Η πρώτη αναφορά σε φωτοβόλο ναυτιλιακό βοήθημα περιέχεται στο Ομηρικό έπος και δικαιολογεί την χρήση ναυτιλιακών πυρσών στις ελληνικές θάλασσες από την αρχαιότητα.. Ορόσημο των παγκόσμιων φάρων και φανών είναι ο περίφημος Φάρος της Αλεξάνδρειας κατασκευασμένος στο νησί Φάρος βορειοδυτικά της πόλης.
Οι πυρσοί στους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους ήταν κυλινδρικοί ή πυραμιδοειδής πύργοι που στην κορυφή τους έκαιγαν φωτιές (οι λεγόμενοι πυρσοί ανοικτής φλόγας).
Απομεινάρι τέτοιας κατασκευής είναι η βάση του Φάρου των Χανίων που στη συνεχεία οι Οθωμανοί ανέγειραν τον υπόλοιπο πύργο που εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας λειτουργούν λίγοι πυρσοί κυρίως στις εισόδους των μεγάλων εμπορικών λιμένων. Οι πυρσοί αυτοί ήταν λυχνίες με φυτίλι τις οποίες τοποθετούσαν στην κορυφή πύργων των οχυρώσεων των λιμένων η σε ικριώματα και η χρήση τους ήταν να προσδιορίζουν την είσοδο των λιμένων.
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας με τη βοήθεια των τοπικών αρχών άρχισε την τοποθέτηση φανών στις εισόδους των λιμανιών, και ο πρώτος φάρος άναψε το 1829 στο λιμάνι της Αίγινας επί της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Θαλασσινού.
Το 1831 τοποθετήθηκαν οι επόμενοι δύο φανοί: στο παλιό λιμάνι των Σπετσών, με δαπάνη της οικογενείας Γουδή, και επί της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην είσοδο του φυσικού λιμανιού της Κέας.
Μέχρι το 1848, το ελληνικό φαρικό δίκτυο αποτελείτο από πέντε φανούς και ένα φάρο και συντηρούνταν με μέριμνα των δημοτικών αρχών: τους τρεις φανούς που αναφέρθηκαν πιο πάνω και δύο φανούς στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, έναν παρά τον τάφο του Θεμιστοκλέους, στη σημερινή Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου (ΝΔΑ) και έναν στη θέση Πυροβολείο, στην προβλήτα του αργότερα προπολεμικού εργοστασίου λιπασμάτων του Μποδοσάκη.
Ο πρώτος φάρος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στο Γαϊδουρονήσι, στην είσοδο του λιμανιού της Σύρου, θεμελιώθηκε την 25η Ιανουαρίου 1834, για το πρώτο έτος της βασιλείας του Όθωνα, με βασιλική δαπάνη και χτίστηκε προ του 1848, χωρίς να είναι εξακριβωμένο ακριβώς το έτος, με σχέδια και επίβλεψη του Βαυαρού αρχιτέκτονα Johann B. Erlacher, ο οποίος ανήκε στο επιστημονικό προσωπικό του βασιλιά Όθωνα. Ο στρόγγυλος πύργος του έχει ύψος 29,3 μ., ο υψηλότερος στην Ελλάδα, με 125 σκαλοπάτια.
Η κατασκευή του άρχισε το 1834 από την Γαλλική εταιρεία φάρων και η λειτουργία του σταθεροποιήθηκε στα 1844-47. Ο μνημειώδης χαρακτήρας του – έχει ύψος οικοδομής 29,5 μέτρα και από τη θάλασσα 68,3 μ. δεν δικαιολογείται από τη λειτουργία του, αφού δεν είναι φάρος ακρωτηρίου. Συνδέεται με την πρώτη περιοδεία του βασιλιά Όθωνα στα νησιά του Αιγαίου το 1833 και την επιθυμία των Ερμουπολιτών να τονίσουν τη σημασία του λιμανιού και να κατοχυρώσουν τη θέση του στο εθνικό πλαίσιο.
