Στις αρχές Δεκεμβρίου ο Στίβεν Μπερνστάιν βρέθηκε προσκεκλημένος των πρυτανικών αρχών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος στη Λάρισα και μίλησε σε ένα ακαδημαϊκό κοινό, με θέμα «Η τέχνη του κινηματογράφου σήμερα». Η ομιλία διοργανώθηκε με αφορμή την έναρξη μιας σειράς εκδηλώσεων με τίτλο «Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 30 Χρόνια Δημιουργίας» στις οποίες θα αποτυπωθεί η ιστορία αλλά και οι προοπτικές του ιδρύματος που το 2018 συμπληρώνει τριάντα χρόνια λειτουργίας. Ο κ. Μπερνστάιν συμμετέχει τους τελευταίους μήνες σε ένα εγχείρημα ενίσχυσης και ανάπτυξης της δημιουργικής οικονομίας στη χώρα μας. Με τις πολλαπλές ιδιότητες του σκηνοθέτη, του κινηματογραφιστή, του συγγραφέα και του δασκάλου, στην ομιλία του αναφέρθηκε σε ζητήματα που αφορούν τον κινηματογράφο, τη συγγραφή, την οπτική κουλτούρα, την εκπαίδευση των νέων.
Tον συναντήσαμε την επομένη της ομιλίας του και μιλήσαμε για όλα αυτά αλλά και για τη νέα του ταινία.
Με αφορμή την παρουσία σας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας θα ήθελα να ξεκινήσω τη συζήτησή μας από τη σχέση κινηματογραφικής παραγωγής και εκπαίδευσης, και πιο συγκεκριμένα να σας ρωτήσω για το σχετικό εγχείρημά σας στη Σύρο.
«Είναι δύσκολο να μιλήσω για αυτό χωρίς να αναφερθώ στο ιστορικό της ιδέας. Βρέθηκα το καλοκαίρι του 2017 στη Μύκονο γράφοντας ένα σενάριο και κατά τη διάρκεια της παραμονής μου εκεί είχα την ευκαιρία να μιλήσω με εκπροσώπους της ελληνικής πολιτείας για τους τρόπους με τους οποίους μια περιοχή μπορεί να προσελκύσει κινηματογραφικές παραγωγές. Αναφέρθηκα συγκεκριμένα σε πόλεις όπως το Βανκούβερ, σε Πολιτείες όπως η Τζόρτζια, η Λουιζιάνα, το Νέο Μεξικό, σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Μάλτα κ.τ.λ. Μοιράστηκα λοιπόν την άποψή μου ότι για την Ελλάδα η προσέλκυση κινηματογραφικών παραγωγών θα ήταν με μια έννοια ευκολότερο εγχείρημα, με δεδομένο τον φυσικό και πολιτισμικό πλούτο, το καλό κλίμα αλλά και την πλούσια και δυναμική κινηματογραφική της παράδοση. Υποστήριξα μάλιστα την άποψη ότι η προσέλκυση κινηματογραφικών παραγωγών θα ήταν ένα ιδιαίτερα σημαντικό αναπτυξιακό εγχείρημα κατά την έξοδο της χώρας από την οικονομική κρίση. Εξήγησα παράλληλα στους συνομιλητές μου ότι ένα τέτοιο εγχείρημα βασίζεται σε τρεις πυλώνες: φορολογικά κίνητρα, εκπαίδευση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού σε τοπικό επίπεδο και υποδομές που μπορούν να υποστηρίξουν κινηματογραφικές παραγωγές. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, μου ζητήθηκε από την Ελλάδα να αποστείλω μια σχετική πρόταση που να αποτυπώνει αυτό το σκεπτικό, το οποίο και έκανα με χαρά. Κάποιες από αυτές τις προτάσεις φάνηκε να υιοθετούνται εντυπωσιακά γρήγορα από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας. Με βάση αυτό το δεδομένο επέστρεψα αυτό το φθινόπωρο στη Σύρο, όπου ξεκινήσαμε σεμινάρια κινηματογράφου για νέους τον Οκτώβριο, ενώ σχεδιάζουμε τη δημιουργία σχετικών τεχνικών εγκαταστάσεων στο νησί το αμέσως επόμενο διάστημα».
Θα ήθελα να μείνουμε λίγο στην εκπαιδευτική πτυχή του οράματος. Τα τελευταία χρόνια και στο πλαίσιο της οικονομικής δυσπραγίας και μιας διάχυτης απαισιοδοξίας φαντάζει δύσκολο να παροτρύνει κανείς έναν νέο άνθρωπο να ασχοληθεί με τις τέχνες, τη δημιουργία. Ποιες είναι οι προοπτικές της εκπαίδευσης σε αυτούς τους τομείς σήμερα;
«Κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων στη Σύρο παρατήρησα την απαισιοδοξία των νέων ανθρώπων στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι σε περιόδους έντονων κρίσεων οι άνθρωποι τείνουν να σκέπτονται περισσότερο γραμμικά παρά εγκάρσια. Αδυνατούν δηλαδή να συλλάβουν τη μεγάλη εικόνα και αναζητούν γρήγορους τρόπους να κινηθούν γραμμικά προς το μέλλον, αναπαράγοντας αναπόφευκτα το παρελθόν. Ως μορφή εκπαίδευσης η τέχνη μπορεί να παρέμβει παιδευτικά ακριβώς σε αυτό το σημείο. Η τέχνη και η καλλιτεχνική και πολιτισμική εκπαίδευση επιτρέπουν την πρόσβαση σε πιο εξελιγμένους και σύνθετους τρόπους κατανόησης της πραγματικότητας, και άρα επιτρέπουν και κάνουν δυνατή την ανεύρεση συνθετότερων και ριζοσπαστικότερων λύσεων στα προβλήματα του παρόντος. Στην επιστήμη μπορούμε ίσως να προβλέψουμε το μέλλον με βάση τη μελέτη του παρελθόντος, στις τέχνες όμως πρέπει να αλλάξουμε την ατζέντα, να σκεφθούμε το μέλλον όχι απαραιτήτως με τα υλικά του παρελθόντος αλλά με νέα υλικά. Μαθαίνουμε δηλαδή να δημιουργούμε ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον, αποφεύγοντας την αναπαραγωγή μιας γραμμικής θεώρησης των πραγμάτων, συγκροτούμε έναν κριτικό και ριζοσπαστικά δημιουργικό τρόπο θέασης της ανθρώπινης συνθήκης. Αν λοιπόν θέλουμε να καλλιεργήσουμε την αισιοδοξία, τότε χρειάζεται να αφήσουμε τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσουν τη φαντασία τους. Οι νέοι άνθρωποι στην Ελλάδα σήμερα πρέπει να πουν την ιστορία τους και τις ιστορίες των κοινοτήτων τους. Από την έκφραση αυτών των βιωμάτων θα προκύψουν η αισιοδοξία, η κριτική και ίσως ένα ριζικά διαφορετικό μέλλον».
