Ένας τομέας στον οποίο πρωτοπόρησε και διακρίθηκε ο ελληνισμός της Αμερικής και μάλιστα από τα πρώτα χρόνια της παρουσίας του στη «χώρα της Επαγγελίας» και «των ίσων ευκαιριών», ήταν η έκδοση ελληνόφωνων, στην αρχή, εφημερίδων. Με το πέρασμα του χρόνου και ενώ μεγάλωναν οι αμερικανογεννημένοι που δεν γνώριζαν τα ελληνικά, μερικές εφημερίδες καθιέρωσαν και τις δύο γλώσσες, ενώ τώρα πολλές είναι μόνο αγγλόφωνες.
του κ. Ιωάννη Μιχαλάκη, Δημοσιογράφου
«Δεν υπήρξε ελληνική παροικία εν Αμερική, ένθα δεν εδοκιμάσθη η καλλιέργεια της ελληνικής δημοσιογραφίας», γράφει ο Σεραφείμ Κανούτας στο βιβλίο του «Ο Ελληνισμός της Αμερικής». Και συνεχίζει: «Καμία άλλη εθνότητα στην Αμερική δεν παρουσίασε τη ζωτικότητα της ελληνικής στο πεδίον της πνευματικής δράσεως και δημοσιογραφικής –εκδοτικής δραστηριότητας».
Σόλων I. Βλαστός (Solon Vlastos)
Γόνος οικογένειας ευγενών ήταν ο πρώτος εκδότης καθημερινής ελληνόφωνης εφημερίδας στην Αμερική.
Όπως γράφει ο ιστορικός της Χίου Γεώργιος Ζολώτας (Ιστορία της Χίου, τόμος Α2, σελ. 293), οι Βλαστοί ήταν γένος ευγενών του Βυζαντίου οι οποίοι επί Νικηφόρου Φωκά έφυγαν από τη Βασιλεύουσα, μαζί με άλλους ευγενείς και εγκατεστάθηκαν στην Κρήτη και ειδικότερα στο Ρέθυμνο.
Μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Σταυροφόρους, το 1204 και την πώλησή της στη Βενετία, μερικοί ευγενείς, μεταξύ των οποίων και οι Βλαστοί, κατέφυγαν στην γενεατοκρατούμενη Χίο.
Κατά την μεγάλη σφαγή της Χίου το 1822 ο Λουκάς Βλαστός (Μπούας) και ο Μικές Βλαστός ήταν δημογέροντες και απαγχονίστηκαν από τους Τούρκους την Κυριακή 23 Απριλίου μαζί με τους άλλους πρόκριτους του νησιού, έξω από τα τείχη της πόλης.
Οι περισσότεροι από τους Χιώτες που διασώθηκαν τότε, κατέφυγαν στην Σύρο όπου έχτισαν από την αρχή την πρωτεύουσα του νησιού, την Ερμούπολη.
Μια σημαντική σχετική αναφορά υπάρχει στο Livre D’ or De la Nobiesse Europe’enna όπου γράφει ότι «ο μόνος επιζών κλάδος της οικογενείας σήμερα είναι οι της Χίου οι οποίοι εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στο εμπόριο και αναζητούν την τύχη τους σε πολλές χώρες. Κάποιοι έγιναν τραπεζίτες στη Ρουμανία και άλλοι πλοιοκτήτες στο Λονδίνο ή στη Μασσαλία. Άλλοι έγιναν επιχειρηματίες στις ΗΠΑ όπως ο Σόλων Vlasto, ιδρυτής της ελληνικής εταιρείας «Αδελφότης» το 1891 και της πρώτης εκκλησίας στην Νέα Υόρκη το 1892».
Δεν γνωρίζομε αν ο Σόλων Βλαστός είχε τις ρίζες του από Βλαστούς της Χίου. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι γνώριζε την εξ ευγενών καταγωγή του. Όταν μάλιστα το 1912, ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’ του απένειμε τον τίτλο του «Άρχοντος Γενικού Εξάρχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», τον χρησιμοποίησε για να ασκήσει θρησκευτική εξουσία. Όταν δε έκαμε το πρώτο του ταξίδι στην Ευρώπη, δήλωσε ως τίτλο και όνομα: «Μπίσοπ Vlasto».
