Το 1854 υπήρξε μια καθοριστική χρονιά για το ελληνικό κράτος. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελούσε μια μικρογραφία-προπομπός του “μαύρου” 1897, καθώς είχε ξεκινήσει μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικοπατριωτικής έξαψης, αλλά εξελίχθηκε σε μια τραγωδία για το μικρό ελληνικό κράτος. Η διαφορά ήταν ότι το 1897 έγινε πόλεμος, ενώ το 1854 είχε χτυπήσει η χολέρα, αποτέλεσμα της επέμβασης ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας. Κι όμως, η χρονιά αυτή μοιάζει να έχει χαθεί ξεχασμένη κάπου στις σελίδες των βιβλίων της ελληνικής ιστορίας.
Δέκα χρόνια μετά την διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας από τον Ιωάννη Κωλέττη (Ιανουάριος 1844), η πολιτική τάξη και ο Όθωνας την είχαν ενστερνιστεί πλήρως, έτοιμοι ακόμη και για πόλεμο με την πολύ ισχυρότερη Οθωμανική αυτοκρατορία, που ωστόσο φοβόταν την ακόμη πιο ισχυρή -και απειλητική για τα τουρκικά συμφέροντα- παρουσία της Ρωσίας.
Στις αρχές του 1854 ξέσπασε σειρά επαναστατικών κινημάτων σε Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, λίγους μήνες μετά την έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (Κριμαϊκός πόλεμος). Καθώς τα κινήματα αυτά φαίνεται να είχαν αρκετές επιτυχίες, στην ελεύθερη Ελλάδα δημιουργήθηκε ένα κλίμα ενθουσιασμού και πολεμικής ετοιμότητας προς ενίσχυση των εξεγερμένων Ελλήνων, κάτι που δεν άρεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και κυρίως στην Αγγλία και στη Γαλλία, που πίεζαν την ελληνική πλευρά να μείνει ουδέτερη.
Εν τω μεταξύ, το Μάρτιο του 1854 η Αγγλία και η Γαλλία ενεπλάκησαν στον Κριμαϊκό πόλεμο στο πλευρό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πίεση προς την ελληνική πλευρά, που εκδηλωνόταν τόσο με τη μορφή διπλωματικών πιέσεων όσο και με ναυτικούς αποκλεισμούς των λιμανιών στις περιοχές των επαναστατών, εντάθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς ο μεγαλύτερος φόβος των Αγγλογάλλων ήταν να μην επεκταθεί η ρωσική σφαίρα επιρροής μέχρι την Ελλάδα. Στα πλαίσια αυτά -και ενώ μέχρι το Μάιο του 1854 οι επαναστάσεις είχαν καταπνιγεί ή έστω εξασθενήσει σε σημαντικό βαθμό- αποφασίστηκε η κατοχή του Πειραιά, που ήταν το κεντρικό λιμάνι της χώρας, ώστε να εξασφαλιστεί η ελληνική ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, όπως και τελικά έγινε.
Στις 15.15΄ της 13.05.1854 (π.η.) φάνηκαν τα 15 γαλλικά και αγγλικά πλοία (3 φορτηγά και 12 ατμόπλοια με τα ονόματα Ασπασία, Δάσος, Άγκυρα, Βολταίρος, Ζεραρδίνος, Αχιλλεύς, Σόλων, Αστραπή, Πτολεμαίος, Βαρόμετρον, Φοβερός και Σαρακηνή), που με τη συνοδεία στρατιωτικής μουσικής πλησίαζαν στο λιμάνι του Πειραιά. Η απόβαση των γαλλικών και αγγλικών στρατευμάτων πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα, στις 4.30΄, της 14ης Μαΐου 1854, την οποία η εφημερίδα “Αιών”, που ασκούσε τη μεγαλύτερη επιρροή στην ανερχόμενη αστική τάξη του ελληνικού κράτους της εποχής, χαρακτήριζε ως “αποφράδα ημέρα” και με μια δόση υπερβολής τη συνέκρινε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το Μάιο του 1453.
