Ο Άντον Πρόκες φον Όστεν (γερμ. Anton Graf Prokesch von Osten, 1795 – 1876) υπήρξε αυστριακός συνταγματάρχης, διπλωμάτης και συγγραφέας οδoιπορικών έργων. Απεστάλη το 1834 στην Αθήνα όπου έμεινε ως το 1849. Ήταν ο πρώτος πρεσβευτής της Αυστρίας στην απελευθερωμένη Ελλάδα. Υπήρξε ο μόνος εκπρόσωπος των Μεγάλων Δυνάμεων που λάτρευε την Ελλάδα και ως διπλωμάτης και ιστορικός επηρέασε σημαντικά την πολιτική πορεία του νέου ελληνικού βασιλείου. Ο Πρόκες φον Όστεν ήταν ενθουσιώδης φιλέλληνας. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, είχε γνωρίσει προσωπικά τους ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και τους πολιτικούς της εποχής του, καθώς και το βασιλιά Όθωνα. Υπήρξε ιδιοκτήτης του ιερού χώρου της Πνύκας, εκεί όπου ακούστηκε ο μοναδικός και ανεπανάληπτος λόγος του αθάνατου Περικλή και ο θείος λόγος του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, προσέφερε -τον χώρο αυτόν- στον ελληνικό δημόσιο.
Τα ημερολόγιά του και τα ταξιδιωτικά απομνημονεύματά του από την Ελλάδα αποτελούν πολύτιμη πηγή της νεοελληνικής ιστορίας.
Στο τελευταίο μέρος που δημοσιεύουμε από τις επιστολές του, μαθαίνουμε τι συνέβηκε κατά τη στη σφαγή των Ψαρρών μέσα από τη διήγηση ενός επιζήσαντα Ψαριανού.
Ἕνας Ψαριανός στή Σύρα
Σύρα, 19 Σεπτεμβρίου 1824
Ἔχουμε δίπλα μας ἕνα αὐστριακό ἐμπορικό σκέφος πού ἔχασε πέντε ναῦτες ἀπό πανούκλα. Αὐτό εἶναι ἕνα καό καλωσόρισμα. Μόλις ἐξαπέστειλα ἕναν Ἑβραῖο πού μοῦ εἶχε φέρει μερικές ἑκατοντάδες νομίσματα, τά περισσότερα ἀθηναϊκά, μερικά τῶν Θηβῶν, ἄλλα ἀπό τήν Αἴγινα. Ἀπιτοῦσε 500 πιάστρα. Τό ποσό εἶναι πάρα πολύ ἤ πολύ λίγο, σκέφθηκα, καί ὅταν ἐξέτασα τά νομίσματα πιό προσεκτικά, τότε βρῆκα πράγματι ὅτι σχεδόν ὅλα ἦτασν κάλπικα.
Ἕνας κοσμογυρισμένος Ψαριανός
Ἐπειδή ἡ ἀναχώρηση μας ἔχει ὁρισθεῑ γιά αὔριο, πῆγα τό ἀπόγευμα στήν πόλη γιά νά κάνω μιά ἐπίσκεψη στόν ἔπαρχο καί τόν πρόξενο. Καί ἐπειδή εἶχα ὑποσχεθεῖ ὅτι θά ἔρθω, ἤμουν ὑποχρεωμένος νά δῶ καί τή “φτωχή μου οἰκογένεια”. Βρῆκα τόν γέροντα στήν κόγχη του, τή δεύτερη στά χρόνια κοπελίτσα -πού προσπαθοῦσε, ὅπως μποροῦσε, νά φυλάει τόν μπάρμπα- δίπλα του. Τρία παιδάκια καί τό πιό μικρό ἔπαιζαν ἐμπρός ἀπό τή χωματοκαλύβα, ἐνῶ ἡ Θεοφανία μέ τά δύο ἀγοράκια ἔλειπαν.
