Ξεπερνώντας τον χρηστικό ρόλο της κεραμοσκεπής, τα ακρωτήρια στις γωνίες των αετωμάτων διακοσμούσαν τα ακραία μέρη της στέγης με θέματα φυτικά, με ζώα ή με μυθικά προσωπεία. Η επιφάνειά τους ήταν συνήθως ζωγραφιστή με εναλλαγές μαύρου και κόκκινου χρώματος. Η απόδοση των φυτικών σχεδίων, φύλλων λωτού, ακάνθου, φοίνικα, αμπέλου, ανθέμιου χαρακτηρίζουν τις περιόδους της αρχαιότητας. Η χρήση των ακροκεράμων επανέρχεται με το κίνημα του Νεοκλασικισμού στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Το κίνημα μεταφυτεύεται στην Ελλάδα από τους Βαυαρούς και το ακροκέραμο γίνεται το σήμα κατατεθέν της ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Φτιαγμένα για σπίτια κάθε τάξης από τα κεραμοποιεία του Δ. Σαρρή, που συνεργαζόταν με τον Τσίλλερ, του Α. Νάστου, του Στ. Μπουρίτη κ.ά., τα ακροκέραμα, αν δεν πληρούν τις αρχαίες προδιαγραφές της αρχιτεκτονικής εναρμόνισης, διαθέτουν μιαν αυθύπαρκτη ομορφιά κι ευαισθησία.
Ετυμολογικά η λέξη ακροκέραμο (το) ή στην αρχαία ελληνική ακροκέραμος (η), σημαίνει το ακριανό κεραμίδι. Στη λατινική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε η λέξη antefixum, που σημαίνει το στερεωμένο μπροστά. Η λέξη της λατινικής έχει περάσει με μικρές προσαρμογές σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιεί για το ίδιο αρχιτεκτονικό στοιχείο και τον όρο bird stop, εμπόδιο για πτηνά.
Οι αρχαίες ελληνικές και ρωμαϊκές στέγες είχαν τη μικρή κλίση 30° που έχουν και σήμερα και καλύπτονταν από δύο είδη κεράμων, όπως φαίνεται στην ανωτέρω φωτογραφία: από τους επίπεδους ή ελαφρώς κοίλους, με μεγάλο πλάτος στρωτήρες και από τους ημικιλυνδρικούς καλυπτήρες. Μεταξύ των δύο δεν υπήρχε κονίαμα ή αν υπήρχε ήταν σαθρό αμμοκονίαμα. Τα ακριανά κεραμίδια πολλές φορές σηκώνονταν από τον άνεμο, κυλούσαν και έπεφταν από τη στέγη. Από τα κενά μεταξύ τους άλλοτε έμπαιναν στο εσωτερικό της στέγης και φώλιαζαν πουλιά. Τα αυγά τους ήταν περιζήτητος μεζές για τα φίδια, τα οποία για αυτό το λόγο εισχωρούσαν στη στέγη και από εκεί ήταν εύκολο να κατεβούν στην οικία. Έτσι προέκυψε η δοξασία περί οικουρού όφεως. Όλοι ήθελαν να τιμούν τον οικουρόν όφιν, κανένας όμως δεν ήθελε να έρχεται αντιμέτωπος με φίδια μέσα στο σπίτι του!
Τη λύση σε αυτα τα προβλήματα έδωσε η άκρα κέραμος με το ιδιότυπο σχήμα: η κλειστή μπροστινή επιφάνεια έφρασσε τη δίοδο στα πουλιά και τα φίδια και το μεγαλύτερο βάρος της συγκρατούσε τα κεραμίδια στη θέση τους. Έπαιζε δηλαδή το ρόλο που παίζουν ακόμη και σήμερα οι πέτρες που τοποθετούνται σε χωριάτικες κεραμοσκεπές, αλλά και λειτουργούσε ως τάπα για να μην περνούν τα πτηνά και τα ερπετά στο εσωτερικό της στέγης.
Η τεχνική ακολουθείται πάντα από την τέχνη: η πήλινη επιφάνεια των ακροκεράμων διακοσμήθηκε με αποτρεπτικές μορφές όπως η Μέδουσα, με φυτικά θέματα όπως το φύλλο του φοίνικα (ανθέμιον – palmette), το φύλλο της ακάνθου, με συνδυασμούς ή παραλλαγές αυτών, αλλά και με μία τεράστια ποικιλία θεμάτων που αφήνει τον παρατηρητή έκπληκτο.
Το ακροκέραμο κοσμεί κατ’ εξοχήν τους ναούς και τα δημόσια κτήρια, όπου γίνεται χρήση ευγενών υλικών όπως το μάρμαρο. Μετά την κατάρρευση του αρχαίου κόσμου σχεδόν εξαφανίζεται, για να επιστρέψει θριαμβευτικά με την Αναγέννηση και το Νεοκλασσικισμό. Η Απελευθέρωση οδηγεί Ευρωπαίους αρχιτέκτονες στη νέα Ελλάδα και μαρμάρινα ή πήλινα ακροκέραμα επιστέφουν τα Ανάκτορα, τα δημόσια κτήρια, τις εκκλησίες και τα σπίτια των αστών. Οι πόλεις, από το ακριβό κέντρο μέχρι τις λαϊκές γειτονιές στα περίχωρα, αλλά και τα αρχοντικά σπίτια πολλών χωριών αναζητούν κάτι από το αρχαίο κλέος και διασκομούνται με ακροκέραμα. Μια ολόκληρη βιομηχανία σχεδιασμού και παραγωγής στήνεται σε πολλές πόλεις της χώρας και δημιουργείται μία τεράστια ποικιλία σχεδίων και ποιοτήτων.
Από την ανέγερση των Ανακτόρων το 1847 μέχρι το πέρασμα σε νέους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς στις αρχές του εικοστού αιώνα, επί μία περίοδο περίπου εβδομήντα ετών, παρήχθησαν αμέτρητα ακροκέραμα, σε μία ποικιλία που πιθανώς ξεπερνά τα δύο χιλιάδες σχέδια σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Με την επικράτηση του μπετόν ως βασικού οικοδομικού υλικού και του μοντερνισμού ως κυρίαρχου ρεύματος στην αρχιτεκτονική, αλλά και με την πλήρη απαξίωση, σε βαθμό εχθρότητας, της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς εκ μέρους της Πολιτείας επί πολλά χρόνια, τα ακροκέραμα άρχισαν σταδιακά να κατεβαίνουν από τις στέγες και να καταλήγουν ως μπάζα στις χωματερές, μαζί με τα μοναδικά αρχιτεκτονικά αριστουργήματα τα οποία επέστεφαν. Τα πιο τυχερά από αυτά κατέληξαν στις μάντρες με υλικά κατεδαφίσεως και από εκεί πέρασαν στα εσωτερικά των οικιών ως διακοσμητικά στοιχεία και συλλεκτικά αντικείμενα, δείγματα μιας εποχής οριστικά χαμένης για αυτή τη χώρα.
Εάν η επιβίωση ενός ακροκεράμου στη στέγη ή έστω στο ράφι μιας βιβλιοθήκης είναι θέμα τύχης, τότε η κατοχή ενός ακροκεράμου και η ομορφιά που εκπέμπει γύρω του, μπορεί να θεωρηθεί τύχη.
Πηγή κειμένου: akrokerama.blogspot.com