“Η ημέρα της 14 Μαΐου κατέστη αξιοσημείωτος εν τοις χρονικοίς της Ελλάδος και ολοκλήρου του πολιτικού κόσμου. Εβεβαιώθη κατ’ αυτήν εκ προσθήκης, ότι “ο νόμος εστίν αράχνης ιστός υπό το βάρος του ισχυρού, η δε δικαιοσύνη διατελεί ωσεπιτοπολύ δούλη ταπεινή της δυνάμεως”… Οποίαν οι παρόντες καιροί και τα παρόντα ήθη μεταβολήν έλαβον! οπόσον την μίαν αναιρεί η άλλη εποχή! Τω 1827 και 1828 Γάλλοι και Άγγλοι, εμπνεομένοι υπό αισθημάτων χριστιανικών, ενσυμάχουν εν Πύλω και απέβαινον διαπόντειοι κατά του Ιβραήμ Πασά επί σωτηρία της Ελλάδος. Αλλά τω 1854 οι αυτοί Άγγλοι και Γάλλοι, οιστρηλατούμενοι υπό της μυθώδους ακεραιότητος της Τουρκικής επικρατείας, αφ’ ου κατά θάλασσαν αντέπραξαν τοσαύτα προς αποθάρρυνσιν των επαναστατών της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας, κατέχουσιν ήδη διά του στρατού την Ελληνικήν γην, όπως τον τελευταίον φέρωσι θανάσιμον κτύπον ηθικώς και πολιτικώς κατά τε των ελευθέρων και των επαναστατημένων Ελλήνων. Έκαστος κρίνει περί του ηθικού μέρους των δύο αυτών αντιφατικών εποχών….
… Ο Μάιος μην του 1854 δεν έπρεπε να διαφέρη του Μαΐου του 1453, Καθώς τη 29 Μαΐου 1453 βάρβαρα όπλα της Ασήας αφήρεσαν την πολιτικήν ημών ανεξαρτησίαν, και εξωμότης Έλλην, κατά την ιστορίαν, ο Χασάν, πρώτος έστησε την σημαίαν του Μωχάμεθ επί των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως, ούτω και ήδη, τη 14 Μαΐου του 1854 ξενικαί λόγχαι της Δύσεως ηχμαλώτισαν πολιτικώς την Ελλάδα, και όργανα του ξένου δεσποτισμού εύρον, κατά πάσαν δυστυχίαν, Έλληνας, και τούτους Πατριώτας και Λογιωτάτους λεγομένους….”
Την ίδια μέρα (14 Μαΐου) ορκίστηκε και το λεγόμενο “Υπουργείο της καταλήψεως” ή “Υπουργείο Κατοχής” υπό την προεδρία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ο Μαυροκορδάτος είχε αναλάβει επίσης και το υπουργείο Οικονομικών, ενώ στην κυβέρνηση συμμετείχαν ο Κωνσταντίνος Κανάρης (υπουργός Ναυτικών), ο Ρήγας Παλαμίδης (υπουργός Εσωτερικών), Γ. Ψύλλας, (υπουργός Εκκλησιαστικών και Παιδείας), Δημήτρης Καλλέργης (υπουργός Στρατιωτικών), Π. Αργυρόπουλος (υπουργός Εξωτερικών) και Π. Καλλιγάς (ήταν αντιεισαγγελέας παρ’ Αρείω Πάγω και διορίστηκε υπουργός Δικαιοσύνης).
Ωστόσο, κάτι που δεν γνώριζε κανείς ήταν ότι μεταξύ των Γάλλων στρατιωτών υπήρχαν κρούσματα χολέρας, τα οποία κρατήθηκαν κρυφά επί αρκετές εβδομάδες από την ελληνική κυβέρνηση, με αποτέλεσμα να μην ληφθούν τα απαιτούμενα προληπτικά μέτρα.
“Η εις Πειραιά κατοχή επροίκισε την Ελλάδά και με την κορωνίδα των δυστυχημάτων, την επιδημικήν και Ασιατικήν νόσον της ανθρωποφθόρου χολέρας. Αι δύω πόλεις του Πειραιώς και των Αθηνών ευρέθησαν αρτίως εις την πλέον δεινήν θέσιν και ηθικήν διαταραχήν ένεκα τούτου…”, σχολίαζε ο “Αιών” στις 7 Ιουλίου 1854, απ’ όπου αντλούμε και την πληροφορία ότι Αθήνα και Πειραιάς βρίσκονταν “εις υγειονομικήν κάθαρσιν 8 ή 11 ημερών”.
