Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης με το Μάνο Ελευθερίου δεν ξεκίνησε με το Μάρκο αλλά με το Ζαμπέτα…
Άλλωστε το βιβλίο για το Μάρκο, τον «πρίγκιπα» του τραγουδιού, ήταν απλώς η αφορμή για να συναντηθούμε και πάλι με τον Μάνο Ελευθερίου. Να κοιταχτούμε στα μάτια και να μιλήσουμε από καρδιάς, για πολύτιμα και ταπεινά, με σιωπές και με λόγια. Να θυμηθούμε πρόσωπα αγαπημένα, να μας ταξιδέψεις σε ιστορίες μαγικές και ξεχασμένες σε χρόνους αλλιώτικους και αλλοπαρμένους. Όλα αυτά και άλλα ξεχωριστά έλαβαν χώρα στην gourmet ταβέρνα «Ο Κώστας» στην Κηφισιά του ευγενή και ευπατρίδη εστιάτορα Ηλία Κατσιγιάννη ο οποίος αποδείχτηκε μέγας λάτρης του τραγουδιού και του Μάνου Ελευθερίου.
Οι λαϊκοί δημιουργοί έχουν μια «δικιά» τους αντίληψη για τους στίχους και τη θεματολογία ενός τραγουδιού.
Μια φορά, διάβασα τα «λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» στο Γιώργο Ζαμπέτα, όχι για να το κάνει τραγούδι, το διάβαζα έτσι… Λέει «παιδάκι μου, αυτό δεν είναι τραγούδι, αυτό είναι κατάθεση στον Άρειο Πάγο».
Σταθήκαμε στο πρώτο μέρος στα βιώματα του Μάρκου στα πρώτα χρόνια της ζήσης του. Εσείς βιώσατε ανάλογες εμπειρίες, στιγμές, σαν παιδί;
Όχι ακριβώς σαν του Μάρκου, αλλά αρκετά κοινά βιώματα είχαμε. Την έλλειψη αγαθών, για παράδειγμα και ακριβώς στην ίδια ηλικία. Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, μηχανικός σε ποντοπόρα πλοία. Τον γνώρισα σε μεγάλη ηλικία, μετά τον πόλεμο και περάσαμε μια πολύ δύσκολη μεταπολεμική περίοδο στη Σύρο. Είδα, ας πούμε, γείτονες στη συνοικία που μεγάλωσα, που δεν είχαν απολύτως τίποτα. Έρχονταν και ζητούσαν από μας ένα κρεμμύδι, λίγη ζάχαρη, λίγο καφέ, λίγο λάδι. Μιλάμε για την απόλυτη ένδεια, την οποία την έχω δει, την έχω ζήσει. Τα παιδιά στο σχολείο ήταν όλα ξυπόλητα. Στο γυμνάσιο φόρεσαν παπούτσια, όσοι πήγανε. Ήταν άγρια τα πράγματα.
Πέρασαν χρόνοι και καιροί και φτάνουμε στο σήμερα όπου το «χτες» μα χτυπά ξανά την πόρτα…
Γιατί επιθυμούσατε να τα καταγράψετε όλα αυτά, τι «νόημα» έχει για την κοινωνία της Σύρου κι για εσάς αυτή η καταγραφή;
Κατ’ αρχήν είναι η πατρίδα μου και ήθελα να κάνω μια αναφορά σ’ αυτήν. Ύστερα, είναι ένας φόρος τιμής σε όλους, όσους μεγάλωσαν δίπλα και κοντά στο Μάρκο. Δεν είναι μονάχα ο Μάρκος. Αυτός είναι η αφορμή, ο πρωταγωνιστής. Ένα έργο, όμως, δεν έχει έναν πρωταγωνιστή, εκτός αν είναι μονόλογος. Υπάρχουν κι άλλοι από πίσω του, υπάρχει μια στρατιά ανθρώπων, οι υπόλοιποι του έργου, που έπρεπε να τους επαναφέρω στη μνήμη μου, να τους βγάλω από την αφάνεια στον αφρό και να τους δώσω μια πνοή, έστω – ορισμένους- και μόνο με τα αρχικά τους. Αισθάνομαι ότι άναψα ένα κεράκι στη μνήμη αυτών των ανθρώπων.
Ο Μάρκος δεν πολυαγαπήθηκε, ούτε πολυεκτιμήθηκε από τους Συριανούς, τουλάχιστον στον καιρό του.
