Γράφοντας με αφορμή τον Μάνο Ελευθερίου
Ημερομηνίες διεξαγωγής: 3 – 7/8/2022
Εισηγητής: Θράσος Καμινάκης
Κόστος: 160€ +ΦΠΑ
Προτεινόμενο κατάλυμα: Esperance (δείτε το website εδώ). Για κρατήσεις επικοινωνήστε με τον Κωνσταντίνο στο 6932243406 λέγοντας πως είστε μαθητές του Μικρού Πολυτεχνείου.
Μάθημα Α: Οι φίλοι που χάσαμε
Με αφορμή το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου
ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΚΙ ΩΡΑΙΟΙ – 1986
Οι φίλοι που ’χω χάσει και δεν κυκλοφορούν
ουρανούς παλιούς φορούν και στο περιθώριο ζουν.
Πληρώσαν τα όνειρά τους και πάντα μετρητοίς
τους πληρώσαμε κι εμείς για να μείνουν αφανείς.
Οι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές,
μες στα τείχη που ’χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει
τις μεγάλες του στιγμές.
Εγώ δεν είχα τύχη να ζήσω μαγικά,
με δυο ψίχουλα πικρά ζούσα χρόνια στη σκιά.
Γυρνούσα διψασμένος και βράδιαζε νωρίς
και σταγόνες της βροχής είν’ αυτά που θα μου πεις.
Οι ελεύθεροι κι ωραίοι ζουν σε κάποιες φυλακές,
μες στα τείχη που ’χει χτίσει ο καθένας για να ζήσει
τις μεγάλες του στιγμές.
Μάθημα Β: Ένα ανεπίδοτο γράμμα
Με αφορμή το τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΜΟΝΗΣ
Αν είναι κόσμος όμορφος
είναι και κόσμος ψεύτης
που μοιάζει σκοτεινό γυαλί
και σαν παλιός καθρέφτης
Στα χρόνια της υπομονής
δε μας θυμήθηκε κανείς
δε μας θυμήθηκε κανείς
στα χρόνια της υπομονής
Τα γράμματα μου γύρισες
χωρίς να τα διαβάσεις
μα πες μου γιατί βιάστηκες
να με καταδικάσεις
Στα χρόνια της υπομονής
δε μας θυμήθηκε κανείς
δε μας θυμήθηκε κανείς
στα χρόνια της υπομονής
Μάθημα Γ: Στιχομυθία με έναν ζωντανό μύθο
Με αφορμή την ποιητική του Μάνου Ελευθερίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη
ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874). Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Άρεως, στο Μοναστηράκι, και εκεί πήγαινε ο Γέροντας και έψαλε στις ολονυχτίες.
Με τα υλικά της ποίησης έχουμε μια ζωντανεμένη βιογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυτού που σαν το σκοτεινό τρυγόνι τσιμπολογούσε το σταφύλι του φωτός. Πώς συμβαίνει όμως τα βιογραφικά να χωνεύονται και να υποτάσσονται υπό τον άγρυπνον του Ελευθερίου οφθαλμό, χωρίς να απολύουν την αυθυπαρξία τους; Μαγεμένος από το μάγο της γλώσσας Παπαδιαμάντη, δεν προσπαθεί να τον ανταγωνιστεί γλωσσικά, ούτε να στήσει στα πόδια του ένα αποτέλεσμα που να μιμείται τους τρόπους του ψάλτη ποιητή. Όπως τα ψηφιδωτά που δε διακοσμούν το εσωτερικό των εκκλησιών, παίρνει μία ψηφίδα ζώσα της ζωντανής ζωής κι όχι της μνήμης που κρατάει τη φευγαλέα παρουσία των μορφών και δοκιμάζει να συγκροτήσει τη μορφή του Παπαδιαμάντη με το φως εκείνο, το φως που έρχεται εκ των έσω, όπως τα πρόσωπα των αγίων, των οσίων και των μαρτύρων εκπέμπουν όλο τους το μαρτύριο υπό της εκστάσεως την κλιμακωτή φωταψία. Σ αυτό το παιχνίδι μιας μορφής που όλο χάνεται κι όλο κερδίζεται από ερμηνείες και ερμηνευτές, άλλοι άγιο τον είπαν που γράμματα δε γνώριζαν και οι αγράμματοι τον φώναζαν αλήτη. Ο Παπαδιαμάντης δε χώραγε πουθενά, ούτε στην πόλη ούτε στη Σκιάθο. Μια φορά ξένος στο νησί του, δυο φορές εις του άστεως τον μηχανισμό, που κατεβάζει τους ήρωες φουστανελάδες από τα ύψη της δόξας στους λασπωμένους δρόμους. Η περίπτωση του Παπαδιαμάντη δεν είναι η μοναδική. Μήπως σας φέρνει στο μυαλό άλλα δύο αδέλφια του, που βύζαξαν το γάλα της μοναξιάς και της εσωτερικής εξορίας, τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και τον Γιαννούλη Χαλεπά; Δε γνωρίζω πώς αυτός ο τόπος θέλει τους διαφορετικούς τέκνα της πενίας και των παιδιών περίγελο, μπαίγνιο
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 14/12/2001
«…Αυτή η μορφή της συνομιλίας – νεκρολογίας, που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του παραληρήματος και της κατάνυξης, μοιάζει να επιλέγεται για μία άλλη δυνατότητα που χαρίζει στον ποιητή: πίσω από τις αράδες διαβάζει κανείς την αγωνία του ποιητή για τη δική του τύχη. Σε μια περίτεχνη διαδικασία ωσμώσεως, καθώς ανελίσσεται το ποίημα και κορυφώνεται η συνομιλία, ο ποιητής υποκαθιστά τον ήρωα, το ποιητικό υποκείμενο, με τρόπο έμμεσο και κρυφό, αντικαθιστά το ποιητικό αντικείμενο, η persona καταπίπτει και η συνομιλία μετατρέπεται σε μύχιο, πένθιμο λόγο του ίδιου του ποιητή.
