Ο Ιωάννης Φουστάνος γεννήθηκε το 1856 στην Σπάρτη. Αφού ολοκλήρωσε τις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες σπουδές στην γενέτειρά του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει, αρχικά στη Φιλοσοφική Σχολή (για δύο χρόνια) και εν συνεχεία στην Ιατρική Σχολή. Από νωρίς φανερώνεται πολυπράγμων: συνδυάζει την ιδιότητα του φιλολόγου, του ιατρού και του μουσικού. Η συγγραφική του δραστηριότητα ξεκινά στα 1876 με την μετάφραση της γαλλικής ηθικοπλαστικής νουβέλας Τα δεινά μας Χάριτος Ούντλεϋκαι τον επόμενο χρόνο τυπώνει το βιβλίο Αστέρες, ήτοι συλλογή παροιμιών και παροιμιωδών εκφράσεων της αρχαίας ελληνικής μετά αναγκαίων εξηγήσεων. Η φιλολογική του ιδιότητα, την οποία δεν εγκαταλείπει ποτέ (αργότερα σχεδίαζε να εκδώσει ένα βιβλίο για την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας), θα τον βοηθήσει και στην ιατρική του δραστηριότητα (μεταξύ άλλων, στην ελληνική απόδοση ιατρικών όρων και στην μετάφραση αρχαιοελληνικών ιατρικών συγγραμμάτων).
Δάσκαλο του στη μουσική – όπως αναφέρει ο ίδιος αργότερα – είχε τον Κερκυραίο συνθέτη και μαέστρο, Ιωσήφ Καίσαρη. Τον Ιανουάριο του 1880 ο Φουστάνος συμμετέχει στην ίδρυση, και εν συνεχεία στην διοίκηση (ως γραμματέας), του βραχύβιου μουσικού Συλλόγου «Ορφεύς», ο οποίος δημιουργήθηκε από έναν κύκλο νεαρών φοιτητών με τον φιλόδοξο στόχο να καλλιεργήσει το μουσικό αίσθημα, να διαδώσει την διδασκαλία της μουσικής και να οργανώσει μουσικές συναυλίες. Το 1881 ανακηρύσσεται διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον επόμενο χρόνο ταξιδεύει στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στην ιατρική, ενδεχομένως και στην μουσική.
Το 1884 επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Ερμούπολη όπου η οικογένειά του είχε εν τω μεταξύ μετοικήσει. Η ευρωπαϊκών προδιαγραφών αυτή ελληνική πόλη διέθετε από το 1864 θέατρο όπερας («Απόλλων») με συστηματική λειτουργία. Χωρίς ποτέ να διακόψει τις σχέσεις του με το Παρίσι – είναι συνεργάτης του παρισινού ιατρικού περιοδικού Semaine mιdicale – και εργαζόμενος ως πρακτικός ιατρός, ο Φουστάνος συμμετέχει στις δραστηριότητες της λέσχης «Ελλάς» (της οποίας το 1887 γίνεται έφορος), σημαντικού πολιτιστικού συλλόγου της Ερμουπόλεως που συμπλήρωνε την καλλιτεχνική δραστηριότητα του θεάτρου με μουσικές εκδηλώσεις, λογοτεχνικές βραδιές και διαλέξεις. Σε τρεις από αυτές ο νεαρός ιατρός συμμετέχει παίζοντας φλάουτο.
