Είχαν περάσει απάνω από είκοσι χρόνια, αφότου είχε τελειώσει ο αγών της Απολυτρώσεως. Και ο τόπος με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να αναστηθή. Μα όλα του έλειπαν χρήματα, πιστώσεις, εμπόριο με τα ξένα, πού του ήταν όλως διόλου αδύνατο.
Αλλά η τροφός του με το αστείρευτο γάλα της, αληθινή στοργική παραμάννα, ήταν εκεί στη μέση του Αιγαίου …. η Σύρα. Από τα τέλος ακόμη του Αγώνος είχε προχωρήσει στην ακμή, σε όλες της τις μορφές, με χρήματα άφθονα του ευρωπαϊκού χιώτικου εμπορίου, ακόμα και με επαγγελματικήν εκπαίδευση, εμπορική και ναυτική σχολή, που τις εσύστησε ο Καποδίστριας, ο μέγας της Ελλάδος Κυβερνήτης.
Σ’ αυτήν την εποχή ήταν ακόμη στην αρχή της ακμής της. Δεν την χωρούσαν πια η παραλία και οι ίσιοι δρόμοι. Και ανέβαινε με τον οργασμό που ανεβαίνουν τα δένδρα στις τροπικές χώρες, ανέβαινε στα Βαπόρια, στο Βροντάδο, στην Ανάστασι, παντού. Την οικοδομική πέτρα την έδινε το νησί ατελείωτη, σκληρή και στερεά σαν τσακμάκι. Μα η ξυλεία; Αυτή ως τα τελευταίο σανιδάκι έπρεπε να έρχεται απόξω. Αυτή την έφερναν άλλοι από το Τριέστι και άλλοι από τη Μαύρη Θάλασσα, πού την κατέβαζαν στα λιμάνια από το Δούναβι, οι γκαγκαλίδες.
Οι γκαγκαλίδες ήσαν κάτι Ιστιοφόρα του τότε καιρού πολύ παράξενα. Ψηλά μπροστά, ακόμα ψηλότερα πίσω, και με πρύμη όχι φουσκωτή όπως όλων των καραβιών, άλλα κατακόρυφα κοφτή σαν με μαχαίρι. Όσοι τυχόν ξεφυλλίζοντας παλιές χαλκογραφίες λησμονημένης τέχνης έχουν ιδεί τα σχήματα καραβιών της Γένοβας και της Βενετίας σε περασμένους αιώνες, αυτοί έχουν εμπρός τους την εικόνα αυτών των καραβιών, των γκαγκαλίδων. Ήσαν καράβια τουρκικά, Μαυροθαλασσίτικα. Καπεταναίοι και πληρώματα όλο Τούρκοι, Λάζοι Μαυροθαλασσίτες, οι μόνοι Τούρκοι αληθινοί ναυτικοί, άλλα σκληροί και άγριοι, καμωμένοι στο μάστορη, πολύ περισσότερο για έμψυχο υλικό πρώτης τάξεως πειρατικών καραβιών παρά για το ειρηνικό θαλασσινό εμπόριο.
Ήταν δειλινό, δειλινό παραμονής της πρωτοχρονιάς, μα σκούρο και μελαγχολικό, με ένα ψιλοβρόχι που το σκόρπαε με δύναμη, σαν το τουφέκι, τα σκάγια, ο πονέντες.
Στο λιμάνι ήταν μονάχα ένα βαπόρι η «Βασίλισσα», που μ’ αυτό η Συριανή εταιρία είχε κάμει τότε την πρώτη της εμφάνισι, και υστέρα από καιρό απόκτησε και τα ιστορικά βαποράκια, την «Ύδρα» και το «ΙΙανελλήνιον», που θαρρώ να υπάρχουν ακόμα, άλλα τόσες φορές ανακαινισμένα, ώστε δεν πιστεύω να ευρίσκεται απάνω τους ούτε ένα καρφί από τα παλαιά σκάφη, όπως συνέβαινε και με το παλαιό αθηναϊκό καράβι, το Ιερό του Δηλίου Απόλλωνος, την Πάραλον.
Άλλα, αν δεν είχε τότε βαπόρια το λιμάνι της Σύρου, όμως δεν εχόρταινε να θαυμάζη το μάτι τα ωραία ιστιοφόρα, που τα κατάρτια τους έκαναν την εντύπωσι μεγάλου αποφυλλισμένου δάσους. Και όσα είχαν ξεφορτώσει και περίμεναν ναύλωσι ήσαν αραδιασμένα, δεμένα με πριμάτσες εμπρός στον παραλιακό δρόμο, από τη Σανιτά, έως το Νεωρειο. Και τι δεν έβλεπε κανείς εκεί τότε; Εκείνες τις επιβλητικές τριΐστιες γαμπάρες με αρματωσιά πολεμικής κορβέτας, του ωραιοτέρου δηλαδή τύπου πολεμικών καραβιών των τότε χρόνων και τα μικρότερα μπαρκομπίστια, τα περήφανα ψηλοκάταρτα μπρίκια και τις γολέτες όλο κι’ ομορφιά με την κοκέτικη αρματωσιά τους.