“Κατά τας δοθείσας ήδη διαβεβαιώσεις, η χολέρα υπήρχε προ πολλών ημερών εν τω Γαλλικώ στρατώ του Πειραιώς, διετηρείτο δε περί αυτής σιωπή άκρα, θαπτομένων των νεκρών εν νυκτί κατά σωρείας εντός λάκκων, και ριπτομένης επί των πτωμάτων ασβέστου. Τα περιοδικώς μεταφέροντα ατμόπλοια τους στρατιώτας εκ της Γαλλίας εξηπάτων την Υγειονομικήν Αρχήν, ως φέροντα υγειονομικάς πιστοποιήσεις καθαράς, εν ω πολλάκις έρριπτον καθ’ οδόν εις την θάλασσαν τους αποθνήσκοντας εκ της χολέρας. Πρώτη δε αφορμή της ανακαλύψεως εδόθη ως εκ των συμβάντων κρουσμάτων εν τω ατμοπλοίω, το οποίον μετέφερεν εις την Ελλάδα τον κ. Μαυροκορδάτον, και δευτέρα ως εκ των γενομένων επί τέλους κρουσμάτων εις τινας του Πειραιώς πολίτας. Ως φαίνεται δε, ο Αγγλικός στρατός δεν προσεβλήθη μέχρι της σήμερον, ως διαιτώμενος εν οικίαις διά τροφής εκλεκτής και καθαριότητος μεγάλης, ουδ’ εκτιθέμενος υπέρπολυ υπό την επήρειαν των δριμυτάτων ήδη κονικών καυμάτων….”
Το πρώτο πλήγμα δέχτηκαν οι κάτοικοι του Πειραιά, όπου περιοριζόταν την πρώτη περίοδο η αγγλογαλλική κατοχή, ενώ από τις πρώτες ημέρες που εμφανίστηκαν τα κρούσματα χολέρας μεταξύ του πληθυσμού, το Λοιμοκαθαρτήριο Αίγινας μετατράπηκε σε Λοιμοκομείο για τη χολέρα, ενώ αντίστοιχα ειδικά θεραπευτήρια λειτουργούσαν επίσης στη Δήλο και στον Άγιο Σώστη.
Ωστόσο, τις πρώτες ημέρες ο κίνδυνος είχε μάλλον υποτιμηθεί, αν κρίνουμε από την επιφυλακτική στάση της εφημερίδας “Αιών” στο σχετικό δημοσίευμα της 10.7.1854:
“Η χολέρα διαρκεί δυστυχώς εν τω Γαλλικώ στρατώ του Πειραιώς θερίζουσα ανιλεώς καθ’ εκάστην πλέον των είκοσι. Ολίγα εις τους πολίτας συνέβησαν κρούσματα, τα περισσότερα όχι θανατηφόρα. Εν σώμα της Γαλλικής χωροφυλακής διωρίσθη επισκεπτόμενον την αγοράν και απορρίπτον ή καταστρέφον τα βεβλαμμένης ή κακής ποιότητος εδώδιμα διαφόρων ειδών. Μέτρον τοσούτον, εάν ελαμβάνετο πριν παρά των επιφορτισμένων την αγορανομίαν Πειραιώς, ήθελε προλάβει κατά μέγα μέρος την διατήρησιν και πρόοδον του επισκήψαντος τρομακτικού δυστυχήματος της χολέρας. Το αυτό μέτρον απαιτείται απολύτως να ληφθή και δραστηρίως να ενεργήται και εν τη αγορά των Αθηνών”.
Προκειμένου δε να μην μεταδοθεί η χολέρα και στους κατοίκους της πρωτεύουσας, ένα από τα πρώτα μέτρα ήταν η απαγόρευση μεταφοράς προϊόντων από τον Πειραιά στην Αθήνα, ενώ δυσκολεύτηκε και η επικοινωνία των κατοίκων των δύο πόλεων. Προκειμένου να επιτραπεί σ’ έναν Πειραιώτη να επισκεφτεί την Αθήνα, έπρεπε να φέρει πιστοποιητικό Ιατρικής Επιτροπής ότι ήταν καλά στην υγεία του, ενώ αντιστοίχως όσοι Αθηναίοι κατέβαιναν στον Πειραιά έπρεπε να φέρουν άδεια της αστυνομίας. Εξάλλου, δεν μπορούσαν στη συνέχεια να επιστρέψουν στα σπίτια τους χωρίς προηγούμενη άδεια της ιατρικής επιτροπής, που να πιστοποιούσε ότι ήταν υγιείς!
