Στα ποιητικά σαλόνια του Σουρή οι παρέες των μασκαράδων έμπαιναν ελεύθερα, χωρίς ανασήκωμα της μάσκας.
Ο μπουφές της Αποκρηάς στο σπίτι του Σουρή και της φιλόξενης κυρίας του, της μαντάμ Μαρή, δεν ήταν βέβαια τόσο πλούσιος όσο στου Σερπιέρη. Οι αυτοσχέδιοι όμως στίχοι πασπαλισμένοι με μπόλικο “Αττικόν Άλας” ήταν πλουσιότατοι και χάριζαν το γέλιο.
Στα σαλόνια του Σουρή πάντα παρόντες οι “μεγάλοι” φίλοι του, ο Παλαμάς, ο Δροσίνης, ο Καμπούρογλου, ο Λάσκαρης, ο Βελιανίτης, ο Μπάμπης Άννινος, ο Τσοκόπουλος, ο Πωπ, ο Στρατήγης, ο Σκόκος, ο Νιρβάνας και άλλοι.
Κάποια αποκριάτικη βραδιά, έκαναν την παρουσία τους στου Σουρή δυο υψηλότατοι μασκαράδες με ντόμινα. Ο Άννινος ψιθύρισε στη μαντάμ Μαρή πως ήταν οι πρίγκιπες Νικόλαος και Ανδρέας. Η κα Σουρή άρχισε τότε τις ρεβεράντσες… Σε λίγο όμως οι δύο μυστηριώδεις “πρίγκιπες” έβγαλαν τις μάσκες και δεν ήταν άλλοι από τους “υψηλότατους” αδελφούς, τον Κοκό και το Βασιλάκη Μελά.
Και να πως σατίριζε ο Σουρής στο “Ρωμηό” του το καρναβάλι της Αθήνας.
“Γλέντα λοιπόν Αποκρηά μασκαρεμένη χώρα
που ένα μόνο έμαθες στα φανερά να κλέβεις
Να γίνεσαι ρεντίκολο κάθε στιγμή και ώρα
που όλα τα μασκάρεψες κι όλα τα μασκαρεύεις
Εξω λοιπόν οι λύπες, έξω κακή καρδιά
και πάλι Καρναβάλι ανοίγει βρε παιδιά.
Κι εγώ τραγούδια νέα θα τονίσω
σ’ αυτό τον μασκαρένιο μας καιρό,
και μασκαράς εμπρός σας θα πηδήσω
να σύρω αποκρηάτικο χορό.
Όπ!Όπ! στο γύρο όλοι… τιριρί…
Καρσιλαμά η λύρα μου βαρεί.
Στους τωρινούς καιρούς της Ρωμιοσύνης,
τραγούδια δεν μας πρέπουν σοβαρά
ούτε κλωνάρια δαφνης και μυρσίνης,
μας φθάνει μουσική του ταμπουρά.
Γυναίκες, άνδρες όλοι στο χορό,
Και σας κρατώ το ίσο … τιριρό.
Όλο το χρόνο είμαστε μπερλίνες,
κι όμως βαστούμε ύφος σοβαρό,
και για τις δόξες σκούζουμε εκείνες,
που άλλοτε τις είχαμε σωρό.
Όπ! Όπ! πηδάτε όλοι σας ψηλά
Οι φτέρνες σας ν’ ανάψουν… τραλαλά.
Όλοι σ’ αυτή τη γη μασκαρευτήκαν,
Ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
Οι μοίρες μας μουτσούνες εγινήκαν,
Δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Όπ! Όπ! στο γύρο όλοι… τραλαλό…
Κι εγώ μασκαρεμένος σας γελώ.”