Η έκθεση «Από τον Αϊνά στην Πλώρη: Ιστιοφόρα του 18ου και 19ου αιώνα» που παρουσιάζεται στο Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης, αναδεικνύει την ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Η έκθεση περιλαμβάνει τρισδιάστατες απεικονίσεις ιστορικών πλοίων, πληροφορίες για τη ζωή στο πλοίο, καθώς και διαδραστικές εμπειρίες με τη χρήση εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας. Στην έκθεση γίνεται επίσης αναφορά στην ανάπτυξη στην ξυλοναυπηγική τέχνη που άνθισε στην Ερμούπολη.
Ακολουθεί η ομιλία της Αντιδημάρχου Πολιτισμού, κας Θωμαής Μενδρινού, στα εγκαίνια της έκθεσης, η οποία περιελάμβανε σημαντικά ιστορικά στοιχεία και η οποία ανάφερθηκε στη σημασία της ναυτικής ιστορίας και στην εξέλιξη της ναυτιλίας στην Σύρο.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, ανάμεσα στις τόσες πρωτιές της Σύρου, δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτός στις πραγματικές του διαστάσεις ο τεράστιος ρόλος που έχει διαδραματίσει αυτός ο τόπος στην ανάπτυξη της ξυλοναυπηγικής τέχνης. Πράγματι, κατά τη ροή των γεγονότων και της καθημερινότητας, θεωρούμε δεδομένη ανάμεσα στις άλλες πρωτιές και επιδόσεις της Σύρου και την απαράμιλλη, παραδοσιακή τεχνογνωσία των ξυλοναυπηγών της. Κατά την εφημερίδα “Αίολος” στις 14 Ιανουαρίου του 1854, αναφέρεται ότι στη Σύρο “η τέχνη της ναυπηγίας, άνευ Σχολών επιστημονικών, χωρίς το ελάχιστο βοήθημα, χάριν δε μόνης της ελληνικής ευφυΐας ετελειοποιήθη, ώστε τα ελληνικά σκάφη συναγωνίζονται εκείνα των ισχυροτέρων ναυτικών εθνών”. Στις γνώσεις και στις ναυτικές δραστηριότητες χρωστάμε εμείς οι Συριανοί αλλά και οι Έλληνες γενικότερα την επιβίωση και την ανάπτυξη στα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση.
Στη Σύρο, ειδικότερα, η ξυλοναυπηγική τέχνη αναπτύσσεται ιδιαίτερα μετά το 1826 και με τις αφίξεις προσφύγων από τη Χίο και ορισμένα άλλα νησιά όπως τα Ψαρά, η Κάσος και η Κρήτη, όπου υπήρχε ήδη η συγκεκριμένη τεχνογνωσία. Οι υπάρχουσες μαρτυρίες από τον 16ο αιώνα μέχρι το πρώτο μισό του 18ου μιλούν για ναυπηγική δραστηριότητα σε διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου όπως η Ύδρα, τα Σφακιά, η Λίνδος στη Ρόδο, η Σύμη, η Πάτμος, το Γαλαξίδι, η Πρέβεζα, η Ζάκυνθος και η Καβάλα. Για παράδειγμα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Οθωμανοί προτιμούσαν να κατασκευάζουν τα πλοία τους στην Ύδρα, έχοντας εκτιμήσει το μεράκι και την τελειότητα των ντόπιων καραβομαραγκών.
Η εφημερίδα “Αυγή” στις 10 Φεβρουαρίου του 1954 τονίζει “ότι σπουδαίος σταθμός για το εμπόριο και την βιομηχανία της Σύρου αποτελεί το έτος 1826, όταν ιδρύθηκαν τα ναυπηγεία Σύρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ξυλοναυπηγική ήταν πιο πριν τελείως άγνωστη στους Συριανούς. Κατά την πρώτη τετραετία από της ιδρύσεώς τους, 1826 – 1830 είχαν κατασκευαστεί περίπου 200 πλοία, μικρά και μεγάλα”.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις ξυλοναυπηγικών εργασιών στην αναπτυσσόμενη Ερμούπολη εκτείνονται από τον ονομαζόμενο τότε “Μύλο του Σταυρή” μέχρι το ύψος του πρώτου νοσοκομείου, όπου στεγαζόταν το ονομαζόμενο “Πακτωτήριον”, δηλαδή χώρος επισκευών, ενώ ο κυρίως ταρσανάς ξεκινούσε από αυτό το σημείο και πέρα.