Στην Ερμούπολη της Σύρου είχε γεννηθεί το 1852 ο Σόλων Βλαστός και μόλις 21 χρόνων, το 1873 έφτασε στη Νέα Υόρκη, όπου άνοιξε ναυλομεσιτικό γραφείο και αργότερα εταιρεία εισαγωγών – εξαγωγών.
Στις 3 Μαρτίου 1894 εκδίδει την «Ατλαντίδα», μονόφυλλη και εβδομαδιαία στην αρχή δισεβδομαδιαία αργότερα και ημερήσια από το 1905.
Η έκδοση της «Ατλαντίδος» και η διεύθυνση των επιχειρήσεων του δεν ήταν οι αποκλειστικές ασχολίες του. Επιδιώκοντας να γίνει ο ηγέτης των λίγων μεροκαματιάρηδων Ελλήνων μεταναστών ανακατεύτηκε ακόμη σε συλλογικές και θρησκευτικού περιεχομένου δραστηριότητες.
Βασιλικός στο φρόνημα για την Ελλάδα, Ρεπουμπλικάνος στην Αμερική, ήταν επικριτικός για τον τότε Πρόεδρο Φράγκλιν Ρούζβελτ και το Πρόγραμμα Δεκαετίας του 1930, γνωστό ως Νιού Ντιλ που εφαρμόστηκε μετά το οικονομικό Κράχ του 1929.
Το 1916 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ της Ελλάδας τον τίμησε με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος, για τις “διαρκείς του υπηρεσίες στην Ελλάδα και στους Έλληνες της Αμερικής”.
Τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η «Ατλαντίδα» πήρε το μέρος του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και της Γερμανίας, δίνοντας έτσι την εντύπωση στην αμερικανική κυβέρνηση ότι οι ΄Ελληνες μετανάστες ήταν γερμανόφιλοι και επομένως εθνικά ύποπτοι και ενδεχομένως ανεπιθύμητοι.
Τον κίνδυνο αυτό τον διέγνωσαν οι βενιζελικοί και από την πρώτη μέρα της έκδοσης της «δικής» τους εφημερίδας προσπάθησαν να τον ανατρέψουν, δίνοντας στους Αμερικανούς επισήμους αλλά και στην κοινή γνώμη την πραγματική εικόνα που δεν ήταν άλλη από τον διχασμό του ελληνισμού.
Για την φιλογερμανική προπαγάνδα της «Ατλαντίδας» καταδικάστηκε ενώ έγινε και έρευνα για πιθανές παραβάσεις του νόμου περί κατασκοπίας το 1917.
Το 1936 χαιρέτησε την αποκατάσταση της μοναρχίας στην Ελλάδα και την δικτατορία της 4ης Αυγούστου από τον Ι. Μεταξά.
Ο Σόλων Βλαστός διήυθυνε την «Ατλαντίδα» μέχρι το 1923 οπότε ανέθεσε τη διευθυνσή της στον Σωτήρη Λόντο ο οποίος έμεινε στη θέση εκείνη μέχρι το 1940.
Το 1927 πέθανε στο Παρίσι και την επιχείρηση ανέλαβε ο αδελφός του Δημήτρης μέχρι το 1945 που πέθανε. Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός τους Σόλων Γ. Βλαστός, μέχρι την διακοπή της 79χρονης κυκλοφορίας της, τον Οκτώβριο του 1973.
Η έκδοση της «Ατλαντίδας
Η δεύτερη ελληνόφωνη εφημερίδα της Αμερικής που έμελλε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στη ζωή και τη δράση του ελληνικού στοιχείου ήταν η «Ατλαντίδα», που ξεκίνησε ως εφημερίδα τοίχου!
Έχοντας τηλεγραφική επικοινωνία με την Ελλάδα, οι συνεργάτες του, εκτός από τις εμπορικές πληροφορίες, του έγραφαν και τις σπουδαιότερες πολιτικές και εθνικού ενδιαφέροντος ειδήσεις. Μερικοί από τους 400 Έλληνες που έμεναν τότε στη Νέα Υόρκη το έμαθαν και περνούσαν από το γραφείο του για να πάρουν πληροφορίες.
