Με την δραστηριοποίηση του Νεωρίου της Σύρου επί Ρεθύμνη και την ύπαρξη πλέον της πλωτής δεξαμενής των γερμανικών επανορθώσεων, που ήταν αρχικά στου Βασιλειάδη στον Πειραιά, άρχισαν να πληθαίνουν και οι επιθεωρήσεις εκεί. Έτσι άρχισαν και τα ταξίδια στο νησί αυτό να γίνονται συχνότερα, ταξίδια με καλούς και κακούς καιρούς, με καθυστερήσεις, με έλλειψη ανέσεων. Ταξίδια με το «Λήμνος» του Σιγάλα ή με το «Δέσποινα» ή το «Παντελής» του Φουστάνου, το «Μυρτιδιώτισσα», ή τα πολυτελή για τότε πλοία του Νομικού «Κανάρης», «Καραϊσκάκης», «Μιαούλης» και αργότερα τα πιο γρήγορα το «Δήλος» και το «Απόλλων». Ταξίδια, με αναχώρηση από Πειραιά 1 μ.μ., έφτανες κατά τις 7 μ.μ. στην Ερμούπολη, έκανες τις επιθεωρήσεις, και στις 10 ή 11 μ.μ. έπαιρνες πάλι το πλοίο της επιστροφής με άφιξη στον Πειραιά τα ξημερώματα.
Πλησιάζοντας το πλοίο την Ερμούπολη, έξω από τον Άγιο Δημήτριο, ο πλοίαρχος πάντοτε θα σφύριζε τρεις φορές, χαιρετισμό προς τον Άγιο, ενώ ο επιστάτης της εκκλησίας θα απαντούσε με κωδωνοκρουσία, όποια ώρα της ημέρας ή της νύκτας και εάν ήταν. Τον χειμώνα, με τις κακοκαιρίες, η αναμονή αφίξεως του πλοίου επιστροφής που προερχόταν συνήθως είτε από τις νότιες Κυκλάδες είτε από την Ικαρία – Σάμο, γινόταν στον κυματοθραύστη του λιμανιού, απ’ όπου προσπαθούσαμε να διακρίνουμε τα ασθενή φώτα του, στο βάθος προς την κατεύθυνση της Τήνου. Η κανονική άφιξη στον Πειραιά ήταν κατά τις 4-5 τα ξημερώματα οπότε, την ώρα του γλυκύτερου ύπνου, άκουγε κανείς από το φυλάκιο του Λιμεναρχείου στον Προλιμένα, «Κύριε Πλοίαρχε θα παραβάλετε στις δέστρες τάδε και τάδε» και τους καμαρότους να κτυπούν τις πόρτες των καμπινών «Φθάσαμε στον Πειραιά».
Ενθυμούμαι ότι ήταν φορές που, με καθυστερημένη άφιξη στον Πειραιά, δεν επήγαινα σπίτι μου καθόλου αλλά κατ’ ευθείαν στο γραφείο και στις επιθεωρήσεις που με περίμεναν. Με την άφιξη στην Ερμούπολη και εφόσον επρόκειτο να παραμείνω μία ή περισσότερες νύκτες, έκλεινα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Ερμής», το καλύτερο της εποχής, το οποίο διηύθυνε η χαριτόβρυτος κυρία Χριστοδουλίδου μετά του κυρίου Μπάρτζη. Μετά από την τακτοποίηση στο δωμάτιο που συνήθως είχα στον πρώτο όροφο στο βάθος αριστερά, με μεγάλο μπάνιο, άρχιζε η έρευνα ώστε να εντοπισθεί κάποιος γνωστός ή συνάδελφος, που να ευρίσκεται εκεί, με κέντρο αντλήσεως πληροφοριών τον αλησμόνητο Ντιντή, σερβιτόρο καφενείου της παραλίας, ο οποίος εγνώριζε τους πάντας και τα πάντα. Εναλλακτικά θα πήγαινα στα «Μπακαλιαράκια» ή στου «Σταυρόπουλου» για φαγητό. Εάν ήταν καλοκαίρι η βραδιά μπορούσε να περάσει με περιπάτους στην παραλία ή στην πλατεία ή κάποια παρέα που τυχόν θα συναντούσα. Εάν όμως ήταν χειμώνας, φυσούσε ή έβρεχε, η παραλία ήταν τελείως έρημη, τα καταστήματα κλειστά και ούτε γάτος δεν κυκλοφορούσε….. Στο ξενοδοχείο η θέρμανση άναβε αναλόγως του αριθμού των πελατών που πολλές φορές δεν ήσαν περισσότεροι των δύο ή τριών. Αυτοί συνήθως ήσαν οι συνάδελφοι επιθεωρητές, όπως ο φίλος μου ο Γιάννης Κόσκορος ή ο Τζιβραΐλης, και οι δύο του American Bureau of Shipping, ο Αργυράκης του Bureau Veritas, ο Νίκος Σεφερτζής του Germanischer Lloyd. Αυτοί είμαστε όλοι και όλοι οι Έλληνες επιθεωρητές στις αρχές της δεκαετίας του 1960…… Αργότερα και με την εξάπλωση των εργασιών του «Νεωρίου» η Ερμούπολις απέκτησε μεγαλύτερη κίνηση. Άνοιξε και ένα νέο ξενοδοχείο, το «Νησάκι» και πολύ αργότερα το «Ευρώπη».
Ναυτικά πρακτορεία στην Ερμούπολη ήσαν του Γαβαλά και των αδελφών Παρίση. Εκείνο με το οποίο είχα την τακτικότερη επαφή ήταν του Παρίση γιατί πρακτόρευε τα πλοία του Νομικού, που ήσαν τα καλύτερα της γραμμής. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 είχε δρομολογηθεί το πρώτο ημερόπλοιο το «Απόλλων», πλοίο με ατμοστροβίλους γαλλικής κατασκευής της γραμμής της Μάγχης, το οποίο έκανε το ταξίδι μέχρι Μύκονο και επιστροφή αυθημερόν και φυσικά μας εξυπηρετούσε πολύ.
Μία αξιοσέβαστη αλλά και ιδιόρρυθμη προσωπικότητα που ζούσε στην Ερμούπολη ήταν ο πράκτορας των Lloyd’s Γ.Α.Βούρλης. Άτομο μεγάλης ηλικίας, διατηρούσε γραφείο πολύ κοντά στο ξενοδοχείο «Ερμής». Μπαίνοντας μέσα στο γραφείο του μεταπηδούσες σε μία βικτωριανή ατμόσφαιρα, με πολύ χαμηλό φωτισμό, που μύριζε κλεισούρα, με μία σόμπα στη μέση και το πουρί της που έχανε που και που, με μία – δυο γάτες να μπλέκουν στα πόδια σου, με τσάι ζεστό και την κυρία «Χ», την βοηθό του, πολλών Μαΐων, πάντα πρόθυμη να σε σερβίρει, και τον Βούρλη καθισμένο με μία κουβέρτα καλυμμένο, σε μία μισο – κουνιστή περιστρεφόμενη πολυθρόνα, πίσω από ένα σκονισμένο γραφείο με ρολά και πολλά χαρτιά, καλοσυνάτο και έτοιμο να διηγηθεί ιστορίες από τα παλιά. Ήταν μία πανδαισία να τον ακούς.
Πολλές φορές ήταν αυτός που είχε εντολές για τις επιθεωρήσεις που θα έπρεπε να κάνω. Έτσι τακτικά ήμουν κοντά του. Το καλοκαίρι τις στιγμές σχόλης κάναμε περίπατο στη περιοχή «Βαπόρια» ή ανεβαίναμε καμιά φορά στην Άνω Σύρο, ή, εφόσον ο Μηνάς Ρεθύμνης ήταν στη Σύρο, περνούσαμε τη βραδιά στη πρύμνη του κότερου του «Chauve Souris».
