Η Ερμούπολη, καρπός της Επανάστασης του 1821 και του οράματος της ελληνικής παλιγγενεσίας, μια πόλη που δημιουργήθηκε σε μηδενική βάση, από Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην βραχώδη ακτή της Σύρου, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, για να την μετατρέψουν σε λιγότερο από μισό αιώνα στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο της ελληνικής ιστορίας. Ο πολυσύνθετος πληθυσμός της νέας αυτής πόλης του Αιγαίου δημιούργησε μια κοινωνία, στηριγμένη αποκλειστικά στην αστική οικονομία, μια κοινωνία που, ακριβώς, χάρη στην πολυμορφία του πληθυσμού της, αλλά και στον κοινό στόχο της επιβίωσης και της εθνικής αποκατάστασης, σημείωσε ραγδαία οικονομική, αλλά και πολιτιστική εξέλιξη, και λειτούργησε για όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα ως αυτόνομη μεγαλούπολη της Ελλάδας, που συχνά έκλεβε το κλέος της πρωτεύουσας.
Το όραμα των Ερμουπολιτών ήταν η ανάπτυξη ενός νέου κόσμου, στα πρότυπα της νεοκλασικής Ευρώπης, η οποία, ως φορέας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί το μοναδικό σημείο αναφοράς για τους επαναστατημένους και απελευθερωμένους Έλληνες της νέας πόλης, οι οποίοι έβλεπαν κάθε τι ανατολίτικο ως σύμβολο της πολύχρονης δουλείας, αλλά και του πρόσφατου αιματηρού αγώνα για την απελευθέρωση. Η αναζήτηση μιας πολιτιστικής ταυτότητας δεν θα μπορούσε παρά να έχει τα βλέμματα στραμμένα στη Δύση. Η αναγέννηση του ελληνισμού που ήρθε με την επανάσταση του 1821 σήμανε την ώρα που τα προϊόντα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού θα επέστρεφαν στον τόπο τους και η όπερα, το κατεξοχήν πολιτιστικό προϊόν της Ευρώπης, αλλά και το είδος που δημιουργήθηκε από την προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, αποτελούσε ιδανικό παράδειγμα του πολιτιστικού αυτού αντιδανείου, που συνέδεε άρρηκτα την αρχαία Ελλάδα με την σύγχρονη ευρωπαϊκή Ερμούπολη.
Η όπερα δεν άργησε να γίνει γνωστή αλλά και να αγαπηθεί στο νησί του Ερμού, καθώς άλλωστε η ονοματοδοσία της πόλης τιμούσε τον κερδώο, αλλά και τον λόγιο Ερμή. Έτσι, η Ερμούπολη υπήρξε μια από τις πρώτες πόλεις που έφτιαξε σχολεία μετά την επανάσταση (ήδη από το 1826 υπήρχαν ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ενώ το περίφημο γυμνάσιο Σύρου (1833) είναι το πρώτο δημόσιο σχολείο της Ελλάδας), τυπογραφεία (από το 1828) δημόσια ιδρύματα, νοσοκομεία, βιομηχανία και βέβαια χώρους θεαμάτων. Ήδη το 1821 κατέφθασαν στην Σύρο οι πρώτοι επαγγελματίες μουσικοί, ενώ στα 1831 βεβαιώνεται η παρουσία στο νησί δασκάλων μουσικής αλλά και χορού. Η μουσική εκπαίδευση όμως δεν