Σιγά σιγά ο αριθμός των ενδιαφερομένων αυξάνονταν με συνέπεια ο Βλαστός να σπαταλά το χρόνο του. Επειδή όμως του άρεσε και ο ρόλος του «μονόφθαλμου» μεταξύ των «τυφλών», δακτυλογραφούσε τις ειδήσεις, τις τοιχοκολλούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας ή τις πολυγραφούσε ώστε οι «πελάτες» να τις παίρνουν μαζί τους και να ενημερώνουν τους φίλους και συμπατριώτες τους.
Άνθρωπος φιλόδοξος έως μεγαλομανής, με τάσεις ηγετικές έως μεσιανικές και παράλληλα καλός έμπορος, όταν διαπίστωσε το αυξημένο ενδιαφέρον των Ελλήνων για πληροφόρηση, αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί. Και στις 3 Μαρτίου 1894 κυκλοφόρησε την «Ατλαντίδα». Μονόφυλλη εβδομαδιαία στην αρχή, δισεβδομαδιαία αργότερα, ημερήσια από το 1905.
Ο Σόλων Βλαστός έμεινε στην ιστορία του Ελληνισμού της Αμερικής, ως ο φιλόδοξος ηγέτης που χρησιμοποίησε τον τίτλο του Έξαρχου που του απένειμε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη δύναμη του Τύπου για να ποδηγετήσει, να ηγηθεί στους λίγους, τότε, έλληνες μετανάστες. Και αλίμονο σε όποιον έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο του, όποιον αμφισβητούσε την πρωτοκαθεδρία του. Με την οξύτατη πένα του, του απέδιδε όποιες κατηγορίες τον βόλευαν, χωρίς να δίνει στον κατηγορούμενο το δικαίωμα του αντίλογου και της υπεράσπισης.
Στο στόχαστρό του είχε κυρίως ανθρώπους μορφωμένους, ισχυρούς και αξιόλογους που θα μπορούσαν να απειλήσουν τις εξουσίες του, ενώ κολάκευε και προστάτευε τους αγράμματους και φτωχούς.
Στο μεταξύ ο κόσμος και μαζί του η Ελλάδα άλλαζαν. Η Μακεδονία ξεσηκώθηκε κατά της τουρκικής τυραννίας, το ίδιο η Ήπειρος και η Κρήτη, οι «μικροί» αξιωματικοί επαναστάτησαν κατά της πριγκιπικής θεσιθηρίας και του φθαρμένου πολιτικού συστήματος. Με την επανάσταση που έμεινε γνωστή από το στρατόπεδο του Γουδιού όπου εκδηλώθηκε, ήρθε στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος που έμελλε να σημαδέψει βαθειά την ιστορία και την πορεία του τόπου.
Οι Έλληνες της Αμερικής δεν παρακολούθησαν όλα αυτά τα γεγονότα παθητικά. Οι Μακεδόνες οργανώθηκαν σε σωματεία, συγκέντρωσαν χρήματα, εκπαιδεύτηκαν στη χρήση όπλων, συμπαρέσυραν τους υπόλοιπους σε εθνική έξαρση. Νέοι υπόχρεοι στράτευσης και εθελοντές έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής προκειμένου να υπερασπιστούν τα πάτρια εδάφη. Πρόσφεραν στο μεγάλωμα της μικρής πατρίδας που πραγματώθηκε με τους Βαλκανικούς και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ασυντόνιστη δράση των τοπικών σωματείων δημιούργησε την ανάγκη ένωσής τους σε μία Ομοσπονδία. Πρωτοπόρος της ιδέας αυτής ο Μιχαήλ Αναγνωστόπουλος, ο οποίος ίδρυσε το 1903 στη Βοστώνη την «Εθνική Ένωση». Ατυχώς η προσπάθεια αυτή σταμάτησε το 1906 με τον θάνατο του Αναγνωστόπουλου.