Εγύριζαν εκείνο τo δειλινό τα παιδιά, παρέες παρέες, πού έφερναν τον Άϊ-Βασίλη με αρμόνικες, σήμαντρα και τα ιδιόρρυθμα συριανά τουμπάκια, και με Συριανούς στίχους και Συριανής εμπνεύσεως μελωδία, πού ύστερα από πολλά χρόνια έκαναν εισβολή και στας Αθήνας:
Αρχιχρονιά κι’ αρχιμηνιά κι’ αρχή καλός σας χρόνος
…. εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος,
όπου δια να ευρεθή η ομοιοκαταληξία εχρειάσθηκε να ουδετεροποιηθή ένας θρόνος.
Και δεν είχαν σημαιοστολισθή μόνον τα πλοία, που εσκέπαζαν όλο το φόντο του λιμένος ασπρογάλανες, αλλά και οι δύο εκκλησίες του τότε καιρού, η Κοίμησις και η Μεταμόρφωσις. Γιατί κι’ αυτές είχαν, με κάποιο τρόπο, αρματωσιά καραβιών. Ένα ψηλό κατάρτι ανέβαινε, σαν από κατάστρωμα καραβιού, από τα μαρμαροστρωμένα προαύλια· εσταύρωνε στη μέση με ένα άλλο οριζόντιο, ίδιο καραβίσιο πινό, με τη σχετική αρματωσιά, με ξάρτια και μακαράδες. Εκεί τις γιορτές ισάριζαν έναν κόσμο πολύχρωμα σινιάλα, και ψηλά ψηλά από κάτω από το ορειχάλκινο πόμολο αυτού του εκκλησιαστικού καταρτιού, πού έλαμπε σαν χρυσάφι, μία θεώρατη σημαία.
Και όλοι αυτοί, οι σημαιοστολισμοί και όλη η κίνησις εγίνουνταν για να ξεπροβοδίσουν το χρόνο που έφευγε, και να δεχθούν με το καλό τον καινούργιο, που έφερνεν ο Άγιος Βασίλης. Αλλά αυτό το ξεπροβόδισμα στον απόδημο πού φεύγει για πάντα, και πού, αν έχη πάντα στο παθητικό του λύπες και φαρμάκια, πάντα τα σκορπάει μαζί και με κάποιες χαρές, εγίνουνταν φιλικό, εγκάρδιο, θα έλεγα πολιτισμένο, και όχι με ροκάνες και με σφυριξιές και με πρόγκες, όπως προπηλακίζουν και προγκάρουν στας Αθήνας το χρόνο πού φεύγει, αλλοίμονο! από τη λύσσα, ότι δεν έχουν τη δύναμι να τον κρατήσουν. Και αράδιαζαν στον παραλιακό δρόμο, και στου Ερμή το δρόμο τα παιγνίδια λογιών λογιών, χαρές και πανηγύρια των μπουμπουκιών της ζωής μα όσο για τις βασιλόπητες και τα γλυκά, αυτά, με εκείνες τις παλαιές συνήθειες των καιρών πού πέταξαν, εγίνουνταν όλα στα σπίτια, πλούσια ή φτωχικά, όπου πηγαινοήρχουνταν, με τα τεψιά, παιδιά και κορασίδες στους φούρνους, και γιόμιζαν οι δρόμοι με τη γλυκειά μυρουδιά τους. Και όπως πάντα κάθε άρωμα παλιό σέρνει αλυσοδεμένες όλες τις αναμνήσεις, έτσι και αυτές παρακολουθούν τον άνθρωπο και στα χιονισμένα χρόνια, εις αυτές τις καλές μέρες, μα όπως το πένθιμο άρωμα κάποιων λουλουδιών του φθινοπώρου, κάποιων ξεραμένων λουλουδιών. Γιατί, κοντά στα άλλα, φέρνουν εμπρός στα μάτια της ψυχής, σαν αναστημένες, ζωντανές τις μορφές εκείνων, πού μας έφερναν στη ζωή, και την πατρική εστία, πού δεν υπάρχει πια, γιατί γκρεμίστηκε από τα σκοτεινά κενά, πού άνοιγε ένα ένα απάνω της το πέρασμα του χρόνου.
Και όμως εχρειάζετο το χιώτικο κουράγιο και η φιλοσοφία ή χιώτικη, που είναι κάθε άλλο παρά πένθιμη, για να γιορτάζεται η πρωτοχρονιά εκείνο το έτος.
Γιατί και κάτω στην Ερμούπολι και στην Απάνω Σύρα, ακόμα και στους σκόρπιους αγροτικούς συνοικισμούς, τη Βάρη, το Μάννα, τα Ποσείδια, εθέριζε απάνω από μήνα α τύφος. Και πολλοί ήσαν οι κρεβατωμένοι, όχι όλοι με πολλές ελπίδες σωτηρίας.
Γιατί, χώρια που ήσαν άγνωστα τότε και αντισηψίες και απολυμάνσεις και ορροί και όλα τα σύγχρονα όπλα, με τα όποια θέλει να πολεμά ο άνθρωπος το θάνατο, που μόνο έχει όπλο το αρχαϊκό δρεπάνι του αφότου υπάρχει ζωή, ούτε απομόνωση καμμιά ήταν δυνατή, και οι άνθρωποι εθεραπεύουνταν στα σπίτια των, στο νεοσύστατο τότε μικρό νοσοκομείο στα Ψαριανά δίπλα στην Κοίμηση, και ακόμα και στο πτωχοκομείο όπου, με το να έχη τότε πάρα πολύ ολίγους πτωχούς, είχε κάποια θέση για μερικούς αρρώστους. Μα και τα δύο ήσαν τόσο πολύ κοντά στον Άϊ Γιώργη… στο νεκροταφείο!