Το 1844 ξέσπασε πυρκαγιά στο Πακτωτήριο και στάθηκε αφορμή για την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων από τον αστικό ιστό και την εγκατάστασή τους εκεί όπου βρίσκεται το σημερινό Καρνάγιο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1850. Αλλά και ο Ταρσανάς, μεταφέρθηκε τη δεκαετία του 1860 δυτικά από τα τότε Σφαγεία μέχρι την περιοχή του τότε βυρσοδεψείου Κουρκουτάκη, σήμερα σούπερ μάρκετ Σκλαβενίτη. Οι λόγοι μετεγκατάστασής του ήταν οι οχλήσεις από την κατασκευαστική δραστηριότητα και οι κίνδυνοι από αυτήν για την πόλη, καθώς και οι ζημιές που προκαλούσε ο χείμαρρος Λαλακιάς στα ναυπηγεία, στην αποθηκευμένη ξυλεία και στα ναυπηγούμενα πλοία.
Μικρότερης εμβέλειας ξυλοναυπηγικές ομάδες αναπτύχθηκαν σε άλλα σημεία της ακτογραμμής, όπως ο περίφημος ταρσανάς του αγωνιστή της Επανάστασης του 1821, Παντολέοντος Μάσχα, δυτικά του χειμάρρου Λαλακιά. Στις εγκαταστάσεις των Συριανών ναυπηγείων συντελείται ένα τεχνολογικό θαύμα και κατασκευάζονται ορισμένα από τα πιο εξελιγμένα ιστιοφόρα της εποχής. Το 1854 ναυπηγείται το πρωτοποριακό “Ασπίς” με ισχύ μηχανής 20 ίππων και συνολικό κόστος τριακοσίων έξι χιλιάδων δραχμών. Η μηχανή του είχε εισαχθεί από το εξωτερικό, γιατί τότε δεν υπήρχαν ακόμη οι απαιτούμενες υποδομές και η τεχνολογία για την εγχώρια κατασκευή τους.
Το 1874 ο Ανδριώτης Λεονάρδος Βάτης ναυπηγεί το πλοίο “Αργώ” στην τοποθεσία “Μυλαράκι”. Το “Αργώ” ήταν τότε το μεγαλύτερο ιστιοφόρο πλοίο στην Ελλάδα και την Ανατολή, έφτανε τους 603 τόνους και είχε στοιχίσει διακόσιες δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Μετά το “Αργώ” ακολούθησαν τα πλοία “Ιάσων” πεντακοσίων τόνων και “Θεσσαλία” τριακοσίων τριάντα τόνων.
Κατά την εφημερίδα “Ερμούπολις” στις 14 Φεβρουαρίου του 1870 η ναυπηγική τέχνη δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος κλάδος στη Σύρο. Ανήκει σε μια ιδιαίτερη τάξη ανθρώπων εξειδικευμένων, η δραστηριότητα των οποίων αποδίδει πολλά κεφάλαια και στηρίζει δορυφορικές εμπορικές δραστηριότητες.
Κατά τις εφημερίδες της εποχής την περίοδο της ακμής απασχολούνταν περισσότερα από 1000 έως 1500 άτομα, όταν ο πληθυσμός της Ερμούπολης μόλις ξεπερνούσε τις 10.000 ψυχές. Μεταξύ των 150 αρχιναυπηγών που εντοπίστηκαν και κατατάχτηκαν από τον ερευνητή Απόστολο Δελή κατά την παραγωγική τους επίδοση μεταξύ των ετών 1828 και 1866 ήταν οι παρακάτω: Νικόλαος Παγίδας, Ζαννής Κουφουδάκης, Παντελής Μάσκας, Φραγκούλης Σέχας, Χριστοφής Κρυστάλλης, Σταμάτιος Κουφουδάκης, Ιωάννης Κουφουδάκης, Μικές Ποτούς, Σταμάτιος Μάσκας, Ανδρέας Λειβαδάρος, Ιωάννης Παγίδας, Νικόλαος Σολωμός, Χαράλαμπος Κοκκινάκης, Εμμανουήλ Φράγκος, Πέτρος Μπούμης, Χατζηδημήτριος Μάγκος και Εμμανουήλ Τζιτζίνιας
Μετά την επανάσταση της ατμοκίνησης και την επικράτησή της έναντι των ιστιοφόρων άρχισε σταδιακά η παρακμή της ναυπηγικής δραστηριότητας, όπως αναφέρει η εφημερίδα “Ήλιος” στις 15 Οκτωβρίου 1895 “τα μαύρα σύννεφα από τις καπνοδόχους των ατμοπλοίων επισκίασαν την προηγούμενη ακμή των ιστιοφόρων”.
