του Σταύρου Μαλαγκονιάρη (27.4.2019)
Για την αντιμετώπιση των απεργών έφτασαν στη Σύρο 50 άνδρες του λόχου σκαπανέων που πήραν θέση στο βυρσοδεψείο, ενώ έγιναν και συλλήψεις απεργών. Οι εργοστασιάρχες συμφώνησαν να διαθέσουν κεφάλαια, ώστε να πωλείται το ψωμί σε χαμηλότερη τιμή και να αποδυναμωθεί έτσι το επιχείρημα των εργατών για την ακρίβεια.
Η βιομηχανική ανάπτυξη πυροδότησε και τις εργατικές κινητοποιήσεις για τη διεκδίκηση καλύτερων αμοιβών και συνθηκών εργασίας.
Έτσι, οι πρώτες απεργίες στον ελληνικό χώρο έγιναν τον Φεβρουάριο του 1879, στη Σύρο, το μεγάλο βιομηχανικό κέντρο της εποχής, από εργάτες του ναυπηγείου και των βυρσοδεψείων που πέτυχαν τη μείωση των ωρών εργασίας από 12 σε 10 και την καθιέρωση ενός κατώτερου μισθού.
Μάλιστα, στην απεργία των βυρσοδεψών σημειώθηκαν, για πρώτη φορά, και αιματηρά επεισόδια που προκάλεσαν την παρέμβαση στρατιωτικής δύναμης από την Αθήνα.
Το… φιτίλι αυτών των «ξεχασμένων» πρώτων εργατικών αγώνων άναψε μια μεγάλη νομισματική κρίση, αποτέλεσμα των κερδοσκοπικών παιχνιδιών ορισμένων ισχυρών κεφαλαιούχων που εκτόξευσε τις τιμές σε βασικά είδη διατροφής, μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία των χρημάτων των μεροκαματιάρηδων εργατών.
Οι συριανές εφημερίδες της εποχής, παρότι στο σύνολό τους αναγνώριζαν τη σοβαρότητα του προβλήματος, στέκονταν αρνητικά έως και εχθρικά απέναντι στις κινητοποιήσεις ή -στην καλύτερη περίπτωση- τις αντιμετώπιζαν με σκωπτικά σχόλια γράφοντας για παράδειγμα ότι είναι «εν βήμα έτι εις την πρόοδον» (εφημ. «Πατρίς» 17.2.1879).
Η Σύρος, ή πιο σωστά η Ερμούπολις, εκείνη την εποχή παρέμενε το μεγαλύτερο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ισως είχε αρχίσει να χάνει κάτι από την αίγλη της, καθώς η περίοδος της άνθησής της ήταν από το 1850 μέχρι το 1875, αλλά διατηρούσε ακόμα τα πρωτεία της.
Η οικονομική κατάσταση
Ο Τ. Αμπελάς στο βιβλίο του για την ιστορία της Σύρου γράφει ότι τη δεκαετία 1860 – 1870 ο ετήσιος κύκλος της αξίας των εισαγόμενων και εξαγόμενων ειδών έφτασε τα 80 εκατομμύρια δραχμές, τα δε έσοδα του τελωνείου της ξεπερνούσαν κάθε χρόνο τα 2 εκατομμύρια δραχμές.
Αυτή την περίοδο ο συριανός εμπορικός στόλος αριθμούσε 1.466 πλοία, χωρητικότητας 263.604 τόνων, από τα οποία τα 12 ήταν ατμοκίνητα και τα άλλα ιστιοφόρα μικρά και μεγάλα. Σε αυτά εργάζονταν περίπου 11.000 ναυτικοί.
Στο ναυπηγείο είχαν φτάσει να εργάζονται και 1.500 εργάτες, οι οποίοι μοιράζονταν στα διάφορα συνεργεία που αναλάμβαναν το κάθε έργο.
Ακόμα, υπήρχαν 10 βυρσοδεψεία, από τα οποία τα τέσσερα ήταν μεγάλα, με περισσότερους από 800 εργάτες, αλευροποιία, σαπωνοποιεία, σιδηρουργική βιομηχανία, υαλουργείο, εταιρείες υπηρεσιών (ασφαλιστικές εταιρείες, ναυτικά πρακτορεία κ.ά.) (Τ. Αμπελάς, Ιστορία της Νήσου Σύρου, Ερμούπολις 1874).