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι αυτός ήταν ο πρώτος φάρος με περιστρεφόμενο μηχάνημα στο Αιγαίο και είχε μεγάλη εμβέλεια. Λέγεται ότι η λάμψη του έφτανε ως τα παράλια της Μικράς Ασίας. Είχε τοποθετηθεί τετράπλευρος μηχανισμός με τρεις λυχνίες argant σε κάθε πλευρά και μηχανισμό περιστροφής. Τα φωτιστικά μηχανήματα των φάρων στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αποτελούνται από συστοιχίες λυχνιών τύπου Argant δηλαδή λυχνίες με περισσότερα από ένα κυλινδρικά φιτίλια τοποθετημένες μπροστά από κύλα μεταλλικά κάτοπτρα και καύσιμο φυτικά η ζωικά έλαια.
Εντάχθηκε στο Ελληνικό φαρικό δίκτυο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13. Ανήκει σε ιδιαίτερο τύπο φάρων, με το φαρόσπιτο σε ισόγειο κτίσμα. Μέρος του φάρου καταστράφηκε κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1948 επισκευάστηκε και από τότε λειτουργεί εκπέμποντας 1 λευκό φωτισμό κάθε 2 λεπτά. Είναι ο πιο παλιός και ταυτόχρονα ψηλότερος φάρος του Ελληνικού φαρικού δικτύου.
Στις αρχές του 1920 γίνετε σταδιακή αντικατάσταση των λυχνιών τύπου Argant που λειτουργούσαν στους επιτηρουμένους Φάρους με λυχνίες πυρακτώσεως ατμοποιημένου πετρελαίου πετυχαίνοντας μεγαλύτερη φωτοβολία στα ήδη υπάρχοντα οπτικά. Το σύστημα λειτουργίας της λυχνίας ατμοποιημένου πετρελαίου αποτελούνταν από την συστοιχία αεροδόχου πετρελαιοδόχου (που περιελάμβανε το δοχείο αέρα το δοχείο πετρελαίου και μια αεραντλία) παροχικούς σωλήνες και την λυχνία πυράκτωσης της αμιάντινης φωτοβολίδας. Η λειτουργία ήταν ως εξής. Πρώτα έπρεπε να γίνει πλήρωση του δοχείου πετρελαίου με φωτιστικό πετρέλαιο στη συνέχεια μέσω της αεραντλίας να δημιουργηθεί κατάλληλη πίεση αέρα στο δοχείο αέρος ώστε μέσω σωληνώσεων ο αέρας να παρασύρει το καύσιμο και να το οδηγήσει στον καυστήρα της λυχνίας όπου ατμοποιημένο πλέων αναφλέγονταν πυρακτώνοντας την αιμάτινη φωτοβολίδα. Η λειτουργία των λυχνιών αυτών θυμίζει την λειτουργία των λυχνιών κάμπινγκ ή λουξ σαφώς σε μεγαλύτερη κλίμακα. Μέσα στη δεκαετία του 1980 αντικαταστάθηκαν όλες οι λυχνίες ατμοποιημένου πετρελαίου με ηλεκτρικούς η φωτοβολταϊκούς φωτιστικούς μηχανισμούς. Σήμερα όλοι οι φωτιστικοί μηχανισμοί των φάρων και των αυτόματων πυρσών του Ελληνικού Φαρικού Δικτύου λειτουργούν με σύγχρονα φωτοβολταϊκά η ηλεκτρικά φωτιστικά συστήματα.
Ο Στυλιανός Ε. Λυκούδης
Έργο ζωής του ήταν η οργάνωση της Υπηρεσίας Φάρων και ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού ψαρικού δικτύου
Του Αναστασίου I. Τζαμτζή
Πλοιάρχου Ε.Ν.
Ο ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ Εμ. Λυκούδης υπήρξε ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την ανάπτυξη του ελληνικού ψαρικού δικτύου, τόσο που όταν αναφέρεται κανένας σ’ αυτό να έρχεται αυτόματα στο στόμα του το όνομα του λαμπρού αυτού αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού.
Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου 1878 στην Ερμούπολη της Σύρου και ήταν γιος του νομικού και λογοτέχνη Εμμανουήλ Λυκούδη και της Δήμητρας Μπλατσή. Από την πλευρά του πατέρα καταγόταν από παλιά βυζαντινή οικογένεια που μέλη της έζησαν στη Βενετία, την Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά. Θείος του ήταν ο υποστράτηγος Πέτρος Λυκούδης ενώ η αδερφή του είχε παντρευτεί τον αξιωματικό και πολιτικό Αθανάσιο Μιαούλη.
