Όταν οι μικροί στηρίζουν τους μικρούς – Ένας φόρος τιμής στον Επίτιμο Πρόξενο της Αϊτής και από το 1982 Έλληνα Ιβέλτ Λεμπρέν
Γράφει η Άννα Γ. Φαλτάϊτς
Είναι σύνηθες φαινόμενο να απαιτείται ένα συνταρακτικό γεγονός –συνήθως τραγικό- προκειμένου να επαναφέρει στο προσκήνιο άλλα παρόμοια περιστατικά και καταστάσεις, που οι γρήγοροι ρυθμοί της καθημερινότητας οδηγούν στη λήθη.
Η πρόσφατη δολοφονία του προέδρου της Αϊτής Ζοβενέλ Μοΐζ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης ξαναθυμήθηκαν αυτή τη μικρή χώρα στην άκρη του Ατλαντικού, με την οποία είχαν ασχοληθεί πριν από περίπου μια δεκαετία, πάλι για ένα τραγικό γεγονός, εκείνο του καταστροφικού και πολύνεκρου σεισμού του 2010.
Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό, όμως στον σεισμό εκείνο η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που πρόστρεξε σε βοήθεια, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Επίτιμου Πρόξενου της Αϊτής στην Ελλάδα, Ιβέλτ Λεμπρέν, ενός ανθρώπου που ανέδειξε και κατέβαλε προσπάθειες να ισχυροποιήσει τις σχέσεις μεταξύ των δυο μικρών μας χωρών στον παγκόσμιο χάρτη.
Το δε έργο του παραμένει επίκαιρο, όχι μόνον λόγω των πρόσφατων τραγικών γεγονότων, αλλά και λόγω των επετειακών εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, καθώς η Αϊτή είχε παίξει τότε έναν εξαιρετικής σημασίας ρόλο – αν και συμβολικό.
Ο Ιβέλτ Λεμπρέν, ορθοπεδικός χειρουργός στο επάγγελμα, «έφυγε» από κοντά μας πριν από έναν χρόνο. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο με βαθιά γνώση της ιστορίας και των δυο χωρών, ο οποίος –αν και προέρχονταν από ένα νησί με το οποίο η Ελλάδα δεν έχει αναπτύξει ιδιαίτερες σχέσεις- είχε ελληνική παιδεία.
Γεννήθηκε το 1949 στο Γκονάιβ της Αϊτής. Παιδί εύπορης οικογένειας, έμαθε από νωρίς όχι μόνον την ιστορία και μυθολογία της Ελλάδας, αλλά επίσης να μιλάει την αρχαία ελληνική γλώσσα. Αργότερα, και αφού οι δυο από τους αδελφούς του είχαν ήδη έρθει στην Ελλάδα για σπουδές στην Ιατρική (στο ΑΠΘ) – και μάλιστα με υποτροφία από το ελληνικό κράτος- το 1972 ήλθε και ο ίδιος στην χώρα μας για να σπουδάσει στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με έξοδα της οικογένειας του.
Παρά τις διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης, το γεγονός πως ήρθε στη χώρα μας αγαπώντας την ήδη και πιστεύοντας πως ήρθε στη χώρα του πολιτισμού, της ιστορίας και της φιλοσοφίας, τον βοήθησε να προσαρμοστεί στην καθημερινότητα χωρίς δυσκολία, κάνοντας τελικά την Ελλάδα τη δεύτερη πατρίδα του.
Στην ιατρική αρίστευσε, και υπήρξε εξαίρετος ορθοπεδικός χειρουργός. Η γαλλική κουλτούρα του και η ηρεμία του, ενέπνεαν εμπιστοσύνη, ενώ η ανθρωπιά με την οποία αντιμετώπιζε, παρείχε τις υπηρεσίες του και συμβούλευε τους ασθενείς του, τον έκανε ιδιαίτερα αγαπητό. Ωστόσο, άλλος ήταν ο τομέας στον οποίον διακρίθηκε.
Ευρύτερα γνωστός έγινε στη χώρα μας μέσα από τις ενέργειες του να αναδείξει και να ισχυροποιήσει τους ιστορικούς δεσμούς που έχει η Αϊτή με την Ελλάδα, υπενθυμίζοντας πως η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας μετά την επανάσταση του 1821, ήταν η Αϊτή: μια μικρή χώρα η οποία είχε μόλις πρόσφατα ανακτήσει τη δική της ανεξαρτησία από τη Γαλλία.
Η πρώτη διπλωματική αναγνώριση της ανεξάρτητης Ελλάδας
Το συγκεκριμένο γεγονός βεβαίως δεν είναι μια άγνωστη σελίδα στην ελληνική ιστορία, αφού –έστω και επιγραμματικά- αναφέρονταν στα βιβλία ιστορίας και τις εγκυκλοπαίδειες μας.