Στον 20ο αιώνα συνεχίζεται η ξυλοναυπηγική δραστηριότητα της Σύρου, αν και όχι με τον ίδιο ρυθμό παραγωγής, ούτε και χωρητικότητας των παραγομένων σκαφών. Ορισμένοι από τους διαπρέψαντες κατά καιρούς ναυπηγούς ήταν ο Μιχαήλος Μαυρίκος και οι γιοί του Γιώργος, Κωνσταντής, Άρης, Νηρέας και Δημήτριος, ο Ελευθέριος Ωρολογάς, Ευάγγελος Ξαγοράρης, ο Εμμανουήλ Ζουλουφός, ο Ιωάννης Ζώρζος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης Τζώρτζης, ο Τζαννής και ο Λουκάς Μπουγιούκας.
Σήμερα στον κλάδο της ναυπηγικής δραστηριοποιούνται στη Σύρο λιγότεροι από δέκα εξειδικευμένοι ναυπηγοί, οι οποίοι απασχολούν και αρκετούς άλλους τεχνίτες.
Πρόκειται για τους Μαυρίκο Μιχαήλ, απόγονο της διακεκριμένης οικογένειας Μαυρίκου, Ξαγοράρη Σπύρο, Καραμολέγκο Νικόλαο και την κόρη του Γεωργία, Βλάμη Αθανάσιο, Πολυδούλη Δημήτριο και τον γιό του Κυριάκο, Ζώρζο Νικόλαο και Εμμανουήλ, ο οποίος δραστηριοποιείται και στην κατασκευή μοντέλων ξύλινων παραδοσιακών σκαφών.
Η κ. Μενδρινού κλείονοντας την ομιλία της τόνισε πως θεωρεί ότι αυτή η έκθεση θα πρέπει να είναι η στροφή και καμπή για να υπάρξει ενδιαφέρον από τους νεότερους για διατήρηση και συνέχιση αυτής της τεράστιας ναυπηγικής παράδοσης.
Για περισσότερες πληροφορίες, δείτε την έκθεση εδώ.
Ιστορικές πηγές ομιλίας:
ΒΙΒΛΙΑ
Καρδάσης Α. Βασίλης, 2003. Σύρος. Σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου (1832 – 1857).
Μ. Ι. Ε. Τ. – Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης – Σειρά “Μελέτες Οικονομικής Ιστορίας” Σελίδες
478.
Φραγκίδης Κ. Ανδρέας. 1975. Ιστορία της νήσου Σύρου.
Σύλλογος των εν Αθήναις και Πειραιεί Συριανών. Σελίδες 529.
Μπεκιάρογλου- Εξαδακτύλου Αικατερίνη.1994. Οθωμανικά ναυπηγεία στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο.
Πολιτιστικό Τεχνολογικό ίδρυμα ΕΤΒΑ. Σελίδες 181.
Δαμιανίδης Κ.Α.(Επιστημονική επιμέλεια). Ναυτική παράδοση στο Αιγαίο. Ταρσανάδες και σκαριά.
Υπουργείο Αιγαίου. Αθήνα 1997. Σελίδες 78.
Αντωνόπουλος Κ.Ν. 1963. Ιστορία του Εμπορικού Ναυτικού.
Εκδόσεις Ναυτικών και Τεχνικών βιβλίων. Ν. Σταυριδάκης & Υιός. Σελίδες 256.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
Δελής Απόστολος. Ερμούπολη (Σύρος). Το Ναυπηγικό Κέντρο της Ιστιοφόρου Ναυτιλίας, 1830-1880. Οι
συντελεστές παραγωγής. Περιοδικό Συριανά γράμματα, Τεύχος 10. Περίοδος Β ́, Δεκέμβριος 2021. Σελίδες
από 206 έως288.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
«Αίολος», 14 Ιανουαρίου 1854, 8 Απριλίου1854.
«Ερμούπολις», 14 Φεβρουαρίου 1870, 31 Αυγούστου 1868.
«Ήλιος», 21 Σεπτεμβρίου 1890, 8 Οκτωβρίου 1895, 15 Οκτωβρίου 1895.
«Πανόπη», 24 Οκτωβρίου 1874.
«Αυγή», 10 Φεβρουαρίου 1954.