Αρχικά, τα μέτρα φάνηκε ότι απέδιδαν με τη βοήθεια και των.. καιρικών συνθηκών κι έτσι στις 14.07.1854, ο “Αιών” διαπίστωνε ότι:
“Η εν Πειραιεί χολέρα έλαβε χάρις τω Θεώ ύφεσιν… Οι σφοδρότατοι πνεύσαντες ετησίοι άνεμοι συνετέλεσαν, κατά την κρίσιν των Ιατρών, εις την αραίωσιν και την αδυναμίαν του μιάσματος”.
Οι αρχές όμως, δικαίως, δεν εφησύχαζαν. Με ανακοίνωση στους κατοίκους της πρωτεύουσας, στις 12 Ιουλίου 1854, ο Δήμαρχος Αθηναίων, Ιωάννης Κόνιαρης, ανακοίνωσε το διορισμό συνολικά οκτώ ιατρών και οκτώ βοηθών στα τέσσερα αστυνομικά τμήματα της πόλης (δύο γιατροί και δύο βοηθοί στο καθένα), “ίνα επισκέπτωνται τους πάσχοντας ενδεείς και ενεργώσιν ό,τι δέον προς κατάπαυσιν της διαδόσεως της ασθενείας”. Και ενώ ο Δήμαρχος ήλπιζε “εις την Θείαν Πρόνοιαν και εις τα μέτρα της πατρικής μερίμνης της Σ. Κυβερνήσεως”, προέτρεπε τους συμπολίτες του “ίνα λάβωσιν όλα τα προφυλακτικά μέτρα, τα οποία το ιατροσυνέδριον προσδιώρισεν εις το παρ’ αυτού εκδοθέν αδεία της Ν. Κυβερνήσεως φυλλάδιον επιγραφόμενον “Διαιτητικά παραγγέλματα εις προφύλαξιν από της χολέρας” προ πάντων δε να καταφεύγωσιν εις την βοήθειαν των διορισθέντων Ιατρών, άμα τη εμφανίσει των μικροτέρων συμπτωμάτων ασθενείας. Τα φάρμακα θέλουν δίδεσθαι δωρεάν εις τους πάσχοντας ενδεείς ασθενείς εξ οιασδήποτε νόσου παρά των διαφόρων φαρμακείων εις βάρος του Δήμου”.
Μέχρι τα τέλη του Ιουλίου, η κατάσταση είχε επιδεινωθεί σημαντικά στην πόλη του Πειραιά. Στις 21.7.1854, ο “Αιών” γνωστοποιούσε την εμφάνιση του πρώτου κρούσματος χολέρας στην Ύδρα, ενώ περιέγραφε και τον πανικό των Πειραιωτών, οι οποίοι σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την πόλη τους (“Χθες, άμα είδον οι κάτοικοι Πειραιώς δύω εις τον στρατόν κρούσματα αμέσου θανατηφόρου ενεργείας, υπό τοιούτου κατελήφθησαν φόβου, ώστε η Αστυνομίαν εβιάσθη να χορηγήση 800 διαβατήρια”)!
Σύντομα, τα κρούσματα επεκτάθηκαν και στη Σύρο, όπως επιβεβαιωνόταν και από την με ημερομηνία 3 Αυγούστου 1854 εγκύκλιο του Νομάρχη Κυκλάδων, Α. Ζυγόμαμα. Εξάλλου, σύμφωνα με τις πληροφορίες της εφημερίδας “Αιών”, στο φύλλο της 7.8.1854, στο διάστημα μεταξύ 31 Ιουλίου και 5 Αυγούστου είχαν διαγνωστεί 89 κρούσματα στην πρωτεύουσα του νησιού, ενώ την ίδια περίοδο έφταναν πληροφορίες για κρούσματα και σε άλλες περιοχές, όπως στη Φθιώτιδα, μόνο που εκεί η χολέρα φαίνεται να είχε μεταδοθεί μέσω του Βόλου, που τότε ανήκε στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Εξαιρετικού ενδιαφέροντος είναι μια επιστολή ιδιώτη από τη Σύρο, που δημοσιεύτηκε στον “Αιώνα” στις 7 Αυγούστου και περιέγραφε την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί.
