|
«Ο Σοπέν παίζει πιάνο στο σαλόνι του πρίγκιπα Ράτζιβιλ», πίνακας του 1887 |
Μουσική στα σαλόνια: ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της καλλιτεχνικής -και όχι μόνο- ζωής της χώρας μας τον 19ο αιώνα, φωτίζει η νέα έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής με τίτλο «Interspersed with Musical Entertainment: Music in Greek Salons of the 19th Century» (Ποικιλλόμενα και υπό μουσικής απολαύσεως: Η μουσική στα ελληνικά σαλόνια του 19ου αιώνα) που κυκλοφορεί στην αγγλική γλώσσα.
Μέσα από μουσικά παραδείγματα, άγνωστες πληροφορίες και ιστορίες που προέκυψαν από επίμονη έρευνα ετών, η Αύρα Ξεπαπαδάκου και ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης φωτίζουν μία εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της μουσικής ζωής στην Αθήνα, τα Επτάνησα, την Πάτρα, το Ναύπλιο, την Ερμούπολη, το Φανάρι και τις παραδουνάβιες περιοχές πριν, αλλά και κυρίως μετά την Ελληνική Επανάσταση και την εθνική ανεξαρτησία. Τον τόμο προλογίζει ο διαπρεπής μουσικολόγος Jim Samson.
Τα μουσικά σουαρέ στα σαλόνια, διοργανώνονταν στα σπίτια αστών, μεγαλοαστών ακόμα και σε ανάκτορα (όπως αυτά του Όθωνα), ενώ από τις λαμπερές αριστοκρατικές συγκεντρώσεις δεν έλειπαν οι πλέον προβεβλημένες προσωπικότητες της εποχής. Κεντρικό ρόλο στον κόσμο του Σαλονιού, όπως υπογραμμίζει και στην εισαγωγή του ο Τζιμ Σάμσον, έπαιζαν οι γυναίκες: καλλιεργημένες μουσικόφιλες αλλά και νεαρές κόρες καλών οικογενειών, οι οποίες επιδείκνυαν, όλο χάρη, τις γνώσεις τους στο πιάνο, προσβλέποντας σε έναν καλό γάμο με κάποιον πολύφερνο γαμπρό. Για ένα νέο κορίτσι της εποχής, η εκμάθηση πιάνου, ακόμα και σε αρχικό στάδιο, θεωρείτο η πεμπτουσία της ευρωπαϊκής μόρφωσης για τις γυναίκες.
Στα αθηναϊκά σαλόνια σύχναζαν πολιτικοί, διπλωμάτες, επιστήμονες πανεπιστημιακοί και στρατιωτικοί. Ήταν μάλιστα σύνηθες, οι προσκεκλημένοι να επισκέπτονται δύο και τρία σαλόνια την ίδια βραδιά. Το δε καλοκαίρι, τα αστικά σαλόνια «μετακόμιζαν» δίπλα στη θάλασσα και τη θέση του πιάνου έπαιρναν φορητά όργανα (βιολί, κιθάρα, φλάουτα κλπ). Οι μουσικές αυτές βραδιές συχνά αποτελούσαν σταθερά ραντεβού -σε προκαθορισμένη μέρα και ώρα. Το επίπεδο των ερμηνευτών ποίκιλε: αρχάριοι οι οποίοι δοκιμάζονταν ενώπιον κοινού, συνθέτες, καθηγητές μουσικής, ακόμα και φτασμένοι σολίστ που έπαιζαν σε θερμό και χαλαρό κλίμα.
Το ρεπερτόριο των μουσικών αυτών συνευρέσεων στα αστικά σαλόνια της εποχής αντλούνταν από τρεις πηγές: τις δημοφιλείς ιταλικές όπερες, τους ευρωπαϊκούς χορούς (βαλς, πόλκα, διασκευές ελληνικών λαϊκών χορών κλπ) αλλά και τη σύγχρονη, πρωτότυπη ελληνική δημιουργία. Σπουδαίοι έλληνες συνθέτες (πολλοί εκ των οποίων επτανήσιοι) έγραφαν πρωτότυπα έργα μουσικής δωματίου, ενώ περίοπτη θέση στα σαλόνια της εποχής είχαν τα έργα εθνικού χαρακτήρα.
