του Παναγή Παναγιωτόπουλου
Το 1918 οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν μόλις εξέλθει από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον Μεγάλο πόλεμο, όπως τον ονόμασαν κάποιοι. Αυτόν που κληροδότησε με θάνατο σχεδόν κάθε γαλλικό και γερμανικό σπίτι, που άφησε πίσω του ανάπηρους, εσαεί παραμορφωμένους και τραυματίες της ψυχής. Η Ευρώπη θα είχε μπροστά της μια δεκαετία σπουδαίας ζωής μέχρι να την πλήξει βαθιά η κρίση του 1929. Η οικονομική διάλυση που θα ανοίξει τον δρόμο για την επέκταση της φασιστικής – μουσολινικής επινόησης –η οποία από το 1922 ήδη κατακτούσε την εξουσία στην Ιταλία– και την αντεστραμμένη ριζοσπαστικοποίηση της μοντέρνας ζωής, δηλαδή τον ολοκληρωτισμό. Στη Γαλλία τους πρώτους μήνες μετά τη νικηφόρο λήξη του πολέμου θα αναπτυχθούν αντίρροπες δυνάμεις. Αρχαϊκές και συντηρητικές δυνάμεις θα συναντηθούν με τους παλαιούς πολεμιστές, τους νεότατους ηλικιακά μα τόσο φθαρμένους από τον πόλεμο χαρακωμάτων απόστρατους που θα ενσωματώσουν μέσα στα κουρασμένα σώματά τους τον νέο «αυταρχισμό του έθνους». Αυτοί θα απαιτήσουν η Γαλλία του μεταπολέμου να ζει αποκλειστικά μέσα από τον πόλεμο και τη συνεχή πολιτικοποίηση της ανάμνησής του. Να πενθεί ενεργητικά και να οργανώνει την κοινωνία στα πρότυπα μιας εσαεί πολεμικής εμπειρίας. Όσοι επέστρεφαν από τα απέναντι χαρακώματα, οι γερμανοί εχθροί τους, θα το εφαρμόσουν λίγο καιρό μετά, με μεγάλη δυστυχώς επιτυχία. Ο ναζισμός εξάλλου είχε τουλάχιστον δύο γονείς. Την κατάρρευση της αστικής δημοκρατίας της Βαϊμάρης και των κοινωνικών ρόλων που είχαν ρυθμιστεί επάνω της και τη γερμανική πληγή της ήττας, της ταπείνωσης και του παραλογισμού του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στη Γαλλία, όμως, ο ιταλικός δρόμος και η γερμανική λεωφόρος προς τον αυταρχισμό και την αντι-ελευθερία δεν θα αποτελέσουν την κυρίαρχη διαδρομή ζωής της δεκαετίας του ’20. Εκεί και ειδικά στο Παρίσι ακολουθήθηκε μια άλλη οδός. Τα ξέφρενα χρόνια, θα την ονόμαζαν. Χορός, τζαζ, ποτά, καρναβαλικές εκδηλώσεις, το περφόρμανς παντού, μια μεγάλη πνοή ερωτικής χειραφέτησης, ένας urban εορτασμός που καταργούσε τη μέρα και τη νύχτα. Σουρεαλιστές σε πλήρη άνθηση, ψυχαναλυόμενοι, γυναίκες που άλλαζαν ρούχα και κόμμωση, η Kiki de Montparnasse με τον Man Ray, η Τζόζεφιν Μπέικερ και οι παραλλάξεις του εξωτισμού και άλλοι πολλοί αμερικάνοι flaneurs, ηδονιστές και συγγραφείς, καλλιτέχνες και καλοζωιστές που διέφευγαν του δικού τους συντηρητισμού και της ποτοαπαγόρευσης. Ένας μοντερνισμός που πάει στο άτομο, στην παρέα και στη φιλία, την ερωτική ενίοτε φιλία, και που χωρίς να στρατεύεται στα συλλογικά οράματα σαρώνει συμβάσεις και λιώνει χορευτικά τις πρώτες στρώσεις του ευρωπαϊκού κομφορμισμού. Το νήμα θα το ξαναπιάσουν οι αμφισβητίες του ’60, αλλιώς.
