H Ερμούπολη ευτύχησε να μελετηθεί από τους ιστορικούς όπως δεν ευτύχησαν άλλες νεοελληνικές πόλεις.
Για περισσότερο από μία εικοσαετία, από το 1984, η Ερμούπολη της Σύρου φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι σειρά σεμιναρίων σε ποικίλες επιστημονικές περιοχές, οι οποίες καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα από την οικολογία και τα μαθηματικά ως την ιστορία και τη φιλολογία. Αποτέλεσμα της συνεργασίας του Επιστημονικού και Μορφωτικού Ιδρύματος Κυκλάδων και του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, τα σεμινάρια αυτά έχουν μετατρέψει τη νησιωτική αυτή πόλη σε εργαστήρι ιδεών και τόπο συνάντησης επιστημόνων κυρίως από την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό. Στις ενότητες της φετινής χρονιάς συμπεριλαμβάνονταν θέματα όπως «Επιστήμες και κοινωνική δικαιοσύνη», «H πολιτική οικολογία στην Ελλάδα», «Μετανάστευση και φύλο», «Από τις πολιτιστικές πρακτικές στην πολιτιστική πολιτική», «Το κείμενο, ο αναγνώστης κι ανάμεσά τους η κριτική».
Υπήρχε επίσης μια ενότητα αφιερωμένη στην ιστορία της ίδιας της πόλης, κυρίως στον 19ο αιώνα, όταν η Ερμούπολη είχε αναδειχθεί στο σημαντικότερο μετά την Αθήνα αστικό κέντρο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Πόλη του κερδώου Ερμή, η πόλη που ιδρύθηκε το 1822 από πρόσφυγες της Επανάστασης, όφειλε το όνομά της ακριβώς στις εμπορικές δραστηριότητες των οικιστών και πρώτων κατοίκων της.
H Ερμούπολη ευτύχησε να μελετηθεί από τους ιστορικούς όπως δεν ευτύχησαν άλλες νεοελληνικές πόλεις – π.χ., η Αθήνα – και ήδη διαθέτει, εκτός από σειρά σημαντικών μελετών, πλούσια Ιστορικά Αρχεία – στο κτίριο των οποίων στεγάζονται τα σεμινάρια – καθώς και ένα εξαιρετικό Βιομηχανικό Μουσείο. Τι είναι όμως εκείνο που προσέδωσε στην πόλη την ιδιαιτερότητά της και τι είναι εκείνο αντίστοιχα που την κάνει «τυπική» νεοελληνική πόλη εντάσσοντάς την στη συνολική αστική ανάπτυξη του ελληνικού 19ου αιώνα; Υπάρχει την εποχή της ακμής μια «ευρωπαϊκότητα» που υπερκαλύπτει την «ελληνικότητα»; Ποια είναι η σχέση του τοπικού με το εθνικό και το διεθνές; Πού τοποθετείται η Ερμούπολη σε σχέση με το δίπολο Κωνσταντινούπολης – Αθήνας;
Τα ερωτήματα αυτά διέτρεξαν τις ομιλίες και τις συζητήσεις της ενότητας των σεμιναρίων που ονομάστηκε «Συριανό ιστορικό εργαστήρι» και οι απαντήσεις αναζητήθηκαν σε επί μέρους όψεις της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας, σε βιογραφικές προσεγγίσεις Συριανών, όπως ο Βικέλας και ο Ροΐδης και εν τέλει σε εποπτικές, γενικές συνθέσεις. H Ερμούπολη αποτέλεσε ένα μεταίχμιο κατά τη μετάβαση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο ελληνικό κράτος αλλά και μια όψη της συμβίωσής τους σε μια εποχή όπου η εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων της οργανωνόταν πάνω σε διεθνή δίκτυα που γεφύρωναν την Ανατολή με τη