Ο Ελευθερίου συλλέγει και επεξεργάζεται σχεδόν όλα τα παραδεδομένα στοιχεία για τον Α. Παπαδιαμάντη: την ταπεινότητα, την πτωχεία, την αποστροφή του προς τους δυνατούς, την άκαμπτη προσήλωσή του στα μικρά και καθημερινά κ.λ.π. Θυμώνει πραγματικά με τη μεταχείριση που του επιφυλάσσουν πολλοί συγκαιρινοί του, μοιράζεται μαζί του μια σχεδόν απέχθεια για το σώμα και μια οικειότητα με την ψυχή, αλλιώς: την κατάφαση προς το Ακίνητο και το Αιώνιο τον θαυμάζει χωρίς να τον αγιοποιεί.
Η συνομιλία αυτή διεξάγεται επί ίσοις όροις: ο ζων ποιητής, όσο κι αν σκιάζεται από τη βαριά σκιά του εκλιπόντος, προσέρχεται στη σεμνή αγρυπνία, στέκεται στο προσκέφαλο του πεφιλημένου νεκρού, έχοντας στην ποιητική σκευή του, ανάμεσα σε άλλα, το πολύτιμο στοιχείο της έκπληξης: εκστατικά, με το θάμβος του παιδιού, ατενίζει το μεταφυσικό όραμα του Παπαδιαμάντη, που μοιάζει να το συμμερίζεται κι ο ίδιος άναυδος βλέπει να «φεύγουνε, φεύγουνε οι νεκροί ολοένα / κι άλλοι που ζήσανε τον κόσμο σα νεκροί» έκπληκτος παρατηρεί πως, πέρα από τον εαυτό του, «κι άλλους πήρε το άδικο κι η νύχτα». Κι είναι γνωστό πως η ποίηση, όποια κι αν είναι η αφετηρία ή η τεχνοτροπία της, άσχετα αν υπηρετεί το έπος ή τη λύρα, θα έχει πάντα κλεισμένο στον αρχικό της πυρήνα ένα στοιχείο αιφνιδιασμού, σε αντίθεση με την πεζογραφία, η οποία, όποια κι αν είναι, απ όπου κι αν προέρχεται, θα εγκλείει στο δικό της αρχικό πυρήνα ένα στοιχείο στρατηγικής.
Με την «Αγρυπνία», η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1975, ο Μάνος Ελευθερίου, σε μια ευγενική όσο και ταπεινή χειρονομία προς τον Σκιαθίτη πρόγονο, διαλέγεται μαζί του με τον τρόπο των αυθεντικών ποιητών: υπαινικτικά και κατανυκτικά, δίνοντας χώρο στην ακαριαία συγκίνηση και στον ριγηλό στοχασμό. Ή, αλλιώς, τροποποιώντας ελαφρά έναν δάνειο στίχο της συλλογής και αφιερώνοντας τον στον Παπαδιαμάντη: «Σαν κλήμα τον κλαδεύουνε / και κλαδεμούς δεν έχει».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ – 22/03/2002
(ολόκληρο το κείμενο θα παραδοθεί στους συμμετέχοντες με την έναρξη του σεμιναρίου)
Μάθημα Δ: Η Γη από ένα μακρινό αστέρι
Με αφορμή το διήγημα του Μάνου Ελευθερίου
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
«Ἀπὸ ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι (καὶ μένω ἀπὸ πολλοὺς καιροὺς σ᾿ αὐτὸ τὸ μακρινὸ ἀστέρι), κάπου κάπου ἔχω τὴν περιέργεια καὶ παρακολουθῶ τὰ δικά σας, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ δῶ ἂν θὰ γράψουν κάτι γιὰ μένα, ὅσο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω παλιὲς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες.