Στο επίκεντρο βέβαια κάθε τέτοιας βραδιάς ήταν το πιάνο- ο αδιαμφισβήτητος άρχων του σουαρέ… Τα έργα άλλωστε που ακούγονταν ήταν για φωνή και πιάνο, σόλο πιάνο ή για πιάνο και άλλα όργανα
Η έκδοση εκτός από τις μουσικές συνήθειες της εποχής εκείνης, δίνει έμφαση στο ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής, αναδεικνύοντας τις αλληλεπιδράσεις Ευρώπης-Ελλάδος.
Στο δεύτερο μέρος η μελέτη περιλαμβάνει μία ανθολογία σπάνιων και δυσεύρετων μουσικών έργων (παρτιτούρες) του ρεπερτορίου των σαλονιών από διακεκριμένους συνθέτες: από τον Παύλο Καρρέρ και τον Διονύσιο Λαυράγκα, μέχρι τον Ναπολέοντα Λαμπελέτ και τον Σπυρίδωνα Σαμάρα αλλά και ορισμένους εντελώς άγνωστους στην εποχή μας όπως ο Γεράσιμος Δ. Βοθρωντός και ο Χρήστος Γεράκης. Το Κέντρο Ελληνικής Μουσικής αποκατέστησε τα μουσικά κείμενα, καθώς πολλά από αυτά διασώθηκαν ελλιπή (κολοβά, δυσανάγνωστα ή με λάθη). Στην εποχή τους, τα μουσικά αυτά κείμενα δημοσιεύονταν στα περιοδικά (ακόμα και ποικίλης ύλης) της εποχής.
Αξίζει να αναφέρουμε πως χάρη στην Μουσική Σαλονιού, έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους στον ελληνόφωνο κόσμο τα πληκτροφόρα όργανα (τσέμπαλα, κλαβίχορδα κλπ), ενώ το πιάνο ήρθε για πρώτη φορά στην Κέρκυρα.
Κάποιοι Κερκυραίοι μάλιστα είχαν την τύχη να προσκληθούν από το Νικόλαο Χαλικιόπουλο-Μάντζαρο, τον συνθέτη του εθνικού μας ύμνου, ο οποίος διοργάνωνε τακτικά στο σαλόνι του μουσικές βραδιές. Ο Μάντζαρος συνήθιζε μάλιστα να παίζει επί ώρες οπερατικά αποσπάσματα στο πιάνο προκειμένου να ευχαριστήσει τους προσκεκλημένους του. Ο ίδιος άλλωστε ο συνθέτης έγραψε πολλά έργα μουσικής σαλονιού.
Οι μουσικές βραδιές στα ελληνικά σαλόνια συνετέλεσαν στη διάδοση της ευρωπαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, σηματοδοτώντας την άνοδο της αστικής τάξης αλλά και τη σταδιακή αστικοποιήση του ελληνικού κράτους.
Σημειώματα των συγγραφέων:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΚΙΟΛΑΚΗΣ
“Η ελληνική παραγωγή στο είδος της μουσικής σαλονιού δεν είχε μέχρι τώρα χαρτογραφηθεί και καταγραφεί με κάποιον τρόπο. Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται μία πρώτη αποτύπωση ενός αστικού φαινομένου, όπως αυτό παρατηρήθηκε μέσα από τις σελίδες λογοτεχνικών περιοδικών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Η έκδοση είναι χωρισμένη σε δύο μέρη, όπου στο πρώτο γίνεται μία γλαφυρή και τεκμηριωμένη ιστορική καταγραφή της μουσικής σαλονιού στον ελληνικό χώρο, ενώ στο δεύτερο εμπεριέχονται 15 δείγματα του είδους σχολιασμένα και καθαρογραμμένα σε μοντέρνα σημειογραφία για άμεση χρήση από τους ενδιαφερόμενους, κάτι που αποτελεί καινοτομία για ένα επιστημονικό και ιστορικό βιβλίο. Η μουσική σαλονιού αποτελεί ξεχωριστό είδος μουσικής και αποπνέει την ατμόσφαιρα του ύστερου ρομαντισμού και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Είναι δε ένα είδος μουσικής με διακριτά στοιχεία και η ύπαρξή της στον ελληνικό και ελληνόφωνο χώρου καταδεικνύει τις επαφές της Ελλάδας με την κεντρική Ευρώπη”.
