Η αλληλογραφία έγινε πριν 86 περίπου χρόνια.
Βρισκόταν ο κόσμος στα πρόθυρα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Και δεν είχαν περάσει πολλά από τον πρώτο. Η αγωνία των σημερινών ανθρώπων του πλανήτη είναι η ίδια – όπως και τότε – παρά τις προσεπικλήσεις όλων για Ειρήνη.
Δημοσιεύουμε παρακάτω αυτό το σπάνιο κείμενο, που είναι σαν να γράφτηκε σήμερα.
Η ιστορία των επιστολών Αϊνστάιν – Φρόυντ ξεκινάει το 1931, όταν η Διαρκής επιτροπή Γραμμάτων και Τεχνών της Κοινωνίας των Εθνών, κάλεσε το Διεθνές Ινστιτούτο Μορφωτικής Συνεργασίας, να φροντίσει για μια ανταλλαγή επιστολών, μεταξύ των εκπροσώπων της πνευματικής ζωής της εποχής, με θέματα που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην Κοινωνία των Εθνών και στη ζωή γενικότερα. Ανάμεσα στους πρώτους που ρωτήθηκαν ήταν και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, ο οποίος ανέφερε το όνομα του Φρόϋντ. Η σύντομη αλληλογραφία μεταξύ Αϊνστάιν και Φρόϋντ έγινε το καλοκαίρι του 1932 και δημοσιεύθηκε στο Παρίσι στις αρχές του 1933 με τίτλο «Η δυσκολία του πολιτισμού».
Γιατί πόλεμος; Ρωτάει ο Αϊνστάιν και απαντάει ο Φρόυντ.
Πότσδαμ, 30 Ιουλίου 1932,
Αγαπητέ, κύριε Φρόϋντ, η πρόταση που μου έγινε από την Κοινωνία των Εθνών και από το Διεθνές Ινστιτούτο πνευματικής συνεργασίας, του Παρισιού, να καλέσω δηλαδή ένα πρόσωπο της αρεσκείας μου σε μια ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, με θέμα ένα οποιοδήποτε πρόβλημα από μένα διαλεγμένο, μου προσφέρει την καλοδεχούμενη ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σας, αντιμετωπίζοντας μια ερώτηση, η οποία φαίνεται στην σημερινή κατάσταση του κόσμου, η πιο επείγουσα απ’ όλες όσες αντιμετωπίζει ο πολιτισμός:
Υπάρχει τρόπος να ελευθερωθούν οι άνθρωποι από το κακό πεπρωμένο του πολέμου;
Τώρα πια είναι γνωστό, ότι με την πρόοδο της σύγχρονης επιστήμης, η απάντηση στην ερώτηση αυτή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τον πολιτισμό, που ξέρουμε, και όμως, παρ’ όλη την καλή θέληση που υπάρχει, καμιά προσπάθεια λύσης δεν έχει οδηγήσει σε κάτι το συγκεκριμένο. Μιας και δεν έχω εθνικιστικές προκαταλήψεις, βλέπω προσωπικά ένα απλό τρόπο να αντιμετωπισθεί η εξωτερική δηλαδή ή οργανωτική άποψη του προβλήματος: τα κράτη θα δημιουργήσουν μια νομοθετική και δικαστική εξουσία, αρμοδιότητα της οποίας θα είναι να αντιμετωπίζει όλες τις συγκρούσεις που θα δημιουργούνται μεταξύ τους. Σήμερα όμως απέχουμε πάρα πολύ από να διαθέτουμε μια υπερκρατική οργάνωση, μια οργάνωση υπερεθνική που θα μπορεί να εκδίδει αποφάσεις και να επιβάλει με την βία την εκτέλεση των αποφάσεων αυτών.
Έτσι λοιπόν φτάνω στο πρώτο μου αξίωμα:η επιδίωξη της διεθνούς ασφάλειας συνεπάγεται το ότι κάθε κράτος θα πρέπει να απαρνηθεί μέσα σε ορισμένα όρια, την ελευθερία των ενεργειών του, δηλαδή την κυριαρχία του, είναι φανερό πέρα από οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος να πετύχουμε μια μέτρια ασφάλεια.
