Στην Εθνική Πινακοθήκη πραγματοποιήθηκε η 3η Ενημερωτική Συνάντηση για την Αναγνώριση και Πιστοποίηση των Ελληνικών Μουσείων με θέμα «Συμπεριληπτικά, ελκυστικά και βιώσιμα μουσεία», την οποία διοργάνωσε η Διεύθυνση Νεώτερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού.
Η σημασία της μεταρρύθμισης που εισήγαγε το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων αποτελεί μία ευρεία και ολοκληρωμένη παρέμβαση του Υπουργείου Πολιτισμού, με στόχο τη συνολική αναβάθμιση και προσαρμογή του μουσειακού τομέα της χώρας στις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις κάθε είδους προκλήσεις του 21ου αιώνα. Η υλοποίηση της ενταγμένης στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Μεταρρύθμιση Δημόσιου Τομέα 2014-2020» – που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης – Πράξης «Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων», εκτελείται σε συνεργασία του ΥΠΠΟ με την Κοινωνία της Πληροφορίας.
«Τα μουσεία πρέπει να εμπνέουν, όσο και να εκπαιδεύουν το κοινό. Να προκαλούν συναισθήματα και ενσυναίσθηση, όσο και να διαδίδουν γνώσεις. Να απευθύνονται τόσο στην ψυχή όσο και στο μυαλό. Οφείλουν, να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα, ελκυστικά και συμπεριληπτικά σε φυσικό και εννοιολογικό επίπεδο. Να απευθύνονται με τρόπο στοχευμένο, προσιτό και εύληπτο σε όλες τις κατηγορίες κοινού. Να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους. Αλλά να είναι ταυτόχρονα ανθεκτικά και βιώσιμα», ανέφερε η Υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στην παρέμβασή της.
«Τα μουσεία είναι κάτι πολύ περισσότερο από το φυσικό κέλυφος και τις συλλογές τους», τόνισε η Υπουργός. «Είναι μεν επιφορτισμένα με τη συλλογή, τη διατήρηση, την ερμηνεία και την έκθεση των υλικών και άυλων αγαθών της πολιτιστικής κληρονομιάς, συνιστούν ωστόσο τους θεματοφύλακες και επιμελητές της συλλογικής μνήμης και ταυτότητας. Είναι φορείς πανανθρώπινων ιδεών και αξιών, κέντρα πολιτιστικής, καλλιτεχνικής και εκπαιδευτικής δράσης, αλλά και συντελεστές της τοπικής και υπερτοπικής παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας. Καλούνται να επιτελέσουν ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο. Προκειμένου να ανταποκριθούν με επιτυχία στο ρόλο αυτόν, τα μουσεία είναι αναγκαίο να διατηρούν τη δυνατότητα να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται από κοινού με την κοινωνία. Η εμβέλεια και ο αντίκτυπος των μουσείων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το βαθμό της οργανικής τους ένταξης στην καθημερινή ζωή, στις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις, αλλά και στο διάλογο για μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες, τις ιδέες, τα οράματα και τις προσδοκίες για το παρόν και το μέλλον».
Η Υπουργός Πολιτισμού επεσήμανε ότι «τα μουσεία καλούνται να επιτελέσουν ένα σύνθετο, πολυεπίπεδο και απαιτητικό κοινωνικό και αναπτυξιακό ρόλο. Για να ανταποκριθούν σε αυτόν είναι αναγκαίο να διατηρούν τη δυνατότητα να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται από κοινού με την κοινωνία. Η εμβέλεια και ο αντίκτυπος των μουσείων είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το βαθμό της οργανικής τους ένταξης στην καθημερινή ζωή, στις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες και αλληλεπιδράσεις, αλλά και στο διάλογο για μείζονα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες, τις ιδέες, τα οράματα και τις προσδοκίες για το παρόν και το μέλλον. Οφείλουν, να είναι ανοιχτά και προσβάσιμα, ελκυστικά και συμπεριληπτικά, σε φυσικό και εννοιολογικό επίπεδο. Να απευθύνονται με τρόπο στοχευμένο, προσιτό και εύληπτο σε όλες τις κατηγορίες κοινού, να ανταποκρίνονται στις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις επιθυμίες τους. Αλλά να είναι ταυτόχρονα ανθεκτικά και βιώσιμα».
Στην περασμένη δεκαετία, η παρατεταμένη οικονομική ύφεση και μετά η επέλαση της πανδημίας δημιούργησαν σημαντικές δυσκολίες και προκλήσεις τόσο στους οργανισμούς όσο και στους εργαζόμενους στο πολιτιστικό τομέα. Φυσικά, δεν έμειναν ανεπηρέαστα και τα μουσεία.
«Οι διαδοχικές κρίσεις» ανέφερε η Λίνα Μενδώνη, «έθεσαν υπό αίρεση και αναγκαστική, επείγουσα αναθεώρηση τις πηγές και τα μέσα οικονομικής στήριξης των Μουσείων, την οργανωτική τους δομή και λειτουργία, αλλά και τις μουσειολογικές και μουσειογραφικές τους πρακτικές, καθώς και τους τρόπους προσέγγισης και επικοινωνίας με το κοινό. Είναι πλέον σαφές ότι πολλές από τις αλλαγές, που επέφερε η περίοδος της κρίσης δεν θα είναι προσωρινές, αλλά θα έχουν μακροπρόθεσμες ή και μόνιμες επιπτώσεις, καθιστώντας αναγκαία και αναπόφευκτη την προσαρμογή στις νέες συνθήκες, μέσω επικαιροποίησης ή αναθεώρησης στόχων και προτεραιοτήτων, αναδιάταξης δυνάμεων, πόρων και μέσων. Καθίσταται συνεπώς κοινή η διαπίστωση ότι απαιτείται μια συνολικότερη αλλαγή υποδείγματος στον ευρύτερο πολιτιστικό τομέα, συμπεριλαμβανομένου και του μουσειακού κλάδου».