Είναι γνωστή η επιστολή που απέστειλε η Ελληνική Εταιρεία των Παρισίων (μια από τις πολλές μυστικές οργανώσεις που είχαν δημιουργηθεί στην Ευρώπη από τις αρχές του 18ου αιώνα, με φιλελληνική δράση) που απαρτίζονταν από τους Αδαμάντιο Κοραή, Αλέξανδρο Βογορίδη, Χριστόδουλο Κλωνάρη και Νικόλαο Πικόλο, προς τον πρόεδρο της Αϊτής Ζαν-Πιέρ Μπουαγιέ στις 20 Αυγούστου του 1821, με την οποία του ζητούσαν να βοηθήσει τον αγώνα, στέλνοντας όπλα, χρήματα αλλά ακόμα και κάποιο τάγμα πολεμιστών.
«(…) Μέχρι τώρα αι ευρωπαϊκαί κυβερνήσεις, απαθείς θεαταί του χυνομένου κρουνηδόν χριστιανικού αίματος, δεν έχουν εκδηλώσει ευχάς δια την χειραφέτησίν μας, εκ του φόβου αναμφιβόλως ότι γειτονικαί δυνάμεις θα συνέλεγον τον καρπόν αυτής της πάλης», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην επιστολή, η οποία καταλήγει:
«Γενναίοι Αϊτινοί…έλθετε εις βοήθειάν μας. Τριάντα χιλιάδες τουφέκια και χρηματικά μέσα μάς είναι αναγκαία και εάν εις αυτό το δώρον ή δάνειον προσετίθετο η άφιξις ενός των ταγμάτων σας, η θέα αυτών των γενναίων πολεμιστών από τα βάθη της Αμερικής θα έφερε τον τρόμον εις την ψυχήν των άνανδρων δημίων μας. Η νήσος Ύδρα είναι ο λιμήν, εις τον οποίον δύνασθε να αποστείλετε τας βοηθείας σας…»
Ανταποκρινόμενος, ο Μπουαγιέ σε επιστολή του της 15ης Ιανουαρίου του 1822, απευθυνόμενη «στους πολίτες της Ελλάδας, Α. Κοραή, Κ. Πολυχρονιάδη, Α. Βογορίδην και Χ. Κλωνάρη», γράφει πως
«(…) Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς αναγκασθείσα τέλος πάντων εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίας αυτής και την θέσιν, ήν μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε.
Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων και συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Έλληνες επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και δια των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας».
Ο Μπουαγιέ εξηγεί στην επιστολή του πως θα ήθελε να βοηθήσει στέλνοντας, αν όχι στρατό και πολεμοφόδια, τουλάχιστον χρήματα, ωστόσο οι εξελίξεις στην πατρίδα του καθιστούσαν κάτι τέτοιο αδύνατο, σε εκείνη τη φάση.
«Πολίται, διερμηνεύσατε προς τους συμπατριώτας υμών τας θερμοτέρας ευχάς, άς ο λαός του Χαϊτιού αναπέμπει υπέρ της ελευθερώσεως αυτών», σημειώνει, καταλήγοντας: «Είθε παρόμοιοι τοις προγόνοις αυτών αποδεκνυόμενοι και υπό των διαταγών του Μιλτιάδου διευθυνόμενοι, δυνήθωσιν εν τοις πεδίοις του νέου Μαραθώνος τον θρίαμβον της ιεράς υποθέσεως, ήν επεχείρησαν υπέρ των δικαιωμάτων αυτών, της θρησκείας και της πατρίδας».
Διαδεδομένη είναι επίσης η –μη εξακριβωμένη ακόμα από επίσημα έγγραφα- πληροφορία για την αποστολή 100 εθελοντών από την Αϊτή ώστε να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων καθώς και 45 τόνων καφέ.
Αυτό, όμως, που δεν αναδείχθηκε ποτέ όπως άρμοζε, ήταν η σημασία της προαναφερθείσας αλληλογραφίας, που αν και συμβολική, ωστόσο ήταν εξαιρετικά μεγάλη, καθώς κατέδειξε την ανάγκη αλληλεγγύης μεταξύ των αδύναμων, των «μικρών».
Αντιλαμβανόμενος την παράλειψη αυτή, ο Ιβέλτ Λεμπρέν ανέσειρε και ανέδειξε την πτυχή αυτή της ιστορίας, καταφέρνοντας να προσελκύσει τόσο το ενδιαφέρον των ιστορικών όσο και του ελληνικού τύπου, προκειμένου να διερευνηθεί περαιτέρω.
