Κείμενο: Αλεξία Τούλιου – Φωτογραφίες: Αλεξία Τούλιου, Νίκος Υφαντής
Στο λιμάνι σου, έβγαινα κάθε φορά στο κατάστρωμα για να σε δω. Άλλοτε στο πρώτο φως το ήλιου και κάποτε πνιγμένη στα τρεμάμενα φώτα σου. Πάντα η ίδια, να μοιράζεις τον Θεό σε δυο κορφές σαν ν’ απαιτείς ευλογημένη ρύση ως την άκρη των δυο σου πολυτελών φορεσιών. Αυτό το δειλινό η τύχη μ’ έφερε να πρωτοπατήσω τους βράχους σου και να σε γνωρίσω από κοντά, αέρινη και γοητευτική αρχοντοπούλα του πελάγους.
Η Σύρος, αν και μικρή σε έκταση, αποτελεί το κέντρο των Κυκλάδων, και γεωγραφικά και διοικητικά. Πρωτεύουσα όλου του νησιωτικού συμπλέγματος είναι η Ερμούπολη, όπου βρίσκονται και οι περισσότερες υπηρεσίες. Αφιερωμένη στον Θεό του Εμπορίου, δηλωτικό της ανθηρής οικονομίας, η Ερμούπολη γνώρισε λαμπρές εποχές, κυρίως λόγω της ανάπτυξης του εμπορικού ναυτικού. Από το 1861, που ξεκίνησε και η λειτουργία του ναυπηγείου της, συσπείρωσε πρόσφυγες από την Κάσο, τη Χίο, την Κρήτη και αλλού, οι οποίοι εργάστηκαν σκληρά και μετέτρεψαν το ναυπηγείο Νεώριο σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μονάδες της χώρας. Η ακμή δεν άργησε να φανεί και δεν περιορίστηκε στον οικονομικό τομέα, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο –και λόγω του λιμανιού–, επεκτάθηκε και στον πολιτισμικό. Αρκεί μια βόλτα στο εσωτερικό της για να καταλάβει κανείς πως πρόκειται για ένα υπαίθριο μουσείο, αντάξιο των ευρωπαϊκών πόλεων.
Αναπόφευκτα, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, μετά την ακμή ακολουθεί η πτώση. Το Νεώριο μπορεί να λειτουργεί ακόμη, αλλά περισσότερο ως προσπάθεια συντήρησης μιας βιομηχανίας που φθίνει παρά ως σημαντική οικονομική πηγή. Το ίδιο ισχύει και για τον Ταρσανά, μια ιστορική περιοχή για την ξυλοναυπηγική της Ερμούπολης. Ωστόσο, ο τουρισμός παραμένει αμείωτος σ’ ένα νησί επισκέψιμο όλο τον χρόνο, αφού ελάχιστα είναι τα καταστήματα τα οποία δεν λειτουργούν κατά τους χειμερινούς μήνες.
Αξιοσημείωτος είναι και ο αριθμός των εκκλησιών του νησιού, το οποίο διαθέτει και αρκετά μεγάλη καθολική κοινότητα και, παρά τις θρησκευτικές διαφορές, τελευταία παρατηρείται άνοδος στους μεικτούς γάμους.
Ερμούπολη
Σύμβολα και τέχνη παντού τριγύρω μπερδεύονται με τη πολύβουη ζωή του λιμανιού. Οι «Νέοι ορίζοντες» του γλύπτη Κ. Βαρώτσου με το θαλασσί της ελπίδας στολίζουν κατά μήκος ένα μέρος του. Εδώ στο λιμάνι ψηλώνει και η Νίκη, που στεφανώνει για μένα την πανσέληνο με μια σιγουριά επανάληψης μυστηριακής αισιοδοξίας για την πίστη πως κι απόψε το φεγγάρι θα βγει. Αυτό θα μου δείξει τον δρόμο μαζί με το βαρύ άρωμα του γιασεμιού, που ανασταίνει μνήμες από εκείνα τα γλυκά βράδια, όταν η ανυπομονησία του καλοκαιριού μάς κρατούσε παραπάνω στην πλατεία. Σε μια τέτοια πλατεία, πίσω απ’ το αγέρωχο άγαλμα του ήρωα Μιαούλη, που ενσαρκώνει την ελληνική λεβεντιά, ορθώνεται μνημειακά το Δημαρχείο, αρχιτεκτόνημα-κόσμημα του Ερνέστου Τσίλερ. Το τριώροφο κτίσμα με το μαρμάρινο αέτωμα και τα λευκά σκαλιά, που πάνω τους βάδισαν τόσες σπουδαίες προσωπικότητες, φιλοξενεί αρκετές υπηρεσίες των Κυκλάδων. Εσωτερικά έχει ένα καφενεδάκι και τρία αίθρια, με αρχικό σκοπό τους τον φωτισμό, καθώς ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Στην είσοδό του δεσπόζει το μεγάλο άγαλμα του δημάρχου Δ. Βαφιαδάκη, που κοιτά το όραμά του να υλοποιείται στο μεγαλύτερο δημαρχείο της χώρας. Το Αρχαιολογικό Μουσείο, το οποίο επίσης βρίσκεται στο ίδιο κτίριο, διαθέτει ξεχωριστή είσοδο.
