Ο Άντον Πρόκες φον Όστεν (γερμ. Anton Graf Prokesch von Osten, 1795 – 1876) υπήρξε αυστριακός συνταγματάρχης, διπλωμάτης και συγγραφέας οδoιπορικών έργων. Απεστάλη το 1834 στην Αθήνα όπου έμεινε ως το 1849. Ήταν ο πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Υπήρξε ο μόνος εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων που λάτρευε την Ελλάδα και ως διπλωμάτης και ιστορικός επηρέασε σημαντικά την πολιτική πορεία του νέου ελληνικού βασιλείου. Ο Πρόκες φον Όστεν ήταν ενθουσιώδης φιλέλληνας. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, είχε γνωρίσει προσωπικά τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τους πολιτικούς της εποχής του, καθώς και το βασιλιά Όθωνα. Υπήρξε ιδιοκτήτης του ιερού χώρου της Πνύκας, εκεί όπου ακούστηκε ο μοναδικός και ανεπανάληπτος λόγος του αθάνατου Περικλή και ο θείος λόγος του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, προσέφερε -τον χώρο αυτόν- στον ελληνικό δημόσιο.
Τα ημερολόγιά του και τα ταξιδιωτικά απομνημονεύματά του από την Ελλάδα αποτελούν πολύτιμη πηγή της νεοελληνικής ιστορίας.
Μέ τά ὀρφανά τῆς Σύρας
Σύρα, 17 Σεπτεμβρίου 1824
[Τό μεγαλύτερο μέρος τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς τοῦ Πρόκες -Ὄστεν ἀσχολεῖται μέ τίς ἀρχαιολογικές ἔρευνες καί παρατηρήσεις του στό τμῆμα ἐκεῖνο τῆς Σύρας ὅπου ὑποθέτει ὅτι βρισκόταν ἡ πόλη κατά τή ρωμαϊκή ἐποχή. Ἀντιγράφει καί μιά ἐπιγραφή ἀπό τό στέλεχος μιᾶς κολώνας πού εἶχαν ἀνασύρει ἀπό τή γῆ πρίν ἀπό λίγο καιρό. Ἰδού τό κείμενο: ]
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΚΑΙΣΑΡΑ
ΘΕΟΥ ΤΡΑΙΑΝΟΥ ΠΑΡΘΙΚΟΥ
ΥΙΟΝ ΘΕΟΝ ΝΕΡΟΝ ΑΥΙΩΝΟΝ
ΤΡΑΙΑΝΟΝ ΑΝΔΡΙΑΝΟΝ ΣΕΒΑ
ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ ΑΡΧΙΕΡΕΑ
ΜΕΓΙΣΤΟΝ ΔΗΜΑΡΧΙΚΗΣ
ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΥΠΑΤΟΝ ΝΤΕ
Ο ΔΗΜΟΣ
Συγκινητικές σκηνές μέ τά ὀρφανά
(…) Τήν ὤρα πού ἐξέταζα τό ἔδαφος πήδηξε πρός τό μέρος μου ἔνα ἀγοράκι καί μ’ ἔπιασε ἀπό τό σακάκι. Ἦταν τό νεότερο ἀδερφάκι τοῦ κοριτσιοῦ πού εἶχα συναντήσει προχθές – ἔνα παιδάκι ἔξι ἐτῶν. Κρατοῦσε στό χέρι του μιά στάμνα πού μοῦ τήν ἔδειχνε μέ χαρά. “Καί ἠ ἀδερφή θά ‘ρθεῖ μαζί μου”, εἶπε, καί βλέπω πῶς σάν μιά μάνα παρακολουθώντας προσεκτικά τό ἀγοράκι, κί ὁδηγώντας μέ τό δεξί της τή μικρότερη της ἀδερφή, κατευθύνονται πρός ἐμένα. Στό ἀριστερό της χέρι κρατοῦσε μέ κόπο ἔνα σταμνί μέ λαβές. Προχθές δέν εἶχα παρατηρήσει ὅτι ἦταν ὄμορφη, σήμερα ὅμως αὐτό δέν μπόρεσε νά μοῦ ξεφύγει, ἐπειδή ἀφήνοντας τό σταμνί ἀπ’ τό χέρι της στό ἔδαφος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά μου. Εἶχε καλλωπισθεῖ, δηλαδή εἶχε πλέξει τά μαλλιά της γύρω ἀπό τό κεφάλι της στεφάνι καί τό εἶχε στολίσει μέ ἀνθούς λεβάντας. Φοροῦσε ἐπίσης καί μιά νέα ποδιά, πράγμα πού τῆς τό εἶπα. Ἐκείνη ὅμως κοκκίνιζε καί ξανακοκκίνιζε. Ἔπιασε τό χέρι μου καί ἤθελε νά τό φιλήσει.
