ΑΝΤΩΝΙΟΣ Φ. ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ
Νάξος, Σεπτέμβριος 1956
Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που τα νησιά των Κυκλάδων υποτάχθηκαν στους Τούρκους και αντιπρόσωποι της Νάξου, της Πάρου, της Άνδρου, της Σύρας, της Σαντορίνης και της Μήλου πήγαν στην Πόλη, παρουσιάστηκαν στην Υψηλή Πύλη και τα κατάφεραν να πάρουν από το σουλτάνο Μουράτ Γ’ «ακτιναμέ», με τον όποιον πολλά και σημαντικά προνόμια παρεχωρούντο στις Κυκλάδες [1].
Από τότε, κάθε φορά που εδημιουργούντο σ’ αυτά τα νησιά δυσεπίλυτα ζητήματα, πήγαιναν στην Πόλη αντιπρόσωποί τους, για να επιτύχουν ευνοϊκή για τούς νησιώτες διευθέτηση [2].
Η αποστολή αντιπροσωπειών εξακολούθησε και μετά την υπαγωγή των Κυκλάδων στον καπουδάν πασά της Άσπρης θάλασσας. Από τότε μάλιστα έγιναν πιο συχνές. Λογής – λογής υποθέσεις, κυρίως φορολογικές και διοικητικές, υποχρέωναν τις κοινότητες των Κυκλάδων να στέλνουν στην Πόλη και όπου αλλού είχε την έδρα του ο καπουδάν πασάς έμπιστα και ικανά πρόσωπα, που με την πρόθυμη συμπαράσταση του Έλληνα δραγουμάνου του τουρκικού στόλου [3] κατόρθωναν να τις τακτοποιούν.
Με το πέρασμα όμως του καιρού η αποστολή αντιπροσώπων περιορίστηκε πολύ, γιατί τις φορολογικές υποθέσεις των νησιών τις ετακτοποιούσαν οι Έλληνες δραγουμάνοι του τουρκικού στόλου, προς τους όποιους με επιστολές απευθύνοντο oι επίτροποι των κοινοτήτων. Οι δραγουμάνοι διευθετούσαν ακόμη διοικητικά ζητήματα, επενέβαιναν σ’ οποιαδήποτε υπόθεση των κοινοτήτων και έγιναν οι πραγματικοί οδηγοί των προεστώτων με τις συμβουλές τους για ομόνοια και ειρηνική διαβίωση και με την προστασία που παρείχαν σε κάθε παρουσιαζόμενη ανάγκη [4].
Άλλα τρία νησιά των Κυκλάδων, η Τήνος, από την υποταγή της στους Τούρκους (1715), και η Άνδρος και η Σύρα, από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, δεν υπήγοντο στη δικαιοδοσία του καπουδάν πασά του Αιγαίου πελάγους, αλλά παρεχωρούντο ως ισόβια τιμάρια σε ευνοούμενα του σουλτάνου πρόσωπα.
Αυτοί οι τιμαριούχοι δεν κατέβαιναν ποτέ στα νησιά τους, έμεναν πάντα στην Κωνσταντινούπολη και απ’ εκεί τα διοικούσαν ενδιαφερόμενοι κυρίως για την είσπραξη των φόρων. Ανάμεσα σ’ αυτούς και τις κοινότητες των τριών νησιών, Τήνου, Άνδρου και Σύρας, δεν υπήρχε τώρα κάποιο πρόσωπο, σαν τον δραγουμάνο του στόλου, για να τακτοποιή τα τόσα και τόσα ζητήματα που ανέκυπταν, όπως ήταν φυσικά κάθε ήμερα. Και όμως αυτό το πρόσωπο, όπως είχε διδάξει τις κοινότητες η πείρα του παρελθόντος, ήταν απαραίτητο. Εχρειάζετο ένας άνθρωπος ικανός, που θα έμενε συνεχώς στην Πόλη, θα παρακολουθούσε τις υποθέσεις – πρώτιστα τις φορολογικές – της κοινότητας και θα φρόντιζε, ερχόμενος σε επικοινωνία με τον κύριο του νησιού, για τη διευθέτηση τους. Αυτή η ανάγκη, νομίζω, υποχρέωσε τα νησιά της Τήνου, της Άνδρου και της Σύρας να εκλέγουν και να στέλνουν μονίμους αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη, πού οι Συριανοί τους ονόμαζαν καπού – κεχαγιάδες ή προκουρατόρους ή επιτροπικούς ή βεκίληδες [5].