Άλλα μουσεία άξια επίσκεψης είναι το Εκκλησιαστικό, το Κυκλαδικό και το Βιομηχανικό, στο οποίο μπορεί κανείς εξετάζοντας την ανάπτυξη της τυπογραφίας να αντιληφθεί και την άνθηση των γραμμάτων κατά τις περιόδους ακμής του νησιού.
Στην πλατεία Βαρδάκα βρίσκεται το Θέατρο Απόλλων, έργο του Pietro Sampro, με ιταλικές και γαλλικές αρχιτεκτονικές επιρροές. Αν και το προσομοιάζουν με τη Σκάλα του Μιλάνου, περισσότερο πλησιάζει στο San Carlo της Νάπολης. Το σίγουρο είναι πως από το 1864 ο θεός Απόλλων δρασκελώντας τη θάλασσα έφυγε από τη Δήλο και, κρυμμένος πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες, επιμένει να παίζει τη λύρα του εδώ, μαζί με την ορχήστρα, αφού η τέχνη της μουσικής, και ειδικότερα η όπερα, αγαπήθηκε στη Σύρο περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Εκτός από μουσειακός χώρος, σήμερα λειτουργεί και ως πολιτιστικό κέντρο παρουσιάζοντας πληθώρα εκδηλώσεων.
Στα ενδότερα της Ερμούπολης, πίσω από κάθε βουκαμβίλια η ιταλική αναγέννηση, ο νεοκλασικισμός και ο ρομαντισμός έχουν εμψυχώσει την αρχιτεκτονική της πόλης, όπως αυτή απλώνεται και όλο ανηφορίζει στους πεζόδρομους με τα εμπορικά και τα μικρά, γουστόζικα καφέ.
Άνω Σύρος
Μέσα απ’ την καμάρα που σχηματίζει το σχοινάκι στα κοριτσίστικα πηδηματάκια, διακρίνω μια άλλη καμάρα, που με προσκαλεί να ανακαλύψω και τον δικό της κόσμο, τον λόφο των καθολικών, την Άνω Σύρο. Τοίχο τοίχο σε μια παλ μουσικότητα, τα ζαχαρένια σπιτάκια με οδηγούν στο Μουσείο του Μάρκου Βαμβακάρη. Σιμά η πλατεία του, υπερήφανη για μια θέα ασύγκριτη, την οποία τώρα απολαμβάνουν και οι προσφιλείς σε μένα γατούλες, που κρατούν συντροφιά στην προτομή του μεγάλου ρεμπέτη. Εξάλλου, η Σύρος αγαπάει τα γατρόνια. Έχει μεριμνήσει να έχουν πάντα λίγο φαγητό και νεράκι στα ειδικά διαμορφωμένα παρκάκια που έχουν φτιαχτεί γι’ αυτά.
Κυριακή των Βαΐων και κατευθύνομαι στην καθολική τρίκλιτη Βασιλική της μίας κορφής, τον Άγιο Γεώργιο (Σαν Τζώρτζη). Ο τριγμός της καμπάνας τόσο αργός όσο το σούρσιμο της μαγκούρας ενός παππού, που φτάνει στον ναό για μια ακόμα προσευχή. Το αεράκι που στριμώχνεται στους υποκίτρινους τοίχους των σοκακιών, πεντάγραμμο που συγκρατεί τον ψαλμό των καθολικών πιστών σε μια πομπή που όλο πλησιάζει. Ανεμίζει ο άλικος χιτώνας του ιερέα, καθώς περνά από μπροστά μου, και με τα μάτια χαμηλά αφήνω πάνω του να πέσουν δυο τρεις γλυκές μου αμαρτίες, να συγχωρεθούν.