Τον Οκτώβριο του 1907, από τα σωματεία της Νέας Υόρκης ιδρύεται η «Πανελλήνιος Ένωσις» η οποία συμπεριέλαβε τα περισσότερα ελληνικά σωματεία που υπήρχαν τότε στην Αμερική. Το 1908, σε Γενική Συνέλευση που έγινε στη Βοστώνη, μετά από πρόταση του τότε Έλληνα Πρεσβευτή Λάμπρου Κορομηλά, η «Πανελλήνιος Ένωσις» άλλαξε το καταστατικό της και έκανε δεκτά ως μέλη της, όχι μόνο σωματεία και κοινότητες αλλά και μεμονωμένα άτομα. Το 1910 η οργάνωση αριθμούσε 20.000 μέλη και 120 τμήματα σ όλη την Αμερική.
Πρωτεργάτης της προσπάθειας, ο Σόλων Βλαστός και η «Ατλαντίδα» του. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν όπως ο ίδιος τα είχε σχεδιάσει και μεθοδεύσει, κάποια στιγμή ξέφυγαν από τον έλεγχό του. Νέοι δυναμικοί άνδρες εμφανίστηκαν με ηγετικές ικανότητες και φιλοδοξίες.
Και ο Βλαστός, κατά τη συνήθειά του «τα γυρίζει ανάποδα» και γίνεται φανατικός διώκτης της «Πανελληνίου» και των ανθρώπων που την αποτελούσαν. Χαρακτηρίζει κάθε μορφωμένο και κυρίως τους διπλωματικούς αντιπροσώπους της Ελλάδας κλέφτες και απατεώνες, προτρέπει τους απλούς ανθρώπους να σταματήσουν να στηρίζουν υλικά και ηθικά την οργάνωση. Βασικός στόχος της κριτικής του ο Λάμπρος Κορομηλάς ο οποίος είχε αναπτύξει έντονη δραστηριότητα ως πρεσβευτής της Ελλάδας στην Αμερική και αργότερα ως υπουργός Εξωτερικών. Δεύτερος στόχος του, ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος, επί τριάντα χρόνια βουλευτής και υπουργός και γενικός διευθυντής της «Πανελληνίου».
Την τακτική αυτή, να πρωτοπορεί δηλαδή σε έργα σημαντικά, όπως η ίδρυση κοινοτήτων και σχολείων και στη συνέχεια να τα καθυβρίζει επειδή δεν μπόρεσε «να τα καπελώσει» ο Σόλων Βλαστός την διατήρησε με συνέπεια σ όλη τη ζωή του και την …κληροδότησε στους διαδόχους του.
Αρχισυντάκτης της «Ατλαντίδος» από το 1897 ήταν ο Σωκράτης Ξανθάκης ο οποίος αποχώρησε το 1907 για να ιδρύσει την «Πανελλήνιο».
Εκδότης τη χρονική περίοδο 1907 – 1933 ήταν ο Αδαμάντιος Πολυζωΐδης και την περίοδο 1933 – 1960 ο Βλαδίμιρος Κωνσταντινίδης. Τον διαδέχθη ο Παναγιώτης Γαζουλέας ο οποίος ανήκε στο συντακτικό προσωπικό της από το 1960 μέχρι το 1972 που έκλεισε.
Για τη δημοπράτηση της περιουσίας της «Ατλαντίδας» ο Παναγιώτης Γαζουλέας έγραψε στις 14 Νοεμβρίου 1973:
«Η αίθουσα ήταν ανάστατη. Χαρτιά, βιβλία, εφημερίδες παντού. Σε δύο γραφεία είχαν συγκεντρωθή οι γραφομηχανές. Όλα τα πράγματα είχαν επικολλημένο ένα χαρτάκι, έναν αριθμό. Η Εφορία που είχε προβεί στην κατάσχεση τους, για οφειλόμενους φόρους, είχε κάνει συστηματικά τη δουλειά της. Και τώρα η δημοπράτηση της περιουσίας της «Ατλαντίδος» είχε αρχίσει. Πέντε χιλιάδες εξακόσια δολάρια ήταν η τιμή τώρα, αλλ’ ένας εβραίος παλιατζής την ανέβασε κατά πενήντα δολάρια.
