Στις 8 – 9 Νοεμβρίου του 1866 συνέβη η κορυφαία στιγμή της Κρητικής Επανάστασης, η ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου, το “δεύτερο Μεσολόγγι” όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 όμως ήταν πολύ σημαντική και για το Πολεμικό Ναυτικό καθώς κατέδειξε το χρόνιο λάθος της Ηγεσίας (πολιτικής και στρατιωτικής) το να θεωρεί το Ναυτικό ως ένα μέσο εξυπηρέτησης κρατικών αναγκών (μεταφορά ανθρώπων και υλικών) καθώς και αστυνόμευσης των θαλασσών. Το Ναυτικό Όπλο είναι για να κάνει πόλεμο, αυτή είναι η πρώτη και κύρια αποστολή.
Επ’ ευκαιρία αυτού το παρακάτω κείμενο.
Το Πολεμικό Ναυτικό και η Κρητική Επανάσταση του 1866
Η Κρητική Επανάσταση όχι μόνο συγκλόνισε όλο τον Ελληνισμό, αλλά και κατέδειξε στα μάτια της ελληνικής κοινής γνώμης το χρόνιο λάθος της Ηγεσίας να θεωρεί ως κύριες αποστολές του Πολεμικού Ναυτικού την εξυπηρέτηση αναγκών του Κράτους και την αστυνόμευση των θαλασσών. Πράγματι, απέναντι στον ισχυρό Οθωμανικό Στόλο είχε ο Ελληνικός να αντιτάξει μόνο τον ατμοδρόμωνα Ελλάς, με αποτέλεσμα ο Οθωμανικός Στόλος, όχι μόνο να διενεργεί ναυτικό αποκλεισμό στην Κρήτη, αλλά και να διαπλέει ανενόχλητος τις ελληνικές θάλασσες.
Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο ο σουλτάνος λόγω της βοήθειας, την οποία του προσέφεραν η Αγγλία και η Γαλλία, εξέδωσε το Χάτι Χουμαγιούν (1856), σύμφωνα με το οποίο γίνονταν σεβαστοί οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, για την Κρήτη αυτά δεν ίσχυσαν. Οι φόροι έγιναν βαρύτεροι, ενώ συχνές ήταν οι καταδιώξεις και οι φυλακίσεις χριστιανών για ανύπαρκτες ή ασήμαντες αιτίες.
Αφορμή όμως για την έκρηξη της Κρητικής Επαναστάσεως ήταν το μοναστηριακό ζήτημα, η διάθεση δηλαδή των προσόδων των μονών στην ανατολική Κρήτη. Υπήρχαν δύο παρατάξεις, η πρώτη με επικεφαλής τον μητροπολίτη περιείχε τους επισκόπους και τους ηγουμένους των μονών. Αυτή υποστήριζε την άποψη ότι μόνο η Εκκλησία είχε λόγο στη διαχείριση των χρημάτων, ενώ η άλλη παράταξη, στην οποία ανήκαν τα προοδευτικά στοιχεία των ανατολικών επαρχιών καθώς και προύχοντες και καπετάνιοι, είχε την άποψη ότι ο λαός θα έπρεπε να έχει λόγο στη διαχείριση των χρημάτων. Σε αυτήν τη διαμάχη, επενέβη ο γενικός διοικητής ευνοώντας την παράταξη του μητροπολίτη. Αυτή η εμπλοκή επέτεινε την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα.
Οι Κρήτες, μετά τις πολλές διακοινώσεις στην Ελλάδα, τις Μ. Δυνάμεις αλλά και στον ίδιο τον σουλτάνο, αποφάσισαν να πάρουν τα όπλα και κήρυξαν επίσημα την Ένωση με την Ελλάδα την 21η Αυγούστου του 1866 στο χωριό Ασκύφου των Σφακίων. Λίγο πριν από τα τέλη Ιουλίου είχε ιδρυθεί με προσπάθειες του Μάρκου Ρενιέρη, του Δημήτριου Μαυροκορδάτου και άλλων επιφανών Ελλήνων Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή, η οποία ανέλαβε το έργο της συλλογής χρημάτων με εράνους για την υποστήριξη της επανάστασης.
Στη Σύρο, ιδρύθηκε στις αρχές Αυγούστου η Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή, η οποία σε στενή συνεργασία με την Κεντρική Επιτροπή, ανέλαβε το τιτάνιο έργο της αποστολής των εφοδίων στην Κρήτη. Η Επιτροπή της Σύρου χρησιμοποίησε πλοία της Ελληνικής Ατμοπλοΐας. Μέχρι τον Σεπτέμβριο, η Επιτροπή οργάνωνε πλόες με ιστιοφόρα, αλλά επειδή αυτά δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα ταχύτερα και ισχυρότερα ατμοκίνητα, στη συνέχεια οργάνωσε στολίσκο ατμοκίνητων καταδρομικών, τα οποία ήταν το Πανελλήνιον και το Ὕδρα πρώτα κι ύστερα, το Ἀρκάδιον, το Κρήτη και το Ἔνωσις. Τα καταδρομικά αυτά διέσπασαν πάρα πολλές φορές τον αποκλεισμό των Οθωμανών και μετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στους Επαναστάτες. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι τα πληρώματα των καταδρομικών αυτών αποτελούνταν από υπαξιωματικούς και ναύτες που διέθετε το Πολεμικό Ναυτικό με πλαγίους τρόπους, διότι η Ελλάδα τυπικά ήταν ουδέτερη. Παράλληλα, τα καταδρομικά εξοπλίζονταν από τον ναύσταθμο του Πολεμικού Ναυτικού. Ένας μάλιστα από τους θρυλικούς κυβερνήτες των καταδρομικών ήταν ο Ανδρέας Κοτζιάς, ο οποίος ήταν απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.
Δίνονταν σχετικές διαταγές στους κυβερνήτες των πολεμικών πλοίων που είχαν να κάνουν με απόσπαση υπαξιωματικών και ναυτών στο εργοστάσιο της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας προς εκπαίδευση, ενώ παράλληλα το Υπουργείο των Ναυτικών προχωρούσε σε νέες ναυτολογίες, τους οποίους άμεσα αποσπούσε στο εργοστάσιο της Σύρου.
Στις 8-9 Νοεμβρίου 1866, συνέβη η κορυφαία ηρωική στιγμή της Κρητικής Επανάστασης, το δεύτερο Μεσολόγγι, όπως πολύ πετυχημένα ονομάστηκε, η ανατίναξη της Μονής του Αρκαδίου. Στο πλαίσιο της επίθεσης εναντίον του Ρεθύμνου, ο τότε γενικός διοικητής της Κρήτης Μουσταφά, επιτέθηκε στην Μονή Αρκαδίου, στην οποία είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα και 250 μαχητές υπό τον ανθυπολοχαγό Ι. Δημακόπουλο και τον ηγούμενο της Μονής Γαβριήλ Μαρινάκη. Οι Οθωμανοί, οι οποίοι στην κατάληψη της Μονής χρησιμοποίησαν και πυροβολικό, μετά από τρεις εφόδους κυρίευσαν το μοναστήρι. Τότε, οι αγωνιστές ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη παρασέρνοντας στον θάνατο τους ίδιους, αλλά και πολλούς Οθωμανούς. Αυτό το γεγονός συγκλόνισε την ελληνική και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, δημιουργώντας ένα δεύτερο κύμα φιλελληνισμού.
