«Αργά τη νύχτα» – «Προσεύχεσθε καμιά φορά για τους γιατρούς, τα άσπρα ράσα…»
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Χρήστος Ασημακόπουλος | Αποκλειστικό
Ο Μάνος Ελευθερίου αποχώρησε από τη ζωή σχεδόν δύο χρόνια πριν. Αποχώρησε το σώμα του, γιατί η πνευματική του οντότητα είναι παρούσα.
Την αντιλαμβανόμαστε σαν την αχλή του πρωινού, γύρω μας, μέσα μας. Αλαφροπάτητη κατοικεί στα χείλη και τα μάτια μας, υπομειδιά με τον δικό του παιγνιώδη τρόπο.
Ο Λόγος ανήκει στον ίδιο, σας παραθέτω ένα ανέκδοτο κείμενό του με τίτλο «Αργά τη νύχτα».
Πρόκειται για ένα κείμενο του Μάνου Ελευθερίου, αφιερωμένο σε όσους παρευρέθηκαν στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου του (11/12/ 2013) «Τα λόγια και τα χρόνια: 1963-2013. Τα τραγούδια» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Είναι αξιοζήλευτη η διαύγεια και η μαεστρία που δομεί τη σκέψη του. Λιθαράκι, λιθαράκι δημιουργεί με υπομονή ένα ψηφιδωτό που απεικονίζει με σπαράγματα από τις εικόνες του παρόντος έναν μελλοντικό άχρονο κόσμο.
Αργά τη νύχτα όταν τελειώσουν οι νοσοκόμες τη βάρδια τους
και περιμένουν εκείνες που θα πάρουν τη θέση τους.
Αργά τη νύχτα όταν οι άρρωστοι παρακαλούν να επιστρέψουν στα σπίτια τους
(Προσεύχεσθε καμιά φορά για τους αρρώστους, προσεύχεσθε καμιά φορά για τους γιατρούς, τα άσπρα ράσα – τα γιατρουδάκια, τις νοσοκόμες και τους συγγενείς που τους παραστέκουν. Προσεύχεσθε για τη ζωή πάνω απ’ το χώμα.)
Αργά τη νύχτα όταν επιστρέφουν από τις ερημιές οι ταξιτζήδες με την ψυχή στο στόμα που γλίτωσαν το μαχαίρωμα από ψυχοπαθείς, από ληστές κι από τυραννισμένους ναρκομανείς.
Αργά τη νύχτα όταν κλείνουν τα πορνεία και γίνονται οι λογαριασμοί σε μαθητικά τετράδια: τόσα για νοίκι, τόσα για έξοδα και μισθούς, τόσα για σένα – για μένα τίποτα.
Αργά τη νύχτα, μετά την παράσταση, όταν τρέχουν οι γέροι ηθοποιοί ξεφυσώντας για να προλάβουν τα λεωφορεία.
Αργά τη νύχτα, πολύ αργά, όταν οι δικτάτορες δεν έχουν ύπνο και σε μια παράκρουση βλέπουν σε κάποιο δίσκο το κομμένο κεφάλι της Μαρίας Αντουανέτας να τους μιλάει στα γαλλικά και να τους ιστορεί την ασυδοσία που επικρατεί στον Κάτω Κόσμο –
Κι εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν παρά μόνο τα μισά απ’ όσα λέει, γιατί όταν ήταν μαθητές κορόιδευαν τις δασκάλες των γαλλικών και εντούτοις περνούσαν τις τάξεις με μέσον και ξαφνικά –
ξαφνικά το χαλασμένο μάτι τους από έκρηξη παλιάς οβίδας γυαλίζει επικίνδυνα και γεμίζει δάκρυα ασημένια, βλέποντας σε μια εφημερίδα το σκίτσο της ημέρας.
Να συλληφθεί αμέσως ο αλήτης, φωνάζει. Να συλληφθεί, να συλληφθεί αμέσως το καθοίκι ο σκιτσογράφος –
και τι διάολο κάνουν τόσοι χαραμοφάηδες που τους ξεφεύγουν τέτοιες ντροπές, να συλληφθούν κι αυτοί μαζί και αμέσως να περάσουν από λαϊκό δικαστήριο και να αποδοθεί δικαιοσύνη με συνοπτικές διαδικασίες, τα τσογλάνια, οι αλήτες.
