Ανατρέχουμε στην ιστορία ενός από τα ομορφότερα και πολύπαθα κτίρια της Αθήνας όσο αναμένουμε την ολοκλήρωση της αποκατάστασής του
Στην οδό Μαυρομιχάλη 6 δεσπόζει η ιδιωτική κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ. Ένα οικοδόμημα αινιγματικό, επιβλητικό, μυστηριώδες, σκοτεινό, που εξάπτει τη φαντασία όσων περπατούν στην πόλη και θεωρείται αρχιτεκτονικό στολίδι του ώριμου νεοκλασικισμού της νεότερης Ελλάδας. Ωστόσο, θεωρείται πια συνώνυμο της εγκατάλειψης και της παραμέλησης εκ μέρους της πολιτείας.
Σήμερα, η συγκεκριμένη κατοικία βρίσκεται σε διαδικασία αποκατάστασης και συντήρησης από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, με τις απαιτούμενες ενέργειες ολοκλήρωσης του έργου να έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τα προβλεπόμενα χρονοδιαγράμματα.
Ενδεικτικό είναι πως το Μέγαρο είναι ακόμα καλυμμένο και δεν υπάρχει οπτική επαφή ώστε να μπορεί να αντιληφθεί κανείς την πρόοδο των εργασιών, ενώ η μακέτα στον εξωτερικό χώρο μάς ενημερώνει πως το έργο συγκαταλέγεται στο ΕΣΠΑ 2014-2020, ενώ γνωρίζουμε ήδη ότι είχε συμπεριληφθεί και στο αντίστοιχο των ετών 2007-2013.
Η παράταση των εργασιών και η καθυστέρηση παράδοσης του έργου, της οποίας η αρχική ημερομηνία τοποθετούνταν στα μέσα του 2016, έχει δημιουργήσει πολλαπλές απορίες. Η κακή συντήρηση του κτιρίου, οι λεηλασίες που είχε υποστεί, οι φθορές, η πυρκαγιά, η χρήση του για σατανιστικές τελετές αλλά κυρίως η αδιαφορία, που αρχικά οδήγησαν στην ερείπωσή του, συντελούν στην καθυστέρηση ολοκλήρωσης των εργασιών.
Αξίζει να επισημάνουμε ότι η οικία Τσίλλερ ανήκει στα εντυπωσιακά μνημεία του αρχιτεκτονικού θησαυρού της πόλης, που συνέβαλαν στη μεταμόρφωση της Αθήνας κατά τον 19ο αιώνα.
«Το διατηρητέο Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου σηματοδοτεί έναν ιστορικό συμβιβασμό του αρχιτεκτονικού νεοκλασικισμού και του μουσειακού βυζαντινισμού. Είναι η μόνη σωζόμενη κατοικία πασίγνωστου αρχιτέκτονα που διατηρείται έως σήμερα. Ενός ανθρώπου που κόσμησε με το γούστο του και το ταλέντο του τον αστικό ιστό της Αθήνας της περιόδου του Γεωργίου Α’ και του Χαρίλαου Τρικούπη» θα μου πει η ιστορικός τέχνης και τέως επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλ. Σούτζου Μαριλένα Κασιμάτη.
Αναμφίβολα, η οικία Τσίλλερ, με συνολικό εμβαδόν που ξεπερνά τα 1.000 τ.μ., είναι φορτισμένη με το ιστορικό βάρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της πρωτεύουσας.
Όμως, ας ανατρέξουμε στην Ιστορία για να μάθουμε τους λόγους για τους οποίους ο Τσίλλερ κατέληξε να χτίσει εκεί την ιδιωτική του κατοικία.
Αρκεί μόνο να θυμίσουμε ότι τον Ιούνιο του 1876 ο Ερνστ Τσίλλερ παντρεύτηκε στη Βιέννη τη Σοφία Δούδου, κόρη του Έλληνα εμπόρου Κωνσταντίνου Δούδου, με καταγωγή από την Κοζάνη. Μετά τον γάμο του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, έγινε Έλληνας υπήκοος και έζησε στην Αθήνα επί εξήντα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του.
Όπως με ενημερώνει η κ. Κασιμάτη: «Ο Τσίλλερ είχε κάνει μια επένδυση στον Πειραιά και με τα χρήματα που αποκόμισε από τη συγκεκριμένη πώληση αγόρασε το οικόπεδο στο κέντρο της Αθήνας, σχεδιάζοντας και κατασκευάζοντας εκεί το 1882 την ιδιωτική του κατοικία, που προβλεπόταν ότι θα φιλοξενούσε την οικογένειά του, το γραφείο του, έως και μουσικό σαλόνι για την επαγγελματία πιανίστα σύζυγό του. Είναι πασιφανές ότι αποτέλεσε ένα σημείο αναφοράς για όλη την καλή κοινωνία της εποχής εκείνης».