“Χαρά στήν εὐτυχισμένη σας ἀρραβωνιαστικιά!” εἶπε μέ ἠπιότερη φωνή ἀπό τήν πρώτη φορά.
Ἐγώ ὄμως διέκοψα τόν χαιρετισμό ρωτώντας την:
“Ἔχεις τό θάρρος τόσο μόνη καί τόσο ἀργά νά βρίσκεσαι ἀκόμη σ’ αὐτήν τήν περιοχή;”
“Σάν τί νά φοβηθῶ;” ἀπάντησε μέ τή βεβαιότητα τῆς ἀθωότητας της. “Ὁ μπάρμπας ἤθελε νερό ἀπ’ αὐτό τό πηγάδι, καί τό κακό παιδί ἐκεῖ” -κι ἔδειξε χαμογελώντας τό ἀδερφάκι της- “δέν θέλησε νά μή φέρει μέ τή νέα στάμνα καί τό δικό του μερίδιο στό σπίτι”.
“Θέλεις νά μοῦ δὠσεις νά πιῶ;” ρώτησα τόν μικρό, καί εἶδα μ’ εὐχαρίστηση πώς δέν τόν δυσαρέστησε καθόλου ὅταν ἤπια τό μισό νερό τοῦ κανατιοῦ κι ἔχυσα τό ἄλλο μισό.
“Πρέπει νά σέ ἀποζημιώσω”, τοῦ εἶπα. “Πάρε τώρα τό ἄδειο κανάτι, θά σοῦ στείλω ἔνα γεμάτο”.
Ἔπειτα τούς εἶπα νά πηγαίνουν. Θά μοῦ ἄρεσε πολύ νά τούς συνοδεύσω, ἀλλά συστελλόμουν νά τό κάνω λόγω τῆς κοπελίτσας. Δέν μάντεψε τήν αίτία καί μέ παρακάλεσε νά μήν τῆς θυμώσω ἐπειδή μοῦ μίλησε ἄν καί βρισκόμουν μακριά ἀπό τόν δρόμο. Τῆς ἀπάντησα:
“Καί δέν φοβᾶσαι μήπως οἱ ἄνδρες πού πηγαινοέρχονται ἐκεῖ καί οἱ ἄλλοι πού στέκονται στήν παραλία στήν εἴσοδο τῆς πόλης ἤ κάθονται μπροστά ἀπό τά καλυβόσπιτα τους, ὅλοι αὐτοί πού εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά τούς προσπεράσουμε, δέν φοβᾶσαι μήπως μουτσουνιάσουν καί ποῦν; πῶς γίνεται νά πηγαίνει τό ὄμορφο κορίτσι μέ τόν ξένο τόσο ἀργά στούς δρόμους;”
Τότε με κοίταξε στά μάτια, ἄρπαξε τό σταμνί, ἐπανέλαβε τόν συνηθισμένο χαιρετισμό με χαμηλή φωνή – κι ἔφυγε. Ἔμεινα ἐπίτηδες γιά λίγη ὥρα ἀκόμη πίσω. Ὅταν ἐπέστρεψα, εἶχε πιά σκοτεινιάσει.
——
DEO, τ.1, σ. 61 και 64-65
Περιδιαβάζοντας στή Σύρα τοῦ 1824
Σύρα, 18 Σεπτεμβρίου 1824
Ἐπιστρέφω ἀπό ἔναν περίπατο. Τό ὕψωμα ὅπου βρίσκεται ἠ κολώνα τό ἀνέβηκα μονορούφι καί ἀκολούθησα τό μονοπάτι πού πάει στήν πόλη τήν ὁποία τήν προσπέρασα ἀπ’ τή δεξιά της πλευρά σκαρφαλώνοντας συνέχεια ἀπό τοῖχο σέ τοῖχο κι ἀπό βράχο σέ βράχο. Ἔτσι ἔφθασα στούς ἀνεμόμυλους στήν ψηλή ράχη βορειοδυτικά τῆς πόλης, μέ τήν πρόθεση νά τραβήξω μακρύτερα πρός τή βουνοκορφή στά βόρεια-βορειοδυτικά.