Ὁ γέροντας μοῦ χρωστοῦσε ἀκόμη ἕνα μέρος τῆς ἱστορίας τῆς ζωῆς του. Κάθισα γιά νά τόν ἀκούσω καί μοῦ παρουσίασε τήν εἰκόνα τῆς ἀθλιότητας, τῆς χαρᾶς, τῆς τόλμης, τοῦ κινδύνου καί τελικά τῆς σωτηρίας, δέν ξέρω ἄν πιστά στήν ἀλήθεια, πάντως ὅμως τουλάχιστο μέ ζωηρά χρώματα. Εἶχε γτνωρίσει κάθε γτωνιά τῆς Ἀσίας, τῆς Ἀφρικῆς καί τῆς Εὐρώπης πού τή λούζει ἡ Μεσόγειος. Εῖχε ζήσει μέ τούς πιό διαφορετικούς λαούς, εἶχε ύπηρετήσει κοντά στούς Τούρκους καί τούς Βενετσιάνους, ὑπῆρξε πειρατής καί ἐπί πολλά χρόνια αἰχμάλωτος στό Ἀλγέρι. Εἶχε ναυαγήσει τρεῖς φορές καί τραυματισθεῖ ἐφτά. Ἀνακάτευε τήν προσευχή, τό παράπονο καί τήν ἱστορία κατά τέτοιο τρόπο, πού προκαλοῦσε τή βαρυθυμιά. Τήν ἱστορία τῆς πτὠσης τῶν Ψαρῶν τήν κουβαλοῦσε πάντα στά χείλη του, γιατί τῆς πίκρας ἡ γεύση, ὅπως ξέρουμε, κρατάει περισσότερο ἀπό τή γεύση τοῦ γλυκοῦ. Κι αὐτή τή φορά ξαναγύρισε στά Ψαρά. Κι ἄρχισε ὁ γἐρος νά θυμᾶται:
Ἡ καταστροφή τῶν Ψαρῶν ὅπως τήν ἔζησε ἕνας αὐτόπτης
“Μήν πεῖτε, ἀφέντη, πώς μᾶς εἶχε ἀποκοιμίσει ἡ ἐπιπόλαια σιγουράδα καί γι’ αὐτό δέν εἴχαμε προβλέψει τήν ἐπίθεση. Ἤμαστε προετοιμασμένοι ὅταν τήν ἄρχισαν – ἦταν μιά Παρασκευή. Ἡ μάχη κράτησε ἀπ’ τό μεσημέρι ὥς τίς δύο ἡ ὥρα τά μεσάνυχτα, καί ἡ ἐπίθεση τους ἦταν μάταια. Τή νύχτα κατάφεραν στή βόρεια πλευρά ν’ ἀποβιβασθοῦν, σ’ ἔνα σημεῖο ὅπου 10 ἄνδρες ὁπλισμένοι ἀκόμη καί μέ πέτρες μόνο θά ἦσαν ἀρκετοί νά τούς ἀπωθήσουν καί ὅπου ἀπ’τή δική μας πλευρά ὑπῆρχαν 50 Ἀρβανίτες. Ὁδηγημένοι οἰ Τοῦρκοι ἀπό προδότες σκαρφάλωσαν στά ὑψώματα πού οἱ 50 ἐκεῖνοι Ἀρβανίτες -ὁ Θεός νά τούς τό πληρώσει- εἶχαν αἰσχρά ἐγκαταλείψει. Στά ξημερώματα εἶχαν ἀποβιβασθεῖ χιλιάδες ἐχθροί καί ἄλλες χιλιάδες ἀκολουθοῦσαν, χωρίς οἱ δικοί μας νά ἔχουν πάρει ἀκόμη χαμπάρι στήν πόλη καί στά σπουδαιότερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ. Οἱ Τοῦρκοι προχωροῦσαν κατευθεῖαν κατά τῆς πόλης, ὅπου βρῆκαν μόνο ἐμα[ς τούς ἄοπλους καί ἀνίκανους γέρους, τίς γυναῖκες καί τά παιδιά, ἐπειδή οἱ ἄνδρες πού μποροῦσαν νά φέρουν ὅπλα βρίσκονταν ὅλοι, ὅπως ἐπίσης καί οἱ ξένοι, ἐν μέρει στό λιμάνι μέ τόν Χατζηαναγνώστη, ἤ ἀλλοῦ στό νησί ὅπου εἶχαν τό κουμάντο ὁ Νικολός Ἀποστόλης καί ὁ Ἀνδρέας Μαβράμης.
