Το Νοέμβριο που μας πέρασε ο Σύλλογος Ποντίων και Βορειοελλαδιτών Σύρου είχε προσκαλέσει τον ιστορικό της σύγχρονης ιστορίας και Θεολόγο Θεοδόση Κυριακίδη για μια διάλεξη για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε από την Αποστολική Διακονία της Ελλάδος το βιβλίο του κ. Κυριακίδη με τίτλο “Συμβολή στην Έρευνα της Γενοκτονίας του Ελληνορθόδοξου Πληθυσμού και της Αντιχριστιανικής Πολιτικής στον Πόντο, μέσα από τις αρχειακές συλλογές του Βατικανού και ιεραποστολικών ταγμάτων” το οποίο στηρίζεται στα αρχεία του Βατικανού με μαρτυρίες των καθολικών ιεραποστόλων που ζούσαν στη Μικρά Ασία.
Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αλλά και των υπολοίπων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, αποτελεί μια όχι ιδιαίτερα γνωστή περίπτωση γενοκτονίας για την επιστημονική κοινότητα (…) Η μεγάλη αυτή τραγωδία που βίωσαν οι Έλληνες αποτυπώθηκε αρχικά σε διηγήματα, βιογραφίες, ημερολογιακές αφηγήσεις, οικογενειακές ιστορίες. Πολύ αργότερα απασχόλησε ορισμένους μελετητές».
Μεταξύ των ερευνητών ήταν ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, καθηγητής Ιστορίας στα Πανεπιστήμια της Αυστρίας και της Γερμανίας, τη δεκαετία του ’60. Όπως έλεγε ο Ενεπεκίδης την έρευνα του προσπάθησαν να εμποδίσουν τότε οι Έλληνες πολιτικοί Ευάγγελος Αβέρωφ και Παναγιώτης Πιπινέλης.
Πλέον, όπως γράφει ο κ. Κυριακίδης, είναι ευρέως γνωστό και παραδεκτό από την επιστημονική κοινότητα ότι κατά τα τελευταία έτη της οθωμανικής αυτοκρατορίας συντελέστηκε μια σειρά από εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, τα οποία είχαν ως στόχο την ολοκληρωτική εξάλειψή τους από τα εδάφη τους: «…Με άλλα λόγια, οι εθνότητες που ζούσαν στην επικράτειά του είτε θα μεταστρέφονταν είτε θα εκτοπίζονταν ή, τέλος, θα εξολοθρεύονταν. Το σχέδιο λοιπόν της ομογενοποίησης δεν αφορούσε μόνο την εξολόθρευση των Αρμενίων ή μόνο την εξολόθρευση των Ελλήνων, αλλά όλων των χριστιανικών πληθυσμών και όχι μόνο, αφού εξολοθρεύθηκαν και μουσουλμανικά, μη τουρκικά έθνη».
Τα αρχεία της καθολικής εκκλησίας είναι πλήρη αναφορών για την καταστροφή των χριστιανικών κοινοτήτων της πάλαι ποτέ κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τα πιο κεντρικά και επίσημα αρχεία του Βατικανού, όπως το Archivio Segreto Vaticano ή το Affari Ecclesiastici Straordinari, το Stati Ecclesiastici, αυτό της Segreteria di Stato, το αρχείο της Προπαγάνδας (Propaganda Fide), μέχρι και αυτά των διαφόρων ταγμάτων που έδρασαν στις περιοχές της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως των Ιησουιτών και των Καπουτσίνων, έχουν σημαντικές αναφορές για τις σφαγές, τους εκτοπισμούς, τις κλοπές και τις καταστροφές των μνημείων που υπέστησαν οι χριστιανοί από τους νεότουρκους και τους Κεμαλικούς.
