του Γιάννη Γονατίδη, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Η Ερμούπολη αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μία από τις δραστηριότητες που αναπτύσσεται στο πολύβουο λιμάνι της είναι η γυναικεία πορνεία.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το ελληνικό κράτος προσπάθησε να διευθετήσει το ζήτημα της πορνείας με διάφορες κανονιστικές οδηγίες, τα βασικά χαρακτηριστικά των οποίων ήταν:
Η ταύτιση των αφροδίσιων νοσημάτων με την γυναικεία πορνεία, αναγορεύοντας την έτσι ως την κύρια πηγή μετάδοσης των ασθενειών.
Η συνεργασία της αστυνομίας με τους γιατρούς για την επιτήρηση και τον έλεγχο της πορνείας στα πλαίσια της «υγειονομικής αστυνομίας».
Η προσπάθεια εγκλεισμού των πορνών στα πορνεία ή περιορισμού τους σε συγκεκριμένες συνοικίες, με στόχο τον αποτελεσματικότερο έλεγχό τους.
Αυτή η νομοθεσία ακολουθεί και συμπορεύεται αντίστοιχες προσπάθειες δυτικο-ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία, Αγγλία) την ίδια περίοδο.
Η διασφάλιση της «τιμής» των «έντιμων» οικογενειών και ο κίνδυνος ανηθικότητας είναι το μόνιμο επιχείρημα του τοπικού Τύπου, που ζητά την απομάκρυνση των πορνών από τις περιοχές που κατοικούν ή/και εργάζονται, ενώ τονίζεται πως η δράση τους μειώνει την οικονομική αξία των συγκεκριμένων περιοχών. Η διαρκής επέκταση της πόλης και ο περιορισμένος χώρος του Δήμου Ερμούπολης έχει ως αποτέλεσμα το ζήτημα να τίθεται διαρκώς.
Παράλληλα, η πορνεία προσλαμβάνεται ως κοινωνική ανάγκη για μια πόλη-λιμάνι που προσελκύει πλήθος επισκεπτών. Στόχος, λοιπόν, δεν είναι η εξάλειψή της, αλλά ο πλήρης έλεγχός της, ο εκτοπισμός και απομάκρυνσή της «εν αφανεστέρω τόπω».
Κατά τα έτη 1880-1887 το Δημοτικό Συμβούλιο ψηφίζει επανειλημμένα πιστώσεις για την κατασκευή «πορνοστασίων» εκτός των ορίων της πόλης, όπου θα συγκέντρωναν τις πόρνες που δραστηριοποιούνταν στην πόλη. Φαίνεται πως ο Δήμος Ερμούπολης προσπάθησε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Δήμου Πειραιά, που ίδρυσε συνοικισμό για τις πόρνες το 1876, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρει. Στο τέλος του 19ου αιώνα εγκατέλειψε το συγκεκριμένο σχέδιο.
Παράλληλα, η Αστυνομία λαμβάνει αποφάσεις που στοχεύουν στον περιορισμό και τον εγκλεισμό των πορνών σε συγκεκριμένες περιοχές. Στο πλαίσιο αυτό απαγορεύουν στις πόρνες να εργάζονται σε ζυθοπωλεία και καφενεία, να εισέρχονται στο θέατρο «Απόλλων» ή να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα παρουσία άλλων γυναικών.
Παρόλα αυτά, όλα τα παραπάνω μέτρα απέτυχαν να ελέγξουν ουσιαστικά και να περιορίσουν την πορνεία σε συγκεκριμένους χώρους ή συνοικίες. Οι πόρνες συνέχισαν να εργάζονται στους δρόμους, σε ξενοδοχεία, καφενεία και σπίτια. Ενδεχομένως, η αποτυχία να οφειλόταν στη συμμετοχή των αστυνομικών στα κυκλώματα της πορνείας. Επιπλέον, η δυνατότητα εργασίας περιοδικά σε διαφορετικά μέρη επέτρεπε στις πόρνες να διαφεύγουν των ελέγχων της υγειονομικής αστυνομίας.
Συμπερασματικά, η ταύτιση της γυναικείας πορνείας με τα αφροδίσια νοσήματα αναδεικνύει το γυναικείο σώμα ως πηγή ασθένειας και μόλυνσης, οδηγώντας στην ανάπτυξη τρόπων και πρακτικών ελέγχου της γυναικείας σεξουαλικότητας. Η διαφθορά των ηθών, η επίκληση της ηθικής και η προστασία της δημόσιας υγείας αποτελούν μέσα νομιμοποίησης των μηχανισμών ελέγχου της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Η πορνεία αντιπροσωπεύει μια διπλή απειλή για την κοινωνία, τόσο ηθικά όσο και ιατρικά. Ό,τι θεωρείται νοσηρό και επικίνδυνο πρέπει να μεταφερθεί εκτός των ορίων της πόλης, σε χώρους και τοποθεσίες μη ορατούς.
Πηγή: avgi.gr