Γράφει: Γιάννης Ευαγγέλου
Πριν λίγες ημέρες σκόνταψα πάνω σε μία ενδιαφέρουσα (αν και κάπως παλιά, ήταν Μάιος του 2015) είδηση από την Ερμούπολη της Σύρου και τη βιομηχανική της κληρονομιά. Πιο συγκεκριμένα για την κλωστοϋφαντουργία. Εκεί λοιπόν, στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, δημιουργήθηκε μια περιβαλλοντική ομάδα εκπαίδευσης από τους μαθητές του 3ου Γυμνασίου Σύρου, η οποία για δύο συνεχείς χρονιές ασχολήθηκε με τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας του νησιού.
Εκτός από επισκέψεις, οι μαθητές αναζήτησαν πληροφορίες για την ιστορία της βιομηχανικής παραγωγής της Ερμούπολης και δη της κλωστοϋφαντουργικής, κατά τον 19ο αιώνα. Το πλέον ενδιαφέρον της όλης δράσης ήταν πως οι μαθητές πήγαν το όλο θέμα ακόμη παρακάτω, δηλαδή πέραν της απλής καταγραφής. Ερεύνησαν αρχειακό υλικό, ζωγράφισαν, σχεδίασαν, σκέφτηκαν δημιουργικά, προβληματίστηκαν, πρότειναν.
Διερεύνησαν μέσω αρχειακού υλικού τις εργασιακές σχέσεις των εργατών τότε, της γυναικείας και παιδικής εργασίας στα εργοστάσια, τη θνησιμότητα των εργατών και τη συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικούς αγώνες, την παλαιότερη και την τωρινή χρήση των κτιρίων, εντόπισαν τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής των κτισμάτων και αποτύπωσαν φωτογραφικά και σχεδιαστικά τις αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητές τους! Κατέθεσαν προτάσεις εστιάζοντας σε λύσεις για τη χρήση των εγκαταλελειμμένων εργοστασίων, όπως τη δημιουργία ενός βιομηχανικού μουσείου (υπάρχει ήδη στην Ερμούπολη) ειδικευμένου στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, όπου θα μπορούσαν να εκτεθούν τα παλιά μηχανήματα των εργοστασίων και να συγκεντρωθεί αρχείο προφορικών μαρτυριών σχετικά με την ιστορία του κλάδου, εξέτασαν το ενδεχόμενο δημιουργίας πολυχώρων πολιτισμού κ.α. Τέλος, εξέθεσαν τα ευρήματά τους σε μία ημερίδα με τίτλο «Με τη ματιά μας σ’ ένα αειφόρο μέλλον».
Οι παραλληλισμοί με την πόλη της Πάτρας σχεδόν ανακλαστικοί, αυτόματοι. Πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια που δεν ζω πια στην πόλη. Όμως την παρακολουθώ όσο μπορώ, εκ του μακρόθεν πλέον. Διαβάζω τις ειδήσεις της, μαθαίνω τα νέα της, παρακολουθώ την εξέλιξή της. Ζω με τις μνήμες μου απ’ αυτήν και τις ανανεώνω.
Η Πάτρα και η Ερμούπολη κυριάρχησαν και άκμασαν ως πόλεις βιομηχανικές σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Μεταξύ άλλων και στην κλωστοϋφαντουργία και οι δύο. Σημαντικά λιμάνια, σταυροδρόμια πολιτισμών, μετακινούμενων πληθυσμών. Με την αποβιομηχάνιση, η οποία κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 πλήρωσαν και ακόμη πληρώνουν ένα βαρύ οικονομικό, κοινωνικό, συναισθηματικό τίμημα. Ειδικά η Πάτρα εδώ και πάνω από 20 χρόνια μαραζώνει. Αυτό είναι μια κοινή διαπίστωση και όχι πια μυστικό. Τα βιομηχανικά της κουφάρια, σκελετωμένοι μάρτυρες ενός πλούσιου παρελθόντος, τρεκλίζουν σιωπηλά, υπομένοντας την εγκατάλειψη και την αναπόφευκτη φθορά του χρόνου. Στην πενία του παρόντος. Δίπλα στην εφήμερη δόξα καφετεριών που ανοιγοκλείνουν. Οι μνήμες του παρελθόντος τους όμως είναι βαθιά ριζωμένες, στο χώρο, στους ανθρώπους, στη συλλογική μνήμη της πόλης. Υπάρχει δηλαδή ένα τεράστιο αποθεματικό μνήμης. Αυτό το αποθεματικό ωριμάζει μέσα σε μια κατάσταση λήθης και «περιμένει» για να αξιοποιηθεί. Μια τέτοια ενδεχόμενη αξιοποίηση θα μπορούσε να επιφέρει πολλά και διάφορα οφέλη. Όχι μόνο οικονομικά, τουλάχιστον όχι με την στενή έννοια του όρου.