Αντιλαμβάνομαι δηλαδή ότι μάλλον θα παροτρύνατε τους νέους ανθρώπους σήμερα να σπουδάσουν και να ασχοληθούν με τις τέχνες και την πολιτισμική δημιουργία.
«Σίγουρα θα τους παρότρυνα. Συχνά οι μαθητές ζητούν ένα εκ των προτέρων σχεδιάγραμμα της ζωής τους ως δημιουργοί. Εγώ τους παροτρύνω να δουν τη δημιουργία ως ένα είδος απομάγευσης της πραγματικότητας. Ο συγγραφέας, ο σεναριογράφος, ο κινηματογραφιστής πρέπει να εκπαιδευθούν στην εννοιακή κατανόηση. Να μπορούν να αποκωδικοποιούν την πραγματικότητα και να αντιλαμβάνονται τα επί μέρους στοιχεία που τη συνθέτουν, και να επικοινωνούν τη δική τους σύλληψη σε μια εκφραστική μεταγλώσσα. Οι διαδικασίες αυτές απαιτούν εκπαίδευση σε ένα μεγάλο εύρος γνωστικών αντικειμένων. Ετσι ώστε να δημιουργεί κανείς χωρίς να ακολουθεί ορθοδοξίες και προκατασκευασμένα μοτίβα και τεχνικές. Συχνά λέω στους μαθητές μου ότι η τέχνη, η πολιτισμική δημιουργία, δεν επιτελείται μέσω συμβατικών εργασιακών σχέσεων και πλαισίων. Η δημιουργική παραγωγή προϋποθέτει με μια έννοια ότι δημιουργείς τον δικό σου κόσμο, τον χώρο της εργασίας σου, το περιβάλλον των συνεργατών, δημιουργείς με μια έννοια τις συνθήκες του δημιουργικού σου βίου. Συχνά λέω ότι χρειάζεται κανείς να αγαπήσει και να αγκαλιάσει το χάος, ώστε να φτάσει στη δομή της δημιουργίας. Ποτέ δεν ξέρω μια ταινία προτού τη δημιουργήσω».
Θα ήθελα να τελειώσουμε με μια αναφορά στην τελευταία σας ταινία, το «Dominion», που βασίζεται στη ζωή του ποιητή Ντίλαν Τόμας. Πώς συνδέεται αυτή η ιστορία με τη συζήτησή μας περί απαισιοδοξίας, ελπίδας και πολιτισμικής δημιουργίας;
«Ολοι γνωρίζουμε την ιστορία του τέλους της ζωής του Ντίλαν Τόμας: πίνει 18 διπλά ουίσκι σε ένα μπαρ της Νέας Υόρκης, γυρίζει το ξενοδοχείο “Chelsea” όπου διαμένει, πέφτει σε κώμα και πεθαίνει. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι τι είπε και τι έκανε καθώς έπινε τα 18 διπλά ουίσκι, και κυρίως γιατί το έκανε. Στον δικό μου φαντασιακό κόσμο που παρουσιάζει η ταινία, έχω κατονομάσει κάθε ποτήρι ουίσκι συνδέοντάς το με επεισόδια της ζωής του ποιητή αλλά και με στοιχεία της ανθρώπινης συνθήκης που η ζωή του αποτυπώνει. Ακολούθησα εδώ κάπως την προσέγγιση του Προυστ ως προς τη σύνδεση μεταξύ φαντασίας, μνήμης και εμπειρίας. Πώς βιώνουμε τελικά τον κόσμο; Μέσα από αυτή την τριμερή σύνθεση. Ο Dylan Thomas μίλαγε πολύ και έγραφε όμορφη ποίηση γιατί ο κόσμος τού φαινόταν πολύ δυστυχής. Η γλώσσα ήταν για αυτόν ένας μηχανισμός δημιουργίας μιας άλλης πραγματικότητας αλλά και ένα τεχνούργημα άσκησης γοητείας και σαγήνης. Για έναν δημιουργό που είναι βαθύτατα δυστυχής, η γλώσσα, η εικόνα, η διανοητική δεξιότητα αποτελούν μέσα άσκησης γοητείας και συλλογικής σαγήνης. Η τελευταία αποτελεί εξάλλου την άλλη όψη της βαθιά ευάλωτης και εξ ορισμού επισφαλούς υποκειμενικότητας του ίδιου του δημιουργού».
Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας, αντιπρύτανης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.