Η Κορνηλία Ροΐδη δικαιώθηκε ως μητέρα όσο ελάχιστες γυναίκες. Όχι μόνο επειδή υπήρξε η μάνα ενός μεγάλου συγγραφέα, αλλά και επειδή ο Ροΐδης τής επιφύλασσε ένα δώρο που μόνο η λατρεία ενός ιδιοφυούς γιου μπορεί να προσφέρει. Προκειμένου να την απαλλάξει από την οδύνη της είδησης ότι ο άλλος γιος της αυτοκτόνησε, υποδύθηκε τον αδελφό του σε μια μακρόχρονη αλληλογραφία που διάβαζε στη μητέρα του έχοντας γράψει ο ίδιος τα γράμματα του νεκρού Νικολή Ροΐδη.
Η Κορνηλία τον γέννησε, του κληροδότησε το πνεύμα της, τον ανέστησε, τον καμάρωσε και… τον έθαψε. Έζησαν μαζί σχεδόν όλη τη ζωή του Ροΐδη, μέχρι που εκείνος άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της. Εκείνη είχε μείνει χήρα σχετικά νέα. Εκείνος ήταν πάντα άγαμος και με σπάνιες, φευγαλέες ερωτικές περιπέτειες· ίσως και μηδενικές, αν πιστέψουμε κάποια κουτσομπολιά της εποχής. Στο τέλος, μάνα και γιος ήταν αχώριστοι, πάντα κάτω από την ίδια στέγη. Εκείνος είχε χάσει τελείως την ακοή του και εκείνη την όρασή της. Βλέπανε με τα μάτια του. Ακούγανε με τ’ αυτιά της. Μια σχέση απόλυτου δεσίματος και αμοιβαίας εξάρτησης. Πιο κοντινή δεν γίνεται για δυο ανθρώπους, πόσο μάλλον όταν ο ένας έχει βγει από τα σπλάχνα του άλλου.
Η περιπετειώδης ζωή της είναι κυριολεκτικά μυθιστορηματική: μοσχαναθρεμμένη κόρη του Εμμανουήλ Ροδοκανάκη, της γνωστής οικογένειας εμπόρων από τη Χίο με δραστηριότητες σε όλη τη Μεσόγειο, βρέθηκε με την Καταστροφή του 1822 στο Λιβόρνο. Ο πατέρας της συνελήφθη και απαγχονίστηκε για πολιτικούς λόγους και η μικρή βρέθηκε σκλάβα ενός Τούρκου στη Σμύρνη – ο οποίος, διακρίνοντας την καλλονή της και φιλοδοξώντας να την εντάξει στο χαρέμι του, την έστειλε μέχρις ότου μεγαλώσει στο υποστατικό του στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια, υπό την τρυφερή φροντίδα ενός ζεύγους ηλικιωμένων Τούρκων που την αγάπησαν σαν παιδί τους.
Ώσπου την ανακάλυψε ένας παλιός υπηρέτης της οικογένειάς της και ενημέρωσε τους συγγενείς της στο Λιβόρνο. Έξι χιλιάδες τάλιρα – πολλά λεφτά, τότε − έδωσαν στον Τούρκο για να την πάρουν πίσω. Έκτοτε η ζωή της υπήρξε ανάλογη της καλής καταγωγής της, αλλά πάντα περιπετειώδης. Έζησε στη Σύρο, ως σύζυγος του, επίσης εμπόρου από τη Χίο, Δημητρίου Ροΐδη, στη Γένοβα και στο Ιάσιο, ώσπου εγκαταστάθηκε τελικά στην Αθήνα το 1862. Πέθανε στα 93 της, έχοντας ζήσει τον μεγάλο πλούτο και τη μεγάλη φτώχεια, και αφού είχε ήδη χάσει τον αγαπημένο της γιο.
Πηγές: www.kathimerini.gr και www.lifo.gr