Για πιο μακρινές εξορμήσεις πηγαίναμε μέχρι τη Δελαγράτσια και την παραλία του Φοίνικα, όπου ευρίσκετο η περίφημη ψαροταβέρνα που διατηρούσαν η Χαρίκλεια και η αδελφή της, οι επονομαζόμενες «Φοράδες». Το παρατσούκλι αυτό τους είχε κολλήσει γιατί το επίθετο του πατέρα τους ήταν Φοράδης και οι κόρες του μοιραίως ήταν οι αδελφές Φοράδη. Κι αυτό κατέληξε σε «Φοράδες».
Τότε τα αρχοντικά της Δελαγράτσια ήσαν ερειπωμένα και ο Φοίνικας είχε ένα – δύο σπίτια. Η συγκοινωνία ήταν περίπου ανύπαρκτη και τα ταξί ολίγα. Ιδιωτικά αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν ελάχιστα.
Αυτά συνέβαιναν όταν η παραμονή στη Σύρο, λόγω εργασιών ή και απλώς λόγω αναμονής αφίξεως ενός πλοίου για επισκευή, γινόταν πολυήμερη. Πολυήμερη επίσης μπορούσε να γίνει όταν ενέσκυπτε κακοκαιρία και υπήρχε απαγόρευση απόπλου. Χαρακτηριστικά ενθυμούμαι την περίπτωση όταν επρόκειτο να δεξαμενισθεί για πρώτη φορά το πορθμείο της ΕΛΜΕΣ «Εγνατία» στην πλωτή δεξαμενή, που ευρίσκετο τότε παραβεβλημένη κοντά στον κυματοθραύστη. Λόγω σφοδρού πλευρικού ανέμου και ιδιομορφίας του πυθμένα του πλοίου, επί πέντε ημέρες εγίνοντο προσπάθειες για τον δεξαμενισμό του. Να σημειωθεί ότι ρυμουλκά δεν υπήρχαν στην Σύρο και έπρεπε να έλθουν από τον Πειραιά για αυτόν τον απλό δεξαμενισμό 10 ημέρες!!
Στο «Νεώριο» τότε μπορούσαν να γίνουν περιορισμένες εργασίες. Έτσι πολλές φορές ερχόντουσαν συνεργία από τον Πειραιά. Εξαρτήματα που εχρειάζοντο επισκευή πολλές φορές τα εφόρτωναν σε καΐκια και απεστέλοντο στα μηχανουργεία του Πειραιώς, με τις ανάλογες καθυστερήσεις που μπορούσαν να συμβούν. Εν τούτοις, με την καπατσοσύνη και την σκληρή εργασία που χαρακτήριζαν το τότε εργατικό δυναμικό, οι εργασίες ετελείωναν ικανοποιητικά και με χαμηλό συγκριτικά κόστος.
Φουρνιστάκης ονομαζόταν αυτός που ρύθμιζε τα του «Νεωρίου» και Κατσιμαντής ήταν το όνομα του τοπικού εργολάβου που άρχισε σιγά – σιγά να προσπαθεί να μονοπωλεί τις εργασίες.
Όταν είχα επιθεωρήσεις έφευγα το πρωΐ από τον «Ερμή» με τη φόρμα της δουλειάς, είτε για την δεξαμενή είτε για το «Νεώριο» και γυρνούσα το βράδυ, συνήθως μέσα στη μαυρίλα και το πετρέλαιο, καταϊδρωμένος.
Το καλοκαίρι, με πλοίο στη δεξαμενή, με αφόρητη ζέστη, είχα εφαρμόσει την πρωτότυπη λύση να βουτώ μέσα στη θάλασσα και μετά, έτσι δροσισμένος, να συνεχίζω την ….εσωτερική επιθεώρηση διπυθμένων.