Βροντάδο
Στον απέναντι λόφο, στην περιοχή Βροντάδο, ονομασία προερχόμενη από τους πρόσφυγες της Χίου, κυριαρχεί ο ορθόδοξος βυζαντινού τύπου ναός της Αναστάσεως. Αφιερωμένος στον Κύριο, αλλά και στην απελευθέρωση της χώρας, κοσμείται από σπάνιες εικόνες κυρίως ρώσικης τεχνοτροπίας, και καμαρώνει για τη μία και μοναδική εικόνα του, που δείχνει τον Μωυσή με τις δέκα εντολές.
Έξω από την Ανάσταση, πραγματοποιείται η έγερση της σημαίας. Η θέα καθηλώνει. Ο τρίτος λόφος, το Δείλι, βγήκε να κρυφοκοιτάξει, ενώ τα κυκλαδονήσια παρατάσσονται για να τιμήσουν και σήμερα την καθιερωμένη ιεροτελεστία. Πάρος, Δήλος, Μύκονος, Τήνος και Άνδρος μάς καλημερίζουν.
Βαπόρια
Ο ήλιος κρύφτηκε στα Βαπόρια. Τα νιαουρίσματα οδηγούν τη φθινοπωρινή μου εκδοχή στην άκρη της προκυμαίας. Το βλέμμα σαστίζει στο καθρέφτισμα των αρχοντικών, που έχουν σκύψει πάνω από τον μοβ βράχο για να απολαύσουν τη διαχρονική ομορφιά τους. Ένα ανεπαίσθητο κυματάκι ταράζει τη μορφή τους. Μια ηλικιωμένη κυρία θα φέρει ξανά την άνοιξη, καθώς βουτάει στα νερά της παραλίας του Αγίου Νικολάου. Ο ουρανός αρχίζει να φωτίζει σαν αντικρίζω τον φάρο στο απέναντι νησάκι Διδύμη. Προσκυνώντας τον συμβολισμό, συνεχίζω. Αποσβολωμένη κοιτώ τον Άγιο Νικόλαο τον Πλούσιο. Όλο το νησί καμαρώνει για την εξαιρετική ομορφιά του και δικαίως κατέχει μια θέση στους ωραιότερους ναούς του κόσμου. Συνεχίζω τη μεγάλη μου βόλτα στο κοιμητήριο της Ερμούπολης, εκεί όπου οι άγγελοι παίρνουν φόρα από τις κορφές των πολυτελών μαυσωλείων των επιφανών οικογενειών για το αιώνιο πέταγμα στους ουρανούς. Μια όμορφη μέρα συνοδεύεται πάντα από ένα καφεδάκι, λίγη ζεστή ελαφριά χαλβαδόπιτα και μια μπουκίτσα ροζ συννεφάκι, που δεν είναι άλλο από το παραδοσιακό συριανό λουκούμι με τριανταφυλλένια προτίμηση, και ο πρωινός μου περίπατος ολοκληρώνεται.
Το νησί
Οι τουρίστες αγαπούν κυρίως τη νότια Σύρο, γιατί αυτή γνωρίζουν πως έχει αναπτυχθεί περισσότερο. Αγνοούν όμως το βόρειο μέρος του νησιού, την Απάνω Μεριά με τους λιγοστούς κατοίκους, το οποίο, αν και άγριο, υπόσχεται σπάνιας και μεταφυσικής ομορφιάς τοπία λόγω της διαφορετικότητας της μορφολογίας του εδάφους. Για τους περιπετειώδεις, η ανακάλυψη παρθένων παραλιών, όπως είναι ο Αετός και τα Γράμματα, καθώς και η επίσκεψη στο Καστρί με τον προϊστορικό οικισμό, ακολουθώντας τα μονοπάτια, θα είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα εμπειρία.
Κι εγώ, από την άλλη, φτιάχνω νοητά τον δικό μου χάρτη. Σχεδιάζοντας δρομάκια με τους στίχους της Φραγκοσυριανής, είμαι έτοιμη να περιπλανηθώ στο γνωστό άσμα και στα χωριουδάκια του νησιού.