Η αισθητική προσέγγιση του νεοκλασικού κτιρίου κινείται στο τρίπτυχο «καθαρότητα – διαφάνεια – σαφήνεια», όπως μας έχουν συνηθίσει τα δείγματα γραφής του Τσίλλερ, ενώ τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του μεγάρου εντοπίζονται στις κεραμικές κεφαλές των Καρυάτιδων, οι οποίες είναι τοποθετημένες στην εξωτερική πρόσοψη.
Την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της κατοικίας ξεχωρίζουν πολυάριθμα διακοσμητικά και συμμετρικά στοιχεία υψηλής ποιότητας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με όσα μου λέει η κ. Κασιμάτη, «παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον το πομπηιανό σαλόνι –επηρεασμένος από τον αναγεννησιακό αρχιτεκτονικό ρυθμό που άνθησε στην Ευρώπη στα μέσα του 19ου αι.–, το πορτρέτο της γυναίκας του ως πιανίστας και, φυσικά, ο διάκοσμος με το μονόγραμμα SEZ στο δωμάτιό της (φωτό 9).
»Επίσης, το πηγάδι, ο κήπος, οι θαυμαστές τοιχογραφίες και οροφογραφίες, τα γύψινα διακοσμητικά ανάγλυφα, η σύνθετη κατασκευή από σιδηροδοκούς και σχιστόπλακες για αντισεισμική χρήση, οι εντοιχισμένοι αεραγωγοί, οι ένθετες διακοσμητικές ζώνες με φυτικό διάκοσμο, το αναβατόριο τροφίμων, το τζάκι καθώς και ο ισόγειος χώρος όπου στεγαζόταν και το αρχιτεκτονικό γραφείο του Τσίλλερ.
»Ο Τσίλλερ πάντοτε προτιμούσε την αρμονική σύνθεση Αναγέννησης και Αρχαιότητας, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ευρωπαϊκές τάσεις. Η ζωγραφική διακόσμηση του κτιρίου ήταν δημιουργία του Σλοβένου Γιούρι Σούμπιτς».
Η τριώροφη κατοικία του Τσίλλερ ήταν πόλος έλξης και σημείο αναφοράς για την υψηλή κοινωνία της Αθήνας. Περίφημα χαρακτηρίζονταν τα κυριακάτικα πρωινά που οργάνωνε η Σοφία Δούδου-Τσίλλερ, όπου συγκεντρώνονταν άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων, ενώ προς το τέλος, όπως σημειώνει η κ. Κασιμάτη, «οι νεότερες πηγές καταδεικνύουν ότι είχε μετατραπεί σε οικοτροφείο για να εξοικονομούν κάποια έσοδα, επειδή αντιμετώπιζαν μεγάλα οικονομικά προβλήματα».
Στο μέγαρο αυτό ο Τσίλλερ έζησε με την οικογένειά του έως το 1912. Εκείνη την χρονιά το ιστορικό κτίριο αγοράστηκε σε πλειστηριασμό από τον Κεφαλλονίτη ιδρυτή της Ιωνικής και Λαϊκής Τράπεζας, φιλότεχνο και συλλέκτη έργων τέχνης, Διονύσιο Π. Λοβέρδο, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως δική του κατοικία. Επιπλέον, ένα μέρος της κατοικίας Λοβέρδου χρησιμοποιήθηκε ως μουσείο, όπου στέγασε τη συλλογή του από βυζαντινές εικόνες.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 μεταβαίνουμε στην επόμενη και τελευταία οικοδομική φάση του μεγάρου, όταν ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος, με σπουδές στη Γερμανία, μετά από παραγγελία του Δ. Λοβέρδου, χτίζει στο βάθος της πίσω αυλής του οικήματος ένα παρεκκλήσι, ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα με εντυπωσιακά διακοσμημένο θόλο (φωτό 2). «Ήταν ο μόνος που γνώριζε τον χειρισμό του λεξιλογίου της λαϊκότροπης τέχνης με σύγχρονα μέσα» υποστηρίζει η κ. Κασιμάτη.
Αργότερα, το 1979, η συλλογή Λοβέρδου παραχωρείται για φύλαξη και συντήρηση στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, ενώ το 1980 λειτούργησε εκεί το βεστιάριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, αλλά η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε ενίσχυσε τα κτιριακά προβλήματα.
Από το 1981 χαρακτηρίζεται από το υπουργείο Πολιτισμού έργο τέχνης, το 1992 γίνεται δωρεά στο ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να λειτουργήσει ως παράρτημα του Βυζαντινού Μουσείου, το 2011 πραγματοποιείται εκπόνηση μελέτης αποκατάστασης από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και, τέλος, το 2014 ξεκινά η αποκατάστασή του.
Βρισκόμαστε αισίως στον τέταρτο μήνα του 2018 και ακόμα το κτίριο δεν έχει παραδοθεί στο κοινό, ώστε να καταστεί ένα επιδραστικό σημείο στην αστική φυσιογνωμία της πόλης.
Φωτογραφίες από το εσωτερικό του κτιρίου πριν από την έναρξη των εργασιών αποκατάστασης:
Σπούδασε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου