Με εισήγηση του προς το Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου 2022, ο κ. Δήμαρχος κ. Νικόλαος Λειβαδάρας εισηγήθηκε την ανακήρυξη του κ. Σταύρου Ξαρχάκου ως Επιτίμου Δημότη Σύρου – Ερμούπολης, η οποία έγινε ομόφωνα δεκτή.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 19 Ιουνίου 2022 και ώρα 19:30, στην Αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου Σύρου – Ερμούπολης.
Στην εισήγηση ο κ. Λειβαδάρας αναφέρθηκε στο πλούσιο και πολύτιμο έργο του κ. Ξαρχάκου εκθειάζοντας ιδιαιτέρως το γεγονός της μοναδικής σύνδεσης του Σταύρου Ξαρχάκου με το νησί μας. Η σπουδαία μουσική σχολή ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ & ΟΡΓΑΝΟΙΣ, για την οποία είμαστε όλοι οι Συριανοί υπερήφανοι, αποτελεί έμπνευση και πρωτοβουλία του σπουδαίου μαέστρου.
Ακολουθεί αυτούσια η εισήγηση του.
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Σύμβουλοι
Ο Σταύρος Ξαρχάκος, έχοντας διανύσει μια σπουδαία πορεία ζωής, με συνέπεια και αξιοπρέπεια, με πίστη, πάθος και όραμα, αποτελεί σημείο αναφοράς για την ελληνική μουσική, για τον ελληνικό πολιτισμό.
Δίπλα στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Μίκη Θεοδωράκη, σηματοδοτεί τον αυτόφωτο «τρίτο πόλο», που ήρθε την κρίσιμη και μεταβατική δεκαετία του 1960 να προσδώσει στο ελληνικό τραγούδι μια νέα δυναμική διάσταση στη δομή και τη λειτουργία του. Συνεχίζοντας ως τις μέρες μας, προσφέρει αδιάκοπα, πάντοτε με υψηλή αισθητική, με ακάματη καλλιτεχνική αναζήτηση και ανανέωση στα εκφραστικά του μέσα, αλλά και με τολμηρό πολιτικό λόγο, μέσα από καίριες παρεμβάσεις στα κοινωνικά και πολιτισμικά αδιέξοδα της δημόσιας ζωής.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1939 στην Αθήνα. Γέννημα-θρέμμα της νεοκλασικής γειτονιάς των Εξαρχείων, που προσδιόρισε τις ευαισθησίες και τ’ ακούσματά του. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, καταγόταν από την πυργοπολιτεία της Βάθειας στη Μάνη και η μητέρα του, Πανδώρα Κανακάρη, από τη Ζάκυνθο. Στις παιδικές του μνήμες κυριαρχεί η παρουσία της Επτανήσιας γιαγιάς του, που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε καντάδες. Επηρεάστηκε και από το βυζαντινό στοιχείο, όταν πήγαινε στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας, όπου ήταν επίτροπος ο παππούς του.
Παράλληλα με όλα αυτά τα παραδοσιακά ακούσματα (καντάδες, ρεμπέτικα και βυζαντινή ψαλμωδία), η φιλόμουση γιαγιά του τον έπαιρνε τακτικά μαζί της στις παραστάσεις της Λυρικής Σκηνής και στις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας, υπερβαίνοντας αβίαστα τα στεγανά ανάμεσα στα μουσικά είδη και γεφυρώνοντας στα βιώματά του την Ανατολή με τη Δύση, τη λαϊκή με την κλασική-λόγια μουσική παράδοση.
Oi οικογενειακές γνωριμίες τον οδήγησαν το 1958 στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη του συνθέτη και μετέπειτα ακαδημαϊκού Μενέλαου Παλλάντιου, ενώ έκανε επίσης μαθήματα με τον Κώστα Κυδωνιάτη και αρμονία με τον σπουδαίο δάσκαλο Γιάννη Παπαϊωάννου, προδιαγράφοντας μια πορεία στον χώρο της κλασικής μουσικής.
Μέσα από μια σειρά συμπτώσεων, σε ηλικία μόλις 22-23 ετών ο Σταύρος Ξαρχάκος γράφει μουσική για το θέατρο, στις παραστάσεις του Αλέξη Δαμιανού: μια εισαγωγή, κάποιες μουσικές γέφυρες αλλά και το πρώτο του λαϊκό τραγούδι «Του λιμανιού το καλντερίμι». Το έγραψε το 1962 για τα «Κόκκινα Φανάρια», το έργο ενός νέου θεατρικού συγγραφέα, του Αλέκου Γαλανού, με θέμα ιδιαίτερα τολμηρό για τα μέτρα της εποχής και έντονες κοινωνικές αιχμές.
Οι μουσικές του αμέσως ξεχωρίζουν. Τραβούν την προσοχή του Μάνου Χατζιδάκι που τον προτείνει στον Φίνο για να γράψει αντί γι’ αυτόν τη μουσική στην ταινία «Το ταξίδι» του Ντίνου Δημόπουλου -σε σενάριο Βαγγέλη Γκούφα, με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Νίκο Κούρκουλο. Έτσι, από το θέατρο περνά στον κινηματογράφο, με μια πολύ ξεχωριστή ταινία, όπου η μουσική του νεαρού συνθέτη κερδίζει τις εντυπώσεις, καταθέτοντας τρία τραγούδια που άντεξαν στον χρόνο: «Τα δάκρυά μου είναι καυτά», «Για χατίρι σου ξημερώνει» και την περίφημη «Βαρκαρόλα».
Τότε είναι που ο Ξαρχάκος θα πρωτοανοίξει και το κεφάλαιο της ενασχόλησής του με το ρεμπέτικο, ηχογραφώντας δυο τραγούδια ελάχιστα γνωστά στο πλατύ κοινό που τραγούδησε ο παλαίμαχος Στράτος Παγιουμτζής, της θρυλικής τετράδας του Μάρκου Βαμβακάρη. Στο μπουζούκι ο αγαπημένος του Γιώργος Ζαμπέτας, με τον οποίο θα ξεκινήσει από τότε μια σχέση μαθητείας, φιλίας, ζωής.
Ο Ζαμπέτας θα «κεντήσει» κυριολεκτικά στη μουσική του Ξαρχάκου για τα «Κόκκινα Φανάρια», που θα τον καθιερώσουν και δισκογραφικά την περίοδο 1963-64. Εδώ πρωτακούστηκαν τα κλασικά πλέον τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου στην πρώτη του συνεργασία με έναν επίσης πρωτοεμφανιζόμενο στιχουργό, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο: το μελωδικότατο «Παράπονο» («Σου λφερα νερό στις χούφτες») με τη Τζένη Καρέζη. Και βεβαίως, τα δύο βαθύτατα πολιτικά τραγούδια με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που αποτυπώνουν το κοινωνικό στίγμα της θρυλικής δεκαετίας του ν60: «Άπονη ζωή» και «Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι», υμνώντας έναν λαϊκό πολιτισμό που έχει ασκηθεί να μετουσιώνει τον καημό σε δημιουργία.
Έτσι, λοιπόν, μέσα σε τρία μόλις χρόνια ο 25χρονος Ξαρχάκος ξεδίπλωσε όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιέρωσαν και που προσδιορίζουν μέχρι σήμερα το συνθετικό του έργο και κυρίως την έντονη θεατρικότητα, με τη μουσική και τα τραγούδια του να αναπλάθουν εικόνες και σκηνικά, να αφηγούνται ανθρώπινες ιστορίες, να προσδιορίζουν βιωματικά ως ύφος και ήθος τα πάθη των ηρώων τους.
Από την πρώτη στιγμή νιώθει κανείς το ένστικτο, το ταλέντο, τη «στόφα» του συνθέτη, που δεν είναι ο απλός «τραγουδοποιός». Δεν σκέφτεται μόνο μελωδικά-οριζόντια, αλλά έχει σκέψη κυριολεκτικά «συμφωνική». Συνθέτει ένα ολόκληρο «ηχητικό σύμπαν» από αρμονίες, αντιστίξεις και ηχοχρώματα, απ’ όπου αναβλύζει η βαθύτατη μελωδική του ρίζα.
Από τα πρώτα του βήματα μέχρι σήμερα, αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του τον σημαντικότερο ενορχηστρωτή του ελληνικού τραγουδιού. Εξασκεί αυτήν τη λεπτή τέχνη όχι μόνο στις δικές του συνθέσεις, αλλά αναπλάθει δημιουργικά τα έργα και άλλων κορυφαίων συναδέλφων του, ανακαλύπτοντας κι αποκαλύπτοντας συχνά απρόσμενες διασυνδέσεις κι εκλεκτικές συγγένειες.
Στην πολύχρονη καριέρα του, με το τεράστιο συνθετικό έργο και τις άπειρες συνεργασίες του, ο Ξαρχάκος κατόρθωσε να συνδυάσει με τόλμη και όραμα: τον Βαμβακάρη με τον Μπερνστάιν, τον Μπιθικώτση με τον βαρύτονο Κώστα Πασχάλη, τη Μοσχολιού με την Αγνή Μπάλτσα, το μαντολίνο του Βιβάλντι με το μπουζούκι του Κώστα Παπαδόπουλου, το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ με το «Αμάν-αμήν».
Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή καλλιτεχνική αυθαιρεσία ή λαϊκισμό, αλλά με βαθειά πολύπλευρη γνώση, απ’ όπου απορρέουν ο σεβασμός και η πίστη σε μια μουσική ομοούσια και αδιαίρετη. Ως πανανθρώπινη μορφή έκφρασης κι επικοινωνίας, ως σύμβολο πολιτισμικής ταυτότητας και ως κιβωτό της συλλογικής μνήμης. Μια μουσική ουσιαστικά λαϊκή, ως κοινόχρηστο αγαθό και όχι ως καταναλωτικό προϊόν.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος δεν περιορίστηκε στη μεγάλη αναγνωρισιμότητα και την καταξίωση που κέρδισε με τα κοσμαγάπητα τραγούδια του. Αλλά συνειδητά επιζήτησε τα εφόδια που θα του επέτρεπαν να δοκιμάσει το ταλέντο του σε «νέες φόρμες». Έτσι, έφυγε αρχικά το 1968 για το Παρίσι, μαθητεύοντας κοντά στην περίφημη Νάντια Μπουλανζέ. Ενώ από το 1979 μέχρι το 1981 σπούδασε στη Νέα Υόρκη στο Julliard School of Music, σύνθεση κι ενορχήστρωση με τον πολύ David Diamond. Παράλληλα, κέρδισε την αναγνώριση και την εύνοια του σπουδαίου Λέοναρντ Μπέρνσταιν, που τον μύησε στην ανάλυση της παρτιτούρας και τη διεύθυνση ορχήστρας.
Από τότε ξεκινά και η παράλληλη θητεία του Ξαρχάκου στη λόγια μουσική και στο λυρικό θέατρο. Τα έργα του παρουσιάστηκαν στην Όπερα της Καρλσρούης, στο Αυτοκρατορικό Θέατρο της Κομπιέν στη Γαλλία, στο Κόβεντ Γκάρντεν και ο Συρανό στην Εθνική Λυρική Σκηνή το 2009. Επίσης, έγραψε το συμφωνικό ποίημα για ορχήστρα «Ελλήσποντος», τη συμφωνική σουίτα «Ενθυμήματα», μπαλέτα, τις μουσικές για το αρχαίο δράμα, τα soundtracks από τις 35 ταινίες και τις 10 τηλεοπτικές παραγωγές (ανάμεσα τους και τα εξαιρετικά τηλεοπτικά αφιερώματα για την Ελλάδα του BBC: «Οι Λωτοφάγοι» και το «The Dark side of the Sun»). Συνολικά, μέχρι σήμερα, πάνω από 100 δισκογραφικές εκδόσεις!
Οφείλουμε, όμως, να μνημονεύσουμε την ευτυχή συνάντησή του με τον «Αρχάγγελο» του ελληνικού τραγουδιού, τον Νίκο Ξυλούρη. Με τραγούδια όπως αυτά από την ιστορική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» και πολλά άλλα ακόμη, που έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη και συνείδηση όλων των Ελλήνων, γεφυρώνοντας το βυζαντινό μέλος με το δημοτικό, το ρεμπέτικο, το λαϊκό και το λεγόμενο «έντεχνο-λαϊκό».
Εξίσου κλασικά-διαχρονικά τραγούδια προέκυψαν και από τη συνεργασία και μοναδική χημεία του Σταύρου Ξαρχάκου με τον Νίκο Γκάτσο. Όπως τα επικολυρικά «λίντερ» του κύκλου «Νυν και Αεί» (1974) που ανακεφαλαιώνουν τα χρόνια της δικτατορίας μπροστά στο φάσμα της μεταπολίτευσης.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1983, τα δημοφιλέστατα τραγούδια για την ταινία «Το Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη απέδειξαν περίτρανα την εκλεκτική συγγένεια του Ξαρχάκου με όλο το φάσμα της λαϊκής παράδοσης, από τον σμυρναίικο μανέ μέχρι την αναβίωση του ρεμπέτικου. Τα κομμάτια αυτά αποτελούν σημείο αναφοράς, καθώς επαναφέρουν το εκκρεμές αίτημα για ένα «σύγχρονο λαϊκό τραγούδι» με γνώση και σεβασμό στα παραδοσιακά πρότυπα.
Στην τελευταία του συνεργασία με τον Νίκο Γκάτσο, το 1991 στα «Κατά Μάρκον», ο ρεμπέτης-δάσκαλος του Ξαρχάκου γίνεται Ευαγγελιστής για ν’ αφηγηθεί τί είδε στον αιώνα του.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος έχει βραβευτεί πολλές φορές σε κινηματογραφικά και μουσικά φεστιβάλ, όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Επίσης, τον Μάιο του 1994 ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Adeiphi της Νέας Υόρκης και τον Δεκέμβριο του 2019 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ως πολιτικός και πολίτης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι παραμένει αδιαχώριστα συνδεδεμένος με την ιδιότητα του πνευματικού ανθρώπου και του καλλιτέχνη.
Υπήρξε δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος της Αθήνας, με τον Μιλτιάδη Έβερτ, αναπτύσσοντας σημαντικές πολιτιστικές δράσεις (όπως η «Μουσική Αθήνα», τα «Δρώμενα» και οι «Μήνες Τεχνών»), καθώς και ευρωβουλευτής με τη Ν.Δ. την περίοδο 2000-2004, με τον αριθμό ρεκόρ των 210 ερωτήσεων-εισηγήσεων στη διάρκεια της θητείας του. Πάντοτε ανήσυχος, ονειροπόλος αλλά και ασυμβίβαστος, συχνά έφτασε να παραιτηθεί και από άλλες δημόσιες θέσεις, για λόγους αρχής και δεοντολογίας.
Ενώ, από το 1995 έως το 2007, πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις ενάντια στην ελληνική γραφειοκρατία, για την ύπαρξη και λειτουργία της ΚΟΕΜ, μιας Κρατικής Ορχήστρας για την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση σε όλο της το φάσμα. Μέσα από τις δράσεις της ΚΟΕΜ παρουσίασε την ελληνική μουσική με τρόπο μοναδικό, ενισχύοντας τη σύγχρονη δημιουργία κι εκπροσωπώντας σε όλη την Ελλάδα και ως πρεσβευτής στο εξωτερικό μια μουσική παράδοση που, όπως έγραψε, «μετράμε όχι με τους αιώνες αλλά με τις χιλιετίες!»
Να θυμίσουμε ότι μ’ ένα ζεϊμπέκικο του Σταύρου Ξαρχάκου (το εξαιρετικό «Ζεϊμπέκικο του Δία») άνοιξε και η Ολυμπιάδα της Αθήνας το 2004.