Ο ίδιος μάλιστα, με την προσωπική του έρευνα στα αρχεία της Ελλάδας, της Αϊτής αλλά και των ΗΠΑ, αναζήτησε και άλλα στοιχεία που να ρίχνουν περισσότερο φως στις σχέσεις των δυο χωρών και τους λόγους για τους οποίους η Αϊτή ήταν η πρώτη χώρα που –έστω και συμβολικά- πρόστρεξε στο πλευρό της Ελλάδας.
Δυστυχώς, τα αρχεία της Αϊτής καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς από τον σεισμό του 2010 και έτσι πολλές πολύτιμες πληροφορίες ενδεχομένως να χάθηκαν για πάντα.
«Oι μικροί πρέπει να στηρίζουν τους μικρούς»
Ο Λεμπρέν πίστευε πως η Ελλάδα και η Αϊτή είναι δυο μικρές χώρες, που η ιστορία της συνέδεσε και θα πρέπει η μια να στηρίζει την άλλη.
Αυτός ήταν και ο γνώμονας με τον οποίον κινήθηκε ασκώντας τα διπλωματικά του καθήκοντα ως Πρόξενος της Δημοκρατίας της Αϊτής από το 1998 –και μάλιστα διορισμένος από τον ίδιο τον τότε πρόεδρο της χώρας του Ρενέ Πρεβάλ.
Χαρακτηριστική ήταν η προσωπική φροντίδα που έδειξε για την αθλητική αποστολή της Αϊτής κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, καθώς όντας επίτιμο μέλος της Ολυμπιακής Ακαδημίας της Αϊτής, βοήθησε την αποστολή της ομάδας μιας μικρής χώρας να αποκτήσει προτεραιότητα.
Μάλιστα, την περίοδο εκείνη, σταμάτησε να λειτουργεί το ιατρείο του για έναν ολόκληρο μήνα, διαθέτοντας τον επαγγελματικό του χώρο ως «Σπίτι της Αϊτής» προκειμένου να διευκολυνθεί η αποστολή στις επικοινωνίες της. Για την φροντίδα του αυτή τιμήθηκε παρελαύνοντας δίπλα στην σημαία της Αϊτής.
Η συμπάθεια και δημοφιλία που απέκτησε μεριμνώντας για τους πατριώτες του κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, συνέβαλαν στο να σημειώσει η Ελλάδα μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία λίγα χρόνια αργότερα, στον καταστροφικό σεισμό που έπληξε την Αϊτή το 2010. Στον σεισμό αυτόν σκοτώθηκαν περισσότεροι από 280.000 άνθρωποι, ενώ αμέτρητοι ακόμα χάθηκαν από την επιδημία χολέρας που ξέσπασε στη χώρα αμέσως μετά.
Με τις ενέργειές του και την προώθηση του ζητήματος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κατάφερε ώστε το πρώτο αεροσκάφος με ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια από την Ευρώπη προς την Αϊτή, να σταλεί από την Ελλάδα.
Την περίοδο εκείνη βρίσκονταν στην Αϊτή ο αδελφός του, και έτσι σε συντονισμό οι δυο άνδρες έφεραν σε επαφή τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών με τους κυβερνώντες και την αντιπολίτευση της Αϊτής, προκειμένου να συζητηθούν τα προβλήματα.
Έτσι, με την προσωπική του ενασχόληση, και έχοντας ως φιλοσοφία ζωής πως «οι μικροί πρέπει να στηρίζουν τους μικρούς», κατάφερε να πετύχει κάτι πολύ σπουδαίο –ηθικά τουλάχιστον- και για τις δυο χώρες: όχι μόνον να υπάρξει αποστολή βοήθειας, αλλά να είναι και επιτυχημένη. Επρόκειτο για μια συμβολική ανταπόδοση 200 χρόνια μετά, αλλά και μια διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας.
Ο Ιβέλτ Λεμπρέν παντρεύτηκε το 1978 και έκανε οικογένεια στην Ελλάδα, ενώ απέκτησε την ελληνική ιθαγένεια το 1982. Τα 9.300 χλμ που χωρίζουν τις δύο πατρίδες του, την Αϊτή και την Ελλάδα, δεν στάθηκαν ποτέ ως εμπόδιο, αλλά αντίθετα λειτούργησαν ως καταλύτης ώστε να φέρει αυτές τις δύο «μικρές» πατρίδες του κοντά, τόσο κοντά ώστε να τις νοιώσει ως μία.
Αθόρυβος, αφοσιωμένος και συνεπής, έκανε το πέρασμα από αυτή τη γη και άφησε το δικό του λιθαράκι παρακαταθήκη και κληρονομιά στις επόμενες γενιές που ακολουθούν.
Πηγή: armyvoice.gr