περιορίστηκε στην κατ’ οίκον διδασκαλία, καθώς την ίδια εποχή εντοπίζονται και μαθήματα, αρχικώς φωνητικής και αργότερα και οργανικής μουσικής στα σχολεία της Ερμούπολης. Ακόμη, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, αλλά και κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια ανέβηκαν στο νησί της Σύρας θεατρικές παραστάσεις από ελληνικούς θιάσους πρόζας. Για το διάστημα 1829-1839 ο Δημήτρης Σπάθης, αποκαλούσε την Ερμούπολη «θεατρική πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους».[1]
Έτσι, όταν την Άνοιξη του 1840, λίγες μόνο ημέρες μετά την έναρξη της πρώτης πλήρους σαιζόν όπερας στην Αθήνα, ανέβηκε στη Σύρο η λησμονημένη σήμερα όπερα του Luigi Ricci, “Chiara di Rosembergh”, το κοινό της Ερμούπολης ήταν έτοιμο να δεξιωθεί το νέο αυτό μουσικοθεατρικό είδος που έμελλε να εδραιωθεί στην καθημερινή ζωή του νησιού. Για την πρώτη αυτή μελοδραματική παράσταση στη Σύρο μας πληροφορεί ο Jean-Alexandre Buchon (1791-1849), πως επρόκειτο για μια αξιοπρεπέστατη προσπάθεια, που θύμιζε αντίστοιχες των ιταλικών πόλεων του Νότου, επισημαίνοντας πως συχνά είχε δει στην Σαβόνα, αλλά και στη Νάπολη, όπερες πολύ λιγότερο καλά ερμηνευμένες.[2] Δεν είναι χωρίς σημασία πως ο Γάλλος λόγιος χαιρέτιζε την ραγδαία ανάπτυξη της νήσου μετά την επανάσταση, θαυμάζοντας το γεγονός ότι συχνά η νέα αυτή ευρωπαϊκή πόλη πρωτοπορούσε ως προς την ποιότητα της διασκέδασης, σε σχέση με «τόσες μεγάλες πόλεις της Γαλλίας που δεν έχουν ιταλική όπερα, αλλά υπερηφανεύονται για τα βωντβίλ τους».[3]
Αν και οι παραστάσεις όπερας συνεχίστηκαν σποραδικά μέχρι και το χτίσιμο του νέου θεάτρου, του θεάτρου «Απόλλων», το οποίο από το 1864 και εξής λειτουργούσε συστηματικά με πλήρεις μελοδραματικές σαιζόν, η μουσικοφιλία των Ερμουπολιτών δεν περιορίστηκε σε οπερατικές παραστάσεις, καθώς η μουσική καλλιεργήθηκε και εκτός των πυλών του θεάτρου, σε λέσχες ή οικίες, αλλά και στους δρόμους και τις πλατείες, όπου η μπάντα φρόντιζε για την μουσική διασκέδαση αλλά και ανατροφή των κατοίκων της πόλεως.
Η μουσική παιδεία στην Ερμούπολη είχε από πολύ νωρίς και θεωρητική διάσταση. Εκτός από τα αναρίθμητα κείμενα για την μουσική που βρίσκει κανείς σε περιοδικά και εφημερίδες, εκτός από τα λιμπρέτα που δημοσιεύονταν εν είδει επιφυλλίδων στον ημερήσιο Τύπο, αλλά και την συχνά υψηλού επιπέδου μουσική κριτική που ασκούνταν από τις στήλες των εφημερίδων και που έδιναν στον κάθε αναγνώστη την δυνατότητα να διαβάσει και μουσικές αναλύσεις της όπερας που παιζόταν στο θέατρο, η ιστορία της μουσικής διδασκόταν και στα σχολεία. Το μέγεθος της εξοικείωσης με