«Σπίτια του νησιού μου κάτασπρα
λουσμένα στο φως του Αιγαίου
όλα κατάντικρυ στον ήλιο
με τη ράχη στηριγμένη για σιγουριά στο βουνό
τίποτα τίποτα δεν κρύβει το μέτωπό σας
κανένας άνεμος ποτέ δε σας σύντριψε
όσο μικρούλα κι εύπλαστη κι αν είναι η ύπαρξή σας
όσο κι αν είσαστε έργα ταπεινά
χεριών που τα ‘σπρωξε η ανάγκη να ζυμώσουν τη λάσπη.
Πάνω σας των προγόνων μου πλανιώνται οι σκιές…»
(«Πορεία ενός άστρου», Ρίτα Μπούμη-Παπά)
Πρακτικοί λόγοι ήταν ήταν κατά βάσιν οι λόγοι και η φιλοσοφία δημιουργίας άσπρων οικισμών από τους νησιώτες μας. Δεν ήθελαν το σκούρο, το μουντό, το γκρίζο, ό,τι τραβούσε τον ήλιο και τους πύρωνε, όπως γράφει στο άρθρο του κ. Αντώνιος Β. Καπετάνιος. Ήθελαν τον ασβέστη, να διώχνει τις ακτίνες του ήλιου κατά τις καυτές καλοκαιρινές ημέρες και να διατηρείται έτσι μιαν ανεκτή θερμοκρασία στο εσωτερικό της οικίας (ο αδρός σοβάς και το ασβέστωμα στις εξωτερικές επιφάνειες των σπιτιών, βοηθούν στην αντανάκλαση των ακτίνων του ήλιου και στην απορρόφηση λιγότερης θερμότητας). Ήθελαν την υγεία του ασβέστη -να «καίει τα μικρόβια»-, ήθελαν το φως του. Να λάμπει το νησιώτικο σπίτι στο εσωτερικό του, άπλετο το φως να πέφτει πάνω του, να το φωτίζει (οι λευκές επιφάνειες ενισχύουν το λιγοστό φως στο εσωτερικό των σπιτιών). Όμως και λόγοι ψυχολογικοί έστρεψαν τους νησιώτες μας στο να δημιουργήσουν άσπρους οικισμούς. Ήθελαν την αισιοδοξία που το φως προσφέρει, το ξάνοιγμα της καρδιάς, την απλωσιά· στοιχεία συνυφασμένα με τη θάλασσα, που μπροστά τους απλωνόταν. Και για την επίτευξη τούτων, το άσπρο ήταν το ιδανικό χρώμα. Ήθελαν το φως να διεισδύει και να διαχέεται στους οικισμούς τους, δεν τους ήθελαν μουντούς και σκοτεινούς, κάτι που θα επηρέαζε αρνητικά και την ψυχολογία τους −η οποία δεν ήταν και η καλύτερη στα χρόνια των πολέμων, των επιδρομών και των δηώσεων, τότε που ο νησιώτης ζούσε σε απομόνωση, μόνος στο μικρό του κόσμο. Εξάλλου, στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά ο ασβέστης ήταν άφθονος –εκμεταλλεύονταν συνεπώς οι νησιώτες τη δυνατότητα αξιοποίησής του.
Σταχυολογούμε μερικές μόνον τέτοιες αναφορές.
Το έτος 1840, η Αγγλίδα περιηγήτρια Ελίζαμπεθ Μαίρη Γκρόβενορ μας πληροφορεί ότι «…τα σπίτια της Σύρου είναι όλα λευκά και το μέρος έμοιαζε απελπιστικά ζεστό, χωρίς ούτε ένα θάμνο σχεδόν» (από το βιβλίο των Κολοκοτρώνη Β., Μήτση Ευτ., «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005, σελ. 85).
Το ίδιο λέγει και ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ το έτος 1843 στο Ταξίδι του στην Ανατολή: «Ανάμεσα στα βουνά της Σύρου ξεχωρίζει το κομμάτι του τοπίου με τα κάτασπρα, ασβεστωμένα σπίτια. Η αίσθηση του διαφορετικού αποτυπώνεται στο βλέμμα, καθώς πλανιέται πάνω σ’ αυτό ένα τοπίο τόσο ξεχωριστό» (Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2000, σελ. 64).
Ο δε Αυστριακός Anton Prokesch von Osten, αναφέρεται το έτος 1824 στ’ άσπρα σπίτια της Σύρου: «Τα σπίτια είναι από πέτρα, ασπρισμένα, χωρίς σκεπή, σκεπασμένα επίπεδα με κοπανιστή γη…» (από το βιβλίο του Πολυχρόνη Κ. Ενεπεκίδη «Γράμματα προς τη Βιέννη (1824-1843). Από την αλληλογραφία του πρώτου Αυστριακού πρεσβευτή στην Αθήνα Άντον Πρόκες φον Όστεν», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2007, σελ. 38).
Πηγή: dasarxeio.com