Σε καιρούς και πάλι δύσκολους και μεταβατικούς, ο ανεξάντλητος δημιουργός και μαέστρος καταθέτει το έργο του, με τίτλο «7 ελεγείες και σάτιρες», (ως αναφορά στον Καρυωτάκη). Μια συλλογή για φωνή και πιάνο που περιλαμβάνει επτά λιτά, συμβολικά συμπυκνωμένα τραγούδια, που τα ερμηνεύει σχεδόν όλα ο ίδιος, υπογραμμίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο την προσωπική του ταύτιση με το περιεχόμενο τους. Από τον κύκλο αυτών των τραγουδιών προέρχεται και το αριστουργηματικό «Για ποιαν Ιθάκη μου μιλάς» σε ποίηση του μεγάλου Μάνου Ελευθερίου.
Ας περάσουμε, όμως, και στη μοναδική σύνδεση του Σταύρου Ξαρχάκου με το νησί μας. Η σπουδαία μουσική σχολή ΕΝ ΧΟΡΔΑΙΣ & ΟΡΓΑΝΟΙΣ, για την οποία είμαστε όλοι οι Συριανοί υπερήφανοι, αποτελεί έμπνευση και πρωτοβουλία του σπουδαίου μαέστρου. Συγκεκριμένα, σε μια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του από τον Μουσικό Όμιλο Σύρου, εξέφρασε τη σκέψη και το όραμα για τη δημιουργία μιας ανάλογης μουσικής σχολής στη Σύρο με σκοπό την ανάδειξη και διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της ρεμπέτικης μουσικής, αποτίωντας τον ελάχιστο φόρο τιμής στον Μάρκο Βαμβακάρη. Μάλιστα η συμμετοχή στην εκδήλωση ενός μουσικού συνόλου παιδιών «Το Μυστικό Μπουζούκι», προσέθεσε στην πρωτοβουλία του Σταύρου Ξαρχάκου ένα, επιπλέον, κίνητρο για την άμεση δημιουργία της Σχολής. Εμπιστεύθηκε λαϊκούς και βυζαντινούς δασκάλους μουσικής, οι οποίοι και ανέλαβαν να διδάξουν στη σχολή, μεταφέροντας την εμπειρία και τις γνώσεις τους.
Απώτερο όραμα του είναι η μετεξέλιξη της σχολής σε κόμβο μουσικού πολιτισμού. Η δημιουργία μίας υποδομής υποδειγματικών προδιαγραφών (ακουστικές τεχνολογίες αιχμής, υπερσύγχρονες αίθουσες διδασκαλίας, auditorium, δυνατότητα φιλοξενίας οικότροφων νέων μουσικών από την επικράτεια και διεθνώς), που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και θα δίνει έμφαση στα λαϊκά και παραδοσιακά όργανα και ακούσματα της πατρίδας μας. Έτσι μπορεί να δημιουργηθεί στη Σύρο ένας διεθνής πόλος πολιτιστικής έλξης, που θα διασυνδέει υπότροφους με μουσικά πανεπιστήμια, αλλά και με την ευρύτερη μουσική κοινότητα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, θεωρούμε ελάχιστο οφειλόμενο χρέος μας να αποδώσουμε τη δέουσα αναγνώριση στον μεγάλο συνθέτη και μαέστρο Σταύρο Ξαρχάκο για την πολυσχιδή προσωπικότητα, το ανυπέρβλητο έργο και την πολύτιμη συμβολή του στη μουσική παιδεία και τον πολιτισμό του τόπου μας, με την ανακήρυξή του σε Επίτιμο Δημότη Σύρου -Ερμούπολης.
Μετά ταύτα, καλείται το Δημοτικό Συμβούλιο όπως εξουσιοδοτήσει τον Δήμαρχο Σύρου -Ερμούπολης, να επιδώσει στον κ. Σταύρο Ξαρχάκο τη σχετική απόφαση ανακήρυξής του, σε Επίτιμο Δημότη Δήμου Σύρου – Ερμούπολης, την Κυριακή 19 Ιουνίου 2022 και ώρα 19:30, στην Αίθουσα Δημοτικού Συμβουλίου Σύρου – Ερμούπολης.
Ο Δήμαρχος Σύρου – Ερμούπολης
Νικόλαος Λειβαδάρας