Τον Ιούλιο του 1889 ο Ιωάννης Φουστάνος ανακηρύσσεται, μαζί με την συντοπίτισσά του Μαργαρίτα Θ. Καλάρη, αντεπιστέλλον μέλος της Φιλαρμονικής Εταιρίας Αθηνών, ενώ το 1890 εκλέγεται παμψηφεί μέλος της τετραμελούς επιτροπής του Δημοτικού Θεάτρου «Απόλλων», θέση που συνεπαίγεται συμμετοχή στην διοίκηση του θεάτρου. Την ίδια χρονιά γίνεται διευθυντής της Παθολογικής κλινικής του δημοτικού νοσοκομείου Σύρου, όπου ιδρύει ερευνητικό εργαστήριο, ενώ συμμετέχει σε διεθνή ιατρικά συνέδρια εκπροσωπώντας την Ελλάδα ως καταξιωμένος επιστήμονας σε διεθνές επίπεδο. Στα τέλη του έτους μνηστεύεται και μετά από λίγους μήνες (τον Μάιο του 1893) παντρεύεται την Σμαράγδα Νικολαΐδου.
Η οικογενειακή ζωή δεν αναστέλλει τις ιατρικές και καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. Το 1894 φέρεται ως αντεπιστέλλον μέλος του αθηναϊκού Συλλόγου «Παρνασσός» και από το 1896 εκδίδει δικό του ιατρικό περιοδικό, την Ιατρική πρόοδο, το οποίο θα θεωρηθεί κορυφαίο στο είδος του και εφάμιλλο των ευρωπαϊκών, τα οποία συχνά αναδημοσιεύουν κείμενα της Ιατρικής προόδου σε μετάφραση. Το 1899 ο Φουστάνος θα εκδώσει και το βραχύβιο περιοδικό La Grθce mιdicale. Τον ίδιο χρόνο η Ανώτατη Αυτοκρατορική Ιατρική Εταιρία της Κωνσταντινουπόλεως τον εκλέγει αντεπιστέλλον μέλος της, σε ένδειξη αναγνώρισης της ιατρικής του προσφοράς στον χώρο της έρευνας. Τον Φεβρουάριο του 1900 ο Φουστάνος τιμάται με τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος για την προσφορά του στην ιατρική επιστήμη. Το 1911, μεσούντος του γλωσσικού ζητήματος, δημοσιεύει μια Έκκλησιν προς τους Βουλευτάς της διπλής Βουλής επί του ζητήματος της ελληνικής γλώσσης, όπου συντάσσεται με τους καθαρολόγους, ζητώντας να ληφθούν μέτρα έτσι ώστε να προστατευθεί νομικώς η καθαρεύουσα – πράγμα που έμελλε να πραγματοποιηθεί, με την εισαγωγή σχετικού άρθρου στο Σύνταγμα. Στο κείμενο επισυνάπτει και ένα σύντομο απόσπασμα εκτενέστερης μελέτης που σκόπευε να δημοσιεύσει (δεν γνωρίζουμε αν τελικώς την εξέδωσε) για την συνέχεια της ελληνικής γλώσσας. Το ίδιο έτος τον βρίσκουμε αντιπρόεδρο της Λέσχης «Φιλόμουσοι Σύρου», από την οποία θα αποχωρήσει πριν το 1915.
Η λέσχη «Ελλάς» αποτέλεσε έναν από τους χώρους όπου ο Φουστάνος εκδήλωσε και την μουσικολογική του δραστηριότητα. Στο πλαίσιο των φιλολογικών εσπερίδων που οργάνωνε η λέσχη τον χειμώνα του 1886 ο Φουστάνος έδωσε μια διάλεξη «Περί μουσικής υπό ιστορικήν, φυσικήν, αισθηματικήν και ιατρικήν έποψιν», η οποία επρόκειτο να εκδοθεί. Δεν γνωρίζουμε αν τελικά εκδόθηκε, πιθανόν όμως το κείμενο της διάλεξης να είναι ταυτόσημο με αυτό που δημοσίευσε στο Ημερολόγιον του Σκόκου το 1889 υπό τον τίτλο «Η μουσική υπό αισθητικήν έποψιν, ήτοι η παραστατική και εκφραστική δύναμις της μουσικής και η ηθική επίδρασις της επί του ανθρώπου». Ενδεχομένως στοιχεία της διάλεξης να αξιοποιήθηκαν στο βιβλίο που εξέδωσε το 1887 με τίτλο Αρμονία και μελωδία, ήτοι μουσικαί μελέται μετά τεχνοκριτικής αναλύσεως διαφόρων μελοδραμάτων, στα δύο εισαγωγικά κεφάλαια, καθώς ορισμένες ιδέες του Φουστάνου για την αισθητική της μουσικής, σε σχέση με το γεωγραφικό κλίμα και τις επιδράσεις της μουσικής στην ανθρώπινη ψυχή υπάρχουν στο εν λόγω βιβλίο.