το είδος της όπερας είναι φανερό στο σχολικό εγχειρίδιο που τύπωσε στην Ερμούπολη το 1845 ο γυμνασιάρχης Σύρου Γ. Σερούιος, “Καλλιόπη, ήτοι Θεωρία συνοπτική προς διδασκαλίαν. Περί Ποιήσεως εν γένει, περί Βουκολικής, Περί Εποποιίας, περί Δραμματικής, Περί Λυρικής”. Σε αυτό το διδακτικό εγχειρίδιο, ο λόγιος αυτός του Διαφωτισμού ενέτασσε την όπερα στα είδη της λυρικής ποίησης, σημειώνοντας ότι «ακμάζει τήν σήμερον εις ύψηλον τινα βαθμον και παρά τοις Εύρωπαίοις (ύπο τήν φόρμιγγα μάλιστα τού ‘Ροσσίνη και τού Μπελίνη)»,[4] και περιέγραφε τα χαρακτηριστικά της Λυρικής Ποίησης της Αρχαίας Ελλάδας δίνοντας παραδείγματα από την όπερα (χρησιμοποιούσε δηλαδή το γνωστό και οικείο για να εξηγήσει το άγνωστο – θυμίζω βρισκόμαστε στην Ερμούπολη του 1845). Έτσι, μιλώντας για τον Πίνδαρο, σημείωνε:
[…] ίσως δε επωνομάσθη ούτως [ύψηλος Πίνδαρος] και ως εφευρέτης νέων συνθέσεων αρμονιών και μελεασμάτων, ως φαίνεται από το καινουργόν είδος των στιχουργημάτων του· ώστε δύναται να θεωρηθή ως ο Παγανίνης ή ο Ροσσίνης ή Βελλίνης του καιρού εκείνου.[5]
Αλλά και ο Τύπος της εποχής προσέγγιζε με αντίστοιχο τρόπο την όπερα. Η εφημερίδα “Αίολος” διαφήμισε το βιβλίο ως:
πόνημα πρωτοφανές εις το είδος του, [που] παρέχει τας καλυτέρας προς ακριβή κατάληψιν των οκτώ ήχων και των μελωδιών της εκκλησίας μας ιδέας, καθώς και των ποιητικών μέτρων, τα όποια ανάγονται εις τας στιχουργίας και μελοδράματα των παλαιών ποιητών μας.[6]
Εδώ η μουσική φαίνεται να μονοπωλεί τον χώρο της διαφήμισης για ένα εγχειρίδιο που ασχολείται βασικά με την ποιητική, ενώ ο λόγος περί «μελοδραμάτων τών παλαιών ποιητών μας» είναι χαρακτηριστικός για το πώς έβλεπαν οι Ερμουπολίτες τη σχέση της όπερας με την αρχαία τραγωδία, υπενθυμίζοντάς μας τον ρόλο της όπερας ως φορέα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στην σύγχρονη εποχή. Για τους Ερμουπολίτες του 19ου αιώνα η όπερα δεν ήταν ένα εισαγόμενο προϊόν, αλλά ένα καλλιτεχνικό είδος που θα ανθούσε ξανά στον τόπο όπου γεννήθηκε.
Δεν είναι γνωστό σε πόσα ακριβώς σχολεία είχε εισαχθεί το μάθημα της μουσικής στα μέσα του αιώνα, πάντως στο ιδιωτικό «Λύκειο Ευαγγελίδη» το μάθημα διδασκόταν συστηματικά τρεις φορές την εβδομάδα [7] από τον Βαυαρό δάσκαλο μουσικής Ιούλιο Έννιγγ. Τον Φεβρουάριο του 1851 οι μαθητές του «Λυκείου Ευαγγελίδη» ανέβασαν την τραγωδία του Ρακίνα “Εσθήρ” σε μετάφραση του δεκαεξάχρονου τότε μαθητή του σχολείου Δημητρίου Βικέλα.[8] Ο Ιούλιος Έννιγγ έγραψε μουσική για την παράσταση και επιμελήθηκε την διδασκαλία της. Η παράσταση του σχολείου έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Η εφημερίδα “Αίολος” σημείωνε: «Οί χοροί της τραγψδίας έψάλλοντο τονισμένοι εις Εύρωπαϊκην μουσικήν, πρώτην φοραν γενομένου εις Έλληνικον θέατρον», διευκρινίζοντας ότι «εις την εύρωπαϊκην μουσικην προ πέντε ήδη μηνών έξασκούμενοι οί σώφρονες παίδες τού Λυκείου, άνέδειξαν άρκούσαν έπιτυχίαν».[9]