Η αποτυχία των προσπαθειών που έγιναν τα τελευταία δέκα χρόνια προς την κατεύθυνση αυτή, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, χωρίς ούτε ίχνος αμφιβολίας, ότι εδώ ενεργούν ισχυροί ψυχολογικοί παράγοντες, οι οποίοι παραλύουν τις προσπάθειες. Μερικοί από τους παράγοντες αυτούς είναι οφθαλμοφανείς. Η δίψα της εξουσίας της κυρίαρχης τάξης βρίσκεται σε κάθε κράτος σε αντίθεση με τον οποιοδήποτε περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Η μεγάλη αυτή επιθυμία για πολιτική εξουσία, συμφωνεί με τις φιλοδοξίες εκείνων, που αναζητούν μόνον χρηματικά και οικονομικά οφέλη. Σκέφτομαι κυρίως μια μικρή αλλά και αποφασιστική ομάδα, που με δραστηριότητα σε κάθε κράτος και αδιαφορώντας για οτιδήποτε βλέπει στον πόλεμο, δηλαδή στην κατασκευή και στην πώληση των όπλων,την ενδιαφέρει μόνο μία ευκαιρία εξυπηρετήσεως των προσωπικών συμφερόντων και της προσωπικής δύναμης.
Είναι δυνατόν η μειοψηφία αυτή να υποτάσσει στις επιθυμίες της την λαϊκή μάζα, η οποία από τον πόλεμο θα έχει μόνο βάσανα και ζημίες;
Μια εύκολη απάντηση θα ήταν, ότι η μειοψηφία εκείνων που κάθε φορά βρίσκονται στην εξουσία, έχει στα χέρια της τα σχολεία και τον τύπο και επί πλέον τις θρησκευτικές οργανώσεις. Αυτό της επιτρέπει να οργανώνει και να κατευθύνει τα αισθήματα των μαζών μετατρέποντάς τα σε όργανα της πολιτικής της.
Είναι δυνατόν να κατευθύνουμε την ψυχολογική ανάπτυξη των ανθρώπων έτσι που να γίνουν ικανοί για αντίσταση στην ψύχωση του μίσους και της καταστροφής;
Καταλήγοντας: Μίλησα μέχρι τώρα μόνο για πολέμους ανάμεσα σε κράτη, δηλαδή για διεθνείς συγκρούσεις. Έχω, όμως, απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος, ότι το επιθετικό ένστικτο ενεργεί και με άλλες μορφές και σε άλλες περιπτώσεις. Σκέφτομαι τους εμφυλίους πολέμους, που κάποτε οφείλονταν στον θρησκευτικό φανατισμό και σήμερα σε κοινωνικούς παράγοντες ή ακόμη στην καταπίεση των φυλετικών μειονοτήτων.
Ξέρω ότι στα γραπτά σας μπορούμε να βρούμε άμεσες ή έμμεσες απαντήσεις σ’ όλα τα ερωτηματικά που μας δημιουργεί αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα επείγον και αναπόφευκτο. Θα ήταν, λοιπόν, πάρα πολύ χρήσιμο για όλους εμάς, αν εσείς ασχολούσασταν με το πρόβλημα της παγκόσμιας ειρήνης, σύμφωνα με το πνεύμα των πρόσφατων ανακαλύψεων σας, επειδή κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μας δείξει το δρόμο για καινούργιους και αξιόλογους τρόπους ενεργειών.
Με πολλή εγκαρδιότητα, δικός σας, Αλμπερτ Αϊνστάιν
Ακολουθεί η εμπεριστατωμένη απάντηση του Ζίγμκουντ Φρόυντ
Βιέννη, Σεπτέμβριος 1932
Αγαπητέ κ. Αϊνστάιν,
Αρχίζετε τις σκέψεις σας με την σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο δίκαιο και τη βία. Πρόκειται σίγουρα για ένα σωστό ξεκίνημα, που θα βοηθήσει την ερευνά μας. Βλέπετε χρησιμοποίησα τη λέξη «βία» και όχι τη λέξη «δύναμη» και ελπίζω να μου επιτρέπεται μια τέτοια αντικατάσταση. Δίκαιο και βία είναι σήμερα για μας όροι αντίθετοι.
Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΩΝ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΩΝ
Είναι εύκολο να αποδείξουμε, ότι το ένα προέρχεται από το άλλο και αν ανατρέξουμε στις πρώτες αρχές για να επαληθεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνέβη, η λύση του προβλήματος παρουσιάζεται χωρίς δυσκολίες Να με συγχωρείτε, αν στη συνέχεια θα μιλήσω για κάτι που είναι γενικά γνωστό σε όλους, σαν να πρόκειται για κάτι το καινούργιο. Η σύνδεση του συνόλου με υποχρεώνει να το κάνω.
Οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων σε γενικές, λοιπόν, γραμμές, ρυθμίζονται με την βία. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο, του οποίου ο άνθρωπος αποτελεί μέρος. Γιο τους ανθρώπους βέβαια, πρέπει να προσθέσουμε και τις συγκρούσεις γνώμης, που φθάνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και που φαίνονται να απαιτούν, για το ξεκαθάρισμα τους, μιαν άλλη τεχνική. Πρόκειται, όμως, για μια κατοπινή επιπλοκή. Αρχικά, σε μια μικρή ανθρώπινη ομάδα, η μεγαλύτερη μυϊκή δύναμη αποφασίζει σε ποιόν ανήκει κάτι ή ποιου η θέληση πρέπει να πραγματοποιηθεί.
Σύντομα η μυϊκή δύναμη αυξάνεται ή την αντικαθιστά η χρησιμοποίηση των εργαλείων και έτσι επιβάλλεται όποιος έχει τα καλύτερα όπλα ή όποιος τα χρησιμοποιεί περισσότερο επιδέξια. Με τη δημιουργία των όπλων η διανοητική ανωτερότητα αρχίζει ήδη να παίρνει τη θέση της μυϊκής δύναμης, έστω και αν ο τελικός σκοπός του αγώνα παραμένει ο ίδιος. Η υποχώρηση του αντιπάλου επιτυγχάνεται με τον ριζικότερο τρόπο, όταν η βία τον εξαφανίζει τελείως, δηλαδή τον εξοντώνει. Το σύστημα αυτό έχει δυο πλεονεκτήματα, ότι δηλαδή ο αντίπαλος δεν μπορεί να ξαναρχίσει σε άλλη περίπτωση τις εχθροπραξίες και ότι η μοίρα του συμβουλεύει τους άλλους να μην ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Πολλές φορές στη θέση της επιθυμίας για φόνο, έρχεται η σκέψη, ότι ο εχθρός μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δούλος, αν τον τρομοκρατήσουμε αρκετά και τον αφήσουμε ζωντανό.
ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΕΙΝΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ:
Τα πράγματα είναι απλά, όσο η κοινότητα αποτελείται μόνο από ένα ορισμένο αριθμό ατόμων με ίση δύναμη. Οι νόμοι καθορίζουν μέχρι ποιου σημείου πρέπει να περιορίζεται η ελευθερία του κάθε ατόμου, όταν θέλει να χρησιμοποιεί τη δύναμή του και έτσι είναι δυνατόν να υπάρχει ασφάλεια στη συλλογική ζωή. Μια τέτοια, όμως, κατάσταση ειρήνης μπορούμε να την σκεφτούμε μόνο θεωρητικά, στην πραγματικότητα τα πράγματα γίνονται πολύπλοκα, επειδή η κοινότητα από την αρχή ήδη περιλαμβάνει στοιχεία με άνιση μυϊκή δύναμη, άνδρες και γυναίκες, γονείς και παιδιά και σαν συνέπεια του πολέμου και της υποταγής νικητές και νικημένους, που μετατρέπονται σε δούλους και σε αφέντες.
Το δίκαιο της κοινότητας γίνεται τότε έκφραση των σχέσεων άνισων δυνάμεων στο εσωτερικό της. Οι νόμοι γίνονται από εκείνους και για εκείνους, που κυβερνούν και παραχωρούν ελάχιστα δικαιώματα σε κείνους που έχουν υποταχθεί. Από τότε και στο εξής υπάρχουν στην κοινότητα δύο πηγές ανησυχιών, αλλά ταυτόχρονα και τελειοποίησης του δικαίου.
Πρώτα – πρώτα η προσπάθεια αυτού ή εκείνου του κυρίου να ξεφύγει από τους περιορισμούς, που ισχύουν για όλους, να επιστρέφει δηλαδή από το Βασίλειο του δικαίου στο βασίλειο της βίας και σε δεύτερη θέση οι προσπάθειες των υπηκόων να εξασφαλίσουν περισσότερη δύναμη για να αναγνωρισθούν από τον νόμο. Οι αλλαγές αυτές, να ξεφύγουν δηλαδή από το άνισο δίκαιο και να πετύχουν ένα δίκαιο ίσο για όλους.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι, η προσπάθεια να αντικαταστήσουμε την πραγματική υλική δύναμη με τη δύναμη των ιδεών, για την ώρα είναι κάτι που προορίζεται να αποτύχει.