ΣΥΡΟΣ, 5 Αυγούστου.
“Η χολέρα εν τη πόλει μας επιπολάζει εις το δυτικόν μέρος, ήτοι εις τα λεγόμενα Ψαριανά. Ανεχώρησαν επέκεινα των 2000 ψυχών, το πλείστον Ψαριανοί, διά διαφόρους νήσους. Φαίνεται, ότι επήγασεν από τα διάφορα ψώφια άλογα, άτινα έρριψαν εις τον λιμένα τα Γαλλικά τρανσπόρτα, αράξαντα ενταύθα προ ενός μηνός ένεκα των εναντίων ανέμων, και εις το διάστημα τούτο εψόφησαν σχεδόν τα περισσότερα. Χθες εύγαλεν η θάλασσα εις το παράλιον δύω νέα. Παρετηρήθησαν εις τον λιμένα πλέοντα και συρόμενα ένθεν κακείθεν υπό των κυμάτων και τρία πτώματα ανθρώπων, και χάρις εις τον σφοδρότατον πνέονταν από προχθές βόρειον άνεμον. Άλλως έπρεπε να χαθώσιν όλοι οι κάτοικοι της Σύρους. Διαβαίνοντες χθες από το παράλιον τρεις χωρικοί της άνω Σύρου, εν ω επέστρεφον από τους αγρούς των, τόσον εζαλίσθησαν από την βρώμαν, ώστε, άμα έφθασαν εις την άνω Σύρον, εξεψύχησαν.
Είναι βέβαιον, ότι ο Δήμαρχος της Πάρου έγραψεν εις τον ενταύθα Νομάρχην, ότι οι αλιείς εύρον έξω της Πάρου πλοίον Γαλικόν άνευ ανθρώπων, και το έφερον εις τον λιμένα της Πάρου. Το αμπάρι εύρον καρφωμένον. Έθεσε δε φύλακας εν αυτώ, έως ότου στείλωσιν αι Αρχαί, διά να κάμωσι τας απαιτουμένας παρατηρήσεις….
Υγειαίνοιτε, και ο Θεός να μας σώση! Ενταύθα απέθανόν τινες γυναίκες και από φόβον. Οι αποθανόντες είναι εκ των πλέον πενήτων και εργατικής τάξεως, και τινες ναύται, οικούντες εντός των πλοίων.”
Στις 11.08, ο “Αιών” σχολίαζε ότι η χολέρα “φέρει θραύσιν εις την συνοικίαν των Ψαριανών” στην Ερμούπολη και ζητούσε το έλεος του Θεού: “Ιδού η ευτυχία, δι ης μας επροικοδότησαν. Ας όψωνται!”. Παράλληλα, αναφέρονταν και τα πρώτα, σποραδικά κρούσματα στην Αθήνα. Μάλιστα, μεταξύ των θυμάτων ήταν και η σύζυγος ενός υπαλλήλου του υπουργείο Εκκλησιαστικών, του Π. Κλάδου. Ο θάνατος της άτυχης γυναίκας προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση.
“Η πολλής αγαθότης και καλλίστης καρδίας Ροζάνη, μήτηρ τοσούτων τέκνων, εκρούσθη και απεβίωσε το παρελθόν Σάββατον προς το εσπέρας. Την δ’ επιούσαν (8 Αυγούστου) αύτη μεν ενταφιάσθη αστυνομικώς τη ώρα 2 μετά το μεσονύκτιον άνευ ιερέως και οικείων, ριφθείσα εντός λάκκου πλήρου ασβέστου εκτός των κοινών νεκροταφείων, τα δε στρώματα και λοιπά της ασθενούς παρεδόθησαν εις το πυρ, η οικία επολιορκήθη καθαριζομένη, ο δε σύζυγος, τα τέκνα του, υπηρέται και άλλοι μετεφέρθησαν εις τα Πατίσια προς εκκάθαρσιν, απαγορευθείσης πάσης μετ’ αυτών κοινωνίας”.