ΑΥΡΑ ΞΕΠΑΠΑΔΑΚΟΥ
Τι είναι η μουσική σαλονιού;
“Ο όρος «μουσική σαλονιού» έχει καθιερωθεί για να περιγράψει τη μουσική που πλαισίωνε τις ιδιωτικές βραδινές συναντήσεις στα αστικά σαλόνια του 19ου αιώνα. Το ρεπερτόριο αυτό περιελάμβανε κυρίως μορφές φωνητικής και πιανιστικής μουσικής, παραφράσεις από οπερατικά έργα και δημοφιλή σολιστικά είδη, καθώς και πολυάριθμους χορούς. Το είδος αυτό εν τη γενέσει του συνδέθηκε με το γυναικείο φύλο, αλλά και το πιάνο, το κατ’ εξοχήν μουσικό όργανο της ρομαντικής εποχής”.
Το πιάνο
“Το pianoforte τον 19ο αιώνα υπήρξε το απόλυτο μουσικό όργανο που καταλάμβανε περίοπτη θέση στην αστική εστία. Ήταν συνάμα αντικείμενο της μόδας, αλλά και κοινωνικό υποκείμενο, συνδεδεμένο άρρηκτα με την άνοδο της αστικής τάξης και την κοινωνική της έκφραση. Το πιάνο αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς της αστικής οικογένειας, καθώς η παρουσία του πιστοποιεί την κοινωνική της θέση και προσδιορίζει την κοινωνική της ζωή”.
Το γυναικείο κοινό
“Φιλόμουσες, εγγράμματες, καλλιεργημένες αστές ή θυγατέρες παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών, ή ακόμη και ευρωπαίες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, αποτελούν το «κοινό» της μουσικής σαλονιού. Σε μία εποχή κατά την οποία η πλειονότητα του ελληνικού γυναικείου πληθυσμού είναι αναλφάβητη, η εκμάθηση μουσικής και χορού αποτελεί κοινωνικό προσόν για την εξευρωπαϊσμένη Ελληνίδα. Η ικανότητα να παίζει ένα μουσικό όργανο καθιστά μία νέα κοπέλα άξια μέλλουσα κυρία του σπιτιού, ενώ η κατοχή ενός πιάνου ισοδυναμεί με απόδειξη πλούτου, κύρους, και καλής προίκας. Προς το τέλος του αιώνα, μάλιστα, διατυπώνονται και οι πρώτες φεμινιστικές αντιρρήσεις από την Καλλιρρόη Παρρέν για το πρότυπο της γυναίκας-κούκλας, που έχει ως μοναδικό προορισμό το ντύσιμο, τις επισκέψεις, το πιάνο και την «ἐλαφρὰν ἐργολαβίαν».
Τι νέο κομίζει το βιβλίο αυτό;
“Στο βιβλίο αυτό, μέσα από μία περιήγηση στα ελληνικά αστικά κέντρα της εποχής, η μουσική σαλονιού εξετάζεται πολύπλευρα: ιστορικά, κοινωνικά, αισθητικά. Συγχρόνως, για πρώτη φορά εκδίδονται δεκαπέντε σπανιότατα, άγνωστα στην πλειονότητά τους μουσικά έργα σαλονιού διακεκριμένων Ελλήνων συνθετών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ανάμεσά τους ο Παύλος Καρρέρ, ο Σπυρίδων Ξύνδας, ο Ναπολέων Λαμπελέτ, ο Σπύρος Σαμάρας, ο Διονύσιος Λαυράγκας. Τα έργα αυτά σταχυολογήθηκαν από ελληνικά περιοδικά ποικίλης ύλης του 19ου αιώνα. Όσο κι αν σήμερα ίσως μας φαίνεται περίεργο, τα περιοδικά εκείνης της εποχής επέλεγαν να συμπεριλάβουν πεντάγραμμα στις σελίδες τους, προσβλέποντας στην αύξηση του κύρους και των συνδρομών τους και στοχεύοντας σε δύο μερίδες του αναγνωστικού κοινού με αυξάνουσα καταναλωτική δυναμική: τις γυναίκες και τη νεολαία. Δεν θα ήταν εσφαλμένο να διαπιστώσουμε ότι, τηρουμένων και μη τηρουμένων των αναλογιών, από τότε μέχρι σήμερα τα έντυπα φαίνεται ότι μεταχειρίζονται παρόμοιες προωθητικές πρακτικές προσφέροντας ένθετη μουσική σε ποικίλες μορφές: παρτιτούρες, δισκάκια, κασέτες, CD”.