Αυτά τα χρόνια της ευημερίας, καθώς τα επίσημα νομίσματα του ελληνικού κράτους δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες όλων των επαρχιών, στη Σύρο, με νόμιμη άδεια των αρχών, εισάγονταν κατά διαστήματα κέρματα μικρής αξίας από τη Ρωσία, τα λεγόμενα «καπίκια», και από την Τουρκία τα «ημιγρόσια».
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις τοπικής εφημερίδας της εποχής («Φανός» 6.2.1879), οι ισοτιμίες αυτών των νομισμάτων με τη δραχμή καθορίζονταν αυθαίρετα από τους εισαγωγείς τους και διαφόρους μεταπράτες, κάποιοι από τους οποίους φαίνεται ότι κατείχαν και δημοτικά αξιώματα, με αποτέλεσμα κατά καιρούς, ανάλογα τα συμφέροντά τους, να αυξάνουν ή να μειώνουν την αξία τους.
Μια τέτοια υποτίμηση έγινε τον πρώτο μήνα του 1879, με αποτέλεσμα οι εργάτες που πληρώνονταν με αυτά τα νομίσματα να βλέπουν να μειώνεται η αξία τους στην αγορά και ταυτόχρονα να αυξάνεται η τιμή βασικών αγαθών, με πρώτο το ψωμί. Υπολογιζόταν ότι η απώλεια για τον μεροκαματιάρη εργάτη βυρσοδεψείου ξεπέρασε το 27%.
Όπως ανέφεραν οι εφημερίδες, ένα καπίκι (που αρχικά αντιστοιχούσε σε 40 λεπτά της δραχμής) δινόταν τώρα για 30 λεπτά και ένα ημιγρόσιο από 15 λεπτά είχε μειωθεί στα 10 λεπτά της δραχμής.
Το πρώτο σωματείο
Η πρώτη οργανωμένη αντίδραση ήρθε από τους εργάτες του ναυπηγείου. Αυτοί ίδρυσαν, με συμβολαιογραφική πράξη, και το πρώτο εργατικό σωματείο στην Ελλάδα με τίτλο «Αδελφικός σύνδεσμος ξυλουργών του ναυπηγείου Σύρου».
Σε αυτό πήραν μέρος περίπου 400 εργάτες. Το καταστατικό τους είχε 25 άρθρα και ιδιαίτερη σημασία είχαν τα άρθρα 6 και 7, με τα οποία οι εργάτες κατανέμονται σε τρεις τάξεις που ήταν α) ειδικοί τεχνίτες, β) τεχνίτες και γ) απλοί εργάτες.
Το άρθρο 20 όριζε το ωράριο εργασίας στις 10 ώρες αντί για 12 και το ποσόν του μεροκάματου για κάθε τάξη εργαζομένων, πράγμα πολύ σημαντικό διότι ο ανταγωνισμός που επικρατούσε μεταξύ των συνεργείων μείωνε διαρκώς τα μεροκάματά τους (Γιάννης Κορδάτος: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις Μπουκουμάνη).
Η απεργία έγινε την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1879, με αποτέλεσμα να σταματήσουν όλες οι εργασίες.
Οι εργολάβοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να επιστρέψουν στη δουλειά οι απεργοί. Ομως, πολύ γρήγορα κάποιοι άρχισαν να απολύουν εργάτες για να προσλάβουν στη θέση τους άλλους, που δεν δεσμεύονταν από το κοινό συμβόλαιο ή για να το πούμε διαφορετικά δεν ανήκαν στο σωματείο.
Η νέα απεργία
Για να σταματήσουν αυτές οι ενέργειες χρειάστηκε να γίνει και νέα απεργία, η οποία φαίνεται ότι σταμάτησε γρήγορα, προφανώς διότι οι εργοδότες «ανέκρουσαν πρύμναν» για να μην καθυστερήσουν κι άλλο οι εργασίες (εφημ. «Ερμής» φ. 1.3.1879).
Όμως, μετά τους ναυπηγοξυλουργούς ακολούθησαν οι εργάτες των βυρσοδεψείων.
Τη Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 1879 περίπου 1.000 εργάτες άφησαν τη δουλειά τους στα βυρσοδεψεία και όπως διαβάζουμε στις τοπικές εφημερίδες («Πατρίς» φ. 21.2.1879) βγήκαν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την ακρίβεια εξαιτίας της νομισματικής κρίσης.
Οι εργάτες έφτασαν με πορεία στη Νομαρχία και από εκεί πήγαν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, όπου συνέταξαν υπόμνημα με τα αιτήματά τους.