Σε τούτη την εικόνα δεν βλέπουμε τα ιερά τέρατα των années folles, στον φακό δεν ποζάρουν ο Μπουνιουέλ με τον Νταλί, ο Πικάμπια με τη Γερτρούδη Στάιν, το ζεύγος Φιτζέραλντ. Είναι Ερμουπολίτες αστοί το 1923. Είναι και αυτοί έναν αιώνα μετά τις καταστροφές της Χίου και των Ψαρών που τους έφεραν στη Σύρο, πρόσφυγες μα πολυμήχανοι και ψυχωμένοι, το θαύμα μιας βιομηχανικής και αστικής πολιτείας στη μέση του Αιγαίου. Όπως και στην έναρξη των ξέφρενων παριζιάνικων χρόνων, έχει περάσει ένας χρόνος από τη λήξη του πολέμου και τη μικρασιατική καταστροφή. Οι εικονιζόμενοι είναι εδώ για να ζήσουν και όχι για να πεθάνουν. Άντρες και γυναίκες, νέοι και νέες, μια παρέα που πήγε εκδρομή την Κυριακή και φόρεσε τα καλά της. Ρούχα σύγχρονα, ίσως όχι κολλητά φορέματα μα σίγουρα πέραν του φουρό ενός συντηρητισμού και ενός γυναικείου εγκλωβισμού που έχει ήδη παρέλθει, σχέδια σύγχρονα και κομψά καπέλα που λίγο παίζουν με την εξατομικευμένη ταυτότητα. Όλοι στο ίδιο μοντέρνο στιλ και ο καθένας με το γούστο του. Και η κάθε μία με το γούστο της. Η κόμμωση της μιας που έμεινε ασκεπής δεν είναι à la garconne, μα είναι συνειδητό το καρέ της και ενήμερα «κοντό». Πιθανόν το ίδιο να ισχύει και για τις άλλες κυρίες. Κι η ανδρική όμως εμφάνιση δεν υστερεί σε κομψότητα και δείγματα προσωπικής επιλογής. Ελαφρά deux pièces, κοστούμια σπορ, ουδεμία αυστηρότητα μιας υποχρεωτικής αστικής στολής, παπιγιόν και γραβάτα, λευκές κάλτσες και μετρημένες αλλά φιλόξενες εκφράσεις στα πρόσωπα. Μακράν της φωτογραφικής αυστηρότητας του τέλους του προηγούμενου αιώνα. Ο δε ομορφότερος της παρέας με το πάλλευκο συνδυασμό παντελονιού και υποκαμίσου έχει φτιάξει τη γνωστή χωρίστρα στη μέση, ως άλλος ασύνειδος νεαρός Πικάσο ίσως.
Δεν έχουν φύγει από το Μονπαρνάς για ένα πικ-νικ εκτός Παρισίων, βέβαια. Μα έπραξαν ομοίως τηρουμένων των νησιωτικών και μεσογειακών αναλογιών. Στην Ντελαγκράτσια έχουν πάει από τη μεγάλη πόλη, στην εξοχή των αστών και των πλουσίων που κάποιοι σχεδίαζαν τότε να τη συνδέσουν σιδηροδρομικά με την Ερμούπολη.
Έτσι και αλλιώς όλο αυτό είναι μια άσκηση ή μια τραβηγμένη αναλογία, ένα φάντασμα του αναλυτή. Η κυκλαδίτικη ξερολιθιά και το πεύκο με τον χαρακτηριστικό ρηγματωμένο κορμό του δεν αφήνουν ουδένα περιθώριο αμφιβολίας. Εδώ είναι Ελλάδα. Μόνο πως η Ελλάδα υπήρξε και αυτό. Ένας γρήγορος και ευαίσθητος υποδοχέας των παγκόσμιων ρευμάτων. Μια μοντέρνα χώρα.
—————————
↑ Φωτογραφία από το φωτογραφικό λεύκωμα «Ενθύμιον Σύρου» που εξέδωσε ο Μάνος Ελευθερίου από τις εκδόσεις «Γνώση». Ο Μάνος Ελευθερίου απεβίωσε στις 22 Ιουλίου 2018. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
Πηγή: athensvoice.gr
Επίκουρο Καθηγητή Κοινωνιολογίας στο
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ,
τον οποίο ευχαριστούμε θερμά.