Η “Εσθήρ” γράφτηκε το 1688 από τον Ρακίνα ύστερα από παραγγελία της διευθύντριας του Παρθεναγωγείου Saint-Cyr, Madame de Maintenon, με στόχο να εξασκηθούν οι μαθήτριες σε «ένα είδος ποιήματος όπου το τραγούδι να αναμειγνύεται με την πρόζα, και να συγκροτείται ένα ενιαίο σύνολο από μια πλοκή που θα το καθιστά πιο ζωντανό και λιγότερο ανιαρό»,[10] όπως σημείωνε συγγραφέας στον πρόλογο της έκδοσης του έργου. Ο τελευταίος εξηγούσε πως στόχος του ήταν να ενώσει, όπως στην αρχαία τραγωδία, τα χορικά και το τραγούδι με την δράση. Στο εγχείρημα αυτό συνεργάστηκε με τον συνθέτη Jean-Baptiste Moreau [11] ο οποίος έγραψε μουσική για χορωδία αλλά και για σολιστικό τραγούδι με αποτέλεσμα το έργο, που πρωτοπαρουσιάστηκε την 26η Ιανουαρίου 1689 ενώπιον του Λουδοβίκου του 14ου, να χαρακτηριστεί ως «όπερα».[12]
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πώς ακριβώς ήταν η παράσταση της τραγωδίας του Ρακίνα από τους μαθητές του «Λυκείου Ευαγγελίδη», θα πρέπει όμως να θεωρήσουμε πιθανότερο, ότι οι σκηνικές οδηγίες του Γάλλου συγγραφέα οι οποίες μεταφέρονται αυτούσιες και στην μετάφραση του Βικέλα (Π.χ. «^δουσα όπισθεν τής σκηνής», Πράξη Α’, Σκηνή β’, «το έπίλοιπον τής σκηνής ^δεται» και «Αί άκόλουθαι 4 στροφαί ψάλλονται άλληλοδιαδόχως άπό μίαν φωνήν καί άπο τού χορού όλου ή κάθε μια», Πράξη Γ’, Σκηνή γ’.), έγιναν σεβαστές και ότι ακολουθήθηκε μια μουσική εκφορά του λόγου. Το γεγονός σημάδεψε την κοινωνία της Ερμούπολης και η παράσταση επαναλήφθηκε και τον επόμενο χρόνο τρεις φορές. Με αφορμή το δεύτερο αυτό ανέβασμα του 1852, διαβάζουμε στην εφημερίδα “Αίολος”:
Επίζηλοι τη αληθεία είναι οι Ερμουπολίται, διότι δεν θέλουσιν έχει πλέον ανάγκην Ιταλικών εταιριών· […] τα πάντα προέβλεψεν ο έμφρων διευθυντής ίνα μη μείνη κατ’ ουδέν ελάττων του Ιταλικού θεάτρου· από του παρελθόντος Σεπτεμβρίου συνέστησε τάξιν μουσικών μαθημάτων, εκ διαφόρων της πόλεως νέων, ίνα μεταχειρισθή αυτούς ως βαρυτόνους εν ταις παραστάσεσιν, όπερ και εγένετο.[14]
Μετά το πρώτο επιτυχές ανέβασμα του έργου αυτού, ο διευθυντής του σχολείου αποφάσισε να αναδιοργανώσει τα μαθήματα μουσικής έτσι ώστε να μπορέσει να καταρτίσει μελοδραματικό θίασο. Παρά το φιλόδοξο αυτό σχέδιο του Ευαγγελίδη, το εγχείρημα της συγκρότησης μαθητικού μελοδραματικού δεν φαίνεται να είχε συνέχεια.