Ψαροχώρια όπως το Κίνι προσφέρονται για καλό ψαράκι και δροσερό μπάνιο. Βόλτα στην Αληθινή, την Παρακοπή και την Ποσειδωνία ή αλλιώς Ντελαγκράτσια. Η τελευταία, γνωστό παραθεριστικό θέρετρο με πανύψηλους πύργους, προσφέρει ένα μαγευτικό ταξίδι στον χρόνο. Με μπούσουλα το βαθύτερό μου ένστικτο καταλήγω να σουλατσάρω έξω από ένα μισογκρεμισμένο αρχοντικό πάνω στον δρόμο. Βρίσκομαι στο χωριό Πισκοπειό (Επισκοπείο). Το αμφιλεγόμενο κοκκινόσπιτο που ενέπνευσε τη Μεγάλη Χίμαιρα του Καραγάτση στέκεται μπροστά μου. Με σεβασμό στην τραγικότητα της ύπαρξης, που η επίκτητη ενοχή την κάνει πολλές φορές ανυπόφορη, δεν εισέρχομαι.
Το κυκλαδίτικο άρωμα ευωδιάζει στη δυτική πλευρά του νησιού, μόλις 7 χλμ. από την πρωτεύουσα, στον δημοφιλή πλέον Γαλησσά. Ζωντανή απόδειξη για ονειρικές διακοπές, καθώς μπορεί να υποστηρίξει με άνεση όλες τις ανάγκες των επισκεπτών, από διαμονή, φαγητό και διασκέδαση μέχρι κάμπινγκ, θαλάσσια σπορ και ένα μικρό μόλο για τα σκάφη.
Ένας ψηλός λόφος σκίζει το τοπίο κάνοντάς το αντιθετικό και ακόμη πιο ξεχωριστό. Από τη μία ο σύγχρονος οικισμός, γεμάτος ζωή, με μια ζεστή χρυσή αμμουδιά να χύνεται στον καταγάλανο κόλπο του Γαλησσά, και από την άλλη μεριά του λόφου, κατεβαίνοντας στο παρελθόν, ο αρχαίος οικισμός. Το δρομάκι καταλήγει σε μια ακόμη πιο πρωτόγονη διάθεση στη βοτσαλωτή παραλία του Αρμεού, τον παράδεισο των γυμνιστών.
Νοτιότερα του Γαλησσά, πολύ κοντά, κατηφορίζει ακόμη ένα μονοπάτι για ιερή απομόνωση και περισυλλογή. Μέτριο σε βαθμό δυσκολίας, τελειώνει στην κρυψώνα του Αγίου Στεφάνου. Λέγεται πως ένας βαρκάρης, σαν τάμα που γλίτωσε απ’ τα πλοκάμια ενός χταποδιού, έχτισε τον μικρό ναό σε τούτη τη σπηλιά, όπου μόνο νυχτερίδες κουρνιάζουν ήσυχες. Το ατελείωτο μπλε ταξιδεύει πέρα στον βυθό κάθε έγνοια και καημό.
Σε λίγο θα βραδιάσει και η αύρα εδώ στο λιμανάκι του Γαλησσά θυμίζει κάτι από λύτρωση. Πριν τελειώσει ετούτη η δύση, μετράω ένα ένα τα σκαλιά για το καθολικό ξωκλήσι της Αγίας Πακού (Υπακοής) στην κορφή του λόφου. Το εύρος της θέας περιμετρικά αποζημιώνει το λαχάνιασμα της ανάβασης. Και οι δύο παραλίες περιμένουν στωικά να βασιλέψει ο ουρανός. Χαμηλώνω κι εγώ με τον ήλιο που ξαπλώνει στην αγκαλιά του κόλπου. Οι εναλλαγές του φωτός κινούν νωχελικά το ασβεστωμένο αραχνοΰφαντο μακρύ νυφικό της εκκλησιάς. Με ένα νεύμα που φεύγει ψηλά σαν σύννεφο, τον αποχαιρετά. Καρτερικά και αιγαιοπελαγίτικα, ξέρει, θα ανατείλει ξανά.
Δεν επιλέγω για τελευταία εικόνα τη Σύρο απ’ το κατάστρωμα. Φαντάζει ελλιπής χωρίς τις αντιθέσεις της να τη συμπληρώνουν όπως της πρέπει στα μάτια μου. Εδώ, από μακριά η μουντάδα του ναυπηγείου, η σκουριά, το σίδερο, ο γερανός, που φθάνει ίσαμε πάνω τον θεό, όλα στοιχεία αρρενωπά, επεμβαίνουν στην ολοκληρωτική θέα του νησιού. Κι είναι αυτό το παλικάρι, κι εκείνη αναδύεται πίσω του, ξανθή, ματαιόδοξη, πορσελάνινη κόρη, μια ομορφιά που όμως πρέπει να συντηρηθεί, και από τη δύναμη του έρωτά του να διατηρηθεί όπως αξίζει καθετί ωραίο σε τούτη την πλάση.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο ΕΔΩ
Πηγή: epathlo.gr