Νεώτατος σε ηλικία, μόλις 13 ετών. το 1891 μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων από όπου αποφοίτησε το 1895 με τον βαθμό του σημαιοφόρου. Η υπηρεσία του στο Ναυτικό υπήρξε λαμπρή και χωρίς καμία διακοπή, αφού υπηρέτησε στη διάρκεια 59 κυβερνήσεων και 81 υπουργών των Ναυτικών. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι υπήρξε ο νεώτερος σε ηλικία αξιωματικός που μπήκε στο Ναυτικό και ο γηραιότερος όταν αποστρατεύθηκε με πραγματική υπηρεσία 53 ετών, 8 μηνών και 5 ημερών. Αποχώρησε με τον βαθμό του υποναυάρχου.
Ονειροπόλος
Ήταν ήδη πλοίαρχος όταν υπέβαλε αναφορές και μελέτες στην υπηρεσία του για τον σωστό φωτισμό των ελληνικών ακτών που ήταν καρπός των προσωπικών του εμπειριών από τα ταξίδια του στις ελληνικές θάλασσες. Ποτέ οι αρμόδιοι δεν πήραν στα σοβαρά τον ονειροπόλο αυτό αξιωματικό κι εκείνος συνέχιζε να συντάσσει και να υποβάλλει όλο και καινούργιες.
Πριν ακόμα αναλάβει την Υπηρεσία των Φάρων ο Σ. Λυκούδης σε μικρούς βαθμούς υπηρέτησε στα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσες», «Ψαρά», τον ατμομυοδρόμωνα «Αλφειό» και το εύδρομο «Κανάρης» όπου και άρχισε τις χαρτογραφικές του μελέτες καθώς και εκείνες για τη φωτοσήμανση των ελληνικών ακτών σε μια εποχή που κανένας ακόμα δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με το ζήτημα αυτό.
Το 1904, ήταν μόλις 23 ετών, όταν άρχισε να διδάσκει στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και λειτούργησε τότε στη φρεγάτα «Ελλάς» και από το 1908 ώς το 1910 υπηρέτησε διαδοχικά στους ατμομυοδρόμωνες «Αχελώος» και «Πηνειός» που χρησιμοποιούνται και ως εκπαιδευτικά των νέων στελεχών του πολεμικού ναυτικού.
Υπηρεσία Φάρων
Το 1910 τοποθετήθηκε κυβερνήτης του αντιτορπιλλικού «Λόγχη», ενώ η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, της οποίας υπουργός των Ναυτικών ήταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ψήφισε το νόμο ΓΨΠ’ της 26.2.1910 που αναδιοργάνωνε εκ βάθρων την υπάρχουσα ως τότε ψαρική υπηρεσία. Εκείνη την περίοδο είχαν συμβεί αρκετά ναυάγια και επικρατούσε η γνώμη ότι πολλά από αυτά θα αποφεύγονταν αν είχαν ληφθεί σοβαρά από τους αρμόδιους οι υποδείξεις του Λυκούδη. Το υπουργείο τοποθέτησε τον Λυκούδη ως αξιωματικό μελετών, ουσιαστικά. όμως. ως τμηματάρχη της Υπηρεσίας Φάρων (1911) για να τον διορίσει κατόπιν με ειδικό νόμο (1915) μόνιμο διευθυντή, θέση στην οποία έφτασε στο βαθμό του πλοιάρχου το 1920.
Τη μελέτη του Περί του φωτισμού του Ελλησπόντου – Προποντίδος – Βοσπόρου δέχθηκε χωρίς καμιά τροπολογία η Επιτροπή των Στενών της Κοινωνίας των Εθνών και για την οποία μελέτη παρασημοφορήθηκε με το μετάλλιο στρατιωτικής αξίας πρώτης τάξεως.
Στην Ακαδημία
Το 1928 η Ακαδημία των Αθηνών τον εξέλεξε πρόσεδρο μέλος με απόλυτη πλειοψηφία. Οι ανακοινώσεις του στη διάρκεια της θητείας του ως προέδρου μέλους καθώς και τα ποικίλα άλλα δημοσιεύματα είχαν σαν αποτέλεσμα την εκλογή του το 1939 ως τακτικού μέλους. Εκλέχθηκε με 33 ψήφους σε 33 που εψήφισαν. Ο πρόεδρος της Ακαδημίας, στρατηγός Αλ. Μαζαράκης, στον χαιρετισμό του ανέφερε: Ήδη από το 1928 η Ακαδημαϊκή Επιτροπή, η εισηγηθείσα περί των έργων αυτού έκρινεν ότι υπό την επιστημονικήν και πεφωτισμένην αυτού διεύθυνσιν, η ελληνική υπηρεσία των φάρων απέκτησε διεθνές επιστημονικόν κύρος.