Πως τέτοιο κακό τέτοια οργή θεού να ξεσπάση απάνω σ’αυτό το υγιεινό, το πολιτισμένο νησί, όπου έλαμπαν από καθαριότητα όλοι οι πλακοστρωμένοι δρόμοι του και όπου όλο τo επιτελείο του Αιόλου, όλοι οι αποθαλασσινοί άνεμοι, φρεσκαρισμένοι από τη δροσιά του πελάγους, αρωματισμένοι από την άλμη των κυμάτων, το σκουπίζουν μέρα νύχτα;
Έτσι η αρρώστια αυτή, πού λίγο βάστηξε, το πολύ δυο μήνες, ήταν ξωτική. Την είχαν φέρει, ποιος ξέρει από ποιο τούρκικο λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας, αυτά τα τουρκοκάραβα, οι γκαγκαλίδες, και πρώτα μέσα σ’ ένα δυο απ’ αυτά είχαν έλθει οι πρώτοι θάνατοι. Γιατί τον περασμένο μήνα ήσαν στο λιμάνι της Σύρου καμιά δεκαριά που ξεφόρτωναν στάρι ρούσσικο και ξυλεία, και απ’ αυτά την παραμονή τής πρωτοχρονιάς δεν είχε μείνει παρά ένα μονάχο.
Μα κι’ αυτό από το πρωί είχε πάρει τα χαρτιά του για την Πόλη. Είχε λύσει την πριμάτζα από το μουράγιο και πήγε και άραξε ανοιχτά. Ήταν ολοφάνερο λοιπόν, ότι θα τα πριμάριζε κι’ αυτό για τον τόπο του. Πουνέντες, βλέπετε, πού ήταν καιρός στο μάστορη για να το πάη ολόπριμα ως τα Μπουγάζια.
Γι’ αυτό, εκεί το δειλινό, άρχισε κ’ εστρηφογύριζε ο εργάτης. Και η αλυσίδα εκουλουριάζουνταν γύρω του, και ανέβαινε σιγά σιγά η άγκυρα, μ’ εκείνο το μελαγχολικό κλι-κλι-κλι, που μοιάζει σαν παράπονο, σαν κλάψα για το μισεμό. Σε λίγο εξενέρισε· την εκαπονιάρισαν και την πήραν στον πρεσκαδούρο. Και τότε αμέσως άρχισαν και οι στεναγμοί από τους μακαράδες για το ισάρισμα των πανιών.
Και όμως κάτι επερίμενε απ’ έξω. Ήταν η βάρκα, που την είχε στείλει στη σκάλα, μπροστά στις καρβουναποθήκες, δίπλα στα ψαράδικα, για άγνωστη αιτία, αυτή την τελευταία ώρα, πού θα σαλπάριζε. Μα στο τέλος εγύρισε κ’ η βάρκα εκρεμάστηκε στα καπόνια, και το καράβι εμίσεψε με τη σημαία ισαρισμένη στο πίκι, απάνω από τη φουσκωμένη μπούμα. Τούρκικη σημαία σκουροκόκκινη, σαν το σκοτωμένο αίμα, που έκανε μια πολύ παράξενη αντίθεση με το δάσος από τις ασπρογάλανες, που σκέπαζαν όλο το λιμάνι.
Σε λίγο επροσπέρναε το κόκκινο φονάρι, που ήταν στην άκρια της πούντας του Νησακιού, – που τότε ακόμη λιμενοβραχίων! – και έχώνευε στην καταχνιά του πελάγους.
Είναι κοντά μεσάνυχτα. Το ψιλοβρόχι εξακολουθούσε απελπιστικό· και, καθώς χτυπούσε από τα πλάγια, εθόλωνε τα γιαλιά των φαναριών στον έρημο παραλιακό δρόμο τόσο, που, αντίς για φως, εφαίνονταν από μέσα ένα κόκκινο σημάδι, χωρίς λάμψη. Και η θάλασσα, μια μαύρη έκτασι, πιο μαύρη από μελάνι, μα ζωντανή, σαν κάτι έμψυχο στεφανωμένη απάνω στο μαύρο φόντο της μ’ ένα ασημένιο φωσφορισμό, χτυπούσε με λύσσα τα μουράγια και πολεμούσε να τα καβαλήση, ν’ απλωθή κυρίαρχη στο δρόμο, μα μόνο πού έσπαζε και εκουρελιάζουνταν αφρισμένη από τη λύσσα της, μ’ ένα μουγκρητό θηρίου.
Αλλά εκείνο, που έκανε πιο τρομαχτικά άγρια τη νύχτα, ήταν η καταχθόνια μουσική του μανιωμένου πουνέντε απάνω στα κατάρτια, στα ξάρτια και στα σκοινιά των καραβιών, που είχαν δέσει πριμάτσες στους χαλκάδες και στις πέτρινες κολώνες του μουράγιου.