Για τους καπού – κεχαγιάδες της Τήνου και της Άνδρου δεν έχομε πολλές πληροφορίες [6]. Αντιθέτως για τους καπού – κεχαγιάδες της Σύρας μιλούν πολλές πηγές, εκδεδομένες και ανέκδοτες [7], και σ’ αυτές βασιζόμενοι θα προσπαθήσωμε να εκθέσωμε τα σχετικά με την εκλογή τους, τη μισθοδοσία τους, τη δικαιοδοσία τους και τα προσόντα τους.
Η εκλογή του καπού – κεχαγιά γινόταν στη Σύρα σε συνέλευση του κοινού. Όσες φορές το επέβαλλαν οι ανάγκες, μαζεύονταν όλοι, «μικροί και μεγάλοι» [8] στον ορισμένο για τις συνελεύσεις τόπο, στον περίβολο της κεντρικότερης εκκλησίας «στην πιάτζα του Αγίου Γιαννιού των αιδέσιμο πατέρω καπουντζίνω [9], και εξέλεγαν τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο τους στην Κωνσταντινούπολη, που θα επεδίωκε, παρουσιαζόμενος στις εκεί αρχές, την επίλυση των προβλημάτων που απασχολούσαν την κοινότητα.
Συνήθως ως καπού – κεχαγιάδες εξέλεγαν Συριανούς μόνιμα εγκατεστημένους στην Πόλη και μάλιστα από τους πλουσιότερους και δραστηριότερους. Τους προτιμούσαν γιατί με την εκλογή τους η κοινότητα της Σύρας θα γλίτωνε τα οδοιπορικά έξοδα και τις ημερήσιες αποζημιώσεις που ασφαλώς θ’ απαιτούσαν οι αποστελλόμενοι από το νησί, αλλά κυρίως γιατί πίστευαν πως οι τουρκικές αρχές λογάριαζαν πάρα πολύ τούς Συριανούς που μόνιμα ζούσαν στην Πόλη και ξεχώριζαν με τον πλούτο τους.
Έπειτα από την εκλογή συντασσόταν έγγραφο διορισμού, η «πατέντα». Σ’ αυτά εξέθεταν τα σχετικά με την εκλογή, ανέγραφαν τα συνήθως γενικότερα καθήκοντα του καπού – κεχαγιά και υπογράφονταν οι επίτροποι, οι προεστοί και όσοι πολίτες παρευρέθηκαν στη συνέλευση.