Εκτός από τα μαθήματα μουσικής στα σχολεία, υπήρχε και η κατ’ οίκον μουσική εκπαίδευση. Ο ίδιος ο Έννιγγ παρέδιδε και ιδιαίτερα μαθήματα (ξέρουμε ότι στα 1851 έκανε μάθημα μουσικής στον Βικέλα και στις αδελφές του), ενώ δεν ήταν λίγοι και οι ξένοι δάσκαλοι μουσικής. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μαθητής την εποχή της παράστασης της “Εσθήρ” στο Λύκειο Ευαγγελίδη, μας πληροφορεί πως η εκμάθηση μουσικών οργάνων ήταν εφικτή για όλους του κατοίκους της πόλης του Ερμού. Αναφερόμενος στον μεγάλο αριθμό δασκάλων μουσικής, κατά κύριο λόγο, Ιταλικής καταγωγής, σημειώνει:
Ανάλογος της τοιαύτης του βίου συνηθείας και πληθώρας διδασκάλων ητο των μουσικών μαθημάτων η τιμή, οι δε φιλόμουσοι πάσης κοινωνικής τάξεως Ερμουπολίται ώφελουντο της ευκαιρίας όπως διδαχθώσι έκαστος αντί μικράς θυσίας το όργανον της εκλογής του […]. Ουδέποτε, ουδαμού αντήχησαν όσα τότε εις την Σύραν βιολία, φλάουτα, τρόμπαι, πίφερα, μανδολίνα, κόρνα και κλαρινέτα. Ο περιερχόμενος τους στενωπούς της πόλεως, και μάλιστα τας Κυριακάς, επνίγετο εις κύματα μελωδίας εξορμώντα εκ παντός παραθύρου.[15]
Η πληροφορία του Ροΐδη είναι πολύ σημαντική όχι μόνο γιατί μας μεταφέρει το εύρος των μουσικών οργάνων που υπήρχαν και που διδάσκονταν στην Ερμούπολη στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά και γιατί, όπως επισημαίνει, η εκμάθηση μουσικών οργάνων ήταν εφικτή και για τους ασθενέστερους οικονομικά Ερμουπολίτες, γεγονός που ισχύει και για την γενικότερη εκπαίδευση, όπως σημειώνει η εφημερίδα “Εκκλησιαστής”, το 1883, αναφερόμενη σε Παρθεναγωγείο, το οποίο φιλοξενούσε τριακόσιες μαθήτριες «έξ όλων σχεδόν τών τάξεων της κοινωνίας· πολυαριθμοτέρα δέ φοίτησις είναι η έκ της τάξεως του λαού».[16]
Σημαντικό ρόλο στην μουσική ζωή της Ερμούπολης έπαιξε και η Σχολή Απόρων Παίδων που ιδρύθηκε στα 1874, και που ανέλαβε την δωρεάν εκμάθηση μουσικής στα άπορα παιδιά, επανδρώνοντας «μουσικό θίασο», δηλαδή μπάντα, και που είχε ως στόχο αφενός μεν να προικίσει τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας με ένα σημαντικό επαγγελματικό εφόδιο (καθώς μάλιστα φιλοδοξούσε να διοχετεύει το νεαρό μουσικό δυναμικό της στην ορχήστρα του θεάτρου: «Κολακευόμεθα να πιστεύωμεν ότι το έπόμενον έτος ό μουσικός θίασος των απόρων παίδων, θα δύναται να χρησιμεύση και εις μελοδραματικας παραστάσεις του θεάτρου»),[17] και αφετέρου να διασκεδάζει με τις συναυλίες που έδινε δύο απογεύματα την εβδομάδα στην κεντρική πλατεία τους κατοίκους της πόλης του Ερμού με γνωστά έργα διάσημων συνθετών που συνήθως είχαν θριαμβεύσει στη σκηνή του θεάτρου (χαρακτηριστικό, ως προς αυτό, το σχόλιο μουσικού κριτικού παράστασης όπερας, όπου αναφέρεται πως το κοινό μπορεί να είναι αυστηρό ως προς στην κρίση του για μια παράσταση του Ερνάνη, καθώς γνωρίζει το έργο χάρη στις συναυλίες της Σχολής Απόρων Παίδων),[18] ενώ η μπάντα αυτή εκτελούσε και άγνωστα ελληνικά δημιουργήματα, συχνά σε πρώτη εκτέλεση.[19] Έτσι δεν θα πρέπει να εντυπωσιάζει το δημοσίευμα της εφημερίδας “Πατρίς” του 1886 ότι:
Ήδη δε πάντες, από της Ρεγγίνας του μικρού εκείνου εφημεριδοπώλου, όστις αδιακόπως μουσουργεί δια των χειλέων του, συρίζων παταγωδώς, μέχρι της αβροτέρας δεσποινίδος, ήτις εκτελεί μουσικά τεμάχια επί του επιφθόνου κλειδοκυμβάλου, τρελλαίνονται δια την “Napoli di Carnovale”.[20]
Βέβαια η μικρή κόρη του εφημεριδοπώλου μπορεί να γνώριζε την δημοφιλή τότε όπερα του Nicola de Giosa, όχι μόνο χάρη στις μπάντες που φρόντιζαν να θυμίζουν στους διερχόμενους από την κεντρική πλατεία της πόλης τα δημοφιλή αποσπάσματα από τα μελοδραματικά έργα, αλλά και επειδή πιθανόν να πήγαινε και η ίδια στην όπερα, καθώς άλλωστε, το θέατρο «Απόλλων» είχε ειδική τιμή παιδικού εισιτηρίου.[21]
Όμως δεν είναι μόνο η πλούσια μουσική ζωή που καθιστά την Ερμούπολη του 19ου αιώνα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της μουσικής στον τόπο μας. Ήταν και ο θεωρητικός λόγος που, μοιραία, καλλιεργήθηκε γύρω από αυτήν. Η μουσική κριτική είχε δείξει από νωρίς δείγματα γνώσης και ποιότητας, αλλά στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα η Ερμούπολη απέδειξε πως διεκδικούσε επάξια ηγετικό ρόλο στον ελληνικό μουσικό λόγο της εποχής. Η μουσικοκριτική γραφίδα του ιατρού Ιωάννη Φουστάνου και συγκεκριμένα κάποιες θέσεις του για την περιγραφική μουσική προκάλεσαν την αντίδραση ενός νεώτερου Ερμουπολίτη μουσικού κριτικού, του δικηγόρου Διονύσιου Κλάδη, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει στην Ερμούπολη του 1886 η πρώτη μουσικολογική διαμάχη στην νεότερη Ελλάδα, που διεξήχθη μέσω του Τύπου και κράτησε τρία χρόνια. Πιο συγκεκριμένα η άποψη του Φουστάνου πως η εισαγωγή της όπερας “Fra Diavolo” του Daniel Auber περιγράφει μια σκηνή μάχης, πυροδότησε μια μαχητική απάντηση του έτερου μουσικού κριτικού, ο οποίος υποστήριζε την άποψη ότι η μουσική δεν μπορεί να περιγράψει, μεταφέροντας στην Ερμούπολη του 1886 την διαμάχη που υπήρχε την ίδια εποχή στην Ευρώπη ανάμεσα στους υπέρμαχους της απόλυτης και στους υποστηρικτές της περιγραφικής μουσικής, με τους πρώτους να θεωρούν ότι η μουσική είναι καθαρή φόρμα και τους δεύτερους να πρεσβεύουν ότι η μουσική έχει εκφραστικές ικανότητες. Η ερμουπολίτικη εκδοχή της διαμάχης αυτής (μια διαμάχη που, όπως είπαμε, διήρκησε τρία χρόνια και στην οποία ενεπλάκησαν και δύο άλλοι μουσικοί κριτικοί), κορυφώθηκε με έναν μη μουσικολογικό, πλην άκρως μουσικό τρόπο. Τον Ιούλιο του 1888, δύο έτη μετά την πρώτη διά του Τύπου αντιπαράθεση των δύο μουσικών κριτικών, ο Φουστάνος αποφάσισε να απαντήσει στον αντίπαλό του, γράφοντας ένα σύντομο μουσικό προγραμματικό έργο, το βαλς “Le Reveil – Πρωϊνη Εξέγερσις”, κατά την ελληνική απόδοση από τον ίδιο το συνθέτη, ένα έργο που περιέγραφε το ξύπνημα της μέρας. Οι νότες αντικατάστησαν τις λέξεις και η μουσική τη θεωρία.