>Αν θα ήμασταν πρόθυμοι να κοιτάξουμε λίγο παραέξω από τα στενά όρια του όρου «οικονομική ανάπτυξη» θα διαπιστώναμε πως το επίκεντρο της αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς ενός τόπου θα πρέπει να είναι ο άνθρωπος και κατ’ επέκταση το κοινωνικό σύνολο. Εξάλλου η αποκατάσταση και η αξιοποίηση αυτών των χώρων μνήμης δεν μπορεί να είναι mainstream. Όμως κάλλιστα θα μπορούσε να δημιουργήσει τις βάσεις ενός πυρήνα ήπιας τοπικής ανάπτυξης με πολύ ενδιαφέρουσες απολήξεις για τις δημιουργικές βιομηχανίες (creative industries), τον πολιτισμό, τον τουρισμό. Εδώ μιλάμε για (οικονομικές) δραστηριότητες που βασίζονται στην ανάδειξη, διασπορά και διάχυση της γνώσης και της πληροφορίας. Τα οφέλη μπορεί να είναι μεγάλα για ευαίσθητες ομάδες πληθυσμού, οι οποίες πλήττονται από την ανεργία και την πανθομολογούμενη «κρίση». Για παράδειγμα, επαγγέλματα που χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, θα μπορούσαν να αναβιώσουν μέσα από μία συνεργατική ή συνεταιριστική δομή, υπό τη στέγη ενός παλαιού εργοστασίου.
Παραδείγματα λοιπόν όπως της Ερμούπολης αλλά και άλλων πόλεων της Ελλάδας (Λαύριο, Ελευσίνα, Θεσσαλονίκη κ.α.) αλλά και του εξωτερικού (ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι το Μάντσεστερ της Αγγλίας) μπορούν να δείξουν δρόμους και να αναδείξουν ένα άλλο αύριο. Φυσικά για να να επιτύχει κάτι ανάλογο η Πάτρα, πρέπει πρώτα να το θέλει και κατά δεύτερον να το οραματιστεί. Πιο απλά, να το ονειρευτεί! Γιατί ένα τέτοιο όραμα πρέπει να εμπνέει και να είναι συλλογικό. Με κοινωνούς, εμπνευστές αλλά και διαχειριστές αυτού του οράματος τους ίδιους τους φορείς της κοινωνίας, τον απλό κόσμο, τους ενεργούς πολίτες, τις κολλεκτίβες, τους νέους ανθρώπους, τους μαθητές.
Μεγάλη ομολογουμένως η κουβέντα η οποία μπορεί να ανοίξει. Μεγάλη όμως και σημαντική και η μνήμη της βιομηχανικής κληρονομιάς της πόλης και ιδιαίτερα η συλλογική της μνήμη, η οποία εκτός από τεκμηρίωση σε επίπεδο εκδόσεων δεν έχει έως τώρα αξιοποιηθεί συστηματικά και κατ’ επέκταση αναδειχθεί. Το κόστος αν την αγνοούμε είναι σημαντικό.
[υποσημείωση]
Την ίδια χρονιά (Νοέμβριος 2015) η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας σε συνεργασία με την Περιφερειακή Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης διοργάνωσε μαθητικό διαγωνισμό για την φωτογράφηση των έργων ΕΣΠΑ που έχουν υλοποιηθεί στην περιοχή. Στόχος της διοργάνωσης ήταν οι μαθητές να έρθουν σε άμεση επαφή και να «ανακαλύψουν» έργα που έχει κατασκευάσει, υλοποιεί ή χρηματοδοτεί η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας μέσω του ΕΣΠΑ, και τίτλος του διαγωνισμού ήταν «Ανακάλυψε την Ευρώπη στη Δυτική Ελλάδα».
Μήπως πριν ανακαλύψουμε την Ευρώπη στην περιοχή μας, οφείλουμε να ανακαλύψουμε πρώτα την κρυμμένη της -βιομηχανική και όχι μόνο- ιστορία και τις μνήμες της; Μήπως της το οφείλουμε πρώτα απ’ όλα;
Πηγή: tetartopress.gr