Γιατί άγριο είναι το μουγκρητό του ανέμου στο δάσος, που γέρνει τα κλαριά, σαν να ζητά να τα ρίξη κατάχαμα στη γη, όπως και των κυμάτων, που σπάζουν αφρισμένα στα κατάκρημνα, ζητώντας να τα γκρεμίσουν τα κρεμαστά, τα κατακόρυφα αυτά εμπόδια, που φράζουν το δρόμο τους βάζοντας μπροστά τα μαύρα στήθη των βράχων. Αυτά συγκινούν, καταπλήττουν, αλλά δεν λαφιάζουν την ψυχή, δεν την σφίγγουν με εκείνο το απροσδιόριστο αίσθημα, που δεν διαφέρει από τρομάρα. Δεν είναι όμως το ίδιο, όταν ο αέρας σαν σιφούνι, φέρνει γύρω τα καράβια. Γιατί τότε απάνω σε αόρατες γιγάντιες άρπες πλήττουν τις κόρδες τους, που είναι τα κατάρτια, τα ξάρτια, τα σκοινιά των καραβιών, μανιωμένα στο μουσικό τους οίστρο, σαν να θέλουν να τις σπάσουν, τα αόρατα δάχτυλα της θυέλλης.
Αυτή την ώρα, κοντά μεσάνυχτα, δυο τελωνοφύλακες αγρυπνούσαν μέσα σ’ ένα μικρό ξύλινο παράπηγμα κοντά στην παραλία στην Άμμο, λίγο παρέκει από το νεωρείο και το ναυπηγείο. Γιατί εκείνη την εποχή έβραζε τo λαθρεμπόριο από καράβια, που το εβαστούσαν τραβέρσο στο πέλαγος και εδιάλεγαν κάτι τέτοιες νύχτες για τη δουλειά τους και από κάτι μικρά, αποκλειστικά κοντραμπαντιέρικα καΐκια, (και αυτά πλοία του περασμένου καιρού πού δεν υπάρχουν πια), καΐκια στενόμακρα, με τρία καταρτάκια, κι’ αρματωσιά βάρκας, που πετούσαν απάνω στα κύματα. Και αγρυπνούσαν έτσι, γιατί είχε προδοθή μια γολέτα, που δεν βαριώτανε, κοντά μια βδομάδα τώρα, όλο και να κόβη βόλτες από το Χοντρό Κάβο ως το Βιγλοστάσι.
Αν και είχαν χοντρές καπότες οι δύο τελωνοφύλακες με σηκωμένους τους γιακάδες ως τ’ αυτιά, και ένα πήλινο μαγκαλάκι με κάρβουνα ανάμεσα στα δύο σκαμνιά, που κάθουνταν, ετουρτούριζαν από το κρύο, που έμπαζε η μισοανοιχτή πόρτα. Τον ένα από τους δύο, μεσόκοπο άνθρωπο πενηντάρη, που όλο του το σουλούπι μαρτυρούσε τον παλιό ναύτη, τον πήρε στο τέλος ο ύπνος, έτσι καθιστά. Ο άλλος, παλικάρι, που ότι είχε περάσει τα είκοσι, ξαγρυπνούσε. Και του φάνηκε τότε πώς κάτι άκουσε. Εβγήκε στην πόρτα και έβαλε όλη του την προσοχή. Η βροχή πιο δυναμωμένη τον πήρε κατάμουτρα. Γύρω πιο πισοσκόταδο και πιο μεγάλο το βογγητό της θάλασσας.
Άξαφνα τινάχτηκε.
— Όχι, δε γελιέμαι, είπε μοναχός του· ακούω ανθρώπινο βογγητό, κλάψα. Μα ναι, σίγουρα, καλέ. Τ’ ακούω.
Και ώρμησε μέσα και κουνώντας το συνάδελφο του από τους δυο του ώμους:
— Σήκω, είπε, καπετάν Νικολό. Σήκω για όνομα Θεού.
Και εκείνος με το ακαριαίο ξύπνημα του θαλασσινού, που την ίδια στιγμή, που πετιέται σε κάθε τι αιφνίδιο, έχει αμέσως καθαρό το λογισμό:
— Τι τρέχει, είπε, Γιώργο, τι έπαθες;
—Άνθρωπος χάνεται, καπετάν Νικολό’ άκουσα καθαρά σαν φωνές για βοήθεια, σαν κλάματα, κάτι βογγητά, πού όλο κι’ αδυνάτιζαν.
Κι ο σύντροφος του, αφού βγήκε κι’ αφουγκράστηκε με προσοχή, του είπε με θυμό:
—Αυτό, που όλο κι’ αδυνάτιζε, ήταν το όνειρο του κούφιου του μυαλού σου. Έμενα πήρε ο ύπνος και συ ώνειρεύτηκες.
— Να, πάλι, να. Για τ’ όνομα της Παναγίας δεν ακούς;
— Πώς δεν ακούω. Ακούω τον αγέρα, που σκύλιασε και χορεύει το ντζιρίτι ανάμεσα σε κατάρτια και σε ξάρτια.
— Το βογγητό λοιπόν, το βογγητό ανθρώπου που κινδυνεύει, πού χάνεται, δεν τ’ ακούς; Σίγουρα κάποιος ζητάει βοήθεια. Αχ, Μεγαλόχαρη!