Είναι πραγματικά αδύνατο να συνοψίσει κανείς σε λίγες σελίδες το θαύμα που συνέβη στην Ερμούπολη του προ-προηγούμενου αιώνα. Ακόμη πιο δύσκολο να αντιληφθεί πώς έγινε αυτό το θαύμα, αλλά και γιατί το άστρο της Σύρου έσβησε σιγά σιγά. Το σίγουρο είναι πως το φαινόμενο «Ερμούπολη» θα πρέπει και να μας εντυπωσιάζει, αλλά και να μας παρακινεί να το διερευνήσουμε περαιτέρω. Κι αυτό, γιατί, η Ερμούπολη φτιάχτηκε από Έλληνες πρόσφυγες από ολόκληρη την Ελλάδα, οι οποίοι έφεραν μαζί τους πολιτισμικά στοιχεία από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που όμως, συγχωνεύθηκαν όλα μαζί, σαν σε έναν Νέο Κόσμο, στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας νέας ευρωπαϊκής πόλης. Η νέα αυτή πόλη, μια μικρή πολιτεία στη μέση του Αιγαίου, συγκροτήθηκε και οργανώθηκε από τους Έλληνες αυτούς, που δεν κυβερνούνταν από ξένους τοποτηρητές ή αρμοστές (όπως στα Επτάνησα), ούτε καν από ξενόφερτους βασιλείς (όπως στην οθωνική Αθήνα) αλλά αποφάσισαν με δική τους πρωτοβουλία να υιοθετήσουν ευρωπαϊκά πρότυπα, και ως προς τη μουσική τους διασκέδαση και, έτσι, να αγκαλιάσουν και να αγαπήσουν την όπερα. Το παράδειγμά τους αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικό ιστορικό παράδειγμα για το τί μπορεί να κάνει μια ομάδα ανθρώπων με κοινό πολιτιστικό όραμα. Να φτιάξει μια ιδανική πολιτεία, που μόνο μυθική μπορεί να φαντάζει για τον σημερινό μελετητή, όπως ακριβώς η χαμένη Ατλαντίδα.
ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΥΡΜΠΑΝΑ
Παραπομπές:
- Δημήτρης Σπάθης, «Η Ερμούπολη θεατρική πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους (1829-1839), Για τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Θέατρο στην Ερμούπολη, Πρακτικά Συμποσίου, Ερμούπολη Σύρου-Αύγουστος 1994, Αθήνα, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 1996, σ. 187-201.
- Jean Alexandre Buchon, “La Grece Continentale et la Morie. Voyage, sijour et itudes historiques en 1840 et 1841”, Paris, 1843, σ. 47.
- Ό.π.
- Βλ. Γεώργιος Σερούϊος, “Καλλιόπη, ήτοι Θεωρία συνοπτική προς διδασκαλίαν. Περί Ποιήσεως εν γένει, περί Βουκολικής, Περί Εποποιίας, περί Δραμματικής, Περί Λυρικής”, ‘Εν Έρμουπόλει, ‘Εκ της Τυπογραφίας Ν. Βαρβαρέσου, 1845, σ. 89, για την όπερα βλ. και σ. 48 και 61.
- Σερούιος, ό.π., σ. 86.
- “Αίολος”, 13.10.1845.
- Βλ. «Πρόγραμμα τών κατά το 1853-54 σχολικον έτος παραδοθησομένων μαθημάτων εις τούς μαθητας τού Ελληνικού Λυκείου», “Ένωσις”, 27.8.1853.
- Ο Δημήτριος Βικέλας, όπως σημειώνει στην αυτοβιογραφία του (βλ. Δημήτριος Βικέλας, Άπαντα Α’, επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Αθήνα, Σύλλογος προς διάδοσιν ώφελίμων βιβλίων, 1997, σ. 56), είχε ξεκινήσει την μετάφραση της “Εσθήρ” ενώ βρισκόταν στην Οδησσό στα 1849-50 και στην συνέχεια την τελειοποίησε για την παράσταση του σχολείου.
- “Αίολος”, 24 .2.1851.
- «Une espece de poeme ou le chant fut mele avec le redt, le tout lie par une action qui rendit la chose plus vive et moins capable d’ennuyer». Jean Racine, Quvres, d’ apres l’edition de 1760, Tome II, «Preface a Esther», p. 256.
