά τη στροφή του Κινιού, από όπου θα έβλεπε τα φώτα σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακριά, όταν το αυτοκίνητο θα έστριβε από το Αυροφίλητο (τη σημερινή Νοσηλευτική Σχολή), και, θα είχε χρόνο να κρυφτεί στο χαντάκι, αλλά και να τρέξει το μονοπάτι.
Ας δούμε τώρα, για το αστείο της υπόθεσης, και την εκδοχή του κοκκινόσπιτου. Τι θα είχε να κάνει η Μαρίνα; Να ανοίξει την πόρτα της, να δρασκελίσει τη δημοσιά και να βρεθεί απέναντι, στα σκαλάκια του Φύλακα. Κι αν την ώρα που δρασκελούσε τη δημοσιά έβλεπε από το Αυροφίλητο, 600 μέτρα πιο κάτω, φώτα αυτοκινήτου τι θα έκανε; Πολύ απλά, ή θα επιτάχυνε το βήμα της για να βρεθεί στα σκαλάκια και να χαθεί στο σκοτάδι, ή θα γύριζε και θα κούρνιαζε στην αυλή της μέχρι να περάσει!
Και ας έρθουμε τώρα και στο κορυφαίο. Στην επιστροφή της Μαρίνας το ξημέρωμα. Ανεβαίνει το ανηφορικό μονοπάτι με προσπάθεια….Ο στερνός ανήφορος, που ενώνει τις δυο τελευταίες κορδέλες του δρόμου. Με μια προσπάθεια τον δρασκελάει γοργά. Τώρα τρέχει πάνω στην άσφαλτο, προς το λευκό σπίτι της, που αντιφεγγίζει το ωχροπράσινο φως της αυγής. (σελ.248).
“Δυο τελευταίες κορδέλες του δρόμου”… εγώ, ως “κορδέλα” καταλαβαίνω το διάστημα μεταξύ δύο μεγάλων στροφών που αλλάζουν την ορατότητα και το τοπίο. Εσύ το καταλαβαίνεις διαφορετικά; Μία κορδέλα λοιπόν από το Αυροφίλητο μέχρι την είσοδο του Επισκοπειού, (στη μέση της περίπου είναι τα σκαλάκια του Φύλακα), και μία κορδέλα από την είσοδο του Επισκοπειού έως την έπαυλη Γιαναγά. Σου σημειώνω ότι ο δρόμος έχει και τρίτη κορδέλα. Από την έπαυλη Γιαναγά, έως το “τέρμα” του Επισκοπειού, το “νερό”, τη σημερινή πλατεία Γεωργίου και Μάγδας Πατέρα. Η έπαυλη Γιαναγά βρίσκεται ακριβώς στη στροφή που η ορατότητα από το “κάτω Επισκοπειό” προς το “επάνω Επισκοπειό” αλλάζει και λόγω της εξαιρετικά προνομιακής θέσης μπορεί να βλέπει και τα σπίτια του Επισκοπειού και το πέλαγος. Δύο λοιπόν κορδέλες δημοσιάς μέχρι το σπίτι της Μαρίνας, το ΑΣΠΡΟ σπίτι της Μαρίνας. Προτείνω, προκειμένου να ασχοληθούμε με το θέμα να ασβεστώσουμε το κοκκινόσπιτο!
Αυτά για το βιβλίο, θα ήθελα να σου γράψω και για τη Σοφία Πνευματικού που φιλοξένησε τον Καραγάτση, και γιατί η έπαυλη Πνευματικού είναι το σπίτι του χορού, (αν και στο βιβλίο τοποθετείται στην Ερμούπολη), αλλά είναι μεν σχετικά με τη “Μεγάλη Χίμαιρα” αλλά άσχετα με το θέμα της ταύτισης του σπιτιού οπότε τα παραλείπω σε ένα ήδη βαρυφορτωμένο κείμενο. Αν όμως τα θέλεις γραπτώς, στα στέλνω σε ένα επόμενο γράμμα. Το συγκεκριμένο, δημοσίευσέ το αυτούσιο, περίκοψέ το, πρόσθεσε δικές σου λεπτομέρειες που πιθανά μου έχουν διαφύγει, χρησιμοποίησέ το ως πληροφοριακή βάση για δικό σου άρθρο, κάνε ότι θέλεις, αλλά εγώ πέραν αυτής μου της συμβολής, δεν αντέχω να συμμετάσχω σε μία σοβαρή συζήτηση – αντιπαράθεση περί του κοκκινόσπιτου ως σπιτιού της Μαρίνας. Αρνούμαι εξακολουθητικά να πιστέψω ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν διαβάσει το βιβλίο και γνωρίζουν την πρόσφατη ιστορία και τοπογραφία της Σύρου που μπορούν να θεωρούν και να υποστηρίζουν κάτι τέτοιο. Δεν τους θεωρώ σοβαρούς. Και δεν στο γράφω απλά, στο προσυπογράφω καθώς σου έδωσα την άδεια να δημοσιεύσεις εάν θελήσεις το παρόν αυτούσιο.
Πηγή: logotypos.gr