Και εκείνος ήσυχος, αφού ετράβηξε τη ρουφιξιά του από το μικρό τσιμπουκάκι του:
— Τα παρακούω αυτά πού λες. Μα με τ’αυτιά του παλιού θαλασσινού, που τα άκουα, κοντά μια ζωή, στα πέλαγα, από πάνω από το κεφάλι μου, κάτι τέτοιες νύχτες, ενώ κρατούσα σφιχταγκαλιασμένη τη ρόδα του τιμονιού. Μα αυτός που βογγάει είναι ο μανιωμένος αέρας, που γυροβολάει κατάρτια και πινά της μαΐστρας, του τρίγκου, του παπαφίγκου. Και αγκομαχάει κι’ όλα σαν να περγελάη το ψυχορράγημα ανθρώπου, ανάμεσα στις κόφες. Και σφυρίζει σαν χίλιοι διάβολοι μαζί, γιατί τον σκίζουν απάνω στη λύσσα του τα ξάρτια και τα σκοινιά. Τα δικά σου τ’ αυτιά δεν τ’ ακούνε αυτά που σου λέω; Κι’ αυτός ο άνθρωπος σε κίνδυνο, που ονειρεύεσαι ολόρθος, έχει όρεξη να ουρλιάζη σαν τα κοπάδια πεινασμένων λύκων, να σφυρίζη σαν χίλιες οχιές και να μουγκρίζη όσο δεν θα μούγκριζαν μαζί όλες των καραβιών οι τρομπομαρίνες;
Μα εκείνος πετάχτηκε με ορμή. Εξεκρέμασε την καραμπίνα και το πιστόλι με τους πυρολίθους, άλλαξε το αβιζότι στη θαλάμη, εζώστηκε το πιστόλι, και την ξιφολόγχη και, αφού άναψε το φανάρι της περιπολίας:
— Πάω, είπε, καπετάν Νικολό. Να, κι’ αυτή δα τη στιγμή άκουσα την τρομαγμένη φωνή ανθρώπου.
Τότε εκείνος του είπε με προσταγή:
— Στάσου!
Επήρε κι αυτός τον οπλισμό του, άρπαξε το φανάρι από τα χέρια του νέου συντρόφου του και του είπε προστακτικά:
—Εμπρός εγώ, πίσω εσύ· ακολούθα με!
Και έπειτα με κάποιο ημερωμένο πατρικό τόνο:
— Θα εστοχάστηκες, φαίνεται, παιδί μου Γιώργο, πως επειδή είμαι σίγουρος, πως δεν ξέρεις τι λες, θα σ’ άφηνα να κάνης μονάχος σου περιπολία μια τέτοια σκυλίσια νύχτα. Δεν τον ξέρεις, βλέπω, το γέρο συνάδελφο σου.
Εκλείδωσαν το φυλακείο και τράβηξαν μπρός. Σε λίγο ο Νικολός εστάθηκε:
— Στάσου τώρα βάλε όλη σου την προσοχή από που ακούς τα βογγητά και οδήγα με.
Εστάθηκε και ο νέος και αγωνίζουνταν να ξεχωρίση τη φωνή, που άκουε τόσην ώραν μέσα σ’ αυτό το φριχτό αλαλαγμό των στοιχείων.
—Αλλοίμονο! είπε. Θα είναι ίσως αργά για κάθε βοήθεια. Δεν ακούω πια τίποτα.
— Ούτε πριν άκουγες, ούτε πριν. Δεν ήταν τα αυτιά σου, που σου έδιναν αυτή την αναφορά, μα το κούφιο σου το μυαλό. Όπως να είναι, η περιπολία, μια πού άρχισε, θα γίνη σωστή, όπως πρέπει, θα ψάξουμε παντού. Ο βρεμένος βροχές δε φοβάται. Εμπρός.
Έλεγες, σε κάθε τους βήμα, πως θα τους τουμπάρη ο αέρας, ενώ η βροχή, μαζί με χαλάζι αυτή τη φορά, τους εσακάτευε με καμουτσικιές από τα πλευρά.
Επήραν πρώτα τα δεξιά, προς τα βυρσοδεψεία. Εφώτιζαν κάθε τι που να ημπορούσε να κρύβη ένα άνθρωπο. Έφερναν γύρω τις μεγάλες στέρνες, όπου εμούσκευαν τα δέρματα, τα υπόστεγα, όπου τα ξέραιναν, τους σωρούς από αλεσμένο πευκοφλοιό, όπου εχρησίμευε για ταν κατεργασία. Ερευνούσαν απ’ έξω ένα ένα τα κουτλουκάκια, μικρομάγαζα, συριανά ταβερνομαγερειά, πού σ’ εκείνη τη θέση εχρησίμευαν για τον πολύ κόσμο των εργατών των βυρσοδεψείων, σε μεγάλη ακμή τότε. Τίποτε δεν κατώρθωσαν νά βρουν ύποπτο. Αλλ’ ούτε και ο νέος τελωνοφύλαξ ημπόρεσε πια να ακούση τίποτε.
Απελπισμένοι επήραν τότε την άλλη πλευρά κατά το καρνάγιο και το ναυπηγείο. “Έψαχναν τα καΐκια και τις βάρκες, που τα είχαν αποτραβηγμένα στην ξηρά για το καλαφάτισμα- και παρέκει έριχναν το αδύνατο φως τον φαναριού γύρω στους σωρούς από την ξυλεία, και από κάτω από τά καράβια, που ήσαν ακόμη στα σκαριά, μερικά μονάχα με τήν καρίνα και τα στραβόξυλα, κ’ έμοιαζαν σαν σκελετοί μεγαθηρίων. Τίποτα και άπό κει.