Πέντε χιλιάδες εξακόσια πενήντα…φώναξε. Και ο πράκτορας που έκανε την δημοπρασία επανέλαβε τον αριθμό. Και ρώτησε αν κανείς άλλος πρόσφερε περισσότερα.
Φωνές, κακό, πανζουρλισμός. Μερικές χιλιάδες δολάρια για τα Γραφεία, τα Τυπογραφεία, τα Πιεστήρια της «Ατλαντίδος». Και μαζί και για τα αρχεία της μεγάλης αυτής εφημερίδας του Ελληνισμού της Αμερικής, που έπειτα από 79 χρόνια ζωής, είχε πεθάνει τώρα – είχε πεθάνει ένα θάνατο από ασφυξία – και τα υπάρχοντά της γίνονταν ανάρπαστα, όπως της κακόμοιρης γαλλίδας του «Ζορμπά» του «Καζαντζάκη.
Αλήθεια, είχε μια τραγική ομοιότητα με τη σκηνή του «Ζορμπά», στο σπίτι της γαλλίδας που πέθανε η δημοπρασία της «Ατλαντίδος»: Κόσμος που ούτε προσποιούνταν ότι λυπότανε, περίμενε να αρπάξει τα υπάρχοντα της. Μερικοί θορυβώδεις μετρούσαν τις αξίες γύρω τους. Άλλοι, σιωπηλοί, έκαναν τους υπολογισμούς του σκυλεύματος. Κι’ όταν όλα τέλειωσαν, αντί 7.100 δολαρίων! Το τέλος γράφτηκε σ’ ένα κομμάτι ιστορίας του αποδήμου ελληνισμού. Κι’ ο αγοραστής απόχτησε και τα αρχεία της εφημερίδας που διηγούνταν τους αγώνες πολλών γενεών ελληνοαμερικανών και τα επιτεύγματα του αποδήμου Έλληνα.
Μέσα σε λίγα λεπτά, έπειτα από το τελείωμα της δημοπρασίας, ο νοικοκύρης του κτιρίου (521 West 23rd street New York N.Y.) που στεγάζονταν η εφημερίδα και που βιάζονταν να αρχίσει να ξαναεισπράτει ενοίκια, άδειαζε το μέρος από τους επισκέπτες και έκλεινε τη σιδερένια πόρτα.
Ο βρόντος που αντήχησε πίσω μας καθώς ασφάλιζε η πόρτα, μας έκανε ν’ ανατριχιάσουμε, όπως μια ταφόπετρα που σφραγίζει ένα τάφο. Όμως όπως το θέλει η ελληνική παράδοση, η σκέψις μας δεν ακολουθεί τις αισθήσεις. Δημιουργεί δικιά της πραγματικότητα. Η «Ατλαντίδα» δεν πέθανε. Κοιμάται μόνο. Πάλι με χρόνια με καιρούς»…
Την αγόρασε ο εκδότης του “Εθνικού Κήρυκα” Μπάμπης Μαρκέτος, ο οποίος έχει πεθάνει και πιθανόν η κ. Αθανασία Γαζιάρη – Μαρκέτου, χήρα του εκλειπόντος εκδότη έχει πλέον το αρχείο της.
Η υπόλοιπη οικογένεια
Δημήτριος Ι. Βλαστός. Αδελφός του Σόλωνα, γεννήθηκε στην Ερμούπολη το 1891. Στην Αμερική ασχολήθηκε με το εμπόριο και στην «Ατλαντίδα» με την οικονομική διαχείρησή της. Αργότερα εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, μέχρι το 1941 που επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και ανέλαβε την έκδοση της εφημερίδας λόγω ασθενείας του Σόλωνα. Πέθανε το 1945.
Τζέιμς Σ. Βλαστός. Γιός του Σόλωνα Γ. Βλαστού. Εντάχθηκε στην «Ατλαντίδα» το 1955. Εργάστηκε στον επιχειρηματικό τομέα και αργότερα ως δημοσιογράφος μέχρι το 1964 που παραιτήθηκε για να ενταχθεί στο προσωπικό της προεκλογικής εκστρατείας του γερουσιαστή Kenneth B. Keating της Νέας Υόρκης. Αργότερα μπήκε επικεφαλής μιας εταιρείας Δημοσίων Σχέσεων μέχρι το 1976 που διορίστηκε γραμματέας Τύπου του Κυβερνήτη της Νέας Υόρκης Hugh Carey.