“Τώρα ἄρχιζαν οἱ σκηνές τρόμου γιά τίς ὁποίες ἀκούσατε σεῖς (οἱ Εὐρωπαῖοι) καί τίς συνέπειές τους βλέπετε τώρα ἐν μέρει. Ἀπό τήν πόλη πού καιγόταν πιά φύγαμε πηγαίνοντας στό λιμάνι. Ἐκεῖ γέμιζαν τά καράβια μέ μιά βιασύνη ἀξιοθρήνητη, χωρίς νά σκεφθοῦν καθόλου τή σωστή κατανομή τῶν ἀνθρώπων πού φόρτωναν ἤ τῶν ἔμπειρων καί ἱκανῶν ναυτικῶν. Οὔτε τό ἕν τρίτο τῶν καραβιῶν κατόρθωσε νά βγεῖ ἀπό τό λιμάνι, ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἔπεσαν ἄοπλοι στά χέρια τῶν ἐχτρῶν. Χωρίς τρόφιμα καί χωρίς τά πιό ἀναγκαῖα βγήκαμε στήν ἀνοικτή θάλασσα, χωρίς πηδάλια, γιατό αὐτά, γιά χάρη τῶν ξένων καί γιά νά ἐνισχύσουν τήν ἀνάγκη τῆς ἄμυνας ἀπ’ τόν καιρό κιόλας πού περιμέναμε τήν ἐπίθεση, τά εἶχαν βγάλει καί τά κατέβασαν στήν ξηρά. Ὁ Χατζηαναγνώστης ἦταν μαζί μας, τόν Ἀποστόλη τόν συναντήσαμε στήν ἀνοικτή θάλασσα. Ἐπειδή ἔβλεπε πώς τά πάντα εἶχαν χαθεῖ, σώθηκε μέ λίγους καταφεύγοντας στά πλοία πού εἶχε κρατήσει πίσω κάτω ἀπό τό ὀχυρωμένο πόστο του. Τό τί ἔγινε μέ τούς ὑπόλοιπους, τό ξέρετε! Ἄχ, αφέντη μου! Ποιός σκεφτόταν ποιοί εἶναι οἱ ἐχτροί; Ἀπ’ τούς δικούς μας μόνο 800 εἶχαν ὅπλα. Σ’ αὐτούς προστέθηκαν (γιά μεγάλη μας ἀτυχία) 700 Ἀρβανίτες πού μᾶς τούς εἶχαν στείλει σάν βοήθεια, ἀλλ’ αὐτοί δέν σκεπτόντουσαν νά μᾶς βοηθήσουν. Καί 2.000 Χιῶτες εἴχαμε μαζί μας, ἄνθρωποι ἄν καί πρόθυμοι ἀλλά ἐντελῶς χωρίς πείρα καί πού σχεδόν οὔτε ἕνας τους δέν εἶχε ἕνα τουφέκι. Ὁ πατέρας της -κι ἔδειξε μἐ νεῦμα τήν κοπέλα- “ἦταν ἕνας ἀπό κείνους πού σκοτώθηκαν μέ τόν Δημήτρη στό κάστρο”.
Ὁ γέρος ἦταν τόσο ταραγμένος, πού δέν μποροῦσε πιά σχεδόν νά μιλήσει κι ὅλα του τά μέλη ἔτρεμαν ἄθλια. Κατηύθυνα τή συζήτηση πρός τήν προηγούμενη ζωή του καί προσπάθησα μέ πλάγια ἐρωτήματα γι’ αὐτό ἤ ἐκεῖνο τό λιμάνι, γι’ αὐτόν ἤ ἐκεῖνο τόν σκόπελο νά τόν ἠρεμήσω καί πάλι -ὅταν ἐμφανίζεται ἠ Θεοφανία καί ἀπό πίσω της ἐφορμᾶ ὅλο τό τσοῦρμο τῶν παιδιῶν. Σ’ αὐτά ἔδωσα μερικές κορδέλες μέ περασμένα χρωματιστά μαργαριτάρια, ἀπ’ τά ὁποῖα εἶχα ἀγοράσει ἀρκετά στήν Ἰταλία μέ τήν πρόθεση νά τά χρησιμοποιήσω γιά δῶρα. Ἔπειτα ζήτησα κάποιες πληροφορίες ἀπό τόν γἐροντα, ποῦ θά μποροῦσα νά ξαναβρῶ ἴσως τή μητέρα τῶν ἐγκαταλελειμμένων αὐτῶν παιδιῶν. Ἐπειδή ἦταν πιά ἀργά ἔφυγα ὄχι χωρίς λύπη στήν καρδιά καί ὄχι χωρίς μιάν ἀόριστη ἐρώτηση πρός τή Θεία Πρόνοια, στήν ὀποία μόνο ἡ πίστη μπορεῖ νά δώσει τήν ἀπάντηση.
——
DEO, τ.1, σ. 72-76
- H Σύρος του 1824 μέσα από τις Επιστολές του Άντον Πρόκες φον Όστεν (Μέρος Α’)
- H Σύρος του 1824 μέσα από τις Επιστολές του Άντον Πρόκες φον Όστεν (Μέρος Β’)
από τις Εκδόσεις “Ωκεανίδα”
τις οποίες ευχαριστούμε θερμά
Πηγή: Γράμματα προς τη Βιέννη. 1824-1843 / Ενεπεκίδης Πολυχρόνης Κ.
Ημ/νία Έκδοσης: 24/09/2007 | ISBN: 978-960-410-482-6