Το 1961 συνέβη το κάτωθι περιστατικό που είναι χαρακτηριστικό για την κρατούσα κατάσταση όπου ο υπαρκτός σοσιαλισμός και το «Σιδηρούν παραπέτασμα» μεσουρανούσαν: Λόγω εκτάκτου περιστατικού το φορτηγό πλοίο της Ανατολικής Γερμανίας «Stubenkammer» ευρέθη στην ανάγκη να δεξαμενισθεί στη Σύρο και το Lloyd’s είχε εξουσιοδοτηθεί να επιβλέψει και να πιστοποιήσει τις επισκευές για λογαριασμό της Εθνικής του Αρχής. Να υπενθυμίσω ότι τότε η Ανατολική Γερμανία ανήκε στο λεγόμενο «ανατολικό μπλοκ» και ήταν τελείως απομονωμένη από τον υπόλοιπο δημοκρατικό κόσμο. Το πλήρωμα δεν μιλούσε σε κανέναν Έλληνα. Μόνον ο Πλοίαρχος και ο Α΄ Μηχανικός, με στοιχειώδη αγγλικά, επικοινωνούσαν με τις Αρχές, τον πράκτορα και εμέ, υπό την αυστηρή όμως επιτήρηση του «κομισάριου», που ενεφανίζετο ως αξιωματικός του πλοίου. Το μεσημέρι ο Πλοίαρχος, με συστολή και ενδοιασμό, προσεκάλεσε εμέ και τον πράκτορα Κώστα Καρέλλη να φάμε στην τραπεζαρία. Εκεί, συγκεντρωμένοι όλοι, μας σερβίρανε, για πρώτο πιάτο όπως νομίσαμε, έναν μέλανα ζωμόν, μαύρη κουραμάνα και βούτυρο. Ξανασερβίρανε δεύτερη….. και τρίτη φορά με πολύ ψωμί και βούτυρο και αυτό ήταν όλο. Κατά τις 4 μ.μ., όταν τελείωσε η εργασία, ο Καρέλλης προτείνει στον Πλοίαρχο και στον Α΄ Μηχανικό να τους πάρει έξω και υποδεικνύει στον λιμενοφύλακα να μην επιτραπεί η έξοδος στον «κομισάριο», μία και η αποβίβαση από το πλοίο, έτσι κι’ αλλιώς ήταν ελεγχόμενη. Με ένα ταξί πηγαίνουμε όλοι στις «Φοράδες» όπου είχε παραγγείλει θαλασσινά και ψάρια. Οι δυστυχείς οι Γερμανοί, αν και φυσικά είχαν φάει το μεσημεριανό τους στο πλοίο, έπεσαν ακάθεκτοι και δεν έμεινε λέπι. Μετά το τέλος του γεύματος κάναμε έναν περίπατο οπότε σιγά και φοβισμένα ο Πλοίαρχος γυρνά και μας λέει το αλησμόνητο: Στον τόπο μας το κράτος μας εξασφαλίζει να έχουμε να φάμε αλλά δεν έχουμε ελευθερία……(και τι φαγητό τους εξασφάλιζε!!).
Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 το «Νεώριο» επωλήθη στους Γουλανδρή, οι οποίοι το αναβάθμισαν και είχαν οράματα για εξάπλωση των εργασιών του και για την δημιουργία μεγάλης μονίμου δεξαμενής στον παράπλευρο χερσαίο χώρο του.
Ενθυμούμαι ότι σε ταξίδι επιστροφής στον Πειραιά, το 1970, το οποίο απεδείχθη ότι ήταν και το τελευταίο μου ως επιθεωρητού του Lloyd’s, ο Γουλανδρής μου παρουσίαζε τα σχέδια του για το «Νεώριο», που εάν είχαν πραγματοποιηθεί, θα άλλαζαν την μορφή της Σύρου και δεν θα επακολουθούσε η μεγάλη απαξίωσή της με τις απεργιακές κινητοποιήσεις που επέβαλαν τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία ήθελαν να τον εκβιάσουν για ποικίλους και προφανείς λόγους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ενδεχομένως ο Γουλανδρής έκλεισε το ναυπηγείο, απέλυσε το προσωπικό και η Σύρος επείνασε πολλά χρόνια.
Βιβλιογραφία:
Κωνσταντίνος Α. Φιλίππου, “Διαδρομή ενός αιώνα, 1900-2000”
(Από τα αρχεία και τις αναμνήσεις του Αλεξάνδρου και του Κωνσταντίνου Φιλίππου)
της άδειας δημοσίευσης του κειμένου και των φωτογραφιών.