Ανδρέα Γ. Βλαστός. Ανιψιός του Σόλωνα, ο οποίος είχε τραγικό τέλος. Το 1992, σε ηλικία 85 χρονών, γνώρισε μια κυρία 28 χρονών, 57 χρόνια δηλαδή μικρότερη του. Ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο ο Ανδρέας, με πολλές γυναίκες στο ενεργητικό του, ξαφνικά συμπάθησε την Σύλβια Σ. Μίτσελ και την πήρε στο σπίτι του να τον βοηθά. Προφανώς όμως κάποια στιγμή την ερωτεύτηκε και στις 19 Αυγούστου 1993 την παντρεύτηκε στην Εκκλησία της Πεντηκοστής. Ο υπέργηρος γαμπρός, πήγε σηκωτός από τη νύφη.
Στο μεταξύ, οι συγγενείς του τον είχαν χάσει, καθώς το τηλέφωνό του δεν λειτουργούσε. Απευθύνθηκαν λοιπόν στον Δημήτρη-Τζίμη Βλαστό γιο του Σόλωνα Γ. Βλαστού ο οποίος έμενε στη Νέα Υόρκη. Μια απαραίτητη διευκρίνιση για να καταλάβουμε τους Βλαστούς. Ο εκδότης της Ατλαντίδας ήταν ο Σόλων Δ. Βλαστός. τον διαδέχθηκε ένας άλλος Σόλων Βλαστός του Γ ανιψιός του. Αδελφός του τελευταίου ήταν ο Ανδρέας ο οποίος επίσης εργαζόταν στην Ατλαντίδα.
Στις 5 Οκτωβρίου 1993, πήγε ο Τζίμης στο σπίτι του θείου του, χτύπησε αλλά κανείς δεν απάντησε. Ειδοποίησε την αστυνομία, άνοιξαν το σπίτι το οποίο ήταν ανάστατο, το τηλέφωνο κρεμασμένο και οι ένοικοι άφαντοι. Βρήκε το θείο του σ ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, Έκπληκτος ο Τζίμης πληροφορείται ότι ο θείος του είχε παντρευτεί και η σύζυγός του απαγόρευε να τον δει οποιοσδήποτε. Όταν κατάφερε να φτάσει στο προσκέφαλο του, ο Ανδρέας βρισκόταν σε λήθαργο και σε λίγες μέρες πέθανε. Η σορός του νεκρού χάθηκε και μαζί της ένα ποσόν 80.000 δολαρίων περίπου.
Μετά από πολλές αναζητήσεις μαθαίνει ότι ο θείος του ετάφη σε ένα νεκροταφείο του Νιου Τζέρσι από τη σύζυγό του. Ο Ανδρέας Βλαστός δεν άφησε διαθήκη. Η περιουσία του αξίας 170.000 δολαρίων περίπου και ακίνητα αξίας μισού εκατομμυρίου, στην Ελλάδα, θα πήγαιναν στη γυναίκα του. Το πιστοποιητικό του θανάτου του όμως ανέφερε ότι τα αίτια ήταν “ακαθόριστα¨. Στο στομάχι του είχαν βρεθεί ναρκωτικές ουσίες που δεν τις είχε δώσει το νοσοκομείο. Οι συγγενείς του νεκρού κατέφυγαν στα δικαστήρια και τον Απρίλιο του 1999 η Σύλβια Μίτσελ κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε 5-15 χρόνια φυλακή για τον φόνο του Ανδρέα Βλαστού, ψευδορκία και ληστεία. Η Σύλβια ήταν τσιγγάνα χρησιμοποιούσε και άλλα ονόματα και συζούσε για εννέα χρόνια με έναν Τομ Μπράουν, ή Τομ Τένε ή Εφραίμ Μπίμπα, εγγονό γνωστού αδίστακτου “βασιλιά” των τσιγγάνων.
Με άδεια αναδημοσίευσης από τον κ. Ιωάννη Μιχαλάκη
τον οποίο ευχαριστούμε θερμά.
—————–