Η οικονομική, λειτουργική και επιχειρησιακή βιωσιμότητα και αειφορία των μουσείων και των πολιτιστικών οργανισμών και ο αντίκτυπός τους στην κοινωνία, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, συναρτάται από το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα μπορέσουν να καταστρώσουν και να εφαρμόσουν νέες στρατηγικές. «Όλα αυτά», σημείωσε η Υπουργός Πολιτισμού «προϋποθέτουν ευελιξία, ανοιχτό πνεύμα, τόλμη και αποφασιστικότητα, προπαντός όμως γνώση, εμπειρία και ορθή ανάλυση και αποτίμηση του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος, μέσω μιας αξιόπιστης και λειτουργικής διαδικασίας εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης.
Το θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο της διαδικασίας θέτει, με ενιαίο και συστηματικό τρόπο, το Ελληνικό Σύστημα Αναγνώρισης και Πιστοποίησης Μουσείων του Υπουργείου Πολιτισμού, που στοχεύει στη συνολική αναβάθμιση της δομής, της λειτουργίας και των υπηρεσιών, φυσικών και ψηφιακών, που παρέχουν τα μουσεία της Χώρας και την ενίσχυση της διασύνδεσής τους, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο»
Η Υπουργός αναφέρθηκε αναλυτικά στο σύστημα των διαδικασιών αξιολόγησης, που ακολουθεί τα διεθνή πρότυπα σχεδιασμού και εφαρμογής μουσειακής πολιτικής, εφαρμόζοντας προδιαγραφές και κανόνες δεοντολογίας που έχουν θεσπιστεί από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) σε συνεργασία με τις ενώσεις των επαγγελματιών και οργανισμούς του πολιτισμού, ώστε, να συνδράμει με παροχή τεχνογνωσίας –και πόρων, όπου είναι δυνατό – στην καταγραφή και στην αντιμετώπιση αδυναμιών και προβλημάτων, στην εμπέδωση καλών πρακτικών και προγραμματισμού και στην εφαρμογή δράσεων μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού.
«Είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό και χαρμόσυνο το γεγονός, είπε η Λίνα Μενδώνη, ότι στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του θεσμού – κι ενώ ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο που θα συστηματοποιήσει, θα διευκολύνει και θα επιταχύνει τις διαδικασίες, μέσω της ανάπτυξης ενός επικουρικού πληροφοριακού συστήματος και μιας γνωσιακής βάσης δεδομένων αναφοράς – 40 και πλέον μουσεία έχουν ήδη υποβάλει αίτημα Αναγνώρισης. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ολοκληρώσει το στάδιο προελέγχου, ενώ δέκα έχουν ήδη αναγνωριστεί».
Στην Ελλάδα, σήμερα, λειτουργούν συνολικά περί τα 500 μουσεία. Από αυτά τα 200 ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και τα 300 σε οργανισμούς, εκτός αυτού. Η απονομή ή διατήρηση του σήματος «Πιστοποιημένο Μουσείο» ή αντίστοιχα «Αναγνωρισμένο Μουσείο», ενώ για την πρώτη κατηγορία είναι υποχρεωτική, για την δεύτερη είναι εθελοντική. Θα επαναλαμβάνεται σε τακτά διαστήματα για τα μουσεία που αποδεδειγμένα πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές οργάνωσης και λειτουργίας.
«Η Πιστοποίηση ή η Αναγνώριση», είπε η Λίνα Μενδώνη «συνιστά αφενός μεν μία ηθική επιβράβευση και επίσημη επιβεβαίωση του καθεστώτος τους, αφετέρου θα τους παρέχει την πρόσβαση και σε μια σειρά σημαντικών προνομίων πρακτικής και οικονομικής φύσης. Από το 2026, το Υπουργείο Πολιτισμού θα προσφέρει ΜΟΝΟΝ στα Αναγνωρισμένα Μουσεία ενίσχυση οικονομικής φύσης».
Το πρόγραμμα Πιστοποίησης των Δημοσίων Μουσείων ξεκίνησε ήδη πιλοτικά, από την Περιφέρεια Ηπείρου και τα αρχαιολογικά μουσεία της Νικόπολης, της Άρτας, της Ηγουμενίτσας και των Ιωαννίνων.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης επτά ακόμη μουσεία έλαβαν από το Υπουργείο Πολιτισμού το «σήμα» του Αναγνωρισμένου Μουσείου. Πρόκειται για το Μουσείο Καζαντζάκη στο Ηράκλειο της Κρήτης, τη Δημοτική Πινακοθήκη Κατσίγρα της Λάρισας, την Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο, τα Μουσεία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, Πλινθοκεραμοποιίας στο Βόλο, Περιβάλλοντος στη Στυμφαλία, Βιομηχανικής Ελαιουργίας στη Λέσβο.