Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἁμάξια τουλάχιστον δέν ἀπόκτησε εὔκολα ἡ Σύρα, γι’ αὐτό ἔγινε ἀνάγκη νά βάλουν οἱ Συριανές ὅλα τά δυνατά τους. Οἱ ἄντρες πολέμησαν κάμποσο τό νεωτερισμό, μά, στό τέλος -μποροῦσαν νά κάμουν κι’ ἀλλιῶς; – ὑποχώρησαν. Καί ἔπρεπε νά ὑποχωρήσουν, γιατί οἰ γυναῖκες, αὐτή τή φορά εἶχαν ὅλο τό δίκιο μέ τό μέρος τους. Ἦταν ἀλήθεια μεγάλο κακό, ὅταν οἱ Συριανοί, μά, πρό πάντων, οἱ Συριανές, θέλαν νά πᾶνε στό χορό. Οἱ δρόμοι τῆς Σύρας δέν εἶχαν ποτέ λάσπη, ἕνα δάχτυλο τό πολύ. Καί τά διαστήματα ἦσαν μικρά, τά ἐξοχικά σπίτια λίγα καί ἄφθονα τά καλόοβολα καί τόσο πρόθυμα γαϊδουράκια. Μήπως καί στήν Ἀθήνα, ἀκόμα δέκα-δεκαπέντε χρόνια πρίν, στά 1835, στά 1840, δέν γίνονταν οἱ κυρίες, γιά νά πᾶνε στό χορό, ἁμαζόνες, καβαλλικεύοντας γαϊδουράκια, ἤ γιά νά μή λερώνωνται, στούς ἄφτειαχτους, γιομάτους λακοῦβες καί ρέματα δρόμους, φορώντας ψηλές τούρκικες μπότες; Καί οἱ Συριανές εἶχαν σοφιστῆ πολλά γιά νά μήν λερώνουν τ’ ἀτλαζωτά τους γοβάκια καί τά φορέματα τους μέ τίς μακρυές ούρές. Μά ὅλα τά μέσα πού σοφίζονταν εἶχαν τά ἐλαττώματα τους καί παρουσίαζαν δυσκολίες. Τέλος, μετά πολλά, βρέθηκε μιά λύση, οἱ κυρίες καί οἱ δανδῆλες τῆς Σύρας πήγαιναν στό χορό, φορώντας στά πόδια τους, τά συνηθισμένα τους παπούτσια, κατά προτίμησιν ἐκεῖνα πού εἶχαν δύο πάτους καί ἦσαν παληά καί κρατώντας κάτω ἀπό τίς ἀμασχάλες τους τά παπούτσια τοῦ χοροῦ, τυλιγμένα σ’ ἐφημερίδα.
Μαύρη κι’ ἄραχλη λύση! Γιατί δέν ἔπρεπε μόνο ὅταν ἔφταναν στή λέσχη οἱ Συριανοί καί οἱ Συριανές ν’ ἀλλάξουν παπούτσια, κ’ ἐκεῖνα πού εἶχαν στήν ἐφημερίδα νά τά βάλουν στά πόδια τους κ’ ἐκεῖνα πού εἶχαν στά πόδια τους νά τά τυλίξουν στήν ἐφημερίδα, γιά νά τ’ ἀλλάξουν πάλι μετά τό χορό, μά καί ὀ προθάλαμος πού γινόταν ἡ τόση περίπλοκη αὐτή διαδικασία, ἦταν ἕνας καί ὄχι μεγάλος, καί ὅσες κυρίες δἐν κατώρθωναν νά βροῦν κάθισμα, ἦσαν ὑποχρεωμένες νά κάθωνται πάνω στό σάλι τους, ἤ στή γούνα τους, οἱ δέ κύριοι ὄρθιοι νά στηρίζουν τή ράχη τους στόν τοῖχο γιά νά κάνουν τήν ἀλλαγή τῶν παπουτσιῶν τους. Φοβερή διαδικασία!