Βάση – και ίσως και αφορμή – για το Αρμονία και μελωδία ήτοι μουσικαί μελέται μετά τεχνοκριτικής αναλύσεως διαφόρων μελοδραμάτων αποτέλεσαν μια σειρά κριτικών άρθρων που ο Φουστάνος δημοσίευσε στην εφημερίδα Πολίτης ως «Φιλόμολπος», ψευδώνυμο με το οποίο ο συγγραφέας έγραφε μουσική κριτική στην εφημερίδα Πανόπη της Ερμούπολης από το 1884. Τα άρθρα του Πολίτη αναλύουν κάποιες όπερες που ανέβηκαν την τρέχουσα θεατρική περίοδο (1886-1887) στο δημοτικό θέατρο «Απόλλων» και σχολιάζουν την επίδοση των καλλιτεχνών και το συνολικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα των παραστάσεων. Πιο συγκεκριμένα ο Φουστάνος ασχολείται με τις παραστάσεις των έργων Fra Diavolo του Auber, La forza del destino του Verdi, Jone του Errico Petrella και I Puritani του Bellini. Η κανονική ροή της δημοσίευσης των κριτικών διακόπτεται από δύο εμβόλιμα άρθρα («Η εισαγωγή του Fra Diavolo» και «Η εισαγωγή του Fra Diavolo και οι στοιχειώδεις άγνοιαι του κ. Δ.Ν.Κ.»), τα οποία ο Φουστάνος έγραψε ως απάντηση στον Δ.Ν.Κ. (που στο τελευταίο άρθρο του υπογράφει ως Δ.Α. Κλάδης), ο οποίος του επετέθη από τις σελίδες της εφημερίδας Πατρίς με αφορμή το πρώτο κείμενο του «Φιλόμολπου» για τον Fra Diavolo. Το βιβλίο συμπληρώνεται από τρία κεφάλαια που ανατυπώνονται, με ελάχιστες αλλαγές, τρεις από τις κριτικές της Πανόπης, συγκεκριμένα, οι κριτικές για τις όπερες La Favorita του Donizetti, Napoli di Carnovale του Nicola de Giosa και Vittore Pisani του Achille Peri. Η πολεμική με τον νεαρό κριτικό της εφημερίδας Πατρίς δίνει στον Φουστάνο την ευκαιρία να αναπτύξει λεπτομερώς κάποια ζητήματα ευρύτερου μουσικουθεωρητικού ενδιαφέροντος, τα οποία θίγει στις επικαιρικές κριτικές του αναλύσεις.