Τό θαυμαστό πανόραμα τῶν Κυκλάδων
Καί ἀπό τίς δύο πλευρές τῆς πόλης ἀνοίγονται μεγάλες ρεματιές πού θά τίς ὀνόμαζε κανείς κοιλάδες ἄν δέν ἦσαν τόσο στενές καί πού ἐνώνονται μιά ὤρα άργότερα πίσω ἀπό τήν πόλη στήν κύρια βουνόραχη τῆς οροσειρᾶς. Πάνω άπό τούς γυμνούς βράχους συνέχιζα νά προχωρῶ καί ἤδη ἔχαναν γιά τό μάτι ἡ πόλη καί τα ὑψώματα τίς προεξοχές τους. Κανένα δέντρο δέν τό κρατοῦσε στή ζωή τό χαλασμένο ἀπ’ τούς καιρούς μάρμαρο πού ξεπρόβαλλε παντοῦ στίς κορφές καί στούς σκοπέλους. Μόνο πλατιά ἁπλωμένα ἀναρριχητικά φυτά σκέπαζαν μέ τά δίχτυα τους κάπου κάπου τά χάσματα.
Ὁ βοριάς φυσοῦσε παγερός. Γύρω τριγύρω ἀναδύονταν τά νησιά καί ἡ θάλασσα ἔγινε λίμνη μόλις ἔφθασα στήν κορφή κι ἄρχισα νά περπατάω στό πλάτωμα πού ἐκτείνεται περίπου χίλια βήματα πρός βορρᾶν. Ἔριξα τό βλέμμα μου πρῶτα στή Δῆλο. Εἶδα καθαρά τόν χωρισμό της ἀπό τή Ρήνη καί τή Μύκονο καί ἡ ματιά μου προχώρησε πέρα ἀπ’ αὐτήν, γιατί ἦταν καί πάλι ἡ θάλασσα καί άναδύονταν καί ἄλλα νησιά: ἡ ψηλόκορφη Ἱκαρία καί ἡ Πάτμος. Ἡ Νάξος καί ἡ Πάρος φαίνονταν σέ ὄλο τους τό πλάτος, καί οἱ δυό: μεγαλοπρεπές καί ψηλές. Δίπλα τους, ἁπλωμένη πολύ ἀλλά χαμηλή φαινόταν ἡ Ἀντίπαρος. Σάν μαῦρες κεφαλές πού ἀναδύονται ἀπό τή θάλασσα ἔδειχναν δῶ κι ἐκεῖ ἔρημοι σκόπελοι, μικρότερα συντρίμμια τῆς καταποντισμένης χώρας. Τή Σίφνο, Σέριφο καί τη Θερμιά τίς μισοσκέπαζε βροχερή ὁμίχλη. Μεγαλόπρεπη καί πιό κοντά φαινόταν ἡ Κέως, δίπλα της κοντινά μέ ἀδρη σιλουέτα ἡ ἔρημη Γυάρος. Μεταξύ τῶν δύο καί τῆς Ἄνδρου ἔλαμπε πάνω ἀπό τή σκοτεινή θάλασσα ἡ ἀκτή τῆς Εὔβοιας καί τῆς Ἀττικῆς. Ἡ ἴδια ἡ Ἄνδρος καί ἡ Τῆνος ἔδειχναν ψηλές καί ἀνθηρές. Τό στενό μεταξύ Τήνου καί Μυκόνου κλείνει τό εὐχάριστο πανόραμα τῆς μακρινῆς θέας. Ἀπό κοντά δείχνει ἡ θέα τήν ἔκταση τοῦ νησιοῦ πού ἀποτελεῖται ἀπό σειρά βουνῶν σέ σχῆμα κυρτοῦ δρεπάνου, ἀπ’ ὅπου ξεκινοῦν ἀπ’ ὅλες τίς πλευρές ἀνηφορικοί πρόποδες. Κάθετα στήν κατεύθυνση πρός τό λιμάνι εἰσχωρεῖ στή δυτική πλευρά ἕνας ὅρμος βαθιά στήν ξηρά. Τριγύρω φαίνονται λίγα ἴχνη ἀγροκαλλιέργειας καί δενδροκομίας καί ὅμως ἦταν ἄλλοτε αὐτό τό νησί περίφημο γιά τόν πλοῦτο του, καί ὅμως δείχνουν παράλληλα πέτρινα σκαλοπάτια μέ τά ὁποῖα ἔδεναν πάνω στά σκουπίδιδα τήν εὔφορη γῆ, τίς καλλιέργειες πρίν ὄχι ἀπό πολύν καιρό, καί ὅμως ἐπαινεῖ στήν ἐποχή του ἀκόμη ὁ (Γάλλος βοτανολόγος) Τουρνεφόρ τούς κατοίκους τοῦ νησιοῦ γιά τήν ἐργατικότητα τους! Τό βλέμμα ἄπό κορφή σέ κορφή ἐκτείνεται πάνω ἀπ’ ὅλα. Σέ μερικές βουνοκορφές ὑπάρχουν ἐκκλησοῦλες. Λένε πώς βρίσκονται 36 σ’ αὐτό τό νησί, πού τίς ὀνομάζουν σέ ἀντίθεση μἐ ὄλες τίς ἄλλες “καθολικές”.