Είναι αλήθεια ότι οι αναφορές αυτές αφορούν κυρίως τους Καθολικούς, είτε αυτοί ανήκουν στο λατινικό ρυθμό, είτε στον αρμένικο, στο μελχίτικο κλπ. Η καθολική ιεραποστολή που εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα το 1845, έφτασε εκεί εκδιωγμένη από την Τιφλίδα της Γεωργίας, μετά την κατάληψη της από τους Ρώσους. Μετά την κατάληψη της Γεωργίας η τσαρική Ρωσία έθεσε τους ιεραποστόλους μπροστά στο δίλλημα, της υιοθέτησης της ρωσικής υπηκοότητας και την παραμονή τους στην Γεωργία, -όπου η δράση τους χρονολογούνταν από το 1660 περίπου- ή την έξωση τους από τη χώρα.
Οι ιεραπόστολοι προτίμησαν τη δεύτερη επιλογή και έτσι εγκαταστάθηκαν στην Τραπεζούντα, τόσο διότι η πόλη άρχισε ν’ αναπτύσσεται λόγω του εμπορίου και συνεπώς ν’ αυξάνονται και οι καθολικοί, οι οποίοι δεν είχαν θρησκευτικούς λειτουργούς για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, όσο και επειδή βρίσκονταν κοντά στην Τιφλίδα, στην οποία ήλπιζαν ότι κάποτε θα επιστρέψουν.
Η Ιεραποστολή ανέπτυξε πολύ νωρίς ένα δίκτυο ιεραποστολικών σταθμών κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας (Εύξεινος Πόντος), με πιο σημαντικούς σταθμούς αυτούς της Τραπεζούντας, που ήταν και η έδρα της ιεραποστολής, της Σαμψούντας, όπου μεταφέρθηκε η έδρα μετά τη Γενοκτονία, της Κερασούντας, και του Ερζερούμ. Μικρότεροι ιεραποστολικοί σταθμοί υπήρχαν και στην Ινέμπολη, στη Σινώπη, στην Τοκάτη κ.ά.
Σταχυολογώ από το βιβλίο: Στις 22 Δεκεμβρίου 1922 ο ιεραπόστολος p. Cirillo da Erzerum βρισκόταν στην Τραπεζούντα εδώ και δυο χρόνια, ως αντικαταστάτης του προιστάμενου της Ρωμαιοκαθολικής ιεραποστολής. Σε αναφορά του στον προιστάμενό του σημειώνει για την πόντια γυναίκα: «διωκόμενη, πεινασμένη, γυμνή, μακριά από τον άντρα της, η ελληνίδα γυναίκα της Τραπεζούντας, μια αληθινή χριστιανή ηρωίδα, αντάξια των ενδόξων προγόνων μαρτύρων, ήξερε πως να διατηρήσει, με κόστος αγώνων ανδροπρεπών και χριστιανικών, την τιμή του φύλου της, της οικογένειας της και της πίστης των προγόνων της. Αυτές οι αρετές βρίσκονται δύσκολα ακόμη και στα καθολικά κέντρα και παρουσιάζονται για να τα θαυμάζουν οι πιστοί. Εγώ τις θαυμάζω και όσοι είμαστε εδώ δοξάζουμε το Θεό γι’ αυτήν την ηρωική αλήθεια, που υπάρχει ακόμη και σ’ αυτούς που δεν είναι καθολικοί».
Και αλλού σημειώνει «παρ’ όλο που η Τραπεζούντα είναι το κέντρο των ορθοδόξων», τους οποίους η ρωμαιοκαθολική εκκλησία θεωρούσε σχισματικούς, «πρέπει να ομολογήσουμε ότι η ηθική διατηρήθηκε απαραβίαστη στον ορθόδοξο πληθυσμό αυτής της περιοχής».
Συνεχίζοντας την αναφορά του σημειώνει ότι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά την ευσέβεια των χριστιανών, ειδικότερα αυτή των νεαρών κοριτσιών. Γράφει χαρακτηριστικά ότι «όλη αυτή η ευσέβεια είναι καταδικασμένη σε καταστροφή λόγω των συστηματικών εκτοπίσεων που οργανώνει η κυβέρνηση του Κεμάλ σε εκείνες τις περιοχές. Οι ληστές και οι στρατιώτες με χιλιάδες παρενοχλήσεις, βρισιές και απαγωγές καθιστούν αδύνατη τη ζωή για τον χριστιανικό πληθυσμό. Μέχρι τώρα έχουν φύγει περίπου 5000 άτομα και εξακολουθούν να υπάρχουν τρεις φορές περισσότεροι, όπου ακόμη και χωρίς όλα τα απαραίτητα για την επιβίωση, καταδικάζονται σε μια αβέβαιη ζωή στις περιοχές που μεταναστεύουν. Παρ’ όλα αυτά προκειμένου να διατηρήσουν την πίστη τους και να διατηρήσουν την τιμή τους, που έχει εκτεθεί επικίνδυνα, προτιμούν το θάνατο».