Πράγματι, πέραν από τις καθαυτές κριτικές αρετές, οι οποίες διακρίνουν τα δημοσιεύματα του «Φιλόμολπου», ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναλυτική αφετηρία του Φουστάνου, όπως υποδηλώνεται στον τρόπο με τον οποίο σχολιάζει την «Εισαγωγή» της όπερας Fra Diavolo: αφού υποστηρίξει προκαταρκτικά ότι, μετά την πρώτη φάση της ιστορίας της όπερας, οι συνθέτες καταβάλλουν προσπάθειες «όπως παρασταθή εν σμικρώ, ως επί το πλείστον δια μόνης της ορχήστρας και άνευ της βοηθείας του λόγου και της μιμητικής παραστάσεως η όλη υπόθεσις του μελοδράματος ή εξέχοντα τινά επεισόδια και γεγονότα αυτού» (Πολίτης 22-11-1886), ο Φουστάνος περιγράφει αναλυτικά τη διάθρωση της «εισαγωγικής συμφωνίας» του Auber ως σύνοψης της ιστορίας του Fra Diavolo. Θεωρεί μάλιστα ότι η ορχήστρα “αφηγείται” στο σημείο εκείνο και κάποια προκαταρκτικά επεισόδια που το λιμπρέτο, προϋποθέτοντάς τα, τα παραλείπει. Για να μπορέσει, όμως, ο άναρθρος ήχος των οργάνων να “αφηγηθεί” γεγονότα, να “εκφράσει” ανθρώπινες διαθέσεις ή να “περιγράψει” τοπία και καταστάσεις, θα πρέπει να διαθέτει την ανάλογη δικαιοδοσία και δύναμη. Αυτή ακριβώς είναι η φιλοσοφική και αισθητική θέση του «Φιλόμολπου», όπως συγκεκριμενοποιείται στα δύο εμβόλιμα δημοσιεύματα του Πολίτη, με τα οποία ανασκευάζει, σε οξείς τόνους, τις κατηγορίες του Δ.Ν.Κ., ο οποίος κατηγορείται με τη σειρά του από τον Φουστάνο ότι θεωρεί ανόητους τους συνθέτες που προσπαθούν με μουσικά μέσα «να διερμηνεύσωσι διάφορα πάθη και αισθήματα και να παριστάνωσι τρικυμίας, θυέλλας και παντοίας εικόνας της φύσεως». Έτσι τα δημοσιευμένα κείμενα της πολεμικής μεταφέρουν στα καθ’ ημάς τη διαμάχη που είχε ξεσπάσει, στον γερμανόφωνο χώρο, μεταξύ των οπαδών της «απόλυτης μουσικής» και εκείνων που πίστευαν στην εκφραστική και περιγραφική δύναμη της τέχνης των ήχων. Η άλλη θεωρητική καταβολή των απόψεων του μουσικολογούντος ιατρού – η ίδια η ιατρική του κατάρτιση – τον υποχρέωνε να διερευνά με άμεσο τρόπο τις ευρύτερες επιδράσεις της μουσικής και να θεμελιώνει την μουσικοθεραπεία στην Ελλάδα με ένα μεταγενέστερο δημοσίευμά του στην Ποικίλη Στοά του 1889.
Μια έμμεση, αλλά και πιο έμπρακτη απάντηση στις φορμαλιστικές επικρίσεις των θέσεών του δίνεται δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο «Φιλόμολπος» αξιοποιεί τις θεωρητικές και πρακτικές του γνώσεις για να συνθέσει ο ίδιος ένα βαλς με εισαγωγή. «Η όλη μουσική σύνθεσις», γράφει κάποιος ακροατής των δοκιμών της πρεμιέρας «απαρτίζει βαλλισμόν [=βαλς] ζωηρότατον, του οποίου προηγείται ικανός μακρά εισαγωγή αρμονικωτάτη και μεγαλοπρεπής, παριστάνουσα μετά σπανίας τέχνης την πρωΐαν» (Ήλιος 21-8-1888). Η εισαγωγή αυτή μονοπωλεί σχεδόν το προγραμματικό σημείωμα του συνθέτη, το οποίο τυπώθηκε στην αρχή της παρτιτούρας που εξέδωσε στο Μιλάνο o οίκος Pigna με τον γαλλικό τίτλο «Le Rιveil» («Το Ξύπνημα» – σε