Παράξενη συνάντηση
Πηδοῦσα ἀπό τοῖχο σέ τοῖχο ὥσπου βρῆκα ἕνα μονοπάτι κολλητό στήν ἀριστερή πλευρά μιᾶς βραχοσειρᾶς. Ἀπό τήν ἀντίθετη μεριά ἔρχονταν δύο ἄνδρες πρός ἐμένα, καί οἱ δύο μέ κόκκινο στενό σακκάκι, μέ κοντά παντελόνια καί σφιχτοδεμένες, στενά φορεμένες γκέτες ἀπό τό ἴδιο χρῶμα. Τό κεφάλι ἦταν καλυμμένο μέ κόκκινο σκοῦφο καί γύρω του τυλιγμένο ἕνα καστανόχρωμο πανί σάν τουρμπάνι. Καί οἱ δύο εἶχαν ἀπό ἕνα τουφέκι στή ράχη κι ἕνα σπαθί στά πλάγια, πιστόλια καί μαχαίρια στό φαρδύ σελάχι τους. Ἀλληλοχαιρετιστήκαμε στό στενό, ξενομοναχιασμένο μονοπάτιμ πού εἶναι μᾶλλον μόνο ἔνας σωρός ἀπό πέτρες, κι ὁ καθένας τράβηξε τό δρόμο του. Ἔπειτα ἀπό λίγο γύρισε ὁ ἕνας καί μέ φώναξε. Σταμάτησα καί τόν περίμενα. Μέ πλησίασε καί μέ ρώτησε σέ κακά ἰταλικά ἄν θέλω ν’ ἀγοράσω ἕναν σκλάβο. Τόν ρώτησα ποῦ βρίσκεται. “Μιά ὥρα ἀπό δῶ”, μοῦ ἀπάντησε, “ἐκεῖ, πέρα ἀπό τό βουνό”. Δέν δήλωσα άπροθυμία καί τοῦ εἶπα νά τόν φέρει αὔριο στό καράβι. Φαινόταν ἀναποφάσιστος καί μολονότι τό ὑποσχέθηκε, διέκρινα στά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου του ὅτι δέν θά κρατήσει τόν λόγο του. Ἔτσι χωριστήκαμε.
Στόν νησιωτικό παράδεισο τῆς βλάστησης καί τῶν χρωμάτων
Μόλις εἶχαν ἔρθει καί μερικά κορίτσια ἀνεβαίνοντας ψηλά στό βουνό, κουβαλώντας τό νερό στά κανάτια γιά νά ἀνεφοδιάσουν ἀναμφίβολα τούς κατοίκους κάποιων πέτρινων καλυβιῶν πού βρίσκονταν ἐκεῖ κοντά. Τά κορίτσια φοροῦσαν καφετί ζακέτες πού ἀπό τή μέση πρός τά πίσω παίρνουν μιά ἀποστρογγυλωμένη μορφή, ὥστε νά μένει μπροστά μόνο ἕνα βρώμικο μεσοφόρι ἤ μιά πουκαμίσα. Εἶχαν τά κεφάλια τους σκεπασμένα ἐπίσης μέ τουρμπάνια, τά πρόσωπα τους ἦσαν ἡλιοκαμένα, σχεδόν μαυροκίτρινα, τά μάγουλα τους ξερακιανά καί ὄχι ὡραῖα, καί μόνο τά μάτια τους ἦσαν φλογερά μές στή