Τα ουσιαστικά εδώλιο και ειδώλιο, λόγω της παρόμοιας προφοράς τους, πολλές φορές συγχέονται, μολονότι έχουν διαφορετική προέλευση και διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο.
Ένα ακόμη ζεύγος παρωνύμων, δηλαδή λέξεων που έχουν παραπλήσια μορφή αλλά όχι και την ίδια σημασία, θα μας απασχολήσει στο σημερινό άρθρο.
Πρόκειται για τα ουσιαστικά εδώλιο και ειδώλιο, που λόγω της παρόμοιας προφοράς τους πολλές φορές συγχέονται, μολονότι έχουν διαφορετική προέλευση και διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο.
Κατά πρώτον, το εδώλιο είναι τύπος ή είδος καθίσματος που συναντάται κατά κύριο λόγο σε δημόσιους χώρους: εδώλια κοινοβουλίου, εδώλια θεάτρου, κυβερνητικά εδώλια, υπουργικά εδώλια, κλιμακωτά εδώλια.
Συνώνυμα του εδωλίου είναι η έδρα, το έδρανο και ο θώκος.
Καθιερωμένη έκφραση στη νέα ελληνική γλώσσα είναι το εδώλιο του κατηγορουμένου, δηλαδή η θέση στην οποία κάθεται ο κατηγορούμενος κατά τη διεξαγωγή μιας δίκης.
Η εν λόγω φράση χρησιμοποιείται και συνεκδοχικώς, προκειμένου να δηλωθεί η θέση και η κατάσταση του κατηγορουμένου: «Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης δήλωσε ότι οι υπεύθυνοι της κακοδιαχείρισης θα οδηγηθούν στο εδώλιο του κατηγορουμένου».
Το εδώλιο απαντά στην αρχαία ελληνική γλώσσα ως εδώλιον, λέξη που δήλωνε το κάθισμα, την έδρα, την κατοικία, το ενδιαίτημα και (στα πλοία) το κάθισμα των κωπηλατών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το εδώλιο, το έδος (ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής που σήμαινε την έδρα, το κάθισμα, τη θέση, το θρόνο, το θεμέλιο, την κατοικία), η έδρα και το έδρανο είναι όλα ομόρριζα (ρίζα εδ-), σχετίζονται δε ετυμολογικά με το ρήμα έζομαι (κάθομαι) της αρχαίας ελληνικής.
Κατά δεύτερον, το ειδώλιο, υποκοριστικό του ουσιαστικού είδωλο (είδωλον στην αρχαία ελληνική γλώσσα), είναι το μικρό άγαλμα, το αγαλμάτιο, το αγαλματίδιο: κυκλαδικά ειδώλια, ανθρωπόμορφα ειδώλια, σταυρόσχημα ειδώλια, μαρμάρινο ειδώλιο ανδρικής καθιστής μορφής.
Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γεωργίου Μπαμπινιώτη το ειδώλιο ορίζεται ως εξής: μικρού μεγέθους ομοίωμα, που αποδίδει με συγκεκριμένο ή αφηρημένο τρόπο τη μορφή (ανθρώπου, ζώου, φυτού ή αντικειμένου), κατασκευασμένο από διάφορα υλικά (πέτρα, πηλό, ξύλο, κόκαλο, ελεφαντοστό, μέταλλο κ.ά.).
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το είδωλον, παράγωγο του ουσιαστικού είδος (μορφή), σήμαινε το ομοίωμα, τη μορφή, την εικόνα, την έννοια, την ιδέα, την οπτασία.
Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι τα δύο υπό εξέταση ουσιαστικά, εδώλιο και ειδώλιο, είναι απλώς φωνολογικά παρώνυμα, δηλαδή λέξεις που έχουν μεν φωνητική ομοιότητα, αλλά δεν έχουν ούτε κοινή προέλευση ούτε σημασιολογική συνάφεια.
Πηγή: in.gr