Ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκος Βαμβακάρης, δεν είναι μόνο ο μεγαλύτερος τραγουδοποιός, τραγουδιστής και συνθέτης αυτού του μουσικού είδους, αλλά είναι και αυτός ο οποίος καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες.
Η ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη είναι από μόνη της μία περιπέτεια και ενώ ο ίδιος έζησε τυραννικά και βασανιστικά τη σχετικά μικρή ζωή του (1905-1972), ενέπνευσε εκατοντάδες καλλιτέχνες αναδεικνύοντας τον μουσικό θησαυρό της ρεμπέτικης μουσικής και την κουλτούρα ολόκληρων γενιών από τις αρχές του 20ου αιώνα, έως -και τουλάχιστον- τα μέσα της δεκαετίας του ’60.
Η «Φωνή της Πάρου», με σεβασμό στη ζωή του μεγάλου Έλληνα καλλιτέχνη, από το τέλος του 2017 προσπάθησε να βρει στοιχεία και να τα φέρει στο φως της δημοσιότητας, σε ό,τι αφορά το πέρασμα του Μάρκου από την Πάρο (1957-1958). Μία ιστορία που συγκεντρώθηκε κουβέντα με κουβέντα και ψάχνοντας σε όλο το νησί. Μια ιστορία δακρύων, πόνου, αλλά ίσως και πηγή έμπνευσης για τον «πατριάρχη» του ρεμπέτικου τραγουδιού, λίγο πριν ξεκινήσει και πάλι τη «δεύτερη» μεγάλη καριέρα του στη χώρα, καθώς είναι γνωστό ότι ο μεγάλος Μ. Βαμβακάρης έζησε μία καταξίωση στο καλλιτεχνικό στερέωμα τη δεκαετία του ’40 και άλλη μία τη δεκαετία του ’60. Αυτά, τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και ιδιαίτερα τα χρόνια που πέρασε στην Πάρο, θα προσπαθήσει να παρουσιάσει η εφημερίδα μας.
Σύντομο ιστορικό
Ο Μάρκος γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας Σύρου από οικογένεια καθολικών. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια.
Σε ηλικία 12 ετών ο Βαμβακάρης έφυγε από τη Σύρο και πήγε στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, διαμένοντας κυρίως στην Παλιά Κοκκινιά και τα γειτονικά Άσπρα Χώματα. Εργάστηκε σχεδόν σε όλες τις δουλειές και νυμφεύτηκε μια πανέμορφη κοπέλα, αμφιβόλου όμως ηθικής, την Ελένη (Ζιγκοάλα). Κάπου εκεί ασχολείται με το μπουζούκι και γράφει στοίχους. Τη δεκαετία του ’30 με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά, σχηματίζει το μουσικό σχήμα που έγραψε ιστορία: «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», ενώ το 1933 κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» («Να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου»).
Το 1935 ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή», όταν αντίκρισε σε μία παράσταση στη Σύρο, μία κοπέλα. Όπως δήλωσε αργότερα: «Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι». Κατά τη λογοκρισία της κυβέρνησης Ιω. Μεταξά, ο Βαμβακάρης συνεχίζει και συγκινεί τα πλήθη, ενώ στη Θεσσαλονίκη το 1937 συγκεντρώνονται 50.000 άνθρωποι στην παραλία του Λευκού Πύργου για να τον ακούσουν. Εν μέσω της κατοχής, το 1942 παντρεύεται για δεύτερη φορά, την Ευαγγελία, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Και ενώ η Ελλάδα ταλανίζεται από τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949), αλλάζουν… και τα καλλιτεχνικά ακούσματα! Οι δισκογραφικές εταιρείες θεωρούν ξεπερασμένο τον Μάρκο, ενώ τα κέντρα διασκέδασης δε συνεργάζονται μαζί του. Μαζί με όλα αυτά ο Βαμβακάρης έχει περιπέτειες με την υγεία που (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα), ενώ αφορίζεται από την Καθολική εκκλησία γιατί παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο.