Στη συνέχεια ο ιεραπόστολος αναπολεί την ένδοξη ιστορία της Τραπεζούντας και αναφερόμενος στον προϊστάμενο του, στον οποίο και απευθύνει την επιστολή, σημειώνει “Εξοχότατε, ίσως θυμάστε την Τραπεζούντα. Τι χριστιανική πόλη! Πόλη που στο απόγειο της δόξας της δεν μετρούσε πάνω από 70.000 ψυχές, και κατέχει ακόμη και σήμερα πάνω από 300 εκκλησίες και παρεκκλήσια!”.
Κατά τη διάρκεια της Γενοκτονίας των Αρμενίων οι αναφορές και οι εκκλήσεις προς τον Πάπα για βοήθεια είναι συνεχόμενες. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ (1914-1922) θα βοηθήσει τόσο με αποστολή χρηματικής βοήθειας, όσο και με ίδρυση ορφανοτροφείων στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με συνεχείς διαμαρτυρίες αρχικά στους υπουργούς της νεοτουρκικής κυβέρνησης και το Μεγάλο Βεζίρη, μέχρι, αργότερα και στον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ.
Στις 8 Μαΐου 1922 ο προϊστάμενος της ιεραποστολής της Τραπεζούντας, σημειώνει ότι οι Τούρκοι βρίσκονται σε απόλυτο οργασμό και βλέπουν με μεγάλη εχθρότητα κάθε χριστιανό. Από τους Αρμένιους σημειώνει ότι δεν έχει μείνει σχεδόν κανείς στην πόλη, ενώ από τους Έλληνες μόνο γυναίκες και παιδιά.
Αναφέρει ότι στην Σαμψούντα δεν υπάρχει πια κανένας άντρας, εκτός από κάποιους ηλικιωμένους, ενώ στο εσωτερικό δεν έχει παραμείνει πια κανένα ελληνικό χωριό. Όλοι δολοφονήθηκαν και τα χωριά λεηλατήθηκαν. Κάνει ιδιαίτερη μνεία για την Κερασούντα, για την οποία σημειώνει ότι έλαχε να είναι η πόλη στην οποία οι Έλληνες υπέφεραν περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Κι αυτό, όπως σημειώνει, λόγω της δράσης εκεί του αρχηγού των ληστών, του Τοπάλ Οσμάν.
Σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «διατρέχει την ύπαιθρο, σκοτώνει, λεηλατεί και καταστρέφει τα πάντα ατιμώρητος. Οι αρχές δεν μπορούν να κάνουν τίποτε εναντίον του, έχει απόλυτη εξουσία στην οποία όλοι είναι υποχρεωμένοι να σκύβουν το κεφάλι. Η ομάδα του αποτελείται από περίπου εκατό άντρες της ίδιας ποιότητας μ’ αυτόν και εξορίζουν τους Έλληνες από την πόλη σκοτώνοντας τους περισσότερους απ’ αυτούς. Δεν περνάει μέρα και νύχτα που να μην σκορπίσει αίμα.
Εισβάλλει στα σπίτια αιφνιδίως αρπάζει από τα χέρια των συζύγων τους άντρες, από τα χέρια των μητέρων τα παιδιά και πολλές φορές τους πυροβολεί κατευθείαν». Συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτός που τώρα είναι ο φόβος και ο τρόμος, πριν τον πόλεμο δεν ήταν παρά ένας απλός βαρκάρης. Εν τω μεταξύ η τουρκική κυβέρνηση τον υποστηρίζει και τον χαϊδεύει και ο μουσουλμανικός πληθυσμός τον τιμά».