Εὐτυχῶς στήν ἀφόρητη αὐτή κατάσταση ἦλθε νά βάλη τέλος ἕνα περιστατικό, πού ντρόπιασε τούς Συριανούς καί τίς Συριανές τίς ἔκανε νά φρενιάσουν ἀπό τό κακό τους. Ἔνα βράδυ, σ’ ἔνα χορό τῆς Λέσχης, οἱ Συριανοί προσεκάλεσαν τούς τέσσερις ἀξιωματικούς ἑνός ἀγγλικοῦ πλοίου πού εἶχε σταθμεύσει, γιά λίγες μέρες, στή Σύρα. Οἱ τέσσερις ἀξιωματικοί, πρακτικοί σάν Ἄγγλοι καί φιλάρεσκοι, ἀντί νά κινδυνέψουν νά παρουσιαστοῦν μέ λερωμένα παπούτσια καί παντελόνια ἐμπρός στίς ὄμορφες Συριανές, φρόντισαν καί νοίκιασαν, τήν παραμονή, τό καπνοπωλεῖο, πού βρίσκονταν κάτω ἀπό τή Λέσχη καί τό ἔκαναν πρόχειρο κομμωτήριο, καί ἀπό ἐκεῖ, ἀφοῦ λουσαρίστηκαν, ἔφαγαν καί ἤπιαν, πετάχτηκαν στό χορό, φρέσκοι-φρέσκοι κι’ ἀστραφτεροί σά φλουριά νοικομμένα. Πέρασαν, φυσικά, καί ἀπό τόν περίφημο προθάλαμο. Καί ἐκεῖ, τό θέαμα τῶν ἐφημερίδων πού τυλίγονταν καί ξετυλίγονταν καί τῶν παπουτσιῶν πού ἔβγαιναν καί ξαναέμπαιναν, τούς φάνηκε τόσο κωμικό, ὥστε, μ’ ὅλη τήν εὐγένεια πού χαρακτηρίζει τοὐς Ἄγγλους, ἔτσι καί λίγο πιωμένοι πού ἦσαν μάλιστα, δέ μπόρεσαν νά κρατηθοῦν καί ξέσπασαν σ’ ἀκράτητα γέλια. Μή εὑρίσκοντες πού νά στηριχθῶσι συνεκρατοῦντο ἐκ τοῦ βραχίονος καί ἐγέλων ώς ὁμηρικοί θεοί, ζητοῦντες ἐκ διαλειμμάτων συγγνώμην.
Ἦταν μεγάλο τό ρεζίλεμα. Καί οἱ Συριανές, ἀπό τήν ἄλλη μέρα κιόλας, ἀφήνοντας κατά μέρος κουτσομπολιό καί χαρτοπαιξία, ἄρχισαν νά σκέπτωνται μέ τί τρόπο θά ἀνάγκαζαν τούς ἄντρες τους νά τις ἀπαλλάξουν για πάντα ἀπό τό φόβο ἑνός νέου ρεζιλέματος καί να βάλουν τέλος στά μαρτύρια τους. Καί ὀ τρόπος βρέθηκε. Ἦταν ἐκεῖνος πού εἶχε σοφιστῆ, ἐδῶ καί δυόμισυ χιλιάδες χρόνια, στη “Λυσιστράτη” ὁ Ἀριστοφάνης, τρόπος πιό ἀποτελεσματικό ἀπό κάθε ἄλλον: ἡ ἀπεργία! Ὅσο δέν ἀποχτοῦσε καί ἡ Σύρα ἁμάξια, ὅπως εἶχε καί ἡ Ἀθήνα, καί τό Ναύπλιο, καί ἡ Κέρκυρα, καί ἠ Πάτρα, καί ὅσο δέ μεταφέρονταν ἡ Λέσχη ἀπό τό μονοπάτι ὅπου βρισκόταν σέ δρόμο ἀμαξιτό, μόνο φαγητό πού θά γεύονταν οἱ Συριανοί σύζυγοι θά ἤτανε τό πρασσάτο καί τό βράδυ, στό κρεββάτι τους, καθώς λέει ὁ ποιητής, οἱ γυναίκες τους δέ θά τούς στεφάνωναν μέ ρόδα. “Αἱ μεν γραῖαι συνωμότριαι συνεφωνήθη νά γκρινιάζουν ὅλην τήν νήκτα, αἱ δέ νεώτεραι νά νυστάζουν ἀμέσως”. Μπρός σέ τέτοιο τελεσίγραφο, τί νά κάναν οἱ καϋμένοι οἱ Συριανοἰ;
Ἀναγκάστηκαν νά ὑποχωρήσουν. Μάζεψαν μέ κοινό ἔρανο χρήματα, τά δάνεισαν, δίχως τόκο σ’ ἔναν ἐπιχειρηματία πού ἀνἀλαβε, μαζί μέ μιά μικρή ἐπιχορήγηση, τόν πρῶτον χρόνο, νά φέρη στή Σύρα καί νά συντηρῆ δώδεκα ἀμάξια. Κι’ ἔτσι “περί τά Χριστούγεννα τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἠ μέν Λέσχη εἶχε μετατοπισθῆ ἀπό τῆς πρίν στενωποῦ εἰς τόν ἀνήφορον τοῦ Ἀγίου Νικολάου, ἐπί δέ τῆς πλατείας ἡδύνατό της νά θαυμάση ἀξίαν μουσείου συλλογήν ἀρχαϊκῶν ὀχημάτων συρομένων ὑπό ἀπομάχων ἵππων παντός γένους χρώματος καί μεγέθους.
Από την μελέτη του Κλέωνος Παράσχου “Τα παιδικά χρόνια του Εμμανουήλ Ροΐδη”, όπου περιγράφεται γλαφυρά η κοινωνική ζωή της Ερμούπολης το έτος 1849, οπότε ο Ροΐδης, κατόπιν απουσίας του λίγων χρόνων στην Ιταλία, στάλθηκε στην Ερμούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του.
——
Σημ.: όπου αναφέρεται “ἁμάξια” νοούνται λόγω της εποχής αναφοράς, τροχήλατες άμαξες με άλογο ή γαϊδουράκι.