Και όταν, απελπισμένοι, ύστερα από τέτοια μαρτυρική περιπολία, που ή βροχή τους είχε περουνιάσει ως το κόκκαλο, εγύρισαν στο φυλάκειο τους, ο καπετάν Νικολός είτε στο νέο του σύντροφο:
— Είναι, κακομοίρη μου, που είμαστε συνάδελφοι. Γιατί αλλιώς, Γιώργο παιδί μου, η ηλικία μου μου έδινε κάθε δικαίωμα να σου δώσω στο χέρι τα αυτιά σου, που μας εσκάρωσαν αυτό το παιχνίδι.
— Έχεις δίκιο, καπετάν Νικολό μου, να μου πης ό,τι θέλεις, γιατί ανώφελα εστάθηκα αιτία να βασανιστής. Άλλα κ’ εγώ σου λέω και πάλι, τις άκουσα αυτές τις φωνές, κ’ έβγαιναν από ανθρώπινο στόμα, πίστεψέ με.
***
Η πρωτοχρονιά εξημέρωσε, χωρίς ούτε ένα συννεφάκι. Ημέρα χαρά θεού- λιακάδα που ανάσταινε· και τίποτε αέρας. Ούτε σαν ανάσα μικρού παιδιού. Μόνο που η φουσκοθαλασσιά εβάσταγε ακόμα δυνατή. Και σ’ εκείνη τη θέση στην Άμμο, που ήσαν τα βυρσοδεψεία, έσπρωχνε δυνατά όξω στην ξηρά το κύμα, κι’ αμέσως πάλι το αναρουφούσε το αντιμάμαλο.
Θα ήταν δύο τρεις ώρες, που είχε βγη ο ήλιος. Ήσαν εκεί μαζωμένα, παρέες παρέες, εργατικά παιδιά με τα γιορτινά τους, μαθητευόμενοι ταμπάκηδες των εργοστασίων, κ’ έπαιζαν με δεκάρες κορώνα ή γράμματα, γιατί έτσι τα καλούσε η αγιοβασιλειάτικη ήμερα, που ήτανε τάχα για το καλό. Μα απάνω στο παιχνίδι δεν απόλειπαν οι μικροκαυγάδες, οι βρυσιές και καμμιά φορά το καταχέρισμα.
Ένας μικρός κάτι μπαμπεσιά είχε σκαρώσει, φαίνεται, εκείνου που έπαιζε μαζί του, κι αυτός τον πήρε στο κυνηγητό κατά τή θάλασσα.
Άλλα, καθώς έτρεχε ο μικρός προς το γιαλό, έμπηξε άξαφνα μια σπαραχτική φωνή τρομάρας, και καρφώθηκε στη θέση του σαν μαρμαρωμένος. Έτρεξαν τότε τ’ άλλα παιδιά κι άλλοι διαβάτες.
Εμπρός στο γιαλό και πίσω από ένα τοιχαλάκι μιας στέρνας βυρσοδεψείου ήταν ξαπλωμένος απάνω στην άμμο ανάσκελα με ανοιχτά τα χέρια ένας πεθαμένος. Και καθώς πηγαινοήρχουνταν το κύμα τον εσκέπαζε από τα πόδια ως την κοιλιά.
Ήταν παιδί πράμα, δεκαπέντε δεκάξη χρόνων όμορφο σαν αγγελούδι, μα με κερένια τη μορφή και ορθάνοιχτα γυαλωμένα τα μαύρα του μάτια. Αλλά σίγουρα ήταν τουρκόπουλο και μάλιστα μούτσος τούρκικου καραβιού. Το μαρτυρούσε το φεσάκι του δεμένο γύρα στο κεφάλι με άσπρο μαντίλι, το ποκάμισό του πράσινο με κόκκινες βούλες, ένα γελέκο σταυρωτό κίτρινο με διάφορα πολύχρωμα πλουμίσματα και ένα κόκκινο ζωνάρι πλατύ, πού μ’ ένα σωρό βόλτες του εσκέπαζε και στήθος και κοιλιά, και από πάνω από αυτά μία χοντρή ναυτική πατατούκα.
Πολλοί τότε βρήκαν το μπελά τους και μάλιστα τέτοια γιορτιάτικη μέρα, με τις αγγαρείες που τους κάνει επίταξη ο θάνατος, ακόμα και όταν έχη ξαπλώσει χάμου την πιο άσημη, την πιο τιποτένια ύπαρξη. Αστυνομικοί κλητήρες και βαστάζοι και αραμπατζήδες για να αποτραβήξουν από τούς ζωντανούς και να φέρουν ως το νεκροταφείο ένα πρώην άνθρωπο, όπου, ότι να’ ναι, κι ένα άπιστο σκυλί ακόμα, όπως ήταν αυτό το παιδί, πάντα είναι ανάγκη να λείψη από τη μέση. Κ’ εκεί πέρα πάλι, άλλα βάσανα ο γιατρός της αστυνομίας, πού, ήθελε δεν ήθελε, επήγε να κάμη τη νεκροψία,
ψάλλοντας του από μέσα από τα δόντια τρισάγια από βλάστημιες.