Δύση. Το εθνικό κράτος και οι πόλεις του υπήρξαν αναμφίβολα προϊόντα της Επανάστασης. Εν τούτοις, η Ερμούπολη δεν εγκλωβίστηκε – τουλάχιστον ως τη δεκαετία του 1860 – στα κρατικά σύνορα. Με βασική οικονομική δραστηριότητα το διαμετακομιστικό εμπόριο, η νεοσύστατη πόλη εκμεταλλεύτηκε τη μεταβατική εποχή που ακολούθησε την Επανάσταση πολλαπλασιάζοντας τον πληθυσμό, τον πλούτο και την ακτινοβολία της. H τοπική ελίτ εκπαιδευόταν σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ακολουθούσε τους ευρωπαϊκούς συρμούς ένδυσης, διακόσμησης των σπιτιών και ψυχαγωγίας, και βίωνε μια αυτάρκεια εντός του εθνικού κράτους – και εν μέρει ερήμην του. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ο δήμαρχος Ερμούπολης Δημήτριος Βαφιαδάκης το 1870 απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό E. Δεληγιώργη: «H πόλις αύτη πρόκειται πάντοτε απέναντι των Ευρωπαίων ως απόδειξις ότι εν Ελλάδι εδράζεται πολιτισμός». H εικόνα μιας πόλης «ευρωπαϊκής» αποδίδεται από πολλούς επισκέπτες, μεταξύ των οποίων ο Γεώργιος A’, που την επισκέφτηκε το 1864 και την παρομοίασε με το Λίβερπουλ, και ο Κρουμπάχερ που, είκοσι χρόνια αργότερα, του θύμισε ιταλική πόλη. Βεβαίως ήδη η Ερμούπολη ακολουθούσε μια φθίνουσα πορεία, που την οδήγησε σε μείωση του πληθυσμού, παρακμή του οικονομικού της ρόλου και απώλεια της διεθνούς φυσιογνωμίας της. Πέρα από τη διεθνή συγκυρία, της οποίας επίσης η Ερμούπολη υπήρξε θύμα, η ανάπτυξη του εθνικού κράτους με όλες τις συνέπειες που είχε σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό επίπεδο, έσπρωξε το άλλοτε ακμάζον αστικό κέντρο σε ρόλο μικρής επαρχιακής πόλης.
Με την αναχώρηση του κερδώου Ερμή, η Ερμούπολη ξεχάστηκε σταδιακά από την ιστοριογραφία που παραγόταν στο εθνικό κέντρο. Αλλωστε και οι ίδιοι οι κάτοικοί της υποτάχθηκαν στην κεντρομόλο έλξη της εθνικής ιδεολογίας αναπροσαρμόζοντας την τοπικότητά τους. Σε αναλογία με άλλους τοπικούς πατριωτισμούς, φαίνεται πως και οι Ερμουπολίτες διεκδίκησαν έναν εθνικό ρόλο εντός του έθνους-κράτους και σε ανταγωνισμό με άλλα τοπικά κέντρα. Με μέτρο την Ευρώπη, η Ερμούπολη μπορούσε βάσιμα να υποστηρίζει ότι ήταν η «πρώτη» ευρωπαϊκή πόλη της Ελλάδας.
H Ερμούπολη δεν κατόρθωσε βεβαίως να επαναπροσελκύσει τον θεό του εμπορίου, προσέλκυσε ωστόσο τον λόγιο Ερμή. Με την ευρύτερη αφύπνιση και δραστηριοποίηση τοπικών και περιφερειακών πρωτοβουλιών στη δεκαετία του ’80, η πόλη του Ερμή μετατράπηκε, όχι φυσικά χωρίς εμπόδια και απογοητεύσεις, σε ένα χώρο επιστημονικού προβληματισμού και διακίνησης ιδεών, που προσπάθησε να ενσωματώσει την ιστορική μνήμη του τόπου. H διάσταση της τοπικότητας ωστόσο δεν είναι προφανής. Το στοίχημα αυτών των πρωτοβουλιών είναι άλλωστε ο λόγιος Ερμής να γίνει, όπως κάποτε ο κερδώος, εδραίος.
της Χριστίνας Κουλούρη*
* H κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.