Απόσπασμα από τον πρόλογο του Τζιμ Σάμσον:
“Το θέμα του παρόντος βιβλίου είναι η μουσική σαλονιού, ένας συχνά παρεξηγημένος θεσμός ο οποίος βρήκε τη θέση που του άξιζε στις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα ως συστατικό-κλειδί της τυποποιημένης κοινωνικότητας. Το σαλόνι περιελάμβανε μια ποικιλία δραστηριοτήτων […] και μια ποικιλία κοινωνικών ομάδων, από τα αστικά σουαρέ μέχρι τις λαμπρές αριστοκρατικές συγκεντρώσεις όπου συναθροίζονταν οι πιο διάσημες προσωπικότητες της εποχής. Αλλά το κοινό σημείο των περισσοτέρων ήταν η μουσική […].
Αυτό το βιβλίο φωτίζει ένα μικρό κομμάτι μιας γενικότερης ιστορίας μουσικών εκδηλώσεων σαλονιού που εκτείνονται από τις αρχές του δεκάτου ενάτου έως τις αρχές του εικοστού αιώνα, μιας ιστορίας όπου οι γυναίκες βρίσκονται πραγματικά στο προσκήνιο.
[…] Η ανθολογία των κομματιών βοηθά στην αναβίωση μέρους της αμεσότητας των μουσικών πρακτικών που είναι ‘της εποχής τους’ και ‘του τόπου τους’. Συνιστά μια πράξη ανάκτησης, και συγκεκριμενοποιεί τις ‘μικρές ιστορίες’ που αφορούν πολλαπλές Ελληνικές κουλτούρες, και που μας διηγούνται οι συγγραφείς. […]
Η μεγάλη αρετή αυτού του πονήματος της Αύρας Ξεπαπαδάκου και του Αλέξανδρου Χαρκιολάκη είναι πως μας επιτρέπει να δούμε τι κρύβεται πίσω από τις οικείες, εξιδανικευμένες απεικονίσεις της μουσικής, των μουσικών και της μουσικής εκτέλεσης. Μας βάζει στα παρασκήνια”.
Jim Samson
[μετάφραση: Ελένη Γρηγορέα]
Βιογραφικά σημειώματα των συγγραφέων
ΑΥΡΑ ΞΕΠΑΠΑΔΑΚΟΥ
Η Αύρα Ξεπαπαδάκου είναι διδάκτωρ και ερευνήτρια μουσικολογίας και θεατρολογίας. Έχει υπηρετήσει ως λέκτωρ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και έχει διδάξει ως συμβασιούχος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου με αντικείμενο την όπερα, το θέατρο και τη μουσική. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στη μουσικοθεατρική ζωή του 19ου και 20ού αιώνα, για την οποία έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα και μελέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η μονογραφία της Παύλος Καρρέρ (Αθήνα: Fagotto, 2013) βραβεύθηκε το 2016 με το βραβείο καλύτερου μουσικολογικού συγγράμματος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών. Προσφάτως κυκλοφόρησε η έκδοση ‘Interspersed with Musical Entertainment’. Music in Greek Salons of the 19th Centry (Αθήνα: Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, 2017), την οποία υπογράφει από κοινού με τον Αλέξανδρο Χαρκιολάκη.
