από την Πέγκυ Σ. Στεργίου
Καθηγήτρια Γαλλικών – Γλωσσολογίας
Τα παλαιότερα σπίτια της Ερμούπολης τα έχτισαν οι πρόσφυγες, από το 1822 μέχρι και το 1835 σύμφωνα με τις τεχνικές και την τυπολογία της παραδοσιακής αστικής αρχιτεκτονικής των περιοχών προέλευσης, με τονισμένα λιγότερο ή περισσότερο τα δυτικά ή ανατολικά χαρακτηριστικά, και ανάλογες διαφοροποιήσεις (στοιχεία μακεδονικά, μικρασιατικά κλπ.).
Από την εποχή αυτή υπάρχουν σήμερα ελάχιστα κτίρια, τα πιο επιμελημένα.
Όταν αργότερα επικράτησε ο κλασικισμός, τέτοια σπίτια παραδοσιακής αστικής αρχιτεκτονικής εξακολούθησαν να χτίζονται με μικρές ή μεγάλες επιρροές από τη νέα τάση. Στο κέντρο της Ερμούπολης συναντούμε αρκετά σπίτια αυτής της κατηγορίας, που παρά τις διαφοροποιήσεις τους παρουσιάζουν ενιαία γνωρίσματα
Είναι συνήθως διώροφα, με ανώγειο και κατώγειο. Στο κατώγειο βρίσκονται η κουζίνα, η τραπεζαρία και βοηθητικοί χώροι, ενώ στο ανώγειο, ο κύριος χώρος υποδοχής, ημιυπαίθριο χαγιάτι και δωμάτια. Συχνά τα σπίτια αυτά δεν ακολουθούν τη ρυμοτομική γραμμή και έχουν αυλή προς τον δρόμο, οπότε μια εξωτερική σκάλα οδηγεί στον όροφο.
Οι τοίχοι των σπιτιών αυτών είναι πέτρινοι ή τσατμάδες (τοίχοι με ξυλοδεσιές) σοβατισμένοι εξωτερικά. Το πάτωμα είναι ξύλινο, όπως και οι στέγες, με κεραμίδια και μεγάλα ξύλινα γείσα με ξύλινους εξώστες.
Παράλληλα εμφανίζεται στη Σύρο ένας άλλος τύπος αστικής οικοδομής, ο νεοκλασικισμός, που ήταν ήδη διαδεδομένος στα παραλιακά εμπορικά κέντρα της Ελλάδας από τους Βενετούς και τους Γενουάτες με επιρροές της Ιταλικής Αναγέννησης.
Τα κτίρια του τύπου αυτού είναι τα γνωστά νεοκλασικά οικοδομήματα, πέτρινα, πολυώροφα, με μεγάλα ανοίγματα συμμετρικά διατεταγμένα στις απλές, συνήθως, όψεις, και στέγη από κεραμίδια. Χαρακτηριστικά αυτών των κτιρίων θα επιβιώσουν στη μετέπειτα νεοκλασική αρχιτεκτονική της Ερμούπολης, δίνοντας τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.
Στα 1840-1860 η οικοδομική δραστηριότητα ήταν έντονη.
Σημαντικοί αρχιτέκτονες, Βαυαροί, Ιταλοί και στη συνέχεια Έλληνες, επηρεασμένοι από τα ρεύματα του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού, δημιουργούν τον τύπο κτιρίων που σήμερα ονομάζουμε Νεοκλασική Αρχιτεκτονική της Ερμούπολης.
Διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες νεοκλασικών κτιρίων:
- αμιγείς κατοικίες και
- κατοικίες με κατάστημα ή αποθήκη στο ισόγειο.
Οι οικίες είναι διώροφες ή τριώροφες, επάνω στη ρυμοτομική γραμμή, και καλύπτουν συνήθως ολόκληρο το οικόπεδο.
Η φέρουσα κατασκευή των σπιτιών είναι από λιθόκτιστους τοίχους πάχους 50-60 εκ. Στα καταστήματα του ισογείου, προκειμένου να εξασφαλιστεί ενιαίος χώρος, η στήριξη γίνεται με καμάρες.
Τα πατώματα είναι εξ ολοκλήρου ξύλινα με δοκάρια (τράβες), που στην περίπτωση μεγάλων ανοιγμάτων μεταβιβάζουν τα φορτία σε μεγαλύτεραδοκάρια, κατασκευασμένα από κυπαρίσσι, δρυ, καστανιά. Στη τοιχοδομία δεν έχουμε συμπαγείς λαξευμένες πέτρες αλλά επένδυση με μαρμάρινες πλάκες πάχους 6-12 εκ.
Μαρμάρινη ταινία, χωρίς λεπτομέρειες συνήθως, χωρίζει τους ορόφους. Ο τελευταίος όροφος στέφεται με μαρμάρινο γείσο και στηθαίο, συνήθως συμπαγές, ή πιο σπάνια με αέτωμα.
Οι όροφοι των σπιτιών έχουν πάντα μαρμάρινα μπαλκόνια ορθογώνια ή με κυκλικές επεκτάσεις στις δύο πλευρές για να ανοίγουν τα εξωτερικά φύλλα της μπαλκονόπορτας. Οι «μπαλκονοποδιές» πατάνε σε απλά «φουρούσια», συνήθως χωρίς διακόσμηση, εκτός από μια ροζέτα ή άλλα σύμβολα στο μέτωπο. Οι σιδεριές των μπαλκονιών και των κουφωμάτων είναι σφυρήλατες με απλά αλλά εξαιρετικής κατασκευής σχέδια.