Φοβάμαι πως θα κάνω κατάχρηση του ενδιαφέροντος σας μια και σας ενδιαφέρει περισσότερο η πρόληψη του πολέμου και λιγότερο οι δικές μου θεωρίες. Παρ’ όλ’ αυτά, θα ήθελα να μιλήσω ακόμη λίγο για την καταστροφική μας τάση, η οποία είναι λιγότερο γνωστή απ’ ότι θα απαιτούσε η σημασία της. Μετά από λίγη σκέψη φθάσαμε να πιστεύουμε, ότι η τάση αυτή βρίσκεται σε λειτουργία μέσα στο κάθε ζωντανό πλάσμα και η φιλοδοξία της είναι να το οδηγήσει στην καταστροφή, να οδηγήσει δηλαδή τη ζωή στην κατάσταση της άψυχης ύλης. Με πολύ σοβαρότητα της κολλάμε το όνομα παρόρμηση θανάτου, ενώ οι ερωτικές μας παρορμήσεις αντιπροσωπεύουν τις προσπάθειες με κατεύθυνση τη ζωή.
Το ζωντανό πλάσμα προστατεύει, για να εκφρασθούμε έτσι, τη δική του ζωή, καταστρέφοντας μιαν άλλη. Ξεκινώντας από τις μυθολογικές απόψεις μας για τις παρορμήσεις, φτάνουμε εύκολα σε μια φόρμουλα καθορισμού των έμμεσων δρόμων, που οδηγούν στον πόλεμο. Αν η τάση για πόλεμο είναι καρπός της καταστρεπτικής παρόρμησής μας, τότε θα πρέπει σαν αντίδοτο να χρησιμοποιήσουμε τον έρωτα. Όλα όσα βοηθούν στη δημιουργία αισθηματικών δεσμών, ανάμεσα στους ανθρώπους, πρέπει να ενεργούν εναντίον του πολέμου. Η ψυχανάλυση δεν διστάζει να αντλήσει και έρωτα για αγάπη, επειδή στο σημείο αυτό και η θρησκεία μιλάει για το ίδιο πράγμα: «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν». Είναι κάτι που εύκολα το απαιτούμε, δύσκολα όμως μετατρέπεται σε πράξη.
Είναι, εξάλλου, γνωστό, ότι οι παρεμβολές της κρατικής εξουσίας και οι απαγορεύσεις της εκκλησίας, που έχουν για στόχο τη σκέψη, δεν βοηθούν στη δημιουργία ικανών πολιτών. Η ιδανική προϋπόθεση θα ήταν φυσικά μια ανθρώπινη κοινωνία, που θα είχε υποτάξει τις παρορμήσεις της στη δικτατορία της λογικής.
ΠΟΤΕ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΙΡΗΝΙΣΤΕΣ;
Από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού δύο φαίνονται τα κυριότερα. Το δυνάμωμα της νόησης και η προς τα μέσα στροφή της επιθετικότητας με τα πλεονεκτήματα, αλλά και τους κινδύνους που συνεπάγεται. Ο πόλεμος έρχεται σε τρομερή επαφή με όλη την ψυχική κατάσταση, που μας επιβάλλει ο πολιτισμός, και έτσι δεν ανεχόμαστε πια τον πόλεμο. Βέβαια για μας τους ειρηνιστές δεν πρόκειται μόνο για μια διανοητική άρνηση, πρόκειται για κάτι που είναι αδύνατον να το ανεχθούμε και από ιδιοσυγκρασία και νομίζω, ότι οι αισθητικοί ξεπεσμοί του πολέμου δεν έχουν σαν άρνησή μας μικρότερο ποσοστό, απ’ ότι έχουν οι ωμότητες του.
Πόσο θα πρέπει να περιμένουν για να γίνουν και οι άλλοι ειρηνιστές; Δεν μπορούμε να το πούμε, ίσως όμως δεν πρόκειται για μια ουτοπιστική ελπίδα. Ποιους δρόμους θα ακολουθήσει ο άνθρωπος για να θέσει τέλος στον πόλεμο, δρόμους έμμεσους ή άμεσους δεν μπορούμε να το κρίνουμε από τώρα. Στο μεταξύ μπορούμε να πούμε: όλα όσα βοηθούν στην πολιτισμένη εξέλιξη, εργάζονται εναντίον του πολέμου.
Σας χαιρετώ εγκαρδίως και σας ζητώ συγγνώμην, αν οι παρατηρήσεις μου σας απογοήτευσαν.
Δικός σας, Ζίγκμουντ Φρόυντ
Οι επιστολές μεταφράστηκαν από το βιβλίο «Why War?» κι έγινε επιλογή για την κατασκευή του άρθρου μας.
Πηγή: inpsyche.gr