Και το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας σκίζεται στα τέσσερα και πέφτει λυσσασμένα κόκκινο χαλάζι στα παράθυρα, που είχε να βρέξει τριάντα χρόνια σ’ αυτή τη χώρα
και τρέχουν οι φρουροί πανικόβλητοι κυνηγώντας το τίποτα κι ακουμπάνε το αυτί τους στην πόρτα του μήπως και ακούσουν έστω ένα όνομα.
Αργά τη νύχτα και αργά τις νύχτες όταν αρχίζει να πέφτει κι εδώ το ψιλό χιονόνερο, σαν ρύζι από μπαμπάκι, όπως πέφτει στα Γιάννενα επί μέρες.
Ένας ηλικιωμένος βιβλιοπώλης στην άγρια επαρχία του μόλις τέλειωσε εξουθενωμένος τους λογαριασμούς του και σέρνεται προς το σπίτι του πεινασμένος. Βιβλία δεν πουλιούνται πια. Κουράστηκε ο κόσμος. Κουράστηκε το έθνος.
Πρέπει ν’ αγοράσει ένα μηχάνημα και να βγάζει κι αυτός φωτοτυπίες, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του. Πώς δεν το αποφάσιζε τόσα χρόνια. Γιατί να μην πουλάει κι εκείνος παιχνίδια και παραμύθια για τα παιδιά, όπως τόσοι άλλοι. Πώς δεν το σκέφτηκε.
Αυτός όμως θα προχωρήσει το πράγμα. Θα χαρίζει στα παιδιά καραμέλες και στους γονείς θα προσφέρει αναψυκτικά. Από αύριο, από μεθαύριο κιόλας. Προλαβαίνει πριν πάρει τη σύνταξή του.
Ονειρεύεται κόσμο και ντουνιά να συνωστίζεται στο μαγαζάκι του, μέχρι αργά τη νύχτα. Και όλα θα μοιάζουν με τα βάθη της θάλασσας. Θα φέρει και γνωστούς ηθοποιούς να διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά. Τόσοι άνεργοι ηθοποιοί θα τον βοηθήσουν με μια λογική τιμή. Πώς δεν το σκέφτηκε;
Από αύριο, λοιπόν, από μεθαύριο κιόλας.
Να προλάβει μόνο, γιατί σε λίγο καιρό θα κοιμούνται οι πολίτες ευτυχισμένοι επιτέλους για πάντα σε τάφους ομαδικούς στους δημόσιους κήπους και σε χαντάκια, σκεπασμένοι πρόχειρα με πέτρες και κλαδιά.
(Αν επιζήσει σε ειρηνικούς καιρούς θα γράψει και αναμνήσεις. Απ’ τον καιρό που πήγαινε στο σχολείο και ξεκινούσε μικρό παιδί για να φθάσει μιάμιση ώρα ποδαρόδρομο μέσα στο χιόνι, κρατώντας κι ένα κούτσουρο για τη σόμπα της τάξης του. Ώσπου θα φτάσει και στη σημερινή κατάσταση της χώρας του. Θα αναλύσει πρώτα την παγκόσμια οικονομία των τελευταίων χρόνων και θα αναλύσει την παρακμή του έθνους και των Ελλήνων αφήνοντας όμως πολλές ελπίδες και προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή. Θα διυλίσει κάθε πολιτικό περιστατικό της πατρίδας του. Μεγάλη επιτυχία. Η Ακαδημία Αθηνών θα τον βραβεύσει. Η γυναίκα του δίπλα του με το ωραίο μεταξωτό της φόρεμα και με γάντια και καπελάκι, όλα ραμμένα επιτούτου, θα αναστενάζει και θα ζει στιγμές ανάτασης.)
Ευχαριστούμε θερμά την αδελφή του ποιητή, κυρία Λιλή Ελευθερίου, που μας εμπιστεύθηκε το κείμενο αυτό και αγωνίζεται με αξιοπρέπεια και προσήλωση για να διασώσει και να καταστήσει την πνευματική και υλική κληρονομιά του Μάνου Ελευθερίου εθνική πολιτιστική κληρονομιά, όπως πραγματικά είναι, προσιτή σε όλους και ιδιαίτερα στις γενιές που θα έλθουν.
Πηγή: ogdoo.gr