Ο βασικός αυτός τύπος κτιρίου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία ανάλογα με το οικόπεδο, τις υψομετρικές διαφορές κλπ., οπότε δημιουργούνται πρωτότυπες, τολμηρές λύσεις. Άλλος παράγοντας ποικιλίας είναι η οικονομική κατάσταση των ιδιοκτητών και η επιθυμία τους για πλουσιότερη διακόσμηση των εξωτερικών όψεων. Στις περιπτώσεις αυτές προστίθενται στις όψεις παραστάδες με βάσεις και επίκρανα, επιστήλια και ταινίες με πλούσιο διάκοσμο, μαρμάρινα πλαίσια στα παράθυρα με γείσα, μικρά φουρούσια ή αετώματα.
Οι είσοδοι τονίζονται με μνημειακά διακοσμημένα πλαίσια ή πρόπυλα. Τα φουρούσια γίνονται ανάγλυφα με σπείρες, φυτικά ή και ζωικά ακόμη θέματα, τρίαινες, κηρύκεια, και οι μπαλκονοποδιές διακοσμούνται με φατνώματα και ρόδακες.
Κτίρια του τύπου αυτού χτίζονται σε όλη τη διάρκεια του 19ου αϊ. Από τα μέσα του αιώνα, όμως, αρχίζουν να υιοθετούνται στοιχεία από τη νεοκλασική αρχιτεκτονική που διαμορφώθηκε στην Αθήνα.
Το 1876 αρχίζει να κτίζεται το Δημαρχείο και οπωσδήποτε αποτέλεσε υπόδειγμα τόσο στην τοπολογία όσο και στους τρόπους κατασκευής για τα ιδιωτικά κτίρια. Στα κτίρια αυτά, του «αθηναϊκού τύπου», περιορίζεται η εμφανής λιθοδομή και γίνεται μεγαλύτερη χρήση σοβατισμένων επιφανειών. Μάρμαρο χρησιμοποιείται κυρίως στη βάση του κτιρίου, στους γωνιόλιθους, στα μπαλκόνια, στην είσοδο και σε ορισμένες λεπτομέρειες, χωρίς να πάψουν να υπάρχουν και όλο μάρμαρα κτίρια με μαρμάρινο διάκοσμο. Οι όψεις αποκτούν τραβηχτά κυμάτια, πήλινα κολωνάκια, ακροκέραμα, ακόμη και πήλινα αγάλματα ή γλάστρες στη στέψη.
Οι σιδεριές στα κουφώματα και στα μπαλκόνια συχνά είναι από χυτοσίδηρο «μαντέμι».
Τα ξύλινα κουφώματα είναι γερμανικού ή γαλλικού τύπου. Τα φύλλα στις εξώθυρες αποκτούν πλούσια διακόσμηση και έχουν τζαμιλίκια με σιδεριά στο πάνω μέρος και δύο ταμπλάδες στο κάτω.
Η Ερμούπολη ευτύχησε να δημιουργηθεί στην καρδιά μιας περιοχής που φημιζόταν για την παράδοση της στις οικοδομικές τέχνες. Μερικοί εμπειρικοί αρχιμάστορες έγιναν εργολάβοι ή «τέκτονες», όπως τους έλεγαν. Οι γνωστότεροι ήταν οι Νικόλαος Ιερώνυμος, Αριστείδης Βιδάλης, Μάρκος Σαρηγιάννης.Όμως, αναμφίβολα, η Ερμούπολη οφείλει πολλά στους αρχιτέκτονες και μηχανικούς, Έλληνες και αλλοεθνείς. Είναι μάλιστα ενδεικτικό της σημασίας της το γεγονός ότι δέχτηκε μερικούς από τους σημαντικότερους μηχανικούς που εργάστηκαν στην Ελλάδα τον 19ο αι.
Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αι. ο Δήμος είχε δικούς του αρχιτέκτονες, που άφησαν τη σφραγίδα τους στην πόλη, σε δημοτικά και ιδιωτικά κτίρια. Στα 1843-45 τη θέση του δημοτικού αρχιτέκτονα είχε ο Χιώτης Εμμανουήλ Ζ. Ψύχας πρόσωπο με ευρύτερη δράση που είχε σπουδάσει στο Παρίσι. Στην ίδια θέση υπηρέτησε στα 1860-1864 ο Ιταλός Pietro Sampo, αρχιτέκτονας της Λέσχης και του θεάτρου «ΑΠΟΛΛΩΝ». Ακολούθησαν δύο νέοι αρχιτέκτονες, που είχαν σπουδάσει στο Πολυτεχνείο της Αθήνας με υποτροφία του Δήμου, ο Ιωάννης Βλυσίδης και ο Δημήτριος Ελευθεριάδης, που εργάστηκαν για πολλά χρόνια στην πόλη. Στον Δήμο εργάστηκαν ακόμη ο Α. Ζηνόπουλος, ο Γάλλος μηχανικός Vaugarni, ο Ανδριώτης Ιω. Κουμέλης (1888-1890) που είχε σπουδάσει στη Βιέννη, ο Χρ. Παπαδάκης κ.ά.
Πηγή: synd.gr