Λίγες μέρες αργότερα ο πατέρας. Lorenzo στέλνει αναφορά , στην οποία σημειώνει ότι η κατάσταση συνεχίζει να μην βαίνει καλώς. Γράφει ότι: «Ο τουρκικός φανατισμός βρίσκεται πια εκτός κάθε ελέγχου, και εκφράζεται με όλες του τις δυνάμεις. Στην Ινέμπολη, στη Σαμψούντα, στην Κερασούντα, δεν υπάρχουν πια Έλληνες, εκτός από τους γέρους, τις γυναίκες και τα παιδιά.
Στην Τραπεζούντα οι διωγμοί προχωρούν πιο αργά, αλλά κάθε εβδομάδα στέλνουν εξορία ομάδες αντρών προς το εσωτερικό, μέσω του Ερζερούμ, όπου το μεγαλύτερο μέρος, πεθαίνει από την πείνα και από τις αρρώστιες».
Αξίζει να σημειωθεί πάντως, πως οι καθολικοί ιεραπόστολοι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις αναφορές τους, κι αυτό διότι φοβόνται ότι οι επιστολές τους μπορούν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Συγκεκριμένα ο καθολικός προϊστάμενος σημειώνει στο γράμμα του στις 30 Μαΐου 1922: “Σας παρακαλώ να μην αναφερθείτε στην επιστολή μου, είτε για να μου απαντήσετε είτε για οποιαδήποτε άλλο λόγο. Οι Τούρκοι έχουν τα μάτια ανοικτά και είναι πιο πονηροί απ’ αυτό που συνήθως πιστεύεται. Ενημερώνονται για κάθε τι που δημοσιεύεται στις εφημερίδες και αφορά τις ενέργειες τους. Φαίνεται ότι δεν γνωρίζουν ότι έχω γράψει μια τέτοια αναφορά. Θα μπορούσε να μου στοίχιζε τη ζωή». Κλείνοντας την αναφορά του αυτή, επαναλαμβάνει ότι ζουν υπό το καθεστώς του τρόμου.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1922 ο p. Cirillo στέλνει γράμμα στον p. Giuseppe Antonio, γενικό προϊστάμενο του τάγματος των καπουτσίνων, όπου του γράφει μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος μαζί με τους άλλους πατέρες που βρίσκονται στην Τραπεζούντα, προσπαθούν με τις φτωχές τους δυνάμεις να εργαστούν για να φανούν χρήσιμοι, όχι μόνο στους καθολικούς, αλλά κυρίως στους σχηματικούς (εννοεί τους ορθοδόξους) αδελφούς, οι οποίοι «αυτή τη στιγμή υποφέρουν από τρομερούς διωγμούς, σίγουρα όχι για άλλο λόγο, παρά επειδή είναι χριστιανοί.
Η καλή τους πίστη τους κάνει μέλη της ψυχής της Εκκλησίας και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι πραγματικοί μάρτυρες». Συμπληρώνει ότι από τη μια πλευρά σφίγγεται η καρδιά του να βλέπει τι υποφέρει αυτός ο αθώος κόσμος και ομολογεί ότι πολύ συχνά δακρύζει και αισθάνεται ντροπή να βλέπει τους έλληνες χριστιανούς να έχουν αφεθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο στο θέλημα του Θεού. Κλείνει το γράμμα σημειώνοντας και πάλι να του γράψει χωρίς ν’ αναφέρει το δικό του γράμμα και η οικονομική ενίσχυση που θα του στείλει να γράφει γενικά: για τους φτωχούς της ιεραποστολής και να μην γίνει καθόλου λόγος για τους Έλληνες.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1923, ο p. Cirillo θα είναι αυτός που θα δεχτεί στην Κωνσταντινούπολη τους πρόσφυγες μοναχούς των ιστορικών Μονών της Σουμελά και του Περιστερεώτα και αφού τους προμηθεύσει με χρήματα, κουβέρτες και άλλα χρειώδη, θα πληρώσει ο ίδιος το εισιτήριο τους για την Ελλάδα.
Με εκτίμηση
Υποπλοίαρχος(ε.α.)
Ουρανία Πανταζίδου Π.Ν.