σκοτεινή φωτιά. Γρήγορα ἀνακάλυψα τόν τόπο ἀπ’ ὅπου εἶχαν ἔρθει. Γιατί τό μονοπάτι ὁδηγοῦσε ἀνάμεσα ἀπό τά ἀπότομα βράχια σἐ μιά πηγή πού εἶχε γύρω τίς κατοικίες καί ἦταν στολισμένη μέ τό θαυμάσιο πράσινο πλούσιων ἀναρριχητικῶν φυτῶν. Τό νερό τιναζόταν κρυστάλλινο καί γρήγορο, καί κυλοῦσε ζωηρά μέσα ἀπό χαλίκια πρός τά κάτω. Δέν εἶχα προχωρήσει οὔτε ἑκατό βήματα παραπέρα καί νά, σάν σ’ ἕναν μεγεμένο κῆπο παρουσιάζεται ἕνα δεύτερο πράσινο σημεῖο στή στενή βράχινη κοιλάδα, μεγαλύτερη ἀπό τήν πρώτη, ζωσμένη πάλι μέ κατοικίες καί μέ κρεμασμένους κήπους. Συκιές ἅπλωναν ἐδῶ τά φύλλα τους μέ τά πενταπλά περιθώρια. Περικοκλάδες γεμάτες ἐξαίσια δροσιά ἔντυναν βράχους, τοίχους καί σπίτια καί ζευγάρωναν τά πάντα σέ μιά καί μοναδική ἤρεμη εἰκόνα. Ἕνα τσοῦρμο κορίτσια καί γυναῖκες ἦταν ἀπασχολημένο γύρω ἀπό τό πηγάδι. Ἦταν ἕνα ὄνειρο άπό τήν πρώτη πατριαρχική ἐποχή πού εἶχε πραγματοποιηθεῖ. Ακολούθησα τό ρυάκι πού ἦταν κρυμμένο κάτω ἀπό τίς δάφνες καί τούς κόκκινους ἀνθούς ὁλόκληρης ροδοδάφνης, καί ἔπεσα γρήγορα πάνω σ’ ἕνα τρίτο πηγάδι ἀπ’ ὅπου ἄκουα τούς ἤχους τραγουδιῶν καί εὔθυμων ἀλαλαγμῶν ἤδη ἀπό μακριά, γιατί ἀκόμη ἔκρυβαν οἰ βράχοι τόν τόπο τῆς χαρᾶς. Οἰ μικροί κῆποι καί οἰ κατοικίες ξεπερνοῦσαν σέ κομψότητα τίς προηγούμενες, ἐνῶ ἡ βλάστηση μεγάλωνε ἐν πλήρει ὀργασμῶ τῆς δύναμης τοῦ νότου. Θά ἔπρεπε νά βρῶ νέα ὀνόματα γιά νά ζωγραφίσω τίς ἐκατοντάδες ἀποχρώσεις πού μόνο στό πράσινο τῶν φυτῶν παρουσιάζονταν, τά ὁποῖα ἔντυναν, σκαρφαλώνοντας ψηλά καί μέ σφρίγος, τούς σκοτεινούς βράχους καί τούς ἀκόμη πιό μαύρους τοίχους. Τό χυμῶδες πράσινο τοῦ πλούσιου λυχνίτη λίθου ἔδειχνε, ὡστόσο, πώς ἐρχόταν πρῶτο. Τό χρῶμα αὐτό ἔχει μιά μυστηριώδη γοητεία ὅμοια μ’ ἐκείνη μέ τήν ὁποία ἐνθουσιάζουν οἱ ποιητές τῆς Ἀνατολῆς.