Διοριστήρια έγγραφα (=πατέντες) καπού – κεχαγιάδων έχουν διασωθή πέντε [10] και βρίσκονται στό αρχείο του δήμου Σύρας. Απ’ αυτά ο Ανδρέας Δρακάκης έχει δημοσιεύσει τ’ ακόλουθα τρία:
α) της 6 Φεβρουαρίου 1779. Μ’ αυτό διορίζονται «επιτροπικοί ολονής της κοινότητας ο Γιαννουλάκης Σαλάχας και ο Μπατίκος Δέλλα Ρόκκας και τους αναθέτουν να πάνε στην Πόλη και να παρουσιαστούν στη Σαχ σουλτάνα, στην οποίαν εκείνη τη χρονιά (1779) παραχωρήθηκε η Σύρα ως τιμάριο, για να φανερώσουν «την πρέπουσαν υποταγή ολονού της του πτωχού ραγιά» και «να ξετελειώσονν τον σιασμό και ταιριασμό του νησιού», δηλαδή να προβούν σ’ όλες εκείνες τις ενέργειες, με τις οποίες (θα κατόρθωναν να επιτραπεί στους Συριανούς να εξακολουθήσουν να πληρώνουν και στη Σαχ σουλτάνα τους φόρους που κατέβαλλαν και στους πριν απ’ αυτήν τιμαριούχους του νησιού. [11]
β) της 16 Ιουνίου 1792. Μ’ αυτό στέλνουν στην Πόλη τον Στέφανο Βιτάλε, για να επιτύχη τη μείωση της φορολογίας που είχεν επιβληθή στο κρασί και στο ρακί [12] και
γ) της 24 Απριλίου 1816. Με αυτό διορίζουν «βεκίλη» στην Πόλη τον Νατάλε Βουτζίνο, «από του οποίου τα χέρια να περνούν τα άσπρα όπου έχομεν να πληρώσωμεν εις τον χαζινέ του βασιλικού εμιριού» και του αναθέτουν και την εκπροσώπηση της κοινότητας «εις κάθε περίστασιν και υπόθεσιν όπου εμπορεί να τύχη»[13]
Τα άλλα δύο διοριστήρια έγγραφα είναι ανέκδοτα [14]
Αυτά είναι:
α) της 3 Ιουλίου 1763. Μ’αυτό διορίζεται επιτροπικός ο Γιωργάκης Πρίντεζης και του δίδεται ή «εξουσία να φιρμάρη τα καπίτουλα του νησιού τούρκικα καθώς είναι γραμμένα», δηλαδή ανατίθεται σε αυτόν η φροντίδα της επικύρωσης των νομικών εθίμων του νησιού, και
β) της 6 Απριλίου 1795. Μ’ αυτό στέλνονται ως επιτροπικοί ο Γιαννούλης Στρατής, ο Μάρκος Βουτζίνος και ο Πέτρος Ξανθάκης με την εντολή να παρουσιαστούν στον σουλτάν κιαγιασή «δια να γυρέψουν τα δικιολογήματα ολονού του ραγιά, και να γυρέψουνε και την άδεια, ως καθώς την είχαμε απέ το έκπαλαι, να βάζουμε επιτρόπους ήθελεν εύρει εύλογο το κοινό, δια να εμπορή να των γυρεύγουνε λογαριασμό τον κάθε χρόνο».
Η εκλογή του καπού – κεχαγιά γινόταν, όπως και των άλλων αξιωματούχων του κοινού, ελεύθερα από όσους μπορούσαν να έχουν γνώμη. Φαίνεται όμως, ότι για τους μόνιμα εγκατεστημένους στην Κωνσταντινούπολη ελάμβαναν υπόψη και τη γνώμη των Συριανών που έμεναν στη βασιλεύουσα. Κάποια φορά ζήτησαν από τον Μπατίκο Λαπιέρα – μόνιμα στην Πόλη εγκατεστημένο και για πολλά χρόνια καπού-κεχαγιά – να τους υπόδειξη το κατάλληλο πρόσωπο. Μ’ αυτός, από φόβο πως το πρόσωπο που θα υποδείκνυε μπορούσε να μην είναι καλό, τους εσύστησε να διορίσουν όποιον ήθελαν [15]. Σε άλλη περίπτωση οι Συριανοί που ήταν στην Πόλη εξέλεξαν τον καπού – κεχαγιά και κατόπιν, με γράμμα τους [16] εζήτησαν απ’ την κοινότητα να επικυρώση την εκλογή και να στείλη στον εκλεγέντα απ’ αυτούς το έγγραφο του διορισμού του. Η κοινότητα της Σύρας επεκύρωσε την εκλογή, γιατί ο εκλεγείς, ο Ιωάννης Λαπιέρας [17], ήταν – όπως καιί αποδείχτηκε κατόπιν – πραγματικά άξιος να εκπροσωπήση το νησί.