Τα χρόνια στην επαρχία
Το 1954 ο Μάρκος είναι ξεχασμένος απ’ όλους! Με τον επτάχρονο γιο του (και σημερινό πολύ μεγάλο μουσικό, Στέλιο Βαμβακάρη που ασχολείται επί χρόνια με τις κοινές ρίζες των Αμερικάνικων blues και του μπουζουκιού), γυρνάει της γειτονιές της Κοκκινιάς, προκειμένου να βγάλει το φαγητό της μέρας.
Ο Μάρκος ξεσπάει ένα βράδυ, όταν σ’ ένα καφενείο της Παλιάς Κοκκινιάς, δεν τον αφήνουν να παίξει μπουζούκι και να τραγουδήσει, καθώς ο μαγαζάτορας του λέει ότι είναι καλύτερο να ακούσουν το τζου μποξ! Ο Βαμβακάρης μονολογεί και στον δρόμο από Π. Κοκκινιά προς Άσπρα Χώματα «πλέκει» στοίχους. Κάπου εκεί αποφασίζει να πάει στην επαρχία να τραγουδήσει. Οι επαρχιώτες για να τον ακούσουν του δίνουν κότες, αυγά και όσπρια. Ο Μάρκος προσπαθεί με αυτά να θρέψει τη μεγάλη φαμίλια του.
Ο Μάρκος στα αζήτητα
Στη Σύρο του γίνεται μεγάλη υποδοχή το 1955. Ο Μάρκος τραγουδάει στη ταβέρνα του Λιλή στην Άνω Σύρα (ακόμα υπάρχει αυτό το μαγαζί, με την ίδια διεύθυνση!).
Ο Βαμβακάρης ζει με τη «σφουγγάρα». Δηλαδή, το πιατάκι που περιφέρει ο γιος του στους θαμώνες, για να μαζέψουν χρήματα! Τα πράγματα όμως δεν πηγαίνουν καλά, το τσουκάλι δε γεμίζει και ο κόσμος προτιμά να ακούει λαϊκά τραγούδια με ευρωπαϊκά όργανα. Έτσι, ο Μάρκος το 1956 (;) φεύγει για την Πάρο, όπου θα μείνει έως και το 1958.
Η Πάρος
Ο Μ. Βαμβακάρης είναι επιστήθιος φίλος με τον Σπύρο Λαζαρίνο, ο οποίος διατηρεί κρεοπωλείο στη Σύρο. Έτσι, τον στέλνει στο γιο του Δημήτρη Λαζαρίνο (πατέρας του συνταξιούχου κρεοπώλη Χαράλαμπου Λαζαρίνου, που διατηρούσε μέχρι και προ ολίγων ετών το χασάπικο στην Παλιά Αγορά της Παροικιάς).
Ο Μάρκος πηγαίνει στο σπίτι των Λαζαρίνων που βρίσκεται στην περιοχή της Ζωοδόχου Πηγής, πίσω από το σημερινό «Kialoa Bar» (βλ.: φωτό 1). Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Ο Μάρκος έχει μαζί του άλλα επτά άτομα! (Γυναίκα, παιδιά και έναν μουσικό). Το σπίτι αποδεικνύεται πολύ μικρό, καθώς σ’ αυτό ζει και η οικογένεια Λαζαρίνου. Έτσι η οικογένεια Βαμβακάρη μένει ουσιαστικά στην αυλή του σπιτιού!
Την ίδια εποχή η Πάρος ακούγεται ως τόπος παραθερισμού στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας και όχι μόνο. Εκτός του Τρούμαν Καπότε που γράφει στο νησί το «πρόγευμα στο Τίφανις», η νεολαία της Πάρου τρέχει στις παραλίες για να δει να κολυμπάει γυμνή η Ζαν Μορώ! Οι «κοπάνες» τις τελευταίες ημέρες προ του καλοκαιριού στο Γυμνάσιο Πάρου ξεπερνούν κάθε ρεκόρ!