Πρόκειται για πραγματικά, απίστευτα φρικιαστικές σκηνές, λόγω των πολύ αυστηρών μέτρων ασφαλείας που είχαν λάβει οι αρχές “υπέρ της κοινής σωτηρίας”. Η εφημερίδα, όμως, αναρωτιόταν εύλογα: “ποίος ο λόγος, δι’ ον εφαρμόζονται ταύτα διά του πλέον σκληρού τρόπου, εμπνέοντος εις τους ανθρώπους την φρίκην και το ηθικόν αυτών παραλύοντος μάλλον, ή αυτός ο περί χολέρας φόβος; Τι έβλαπτεν, εάν μακρόθεν συνώδευον τον νεκρόν της εκφερομένης δυστυχούς Ροζάνης ιερεύς τις και σύζυγος και οικείοι, όπως εκπληρωθώσιν ούτω τα προς τον Θεόν και τον άνθρωπον καθήκοντα; Διατί τοσαύτη αγριότης, ούτως ειπείν, ουδέν άλλο ή όλον το εναντίον ηθικόν αποτέλεσμα έχουσα εις όλην την πόλιν;”.
Στις 14.08, ο “Αιών” περιέγραφε την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πειραιά με τη γλώσσα των αριθμών. Από τους 5.000 κατοίκους της πόλης, είχαν απομείνει μόνο οι 600, ενώ οι υπόλοιποι την είχαν εγκαταλείψει, κατευθυνόμενοι κυρίως στα γύρω νησιά. Σπίτια και μαγαζιά είχαν κλείσει, ενώ η πόλι φαινόταν έρημη. Τραγική ήταν η κατάσταση και στην Ερμούπολη, όπου στο διάστημα μεταξύ 2 και 12 Αυγούστου είχαν αποβιώσει 130 άτομα, εκ των οποίων οι 95 εξ αιτίας της χολέρας! Εξάλλου, περισσότεροι από 6000 κάτοικοι φέρονταν να είχαν εγκαταλείψει το νησί. Μάλιστα, η Τήνος και η Μύκονος είχαν γεμίσει από πρόσφυγες της Σύρου, με αποτέλεσμα να μην δέχονται άλλους, και οι Συριανοί κατευθύνονταν πλέον σε άλλα νησιά, όπως στην Άνδρο.
Στις 18.08 ο “Αιών” υπολόγιζε ότι στις τάξεις του αγγλικού και του γαλλικού στρατού κατοχής το ποσοστό θνησιμότητας είχε αγγίξει το 15%, αφού από τους 5.000 Γάλλους στρατιώτες είχαν χάσει την ζωή τους οι 720, ενώ μεταξύ των 1.200 Άγγλων στρατιωτών τα θύματα της χολέρας ανέρχονταν σε 176. Την ίδια μέρα, η εφημερίδα αναφερόταν σε προσωπικές ιστορίες κατοίκων του Πειραιά, που είχαν πέσει θύματα της χολέρας.
“Ο πρώην Ειρηνοδίκης Κρασάς ευρέθη νεκρός εν τω δωματίω του, και από ενός μαγαζείου εξέφερον διά μιάς τρεις νεκρούς και εν μιά ημέρα. Ανά δύω δύω, τρεις τρεις, τέσσαρας τέσσαρας φέρουσιν εις τον τάφον. Η έα είναι φρικωδεστάτη. Γεώργιος τις Κορδοπάτης, νέος 26 ετών, εύρωστος, υγιέστατος και ευθυμότατος, εθερίσθη υπό του νοσήματος εντός 19 ωρών. Άλλοι προσβαλλόμενοι τελειόνουσι και εντός 6 και 4 ωρών. Δύω μαραγκοί έμενον κατασκευάζοντες τα κιβώτια νεκρών, αλλά και αυτοί έφυγον”!