Για τη μισθοδοσία των καπού – κεχαγιάδων της Σύρας στην Πόλη δεν παρέχουν αρκετά διαφωτιστικές πληροφορίες οι πηγές που σώθηκαν.
Οι καπού – κεχαγιάδες της Τήνου, είναι γνωστό, έπαιρναν για αμοιβή κάθε χρόνο χίλια γρόσια. Αλλά «η πτωχή κοινότης της Σύρου», κατά τον Ανδρ. Δρακάκη, «δεν φαίνεται ν’ αντήμειβε τους εν… Κωνσταντινουπόλει Αντιπροσώπους της». Ο Ανδρ. Δρακάκης, επειδή πουθενά δεν συνήντησε μνεία τακτικής πληρωμής τους, πιστεύει πως «μάλλον ούτοι ήσαν άμισθοι παρά έμμισθοι» [18].
Αυτή η γνώμη δεν έχει γενική ισχύ.
Άμισθοι πραγματικά ήσαν μονάχα οι καπού – κεχαγιάδες οι μόνιμα εγκατεστημένοι στην Πόλη, πού ανελάμβαναν πρόθυμα και εντελώς δωρεάν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο φτωχό νησί τους. Αυτοί, επειδή βαθύτατα αγαπούσαν τη μικρή πατρίδα τους, και επειδή εγνώριζαν τις δραματικές συνθήκες, κάτω από τις όποιες βρίσκονταν σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς οι συμπολίτες τους, δεν εδίσταζαν να υποβάλλωνται σε μεγάλους κόπους ολότελα αφιλοκερδώς – κάπου κάπου ξόδευαν και από την τσέπη τους – για να τακτοποιούν τις υποθέσεις της κοινότητας.
Αλλά οι καπού – κεχαγιάδες που εστέλνονταν από τη Σύρα έπαιρναν και οδοιπορικά έξοδα και κάποιαν αποζημίωση. Αυτό εξάγεται: α) από τα διασωθέντα έγγραφα διορισμού (πατέντες), όπου ρητώς αναφέρεται ότι το κοινό αναλαμβάνει τα έξοδα των αποστελλομένων αντιπροσώπων, β) από ανέκδοτη επιστολή του Γιωργάκη Πρίντεζη, υπό χρονολογία 1 Νοεμβρίου 1761, με την οποίαν συμβουλεύει τους κατοίκους τής Σύρας ν’ απευθύνωνται σ’ αυτόν για κάθε υπόθεσή τους και να μη στείλουν στην Κωνσταντινούπολη επιτροπικό, για την συντήρηση του όποιου θα ήσαν υποχρεωμένοι να ξοδεύουν πολλά, γ) από επιστολή του Μπατίκου Λαπιέρα, της 4 Μαρτίου 1784, με την οποία συμβουλεύει τούς Συριανούς να δώσουν στον καπού – κεχαγιά Γκιουζέ Βαρθαλίτη εκτός απ’ τα έξοδά του και κάποιο ποσό για τούς κόπους του, και δ) από ανέκδοτο λογαριασμό του 1790, όπου αναγράφεται ότι ο Δημήτρης Δακρότζε πήγε στην Πόλη για να παραδώση, με τον Γκιουζέ Βαρθαλίτη, το «εμίρι» και «έδωκε και τον Γκιουζέ Βαρθαλίτη, τα οποία τα κράτηξε δια κόπον του απο την απερασμένη χρονιά όπου εδουλεψε την κοινότη προκουρατόρες, γρ. 35, και δια έξοδα τωρινά που έκανε γρ. 15». Ο ίδιος ο Δημήτρης Δακρότζε πήρεν εκείνη τη χρονιά «δια τον κόπον του στο ταξιδι γρ. 50 και δια έξοδα του γρ.20».