Έτσι έγιναν όλα ταχτικά. Και εβεβαιώθηκε ότι αυτό το πλάσμα έπασχε από εξανθηματικό τύφο, και ότι ξεψύχησε από παράλυση της καρδίας, από το φοβερό φούντωμα του πυρετού άλλα και κάτι άλλο ακόμη. Ότι ο θάνατος «είχεν επέλθει περί το μεσονύκτιον» όπως έλεγεν η έκθεσις, λεπτομέρεια που αποδεικνύει ότι εκείνος ο τελωνοφύλακας ο Γιώργος είχε πολύ γερά αυτιά, κι ας ελεγε ό,τι ήθελε ο συνάδελφος του ο καπετάν Νικολός.
***
Για να βγάλη αυτό το παιδί και να τ’ αφήση εκεί στα καρβουνιάρικα, είχε βγη το περασμένο δειλινό ή βάρκα του τούρκικου καραβιού, ότι ήτανε να φύγη. Τους τριγύρισαν τότε τους ανθρώπους της βάρκας μερικοί βαστάζοι και ψαράδες, πού βρέθηκαν εκεί, και τους εφοβέρισαν να τους σκοτώσουν αν δεν το έπαιρναν πίσω. Μάϊνας από αυτούς τσεσμελής, που εγνώριζε τουρκικά, άκουσε να του λένε, πως η ανάγκη τούς έκανε να το βγάλουν. Γιατί στο πολυήμερο ταξίδι θα εχρειάζετο να το ρίξουν στη θάλασσα να το φαν τα ψάρια, πράμα που η θρησκεία τους το έχει για τη χειρότερη κατάρα.
Και αυτό, που το έψηνε ο πυρετός, μα για τη μαύρη του τύχη διατηρούσε τις αισθήσεις του, εγύριζε τα μάτια σ’ όλους με μια έκφραση τραγικής τρομάρας στη μορφή, με έναν αλαλιασμό τρέλας. Είχε ακούσει τα γραφτά της μοίρας του. Αμέσως τότε γερά παλικάρια, ψαράδες και βαστάζοι της αγοράς, το σήκωσαν στα χέρια και το ανέβασαν από την πάροδο με τα σκαλάκια, που ενώνει τον παραλιακό δρόμο με τε δρόμο, που είναι η Κοίμησις και το Νοσοκομείο. Οι δυο αίθουσες του και ο διάδρομος ήσαν γεμάτοι από ασθενείς, και στα κρεβάτια και χάμου. Ο διευθυντής και οι βοηθοί του, με την ανέκφραστη απελπισία, ότι δεν ημπορούσαν να δώσουν βοήθεια, το ξάπλωσαν απάνω σε ένα ράντζο στο προαύλιο, με πανιά με ξύδια στο κεφάλι, με δροσιστικά και με εντριβές, να του λιγοστέψουν τη φλόγα που το πυρπολούσε.
Τότε ο διευθυντής έκραξε ένα αστυνομικό κλητήρα που είχε αποσπάσει στην υπηρεσία του η αστυνομική διεύθυνσις, και του είπε:
— Στα τέσσερα, Ζολώτα, στη διεύθυνσι. Πάρε κι’ ένα δύο άλλους, βρήτε μια χειράμαξα και φέρτε την χωρίς να χάσετε στιγμή. Στο πτωχοκομείο, στην κάμαρη των αρρώστων, είναι ακόμη δύο τρία κρεβάτια εύκαιρα. Μα δε μ’ άκουσες; Τι στέκεις έτσι και με κυττάς;
— Είμαι αναρμόδιος, κυρ γιατρέ.
— Τι έκανε, λέει, αναρμόδιος; Μήπως τρελλάθηκες;
— Σου επαναλαμβάνω, κυρ γιατρέ, είμαι αναρμόδιος. Να βρης άλλον γι’ αυτές τις ψυχοπονιές. Αν θέλης να σου τον πάρω από τα πόδια να τον πετάξω καταμεσής τοϋ δρόμου, αυτό ευχαρίστως.
Έξαλλος ο διευθυντής τον άρπαξε από το στήθος και τον κουνούσε σαν να ήθελε, να τον ρίξη χάμου:
— Να το ξέρω λοιπόν πως ετρελλάθηκες μωρέ, να το ξέρω.
— Δεν τρελλάθηκα, κυρ γιατρέ, τρελλός μονάχα ήμουν για καιρό όταν στη σφαγή της Χίου το λεπίδι αυτής της άπιστης γενιάς, που είναι κι αυτός από δαύτη, είδα να σωριάση χάμου τα γονικά μου και τ’ αδέρφια μου, και μονάχα εμένα πρόφτασαν να γλυτώσουν άνθρωποι από ένα φράγκικο πολεμικό, μονάχο κ’ έρημο στον κόσμο.
— Δίκαιος ο καημός σου, μα αυτό τι σούφταιξε; Πήγαινε για δικό μου χατήρι φρόντισε τα αυτά με δάκρυα σε παρακαλώ. Το βλέπεις, όπως είμαστε, δεν μπορώ να αποτραβήξω κανένα νοσοκόμο.
— Χάνεις τα λόγια σου, γιατρέ.
— Αλλά εσύ, θηρίο, θα χάσης το ψωμί σου. Αύριο δεν θα είσαι στην υπηρεσία.
— Με φοβερίζεις, γιατρέ; Είναι για γέλοια γιατί ό,τι κι αν πάθω, θα είναι ολιγώτερο από ό,τι έπαθαν τα γονικά μου και τ’ αδέλφια μου.