Μια νέα επιστολή από τη Σύρο αποτύπωνε την τραγικότητα της κατάσταση που επικρατούσε και στο συγκεκριμένο νησί. “Από της 12 μέχρι της 15 εγένοντο 85 θάνατοι και διπλάσια σχεδόν κρούσματα. Από δε της 15 τα μεν κρούσματα ήταν ολίγιστα (5-10 καθ’ εκάστην), αι αποβιώσεις όμως αι αυταί ως εκ προηγουμένων κρουσμάτων. Μεταξύ των καλής τάξεως πολιτών απεβίωσε και ο πρώην Δήμαρχος Ερμουπόλεως Ι.Λ. Ράλλης, άνθρωπος μεσαίας ηλικίας, εύρωστος και καλώς διαιτώμενος. Προσεβλήθη προσέτι και εκ των Ιατρών ο Γερμανός κ. Ετχάρ, όστις όμως εσώθη ευτυχώς ένεκα της αμέσου και δραστηρίας συνδρομής, ήτις τω εχορηγήθη παρά των Ιατρών και φίλων του. Η πόλις εκενώθη σχεδόν άπασα, διότι, εκτός των περίπου 10.000, αίτινες απήλθον εις άλλα μέρη, έτεραι 10000 σχεδόν διεσκορπίσθησαν εκτός της πόλεως εις τας διαφόρους εξοχάς, υπό τα δένδρα, εις τα βουνά και υπό σκηνάς. Ο τρόμος των κατοίκων είναι απερίγραπτος….”
Παράλληλα, ο αγγλικός και ο γαλλικός στρατός είχε αρχίσει να επεκτείνεται από τον Πειραιά στα πλαίσια εφαρμογής του προληπτικού μέτρου της αραιώσεως και η κατοχή επεκτάθηκε και στις συνοικίες της Αθήνας, όπως στο Δαφνί, όπου μετατοπίστηκαν 500 στρατιώτες και στα Πατήσια, όπου κατασκήνωσαν 2.000 περίπου. Αν και δεν έχει σχέση με το θέμα, αρχειακό ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο ο “Αιών” περιέγραφε τα Πατήσια στις 21.08.1854:
“Τα Πατήσια, κείμενα εις την βορείαν πλευράν της πόλεως των Αθηνών, δεν απέχουσι ταύτης ουδέ 10 λεπτών της ώρας, μάλλον δε θεωρούνται ως συνέχειά τις. Επομένως η μετ’ αυτών συγκοινωνία της πόλεως υπάρχει αδιάλειπτος, και μάλιστα, ότε διάφοροι των κατοίκων της Καθέδρας (σ.σ. δηλ. της πρωτεύουσας) έχουσιν εν αυτοίς τας της εξοχής οικίας των, εις ας μετώπισαν και διά το έαρ και προς αραίωσιν έτι πλέον διά το εν Πειραιεί νόσημα της χολέρας, αρξάμενον να προσβάλη και την Καθέδραν…. Ούτως η μετατόπισις μέρους του Γαλλικού στρατού λογίζεται ως γινομένη εντός αυτής της Καθέδρας, ήτις πέπρωται να υποστή αναπόφευκτον την καταστρεπτικήν τύχην του Πειραιώς και της Σύρου, διασκορπισθησομένοι, αν ο μη γένοιτο! εξακολουθήση το νόσημα εν τοις Πατησίοις και επέλθη οξύ εν τη πόλει”.
Στα τέλη Αυγούστου η κατάσταση στον Πειραιά και στην Αθήνα βρισκόταν σε ύφεση. Μάλιστα, από τις 26 Αυγούστου η συγκοινωνία μεταξύ Αθηνών και Πειραιά απελευθερώθηκε πλήρως, ενώ στους μετακινούμενους δινόταν πλέον περιθώριο 10 ημερών για να υποβληθούν σε ιατρικούς ελέγχους.
Εν τω μεταξύ, στις 25.08 ο “Αιών” επαινούσε τον Μητροπολίτη Σύρου και Τήνου Δανιήλ, ο οποίος επέδειξε αυταπάρνηση, καθώς τόλμησε και αποβιβάστηκε στο νησί για τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, παρά τον πανικό που επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Πάντως, μέχρι τα τέλη Αυγούστου και στο συγκεκριμένο κυκλαδονήσι είχε περιοριστεί κατά πολύ ο αριθμός των νέων κρουσμάτων και των θυμάτων της χολέρας. Αντίθετα, σε έξαρση βρισκόταν η χολέρα σε Μύκονο και Τήνο.