Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ
Η γυναίκα της Πάτρας είναι η καταγραφή του Γιώργου Χρονά των συνεντεύξεων που έκανε σε μια διάσημη πόρνη της Πάτρας, την Πανωραία, η οποία άρχισε να εξασκεί το επάγγελμά της τη δεκαετία του ’50. Η γυναίκα αυτή, άνοιξε την ψυχή της στον ποιητή Χρονά, στις αρχές του ’80, όταν συναντήθηκαν στην Πάτρα και του διηγήθηκε την ζωή της. Μία ζωή ακραία, σκληρή, βίαιη, τρομαχτική, επικίνδυνη αλλά ταυτόχρονα γεμάτη πάθος, ορμή και ηδονή. Ο χειμαρρώδης λόγος της Πανωραίας μετατρέπει το κείμενο σε ποίηση. Η γλώσσα της απελευθερωμένης λαϊκής ψυχής που έχει ανάγκη να μιλήσει είναι η γλώσσα που δημιούργησε το δημοτικό, το σμυρναίικο και το ρεμπέτικο τραγούδι και η Πανωραία άθελά της συνθέτει μονολογώντας μία τέτοια «μουσική», ένα τραγούδι σπαραχτικό, άμεσο και αληθινό.
Ένας τέτοιος λόγος, λοιπόν, σε συνδυασμό με τη συγκλονιστική ιστορία αυτής της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία καθημερινά ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου, δεν μπορεί παρά να σε γοητεύσει και να σε συγκινήσει. Το θέατρο, ως μία τέχνη, που αρέσκεται στις «καταδύσεις», είναι το μόνο μέσο που είχαμε εμείς, ώστε να βγάλουμε ξανά στο φως αυτή τη γυναίκα και δίνοντάς της λίγη από την τέχνη του θεάτρου, να πάρουμε από εκείνη όλη την τέχνη της ζωής. Της αληθινής ζωής, αυτής που κάποιοι «εκλεκτοί» την βιώνουν πληρώνοντας με σάρκα και αίμα, για να μπορούμε εμείς από τον καναπέ μας να μορφωνόμαστε και να λεγόμαστε καμιά φορά και καλλιτέχνες. Η Πανωραία δεν ζει μία δυστυχισμένη ζωή, παρ’ όλες τις δυστυχίες. Ζει μια ζωή που τη γεύεται ολόκληρη, την τραγουδάει, τη χορεύει, τη θρηνεί και την εξυμνεί, την εξαντλεί με όλη της την ύπαρξη και μέσα από το σκοτάδι ξαναβγαίνει στο φως με το χαμόγελο του νικητή. Ζει, ευγνωμονώντας τη ζωή που της χαρίστηκε, με μια ανάταση ανθρώπινη ( ή θεϊκή ) που ακυρώνει την οποιαδήποτε μιζέρια.
Εμείς, έπρεπε από το μηδέν, όχι να μεταφέρουμε το βιβλίο στη σκηνή, αλλά να δημιουργήσουμε από την αρχή την ιστορία, με τον δικό μας θεατρικό κώδικα, και πάνω από όλα με το σώμα και την φωνή της ηθοποιού, προσθέτοντας στην Πανωραία τα χαρακτηρίστηκα και την ψυχή της Ελένης Κοκκίδου, το γέλιο το δικό της, την ομιλία της, την εμπειρία της. Ακριβώς επειδή κάνουμε θέατρο -και αυτό σημαίνει ότι μεταγράφουμε τις ιστορίες, τις σχολιάζουμε, επιλέγουμε σε πιο σημείο θα βάλουμε τον μεγεθυντικό μας φακό και για πόση ώρα-, κάνουμε δικό μας μοντάζ, φτιάχνουμε την δική μας παρτιτούρα, μιλάμε με την δική μας γλώσσα. Το ζητούμενο για μας στο θέατρο είναι η ελευθερία του ανθρώπου που βρίσκεται στο φως και ερμηνεύει. Να οδηγείται από την παράσταση σ’ αυτό που εκείνος ευχαριστιέται να λέει και να κάνει. Στην παράσταση μας, θέλουμε αυτή η γυναίκα να υπάρξει πάνω στη σκηνή, όχι μόνο να αφηγηθεί την ζωή της, αλλά να ζωντανέψει στο τώρα, σαν να μπήκε για μία ώρα μέσα στο θέατρο, σαν να μπήκε από τον δρόμο μέσα στο θέατρο για να μιλήσει στο κοινό, και να βιώσει ξανά κάποιες μνήμες της μπροστά στα μάτια μας.
Η Πανωραία δεν είναι πουτάνα, είναι πάνω απ όλα γυναίκα, άνθρωπος. Έχει ερωτευτεί κι έχει πονέσει όπως όλοι μας, μας διδάσκει ότι πουτάνες είμαστε κι εμείς που είμαστε «καθώς πρέπει». Το επάγγελμα σου το αγαπάς και πολύ συχνά το «πουλάς» είτε για να επιβιώσεις, είτε για να αναγνωριστείς, ακριβώς όπως κάνουμε κι εμείς στην δουλειά μας. Προσπαθούμε στην παράστασή μας να μιλήσουμε για τους εαυτούς μας, όπως άλλωστε σε κάθε παράσταση. Έχουμε στα χέρια μας ένα κείμενο που μας επιτρέπει να μπούμε μέσα σ’ αυτό το σπίτι με το κόκκινο φως, που πάντα για κάποιο λόγο μας γοητεύει και μας κινεί την περιέργεια, αλλά ποτέ δεν μπαίνουμε.