όσα χειρόγραφα του έργου έχουν εντοπισθεί ο ελληνικός τίτλος είναι «Πρωϊνή εξέγερσις»). Παρόλο που η σύντομη αναλυτική περιγραφή του Φουστάνου αναφέρεται σε συγκεκριμένα πνευστά όργανα (τα κόρνα που συμβολίζουν το κυνήγι και οι τρομπέτες που αναγγέλλουν την ημέρα) και σε ορχήστρα πνευστών («la bande»), η τυπωμένη μορφή του έργου είναι για πιάνο. Πρόκειται μάλλον για πιανιστική αναγωγή μιας πρώτης μορφής γραμμένης για μπάντα, αφού η πρώτη εκτέλεση επρόκειτο να γίνει, σύμφωνα με την εφημερίδα Πατρίς (27-8-1888,) στις 28 Αυγούστου από τον «μουσικό θίασο» (κατά πάσα πιθανότητα «ορχήστρα πνευστών») της Σχολής Απόρων Παίδων μας Ερμούπολης. Τον επόμενο χρόνο η εφημερίδα Ήλιος (22-9-1889) συσχετίζει το έργο με τη διαμάχη «Φιλόμολπου» – «Δ.Ν.Κ.», με αφορμή μια εκτέλεση του «βαλλισμού» από την Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας. Ο τότε πρόεδρος του ιστορικού αυτού ιδρύματος, ιερεύς Κωνσταντίνος Βούλγαρης, ζήτησε από τον Φουστάνο το έργο και ο συνθέτης ανταποκρίθηκε αποστέλλοντας την εκδοχή για μπάντα, όπως υποδηλώνεται από μια μεταγενέστερη επιστολή στην οποία ο γραμματέας της Επιτροπής της Φιλαρμονικής Εταιρίας, Ι.Κ. Ζούλας, συγχαίρει τον συνθέτη για την επιτυχία που είχε το έργο σε δύο συναυλίες της μπάντας στην Κέρκυρα. Ο ερευνητής Κώστας Καρδάμης, ο οποίος μας κοινοποίησε ευγενώς την πληροφορία, εντόπισε στα αρχεία της Φιλαρμονικής ένα αντίγραφο της εκδοχής του έργου για ορχήστρα πνευστών, αλλά και μια ιδιόγραφη παρτιτούρα για συμφωνική ορχήστρα, με αφιέρωση στην Φιλαρμονική και με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1889. Δεν γνωρίζουμε αν ο «βαλλισμός» παίχτηκε στα Ολύμπια του Ζάππα στην Αθήνα, όπως είχε προαναγγείλει η εφημερίδα Ήλιος (28-8-1889), σίγουρα όμως παρουσιάστηκε αργότερα στο Πορτ-Σαΐτ, όταν «εν τω εκεί ελληνικώ συλλόγω η μουσική επαιάνισε το υπό του φιλτάτου συμπολίτου ιατρού κ. Φουστάνου συντεθέν γνωστόν μουσικόν έργον Rιveil» (Ήλιος 15-9-1891). Εκτός από το «επιδεικτικό» αυτό μουσικό πόνημα δεν γνωρίζουμε αν ο Φουστάνος συνέθεσε άλλη μουσική.
Για το μουσικοκριτικό και μουσικοθεωρητικό του έργο ο Φουστάνος αναγνωρίστηκε από επιφανείς προσωπικότητες του μουσικού χώρου. Ο Παύλος Καρρέρ διαβάζοντας τις κριτικές του στον Πολίτη θεωρεί πως ο Φουστάνος εγκαινιάζει ένα νέο είδος μουσικής κριτικής, άγνωστο μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, και τον επαινεί για την βαθειά μουσική του παιδεία και την ευθυκρισία του. Ο Διονύσιος Ροδοθεάτος επισημαίνει την σημασία της επιστημονικής μελέτης του Φουστάνου και επαινεί την σωστή πρόσληψη της μουσικής του Wagner.
Ο Ιωάννης Φουστάνος απεβίωσε στην Αθήνα (όπου είχε εγκατασταθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1910) στις 3 Σεπτεμβρίου του 1933.
Κείμενο: ΧΑΡΗΣ ΞΑΝΘΟΥΔΑΚΗΣ / ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΥΡΜΠΑΝΑ
Πηγή: users.ionio.gr