Υπήρξε μέλος της κύριας ερευνητικής ομάδας του Ερευνητικού Προγράμματος «Χρυσαλλίς» (Πρόγραμμα Θαλής, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2012-2015), επιστημονική υπεύθυνη του ερευνητικού προγράμματος Archivio, που αφορούσε στο αρχείο του Romeo Castellucci και της Socìetas Raffaello Sanzio (2013-2014), και μέλος της κύριας ερευνητικής ομάδας του προγράμματος ARCH-Αρχειακή Έρευνα και Πολιτιστική Κληρονομιά. Το αρχείο της Socìetas Raffaello Sanzio (2014-2015). Σήμερα είναι υπεύθυνη τεκμηρίωσης στο αρχείο του Romeo Castellucci και της Socìetas Raffaello Sanzio. Χάρη στην εργασία της ερευνητικής αυτής ομάδας, το αρχείο της Socìetas Raffaello Sanzio αναγορεύθηκε εθνική συλλογή εξέχουσας πολιτιστικής σημασίας από το Ιταλικό Υπουργείο Πολιτισμού (2015). Τα πορίσματα της ερευνητικής της εργασίας στο αρχείο αυτό έχουν δημοσιευθεί με τη μορφή άρθρων και έχουν ανακοινωθεί σε διεθνή συνέδρια. Σε συνεργασία με την Έλενα Παπαλεξίου, έχει επιμεληθεί και προλογίσει τον ογκώδη τόμο Origins. The Theatre Archive of Socìetas Raffaello Sanzio, στον οποίο αποτυπώνεται το σύνολο των εργασιών τους.
Την άνοιξη του 2015 έλαβε υποτροφία και πραγματοποίησε έρευνα στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας-Σακραμέντο, ενώ το 2016 τιμήθηκε με υποτροφία του προγράμματος “Balzan” στο πεδίο της μουσικολογίας [Towards a global history of music], στο πλαίσιο του οποίου διοργάνωσε τη συνεδρία “Greece: A cultural crossroads between East and West” στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (2016) και διεξήγαγε έρευνα στο Ινστιτούτο Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης (2017).
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΚΙΟΛΑΚΗΣ
Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στο Ελληνικό Ωδείο και στο Πανεπιστήμιο του Sheffield. Επιμελήθηκε μαζί με τον Νίκο Μαλιάρα την έκδοση του συλλογικού τόμου Μανώλης Καλομοίρης – 50 χρόνια μετά. Αφιέρωμα στη συμπλήρωση μισού αιώνα από το θάνατο του συνθέτη, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Fagotto, ενώ ήταν ο επιμελητής της έκδοσης Η αυτοβιογραφία και το αρχείο του Αλέκου Ξένου, για τις εκδόσεις του Μουσείου Μπενάκη. Επίσης, επιμελήθηκε σε συνεργασία με τον Χάρη Λαβράνο το βιβλίο Πηγές μουσικής πληροφόρησης και πληροφοριακή παιδεία, για τις εκδόσεις Fagotto. Έχει εργαστεί στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη» ως μουσικολόγος και υπεύθυνος εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ενώ τον Ιανουάριο του 2013 ανέλαβε τη διεύθυνση της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Erol Üçer» καθώς και τη θέση του λέκτορα ιστορικής μουσικολογίας στο ερευνητικό κέντρο για τη μουσική ΜΙΑΜ στο Istanbul Technical University. Τον Μάιο του 2017 επέστρεψε στην Αθήνα για να αναλάβει τη θέση του Διευθυντή του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής».
Ρόλος του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής (www.hellenicmusiccentre.com) είναι να προάγει την έντεχνη ελληνική μουσική μέσω επιμελημένων εκδόσεων επιλεγμένων έργων ελλήνων συνθετών. Ιδρυτές του είναι οι μουσικολόγοι Γιάννης Σαμπροβαλάκης και Γιάννης Τσελίκας. Το Κέντρο έχει εκδώσει 22 μουσικά έργα και 7 μονογραφίες.
“Ποικιλλόμενα καὶ ὑπὸ μουσικῆς ἀπολαύσεως”
Η μουσική στα ελληνικά σαλόνια του 19ου αιώνα
μια νέα έκδοση του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής
www.hellenicmusiccentre.com
Αvra Χepapadakou – Αlexandros Charkiolakis
Interspersed with Musical Entertainment
Music in Greek Salons of the 19th Century
Hellenic Music Centre, 2017
Σελ. 248, τιμή 22 ευρώ
ISBN 978-618-80006-4-3
ΔΙΑΝΟΜΗ: Π. Νικολαΐδου
Μουσικός Οίκος-Edition Orpheus
Ακαδημίας 57, 10679, Αθήνα
Τηλ. 2103232174