Ποια ακριβώς ήταν τα χρηματικά ποσά που εδίδοντο κάθε φορά στους καπού – κεχαγιάδες για τούς κόπους και τα έξοδα τους δεν είναι γνωστό. Στους Απολογισμούς που υποβλήθηκαν απ’ τους καπού – κεχαγιάδες στην κοινότητα – σ’ αυτούς που σώθηκαν – δεν αναφέρονται σχετικά κονδύλια. Φαίνεται όμως πως ήταν μεγάλα και η κοινότητα καμιά φορά βρισκόταν σε αδυναμία να τα καταβάλη. Αυτή την αδυναμία οι καπού – κεχαγιάδες την έπαιρναν για αρνητική διάθεση και γι’ αυτό παρεπονούντο εναντίον των προϊσταμένων της κοινότητας, που ίσως δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως η ζωή στη βασιλεύουσα ήταν πολυδάπανη και έπομένως θα έπρεπε ν’ αμείβεται ικανοποιητικά ο άνθρωπος που αφιέρωνε όλο τον καιρό του στη διεκπεραίωση των υποθέσεων τους. Αυτό το συμπεραίναμε από ανέκδοτη επιστολή – υπό χρονολογία 21 Απριλίου 1778 – του καπού – κεχαγιά Γιαννούλη Λίπαρη, που, ίσως απαντώντας σε παρατηρήσεις των κοινοταρχών για τα μεγάλα του έξοδα στην Πόλη, γράφει: «….Σαν έλθη ο άνθρωπος όπου θε να στείλετε, οτότες θωρεί τι θέλει εδώ ένας άνθρωπος μόνον δια να ζήηη, χώρια καγικιάτικα ν’ ανεβοκατεβαίνη εις τα χωριά διά τα σκρίτα, και πιστεύγιετε».
Ποια ήταν η δικαιοδοσία των καπού – κεχαγιάδων; Στα διασωθέντα διοριστήρια έγγραφα (=πατέντες) συνήθως παρουσιάζεται περιορισμένη απ’ αυτά εξάγεται πως στέλνονται στην Πόλη για την τακτοποίηση ορισμένων υποθέσεων. Από τά γράμματα τους όμως προς τον επίτροπο της κοινότητας βγαίνει πως η δικαιοδοσία τους, ιδίως των μόνιμα εγκατεστημένων στην Πόλη, ήταν ευρύτατη.
Κύριο εργο τους ήταν η ρύθμιση των φορολογικών υποθέσεων της κοινότητας, δηλαδή: να παίρνουν από τον εκάστοτε τιμαριούχο του νησιού το ιλτιζάμι, το έγγραφο που καθόριζε το πληρωτέον από την κοινότητα ποσόν (=μιρί) κατόπιν να παραλαμβάνουν τ’ αποστελλόμενα από τη Σύρα για τήν εξόφληση του ποσού τούτου μετρητά χρήματα ή ομολογίες (=«σκρίτα» ή «πόλιτζες») πληρωτέες από Συριανούς εγκατεστημένους στην Πόλη, και μετά την εξαργύρωση των ομολογιών να παραδίνουν τα χρήματα στον τιμαριούχο.