Τα αιτήματα των εργατών
1) Τα ημερομίσθια να πληρώνονται σε νομίσματα της διατιμήσεως (δραχμή).
2) Το ημερομίσθιο να μείνει ως έχει αλλά ν’ αναπληρωθεί η απώλεια του 27%, επιβαρύνοντας εξίσου τον εργοδότη και τον εργαζόμενο.
3) Να καταργηθεί η λεγόμενη «κουτουράδα» (κατ’ αποκοπή συμφωνία για εργασία).
4) Να διανεμηθεί η εργασία, όση και εάν είναι, με τρόπο ώστε άπαντες οι εργάτες να εργάζονται αναλόγως (με σημερινούς όρους θα λέγαμε να μην υπάρχουν εργαζόμενοι πλήρους και μερικής απασχόλησης στον ίδιο χώρο).
5) Να ελαττωθούν οι ώρες εργασίας (10ωρο).
6) Να καταργηθεί η δίωρη κυριακάτικη εργασία, που ονομαζόταν «αγγαρεία» διότι δεν πληρωνόταν.
Οι εργοδότες δεν αποδέχτηκαν τα αιτήματα και ένας απ’ αυτούς, ο Κ. Σαλούστρος, που είχε από τα μεγαλύτερα βυρσοδεψεία, προχώρησε την επόμενη μέρα στη συγκρότηση μιας ομάδας απεργοσπαστών.
Οι απεργοί μόλις είδαν τους απεργοσπάστες ξεσηκώθηκαν. Πήγαν στο εργοστάσιο και απαίτησαν να σταματήσει η εργασία πετώντας πέτρες με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ένας χωροφύλακας.
Η πρωτόγνωρη «έκρηξη» προκάλεσε κινητοποίηση όλων των αρχών. Επιτόπου έφτασαν ο νομάρχης, ο εισαγγελέας, ο δήμαρχος και ο μοίραρχος (επικεφαλής της δύναμης της Χωροφυλακής), «αλλ’ η βία κατισχύει, το εργοστάσιον κλείεται και οι θέλοντες να εργασθώσι τύπτονται (= χτυπιούνται)». Οι εργοστασιάρχες αρνούνται και να παραλάβουν τα αιτήματα και η όλη πόλη είναι ανάστατη. Στους δρόμους υπάρχουν ομάδες πολιτών και εργατών και κυριαρχεί η συζήτηση για τη νομισματική κρίση και το δίκαιο ή όχι των απεργών.
Την άλλη μέρα, με το πλοίο φτάνουν από την Αθήνα 50 άνδρες του λόχου σκαπανέων υπό τον υπολοχαγό Κ. Παπαδιαμαντόπουλο και αναλαμβάνουν τη φρούρηση του βυρσοδεψείου, όπου πηγαίνουν εργάτες για να εργαστούν. Επίσης, γίνονται ορισμένες συλλήψεις απεργών.
Στο μεταξύ, οι εργοστασιάρχες συμφωνούν να διαθέσουν κεφάλαια, ώστε να πωληθεί την επόμενη μέρα ψωμί σε χαμηλότερη τιμή και να αποδυναμωθεί το επιχείρημα των εργατών για την ακρίβεια του ψωμιού.
Αυτή η κίνηση των βυρσοδεψών δεν θα διαρκέσει για πολύ, καθώς οι αρτοποιοί, ιδιαίτερα κάποιος Γ. Βέλτσος, που ήταν και δημοτικός σύμβουλος, «επένδυαν» στην ακριβή τιμή του ψωμιού.
Τελικά, το δημοτικό συμβούλιο, με μειοψηφία του Βέλτσου και του επίσης αλευροβιομήχανου Ν. Χειλά, αποφασίζει να καταργήσει για ένα δίμηνο τα τελωνειακά τέλη για όλα τα εισαγόμενα άλευρα, προκειμένου να διατηρηθεί χαμηλά η τιμή του ψωμιού.
Παράλληλα, οι εργοστασιάρχες αποδέχτηκαν αρκετά από τα αιτήματα των εργαζομένων, που επέστρεψαν κανονικά στην εργασία τους.
Ωστόσο, το… φιτίλι είχε ανάψει και πολύ γρήγορα οι εργατικές κινητοποιήσεις θα περάσουν στα νέα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, στην πρωτεύουσα και στον Πειραιά.