Τά σύκα ἔδειχναν ἐδῶ μεγαλύτερα καί πιό ἁπλωμένα στά κλαδιά τους ἀπό κεῖνα πού εἶδα στήν Ἰταλία. Τίς μυρτιές διαδέχονταν οἱ δάφνες, ἐνῶ ἡ λαμπερά ἀνθισμένη ροδοδάφνη ἀπλωνόταν πάνω ἀπό τά πέτρινα σκαλοπάτια πού ὁδηγοῦσαν κάπου κάπου στά σπίτια. Οἱ ἐλιές καί τά ἀμύγδαλα ἔτρεμαν μέ τ’ ἀσημένια φυλλαράκια τους στόν βραδινό ἄνεμο. Σκοτεινά κυπαρίσσια τινάζονταν ψηλά σάν ἴσιες κολῶνες ἐπιβάλλοντας στόν θεατή τόν σεβασμό. Ἀλλά προπαντός αὐτό σ’ αἰχμαλώτιζε: μιά μοναχική ψηλή χουρμαδιά, πού μέ τόν λεπιδωτό κορμό της καί τήν πλατιά της κορώνα πρόσδιδε στό ὅλο μαγεμένο τοπίο ἕναν ἐξαιρετικά ρομαντικό τόνο. Σκέψου σ’ αὐτά τήν ἀρωματισμένη ἀτμόσφαιρα, τήν ἐρημία καί τή γαλήνη τοῦ γὐρω πέτρινου φαραγγιοῦ, πού σοῦ ἐπιτρέπει μιά καί μοναδική θέα – ἀλλά αὐτήν πού ἀγκαλιάζει τήν ἀπέραντη θάλασσα. Βάλε καί τό πηγαινέλα μέ τά γαϊδουρομούλαρα, τίς γυναίκες καί τα παιδιά, οἱ πάντες μέ τά δοχεία νεροῦ καί νά συνοδεύονται συχνά ἀπό ἔνοπλους ἄνδρες. Ἡ παραμονή καί οἱ συζητήσεις καί οἱ ἀλληλοβοήθειες, καθώς καί οἱ διαφορετικές ὁμάδες ἀνθρώπων γύρω ἀπό τό πηγάδι κάνουν αὐθόρμητα νά ἀναδύονται οἱ εἰκόνες τοῦ προϊστορικοῦ κόσμου. Σκεφτόμουν τόν Ἄγαρ καί τίς παρθένες πού παίρνουν τό νερό ἀπό τό πηγάδι τῆς ἐρήμου, φανταζόμουν τή Ναυσικᾶ, ὅμοια στό ἀνάστημα καί στή γεμάτη θέλγητρα ἀγωγή μιᾶς ἀθάνατης, καί τή σκηνή ὅταν ὁ καραβοτσακισμένος Ὀδυσσέας ρίχνεται στά πόδια της. Εἶχα τό αἴσθημα σάν νά καταλάβαινα μόλις τώρα γιατί οἱ πηγές ἦσαν τόποι ἱεροί, γιατί οἱ παλαιοί τούς ἔδιναν προσωνύμια ἁγίων καί οἱ ὁδοιπόροι κατοικοῦσαν γύρω ἀπ’ αὐτές, γιατί ἔκτιζαν ναούς δίπλα στίς πηγές, τίς δεντροφύτευαν κι ἔφτιαχναν τήν περίφραξη τους μέ ψιλοκομμένες πέτρες.
Στράφηκα, χρησιμοποιώντας ἕνα στενό, πολύχρηστο μαρμάρινο μονοπάτι, πρός τήν ἔξοδο ἀπό τήν κοιλάδα καί μέ κατεύθυνση τήν πόλη. Εἶδα ἀκόμη δυό πηγάδια, άλλά κανένα δέν τό ἐπισκέπτονταν τόσο πολλοί ὅσο τό πιό ἀπομακρυσμένο. Πάνω ἀπό τό χαμηλότερο πηγάδι ὑπάρχει ἕνας κομψός κῆπος τοῦ ἐπισκόπου. Ὅταν ἔφθασα στούς ἀνεμόμυλους, ἀπ’ ὅπου μπαίνει κανείς στήν πόλη, τήν προσπέρασα κάνοντας στροφή δεξιά, ὅπως εἶχα κάνει τό ἴδιο πρωί πηγαίνοντας ἀριστερά. Τό μονοπάτι ὁδηγεῖ κάτω ἀπό αἰωρούμενους βράχους πρός τό κάτω τέρμα τῆς πόλης καί ἀπό κεῖ προχωρώντας στό λιμάνι. Ἐκεῖ μοῦ εἶπαν πώς εἶχα βρεθεῖ κοντά σ’ ἔνα σπήλαιο γεμάτο ὡραῖα διαμορφωμένους σταλακτίτες. Ἡ σπηλιά βρίσκεται πάνω ἀπό τή βουνόραχη πού εἶναι γνωστή γενικά μέ τό ὄνομα Πύργος.
——
DEO, τ.1, σ. 66-72
[Συνεχίζεται]
- H Σύρος του 1824 μέσα από τις Επιστολές του Άντον Πρόκες φον Όστεν (Μέρος Α’)
- H Σύρος του 1824 μέσα από τις Επιστολές του Άντον Πρόκες φον Όστεν (Μέρος Γ’)
από τις Εκδόσεις “Ωκεανίδα”
τις οποίες ευχαριστούμε θερμά
Πηγή: Γράμματα προς τη Βιέννη. 1824-1843 / Ενεπεκίδης Πολυχρόνης Κ.
Ημ/νία Έκδοσης: 24/09/2007 | ISBN: 978-960-410-482-6