Αλλά οι καπού – κεχαγιάδες ενδιεφέροντο και για όλα τα άλλα ζητήματα της πατρίδας τους -ιδιαιτέρως εφρόντιζαν να μην υφίστανται οι φτωχοί συμπατριώτες τους ζημίες από κακούς Τούρκους υπαλλήλους – και επεδίωκαν γιά όλα τα προβλήματα την καλύτερη λύση. Εκτός απ’ αυτά δίνουν στον επίτροπο της κοινότητας «γνώμας και συμβουλάς επί όλων εν γένει των κοινοτικών ζητημάτων, συμβουλεύουν την ομόνοιαν, κατευθύνουν προσηκόντως τας κοινοτικάς ενεργείας, παρέχουν τήν φωτεινήν γνώμην των επί περιπτώσεων φορολογικών, διοικητικών, κοινωνικών, συμπεριφοράς έναντι των Τούρκων, τέλος δε και επί των ατομικών των Συριανών διαφορών. Παραλλήλως εν Κωνσταντινουπόλει, όπου η Συριανή παροικία ήτο πολυπληθής ήσαν οι επικεφαλής της παροικίας. Επρωτοστάτουν εις την συλλογήν εράνων δια την πατρίδα, δια την ενίσχυσιν πασχόντων, ανοικοδόμησιν ναών, αποστολήν ειδών διατροφής εις περιπτώσεις ανάγκης. Κάθε Συριανός της Κωνσταντινουπόλεως δια καθε ζήτημα του προσέτρεχεν εις αυτούς και αυτοί ανελάμβανον και εμερίμνων δια την επίλυσιν του… Δυνάμεθα να είπωμεν ότι ήσαν εν είδος προξένων της Σύρου εν Κωνσταντινουπόλει με ευρυτάτην εξουσίαν και δικαιοδοσίαν» [19].
Οι εκλεγόμενοι ως καπού – κεχαγιάδες ήταν άνθρωποι απλοί, χωρίς έξαιρετική μόρφωση. Όπως εξάγεται από τα γράμματά τους «μόλις εγνώριζαν ν’ αποδίδουν δια του αλφαβήτου την ομιλουμένην υπ’ αυτών γλώσσαν» [20] . Αλλά την ελλειψη μορφώσεως – όπως πάλι από τά γράμματά του εξάγεται – ανεπλήρωναν: α) η χαρακτηρίζουσα τους απλούς ανθρώπους των νησιών μας δραστηριότητα και πνευματική ευστροφία, που τους κάνει ικανούς να διαχειρίζωνται μ’ έπιτυχία και τα πολυπλοκώτερα ζητήματα, καί β) η μεγάλη, η απέραντη αγάπη προς τη μικρή πατρίδα, που εφλόγιζε την καρδιά τους και δυνάμωνε το νου τους και τους έσπρωχνε, στα δύσκολα εκείνα χρόνια, στην επιτέλεση ενός ιερού καθήκοντος, στην εξυπηρέτηση ενός φτωχού κόσμου σκληρά αγωνιζομένου για την εξασφάλιση του επιουσίου άρτου επάνω στον ξερό και άγονο βράχο του.
[1] Οι Κυκλάδες υποχάχθηκαν στους Τούρκους στα 1566. Ο ακτιναμές (=προνομιακός ορισμός) δόθηκε στα 1580. Βλ. Π. Ζερλέντου, Γράμμαχα των τελευταίων Φράγκων δουκών του Αιγαίου Πελάγους – Ιωσήφ Νάκης ιουδαίος δουξ του Αιγαιου Πελάγους – Το σαντζάκ των νήσων Νάξου, Άνδρου, Πάρου, Σαντορίνης, Μήλου, Σύρας (Εν Έρμουπόλει 1924), σ. 101-105.
[2] Στα 1606 oι Ναξιώτες έστειλαν αντιπροσώπους στην Πόλη καί κατάφεραν ν’ απαλλάξουν τα νησιά από τον τυραννικό κυβερνήτη τους, τον Οτουράκ μπέη. Βλ. Π. Ζερλέντου, ενθ. αν. σ. 48 και 122.
[3] Έγγραφα από τα οποία φαίνεται η βοήθεια του δραγουμάνου του στόλου έχουν δημοσιευθή πολλά. Βλ. και Π. Ζερλέντου, Φεουδαλική Πολιτεία εν τη νήσω Νάξου (Εν Έρμουπόλει 1925), σ. 91. Του ίδιου, Σύστασις του κοινού των Μυκονίων (Εν Έρμουπόλει 1924), σ.76.