Στον καιρό του όχι, γιατί η μόνη παρηγοριά των καθολικών ήταν ο λόγος των ιερέων τους, γι αυτούς ο Μάρκος ήταν μαύρο πρόβατο, κυρίως επειδή έπινε χασίσι, το είχανε μάθει αυτό το πράγμα, το «άγιο χασισάκι…» Αλλά ο ίδιος το αναφέρει με κρυστάλλινη διαύγεια, κακό του εαυτού του έκανε. Δεν ξέπεσε όμως, να γίνει φονιάς, να γίνει καταδότης, κλέφτης τετάρτης κατηγορίας, ας πούμε, και τέτοια πράγματα…
Εσάς πώς σας αντιμετώπισαν οι Συριανοί;
Άρχισαν και μου έδιναν σημασία τη δεκαετία του ’80 όταν έγραψα τους 4 τόμους για το θέατρο στην Ερμούπολη, το οποίο είναι βασικά το «καλό» μου έργο. Είναι η πρώτη θεατρική 20ετία του 20ου αιώνα. Μένει σε εκκρεμότητα ο πέμπτος τόμος που δεν έχω τελειώσει, για να κλείσει η περίοδος 1920 – 1953 που σηματοδοτεί μια εποχή, όχι μόνο επειδή είναι η τελευταία παράσταση της ζωής της Μαρίκας Κοτοπούλη στην Ερμούπολη, αλλά επειδή αρχίζει και η πτώση του θεάτρου. Ενός ιστορικού θεάτρου… Το Θέατρο της Σύρας είναι πάρα πολύ ωραίο, είναι χτισμένο στα πρότυπα των Ιταλικών θεάτρων, με θεωρεία γύρω γύρω κτλ.
Διακρίνω μια λατρεία για τη Σύρο, αλλά και μια νοσταλγία.
Ε, εντάξει, φέτος κλείνω 60 χρόνια που λείπω απ’ τη Σύρα, παιδάκι ήρθα εδώ, αλλά το μυαλό μου είναι πάντα εκεί. Απόδειξη ότι στις εφημερίδες που μου έρχονται ακόμα από τη Σύρα, το πρώτο πράγμα που κοιτάζω είναι στα κοινωνικά των εφημερίδων, ποιοι πέθαναν… Κι ανακαλύπτω πολλές φορές γνωστούς μου και κόβω το απόκομμα και κρατώ ένα αρχείο ανθρώπων που γνώρισα εκεί, είτε παλιών μου συμμαθητών, είτε γνωστών που κάπου στο δρόμο μου τους είχα «τρακάρει».
Σας στενοχωρεί αυτό;
Πάρα πολύ. Αλλά, βέβαια, ένας άνθρωπος δε μπορεί να ζήσει 150 χρόνια. Νισάφι, ζω εδώ 60 χρόνια, κι όταν τους άφησα αυτούς ήταν 60 χρονών, δε μπορεί να ζει 120 χρόνια…
Σας φοβίζει;
Το θάνατο δεν τον φοβάμαι καθόλου. Εκείνο που φοβάμαι είναι η πτώση, η κατάπτωση…
Πόσες ώρες δουλέψατε γι’ αυτό το βιβλίο;
Πολλές ώρες! Και πολλά χρόνια. Είχα δημοσιεύσει κάποτε στο Δίφωνο, το 2000 νομίζω, τέσσερις συνέχειες σχετικά με το Μάρκο και τη Σύρα, αλλά ήταν μια ασήμαντη περίληψη όλου του βιβλίου. Το βιβλίο τώρα είναι 400 σελίδες.
Άρα από κείνα τα χρόνια η κεντρική ιδέα του έργου σας τριβελίζει το μυαλό.
Όχι, από το 1972 το είχα στο μυαλό μου, όταν μάζεψα όλα τα αποκόμματα των εφημερίδων που πέσανε στα χέρια μου, πεθαίνοντας ο Μάρκος. Κάπου τα χάρισα όλα αυτά τα αποκόμματα πλέον, να φεύγει από πάνω μου αυτό το βάρος, γιατί θα τρελαθώ στο τέλος…
Είναι βάρος το να μην τελειώνει ένα βιβλίο;
Δεν τελειώνει κανένα βιβλίο, ποτέ. Πάντα βρίσκεις κάτι όταν το εκδόσεις… Μετά σου ‘ρχεται μια πληροφορία που σε γονατίζει. Για παράδειγμα, ο Μάρκος λέει για ένα δάσκαλό του, το Νικόλαο Πρίντεζη. Είχε έναν τελείως ψυχοπαθή δάσκαλο, ο οποίος έδερνε πολύ τα παιδιά και έναν γλυκύτατο άνθρωπο, τον Πρίντεζη. Και μόλις προχθές, αφού είχε βγει το βιβλίο, έμαθα ότι ο Πρίντεζης πέθανε από εγκεφαλικό την ώρα που δίδασκε τα παιδιά του δημοτικού σχολείου.
Και πληγώνεστε που δε βάλατε την πληροφορία αυτή στο βιβλίο;