Νωρίτερα, το 1917 δημοσίευσε τη μοναδική στο είδος της μελέτη «Ιστορικόν των φάρων των ελληνικών ακτών από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον». Δημοσίευσε ακόμη πληθώρα άρθρων στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια για ναυτικά θέματα. καθώς και σε άλλα εγκυκλοπαιδικά λεξικά. Παράλληλα δίδασκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Η υπηρεσιακή του σταδιοδρομία, έργο της οποίας ήταν η συμπλήρωση και ολοκλήρωση του φαρικού δικτύου κράτησε ως τη μέρα που αποστρατεύθηκε στις 5 Απριλίου 1939. Αλλά αμέσως -συγχρόνως με διάταγμα εκφράσεως άκρας ευαρέσκειας από τον βασιλέα- ανακλήθηκε στην ενέργεια «διά κρατικήν ανάγκην»- και ορίσθηκε σύμβουλος της Υπηρεσίας Φάρων και της Ιστορικής Υπηρεσίας του Πολεμικού Ναυτικού για να αποστρατευθεί τελικά με την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων το 1941.
Το δίκτυο φάρων
Στη διάρκεια της εικοσιπενταετίας που διέρρευσε από το 1913 ως το 1938. περίοδος κατά την οποία ο Σ. Λυκούδης βρισκόταν επικεφαλής της Υπηρεσίας Φάρων προστέθηκαν στο φωτιστικό δίκτυο 226 φάροι από τους οποίους οι μεν 35 ήταν εγκατεστημένοι στις ακτές των Νέων Χωρών, οι δε 191 τοποθετήθηκαν. Έγιναν δηλαδή, εγκαταστάσεις νέων φάρων κατά 140% περίπου περισσότερες από εκείνες που έγιναν κατά την ογδοηκονταπενταετία από τη σύσταση του κράτους μέχρι το 1913.
Το 1923 οι Έλληνες πλοίαρχοι με απόφαση της Γενικής Συνελεύσεώς τους εκφράσανε την ευγνωμοσύνη τους στον Σ. Λυκούδη γιατί χάρις σ’ αυτόν τα ελληνικά πελάγη έγιναν σ’ αυτούς προσιτά και ακίνδυνα στις ασέληνες και σκοτεινές νύχτες όταν οι ομίχλες και οι τρικυμίες σκέπαζαν τις παγίδες των επικίνδυνων σκοπέλων και υφάλων ακόμα δε και τους κάβους τόσο των ηπειρωτικών όσο και των νησιωτικών ακτών του ελληνικού χώρου.
Ο Σ. Λυκούδης δεν περιορίσθηκε μόνο στις μελέτες του για τους φάρους και φανούς. Εγραψε και θαυμάσιες ιστορικές μελέτες και παρατηρήσεις. σχόλια και κρίσεις σε ζητήματα καθημερινής ζωής. καθώς και λαογραφικά και λογοτεχνικά κείμενα που διακρίνονται τόσο για την παρατηρητικότητα όσο και για το κομψό και γλαφυρό ύφος τους.
Συνεργάσθηκε με μια πληθώρα από άρθρα για ναυτικά θέματα σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά, σε περιοδικά και τον ημερήσιο Τύπο και γενικά το ογκώδες συγγραφικό του έργο βρίσκεται διάσπαρτο σχεδόν σε κάθε ναυτικό έντυπο της εποχής του.
Το Πολεμικό Ναυτικό τον τίμησε ονομάζοντας ένα από τα ανεφοδιαστικά πλοία των φάρων «Στυλιανός Ε. Λυκούδης*.
Πέθανε το 1958. Ήταν παντρεμένος με την Αγγελική Λουγγή και απέκτησε μια κόρη, την Μπέλλα.
Πηγές:
- Εφημερίδα “Η Καθημερινή” 13/8/1995
- www.hellenicnavy.gr
- www.archaiologia.gr