[4] Στο Μουσείο της Μυκόνου διάβασα (στα 1946) πολλά ανέκδοτα γράμματα των δραγουμάνων του στόλου απευθυνόμενα προς την κοινότητα Μυκόνου και αναφερόμενα στην ταχτοποίηση από τους δραγουμάνους φορολογικών και διοικητικών υποθέσεων της Μυκόνου. Αυτά τα γράμματα βρίσκονται τώρα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
[5] Βεκίληδες ονομάζοντο και οι αντιπρόσωποι της Πελοποννήσου στην Κωνσταντινούπολη. Βλ. όσα γράφει γι’ αυτούς ο Μιχ. Σακελλαρίου, Η Πελοπόνησσος κατά την δευτέραν Τουρκοκρατίαν (Αθήναι 1939), σ. 94.
[6] Βλ. Δ. Δρόσου, Ιστορία της Τήνου (Αθήναι 1870), σ. 56, 88-91. Δ. ΙΙασχάλη, Η Άνδρος, τ. 2 (Αθήναι 1927), σ. 242 και 253 – 254, και περιοδ. Ανδριακα Χρονικά 1 (1948) 121.
[7] Ο καθηγητής Α . Σιγάλας, στα Ελληνικα 2 (1929) 11 – 96 εξέδωκε υποδειγματικά 31 επιστολές των εν Κωνσταντινουπόλει “καπουκεχαγιάδων της Σύρου επί Τουρκοκρατίας”. Στο αρχείο του δήμου Σύρου (=Επάνω Χώρας) βρήκα περίπου 100 ανέκδοτα έγγραφα σχετικά με τους κάπου – κεχαγιάδες. Μερικά απ’ αυτά εδημοσίευσεν ο Ανδρέας Δρακάκης, Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας, τ. 1 (εν Ερμουπόλει 1948). Όσα άλλα έμειναν ανέκδοτα, μαζί με άλλο άγνωστο αρχειακό υλικό, δημοσιεύονται σύντομα σέ άλλη πραγματεία μου.
[8] Το “μικροί και μεγάλοι” είναι τυπική έκφραση, με την οποίαν ήθελαν να δηλώσουν ότι oι αποφάσεις ελαμβάνοντο με καθολική συμφωνία όλου του λαού, όλων των κοινωνικών τάξεων. Παράλληλη έκφραση βρίσκω σ’ ανέκδοτο έγγραφο της Μυκόνου (1 Μαρτίου 1754): “…και έγινεν μάζωξις στην Μπαναγία, και όλος ο ραγιάς, ιερείς και λαϊκοί, άρχοντες και φτωχοί, όλοι ομογνώμως ηθέλησαv…”
[9] Βλ. Α. Δρακάκης, ενθ. αν. σ. 189
[10] Ο Α Δρακάκης, ενθ. αν. σ. 229, ισχυρίζεται ότι σώθηκε μόνο πατέντα, της 24 Απριλίου 1816. Αλλά ο ίδιος δημοσιεύει ακόμη δύο.
[11] Α. Δρακάκης, ενθ. αν. σ. 69
[12] Α. Δρακάκης, ενθ. αν. σ. 265
[13] Α. Δρακάκης, ενθ. αν. σ. 230
[14] Και τα δύο βρίσκονται στα αρχεία του δήμου Σύρας.
[15] Ανέκδοτο γράμμα του Μπατίκου Λαπιέρα (5 Ιουλίου 1787), που βρίσκεται στ’ Αρχεία του δήμου Σύρας.
[16] Αντίγραφο του ανέκδοτου τούτου γράμματος βρίσκεται στ’ Αρχεία του δήμου Σύρας.
[17] Περί τούτου βλ. Α. Σιγάλα, ένθ. αν. α. 24.
[18] Α. Δρακάκης, ενθ. αν. σ. 229.
[19] Α. Δρακάκης, ενθ. αν. σ. 229
[20] Α. Σιγάλας, ενθ. αν. σ. 14
από το Δ.Σ. της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
το οποίο ευχαριστούμε θερμά
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό της “Ελληνικά”.