- Ο συνθέτης Jean-Baptiste Moreau (1656-1733) συνεργάστηκε με την Ρακίνα και για την παράσταση της “Athalie” (έργο που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την “Εσθήρ”, όπως, π.χ., το έντονο μουσικό στοιχείο) στο Παρθεναγωγείο του Saint-Cyr το 1699, υπήρξε δάσκαλος μουσικής του Λουδοβίκου του 14ου. Η συμβολή του στην επιτυχία της “Εσθήρ” υπήρξε καθοριστική καθώς, το έργο δεν σημείωσε ανάλογη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε σε έντυπη μορφή (βλ. “Anecdotes Dramatiques”, Tome I, Paris 1775, p. 325).
- Από τον Μαρκήσιο de Dangeau: «Racine par ordre de Madame de Maintenon, fait un opera dont le sujet est “Esther et Assuerus”. Il sera chante et recite par les petites filles de Saint-Cyr. Tout ne sera pas en musique. C’est un nomme Moreau qui fera les airs», Marcelle Benoit, “Les evenements musicaux sous le regne de Louis XIV, Chronologie”, La vie musicale en France sous les rois Bourbons, Νο 33, Editions Picard, Paris 2004, p. 218. Ο Λουδοβίκος ο 14ος, ο οποίος το 1683 παντρεύτηκε κρυφά την μετέπειτα διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Saint-Cyr, Madame de Maintenon, και προσέφερε σημαντική υποστήριξη στην λειτουργία του σχολείου, παρακολούθησε πρόβες και περισσότερες από μία παραστάσεις της “Εσθήρ”.
- “Εσθήρ, Τραγωδία τού Ρακίνα καί άλλα διάφορα ποιήματα”, ύπο Δημητρίου Βικέλα, Έν Έρμουπόλει, Τύποις Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος, 1851 [= Δημήτριος Βικέλας, Άπαντα Η’, σ. 217-261). Η έκδοση της μετάφρασης της “Εσθήρ” καθώς και άλλων ποιημάτων του Βικέλα, την οποία πρότεινε ο ίδιος ο Ευαγγελίδης φανερώνει βεβαίως την προοδευτική διάθεση του διευθυντή του σχολείου να εκδώσει το πόνημα του δεκαεξάχρονου μαθητή του, αλλά δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς στην Ερμούπολη επικρατούσε μια γενικότερη τάση ενθάρρυνσης των νέων, είναι πολλοί οι μαθητές σχολείου που εκδίδουν τα λογοτεχνήματά τους.
- “Αίολος”, 16.2.1852. Η κριτική από το δεύτερο ανέβασμα του έργου.
- Εμμανουήλ Ροΐδης, «Ιστορία ενός σκύλου», “Άπαντα Δ'”, φιλολογική επιμέλεια Άλκης Αγγέλου, Αθήνα 1978, σ. 384. Για τις μουσικές αναφορές στα έργα του Ροΐδη, βλ. Στέλλα Κουρμπανά «”Τοιαύτη Μουσική στείρωσις φαίνεται μάλλον δυσεξήγητος.”, Μουσικό γλωσσάρι στα “Άπαντα” του Εμμανουήλ Ροΐδη», “Δελτίο Εργαστηρίου Ελληνικής Μουσικής”, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Μουσικών Σπουδών, τχ. 4 (Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2006), σ. 5-10.
- “Εκκλησιαστής”, 2.7.1883.
- “Φανός”, 3.7.1879.
- Βλ. Πατρίς, 13.12.1899.
- Όσο για τα έργα Ελλήνων συνθετών, τα προγράμματα των εκδηλώσεων της Σχολής συμπεριλάμβαναν τουλάχιστον ένα ελληνικό έργο σε κάθε συναυλία.
- “Πατρίς”, 13.11.1886.
- “Έφημερίς”, 1.11.1888.
κα Στέλλα Κουρμπανά, Έφορο του Αρχείου του Ωδείου Αθηνών
την οποία ευχαριστούμε θερμά.
[Το κείμενο διαβάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο
“Όπερα και ελληνισμός κατά τον 19ο αιώνα” / Κέρκυρα, 17-19.11. 2017]