Ἡ τύχη τό ῾φερε νὰ κατοικῶ στὸν Παράδεισο περίπου δεκαπέντε χρόνια. Ζῶ ἐντελῶς φανταστικὰ (αὐτὴ τὴ λέξη δὲν μπορῶ νὰ σᾶς τὴν ἐξηγήσω πρόχειρα) καὶ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖ περίπλοκα προβλήματα. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι πὼς δὲν ἔχω κανέναν γνωστό μου γιὰ παρέα. Εἶναι περίεργο καὶ ἐξωφρενικὸ μέσα σὲ τόσες χιλιάδες νὰ μὴν μπορῶ νὰ διακρίνω ἕναν ἄνθρωπο τῆς γειτονιᾶς μου. Ὅσο γιὰ κείνους ποὺ γνώριζα ἀπ᾿ τὶς ἐφημερίδες (ἐπιστήμονες, ἀθλητές, καλλιτέχνες), αὐτοὶ ζοῦν ὅπως τὰ ξέρετε καὶ στὴ Γῆ. Κῆποι, μέγαρα, αὐτοκίνητα καὶ βέβαια μαζί μας καμιὰ ἐπαφή. Νομίζω ὅμως πὼς αὐτὲς οἱ δυσκολίες δημιουργοῦνται καμιὰ φορὰ κι ἀπ᾿ τὶς ἀπρόβλεπτες καταστάσεις, καθὼς βλέπω νύχτα μέρα νὰ μεταφέρονται σὲ πολὺ μακρινὲς ἀποστάσεις ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ κάποτε γνωριστήκαμε. Χῶρος φυσικὰ ὑπάρχει, ἀλλὰ μέχρι νὰ τακτοποιηθοῦν ὅπως πρέπει, τὰ προβλήματα ποὺ ἐμφανίζονται κάποια στιγμὴ δημιουργοῦν ἐξωφρενικὲς δυσχέρειες. Σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς τελευταίους πολέμους μαζεύτηκαν ξαφνικὰ τόσοι πολλοί, φέρνοντας μαζὶ καὶ τὰ παιδιά τους, ποὺ ἀναγκάστηκαν νὰ τοὺς βάλουν νὰ κοιμοῦνται σὲ ράντζα στοὺς διαδρόμους τῶν κτιρίων μέχρι ν᾿ ἀποφασιστεῖ σὲ ποιὰ κτίρια θὰ τοποθετηθοῦν ὁριστικά…» (ολόκληρο το κείμενο θα παραδοθεί στους συμμετέχοντες με την έναρξη του σεμιναρίου)
Κι ένα ποίημα του Θράσου Καμινάκη αφιερωμένο στον Μάνο
Ο Μ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΣΤΟ ΛΑΖΑΡΕΤΟ
28.07.2019
Θυμάμαι κάποτε μια Καθαροδευτέρα
πετάγαμε εκεί χαρταετό
μαζί με την νεκρή μου πια μητέρα
Φλεβάρης ήταν κι είχε παγετό
τη ρώτησα “γιατί σ’ αυτό το σπίτι
αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές;”
και μου ‘πε “Κάθε θύμα βρίσκει θύτη,
όπως οι κουκουβάγιες τις οχιές”
“αν ήξερα, ποιοι είν’ οι ιδιοκτήτες,
θα πήγαινα μαμά, για να τους πω,
πως θέλω να πλυθώ στους νεροχύτες
πως θέλω στα μπετά να κοιμηθώ”
“κι εκείνοι θα σου πουν”, μου λέει η μάνα,
“να μάθεις την δουλειά σου να κοιτάς,
για μας αυτό το σπίτι είν’ αλάνα,
κι εσύ στο χώμα σπόρια να πετάς”
τα σπόρια μου τα μάρμαρα τα πνίξαν
μα γίνανε τραγούδια φτερωτά,
μεγάλωσα και έφυγα κι ανοίξαν
τα λόγια μου σαν τα “στεφανωτά”
επτά χρονών, θυμάμαι να πεθαίνουν
οι πρώτοι, αγαπημένοι συγγενείς
εμένανε οι νεκροί μου, μου μαθαίνουν
το νόημα, το κούφιο, της ζωής
επέθανε κι η μάνα μου μια μέρα,
θα πέθαινα κι εγώ κάποια χρονιά,
για σκέψου να ‘ταν Καθαροδευτέρα
και να συμβεί σ’ αυτήν την γειτονιά;
εδώ που οι χήρες πια, παιδιά δεν κλαίνε,
στα χώματα του μαύρου αυτού κτηρίου,
φαντάσου όσοι θα ‘ρχονται να λένε
“ενθάδε κείται ο Μ. Ελευθερίου”
Δευτέρα κοφτερή σαν χαρακίρι
στα Λαζαρέτα με χαρταετό
να φεύγω με τον Βάιλερ, τον Καΐρη,
και αθώα από ψηλά να σας κοιτώ
Φλεβάρης να ‘ναι, να ‘χει παγετό…
Εκδήλωση ενδιαφέροντος ΕΔΩ