Και έφυγε, αφού εστράφηκε, για να ρίξη μία τελευταία ματιά μίσους στο ξαπλωμένο τουρκόπουλο. Αλλά τότε τα μάτια του σταυρώθηκαν με τα μάτια του παιδιού. Το τι έγινε τότε μέσα του, ούτε αυτός εμπόρεσε ποτέ να καταλάβη, όπως έλεγε, όποτε μιλούσε γι’ αυτή την περιπέτεια τής ζωής του. Θυμώτανε μόνο, πώς ενώ αγκομαχούσε και ανεβοκατέβαινε το στήθος του με μία ανυπολόγιστη γληγοράδα, του φάνηκε, καθώς τον τήραε στα μάτια, πως είδε στη μορφή του, μαζί με την έκφραση απελπιστικής τρομάρας, μια μαρτυρική εγκαρτέρηση, και στη ματιά του κάτι σαν ικεσία, σαν τραγικό παρακάλιο. Και έπαθε τότε τούτο το ανεξήγητο κι αυτός, ότι εκείνο το ανεβοκατέβασμα του στήθους, που έφερνε στο άρρωστο παιδί του πυρετού η φλόγα, τον έπιασε κι αυτόν από τούς λυγμούς, που θα τον έπνιγαν αν δεν εξέσπαε στο κλάμα. Και έμπηξε τότε μια σπαραχτική φωνή:
— Τι με τηράς έτσι, δυστυχισμένο παιδί; Μα έχεις δίκιο εγώ δεν είμαι χριστιανός, εγώ είμαι ακόμα περισσότερο Τούρκος από κείνους που με ρήμαξαν.
Και έσκυψε απάνω μου και με την πιο πονετική λαχτάρα το αγκάλιασε, το φίλησε στο μέτωπο, και φώναξε του διευθυντή:
— Τρέχω στον ορισμό σου, γιατρέ. Σε πέντε λεπτά θα είμαστε δω. Συχ΄ψρεσέ με και μακάρι να με συχώρεση και ο Θεός.
Εχρειάστηκε τότε για μια στιγμή να μπουν μέσα στο νοσοκομείο ο διευθυντής με τούς βοηθούς του. Όταν εβγήκαν πάλι, ευρήκαν άδειο το ράντζο. Σε μια ξαφνική παραφροσύνη, που το χτύπησε στο κεφάλι, ροβόλησε έξω, πήρε σβάρνα τα σκαλάκια και χώνεψε κατά το ναυπηγείο. Αυτή τουλάχιστον την εξήγηση έδινεν ο νεκροσκόπος στον κόσμο της γειτονιάς από τον Ξηρόκαμπο, που είχε μαζευτή στο νεκροταφείο.
Έτσι εφτερούγισε αυτή η μικρή ψυχούλα, τότε που ακούστηκαν τα βογγητά του, λίγο πριν να φτερουγίση ο χρόνος, που έφευγε για να κάμη τόπο στον καινούργιο.
Είμαι βέβαιος, ότι ο Θεός του ελέους άνοιξε σ’ αυτό το μικρό πλάσμα του τη θεία αγκάλη του, χωρίς να του ζήτηση πιστοποιητικό, με ποιας θρησκείας τους τύπους τον επροσκυνούσε στην εφήμερη ζωή του.
***
Αλλά είναι ανάγκη να επανορθώσω μια σφαλερή διάγνωση του νεκροσκόπου. Δε ροβόλησε από το νοσοκομείο από αιφνίδια προσβολή παραφροσύνης. Α, όχι! Εσύρθηκε μονάχο για να βρη το θάνατο στης ερημιάς το σκοτάδι, γιατί διωγμένο, χωρίς να καταλάβη γιατί, έβλεπε πως τόσο ήταν βάρος στον κόσμο, που δεν ευρίσκουνταν τόπος για να τ’ ακουμπήσουν. Και ποιος ξέρει στη διαίσθηση, που βρίσκουν στο κατώφλι της ζωής οι ψυχές, αν δεν ενόησεν ότι στον τόπο αυτό, που τον επέταξε του καραβιού του ή βάρκα, θα ξημέρωνε γιορτάσιμη, χαράς ημέρα.
Και, ντροπαλό και διακριτικό, αποτραβήχτηκε κι’ από τo νοσοκομείο κι’ από τη ζωή την ώρα που πρεπε, πριν να σημάνη ο καινούργιος χρόνος για να μην τον γρουσουζέψη με την αγωνία του.
Και, ποιος ξέρει, αν δεν είχε και τον κρυφό καημό να μην το καταραστούν, να μην το βλαστημήσουν.
Και όμως δεν το απόφυγε.
Όταν κατωρθώθηκε να βρεθούν οι νεκροθάφτες, εκεί που του έδιναν τη φιλοξενία λίγου τόπου γης, ο ένας είπε:
— Δε θέλω να βλάστημήσω πεθαμένο άνθρωπο μα μήπως την ορίζει κανείς την βλαστήμια, όταν τον πνίγουν; Έρχεται μονάχη της σαν το λόξιγκα. Μα χάθηκε να περίμενε ως αύριο, μόνον μας ετοίμασε αυτή την αγγαρεία αγιοβασιλειάτικη μέρα;
Και ενώ οι φτυαριές που πέταγε με θυμό εσκέπαζαν πια την κερένια μορφή του πεθαμένου παιδιού:
— Κάτι θα έλεγα, επρόσθεσε, και γι’ αυτόν και για τον Προφήτη του· αλλά…. ας πάη!
Φεβρουάριος 1922