Στις Λεύκες!
Ο Βαμβακάρης πηγαίνει και παίζει κάθε Σαββατοκύριακο στην «Πάνδροσο», όπου στους ευκαλύπτους στήνονται τα τραπέζια. Η κόντρα μεταξύ «Πάνδροσος» και «Μπακαλιάρου» κορυφώνεται, αφού τα δύο μαγαζιά μονοπωλούν τη διασκέδαση με «ζωντανή» μουσική στην Πάρο.
Κάπου εκεί «σφήνα», το καλοκαίρι, μπαίνει και η «ταβέρνα του Μάρκου» (πρώην εστιατόριο «Αργοναύτης» στην πλατεία Μαντώς Μαυρογένους»). Η ταβέρνα είναι ιδιοκτησίας του Μάρκου Αλιπράντη, ο οποίος ήταν μεγάλος θαυμαστής του Μ. Βαμβακάρη. Τα πράγματα κάπως αρχίζουν και φτιάχνουν οικονομικά για τον μεγαλύτερο Έλληνα ρεμπέτη. Ο Μάρκος πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά και δεν αφήνει τίποτα ανεκμετάλλευτο. Λέει ακόμα και τα κάλαντα των Χριστουγέννων με το μπουζούκι! Και αφού το τσουκάλι αρχίζει να γεμίζει, ο Βαμβακάρης ενοικιάζει σπίτι στο Μουνταράκι (βλ.: φωτό 2).
Συγχρόνως ο Βαμβακάρης γίνεται σχεδόν ο μόνιμος οργανοπαίκτης και μουσικός στους γάμους των Παριανών. Γάμος, δίχως Βαμβακάρη, δε νοείται στο νησί! Αίφνης ο Συριανός τραγουδοποιός «ανακαλύπτει» και σε ποιο σημείο της Πάρου «πέφτει» το περισσότερο χρήμα! Και αυτό δεν είναι άλλο χωριό από τις Λεύκες. Ο Μάρκος είχε πρωτοπάει εκεί σε αποκριάτικη εκδήλωση και έκπληκτος βλέπει ότι μόλις αρχίζει τις πενιές οι Λευκιανοί αδειάζουν στις τσέπες τους! Ο Βαμβακάρης γίνεται σχεδόν μόνιμος κάτοικος Λευκών και κάθε Σαββατοκύριακο είναι εκεί.
Τελικά, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και ενώ ο Μάρκος είναι στα αζήτητα, με πρωτοβουλία του Β. Τσιτσάνη κυκλοφορούν παλιά και νέα τραγούδια που τραγουδούν ο ίδιος, ο Γρ. Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι και η αξεπέραστη Άντζελα Γκρέκα, που και εκείνη ήταν γειτόνισσά στην Κοκκινιά. Έτσι, το 1960 ξεκινάει η δεύτερη μεγάλη καριέρα του Βαμβακάρη.
Το τέλος
Ο Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 στην Κοκκινιά, από νεφρική ανεπάρκεια.
Τάφηκε στο Γ’ Νεκροταφείο στη Νίκαια παρουσία Καθολικών ιερέων, παρότι ακόμα η Καθολική εκκλησία τον είχε αφορισμένο. Τα έξοδα της κηδείας του η οικογένειά του τα βρήκε μέσω δανείου.
Η υστεροφημία του Μάρκου Βαμβακάρη άρχισε να παίρνει διαστάσεις όταν τον ανακάλυψε η νεολαία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και όταν ξεκίνησαν να στήνονται και πάλι ρεμπετάδικα στις γειτονιές της Αθήνα; και του Πειραιά, και όταν πάλι η ίδια η νεολαία κατανόησε ότι τα ρεμπέτικα του Μάρκου ήταν οι «ροκιές» των αρχών του 20ου αιώνα!
Δ.Μ.Μ.
για την άδεια αναδημοσίευσης του άρθρου της.
Φύλλο 446/9.2.2018 (σελ. 8-9)