Το 1868, ενώ η Επανάσταση στην Κρήτη ευρισκόταν στην πλήρη ακμή της, η Οθωμανική Αυτοκρατορία απέστειλε μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα απειλητικό τελεσίγραφο στην Ελληνική Κυβέρνηση, σύμφωνα με το οποίο απαιτούσε επ’ απειλή διακοπής διπλωματικών σχέσεων τα εξής:
- την άμεση διάλυση των εθελοντικών σωμάτων που οργανώνονταν στην Ελλάδα για να αποσταλούν στην Κρήτη
- τον άμεσο αφοπλισμό του Ενώσις, του Κρήτη και του Πανελλήνιον
- την παροχή άδειας στους Κρήτες πρόσφυγες που ευρίσκονταν στην Ελλάδα να επανέλθουν στην πατρίδα τους
- την τιμωρία όσων ενοχοποιήθηκαν για επίθεση εναντίον Οθωμανών στρατιωτών ή υπηκόων και την αποζημίωση των οικογενειών των θυμάτων
- τη διαγωγή της Ελλάδας στο εξής να είναι σύμφωνη με τις συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.
Πουθενά αλλού δεν φάνηκε περισσότερο η γύμνια του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στο θέμα των εξοπλισμών, από την καταδίωξη του Ἔνωσις από οθωμανική μοίρα και τα γεγονότα της Σύρου. Ο αρχηγός της οθωμανικής μοίρας που απέκλειε την Κρήτη, αντιναύαρχος Χόβαρτ, Άγγλος ο οποίος υπηρετούσε στο Οθωμανικό Ναυτικό, επειδή δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να συλλάβει το Ἔνωσις, αποφάσισε να του στήσει ενέδρα έξω από το λιμάνι της Σύρου. Το Ἔνωσις όμως, με πετυχημένους ελιγμούς του κυβερνήτη του, όχι μόνο απέφυγε τη σύλληψη, αλλά κτύπησε με βλήμα το οθωμανικό ατμόπλοιο Ιτζεδίν και τη φρεγάτα Χουδανβενδικιάρ. Ο Χόβαρτ όμως, μόλις το Ἔνωσις αγκυροβόλησε στο λιμάνι της Σύρου, κατέπλευσε εκεί και επέδωσε στον νομάρχη των Κυκλάδων τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο ο τελευταίος έπρεπε να του παραδώσει το Ἔνωσις εντός ορισμένης προθεσμίας, αλλιώς απειλούσε ότι θα το καταλάμβανε με τη βία. Οι πρόξενοι των Μ. Δυνάμεων στη Σύρο αντέδρασαν και ο κυβερνήτης της αυστριακής κανονιοφόρου Βαλ, η οποία ορμούσε στο λιμάνι, απείλησε ότι θα κτυπούσε τα οθωμανικά πλοία, εάν προσπαθούσαν να καταλάβουν το Ἔνωσις. Όταν μάλιστα αυτά έγιναν γνωστά στην Αθήνα, οι πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων αποφάσισαν να στείλουν το γαλλικό πολεμικό Forbin.
Παράλληλα, το Υπουργικό Συμβούλιο στην Αθήνα αποφάσισε να στείλει στη Σύρο τον ατμοδρόμωνα Ελλάς, αφού πρώτα περάσει από τον Ναύσταθμο και παραλάβει οπλισμό και άνδρες, οι οποίοι αποσπάστηκαν από το Μεσολόγγι και τον Γλαύκο. To Ἑλλάς είχε λάβει διαταγές να προστατεύσει το λιμάνι της Σύρου από τους Οθωμανούς και να είναι έτοιμο για πόλεμο. Εν τω μεταξύ, ο Χόβαρτ βλέποντας και το γαλλικό πολεμικό, εξήλθε από το λιμάνι και άρχισε να πλέει έξωθεν. To Ἑλλάς παρέμενε άπρακτο στη Σύρο καθώς απέναντί της ευρίσκονταν υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν ενισχυθεί και έφθαναν στα 10 πλοία (1 ελικοφόρο δίκροτο 50 κανονιών, 2 ελικοφόρες φρεγάτες των 50 πυροβόλων, 1 τροχήλατη φρεγάτα των 16 πυροβόλων, 1 θωρηκτή φρεγάτα των 18 πυροβόλων, 1 κανονιοφόρος 7 πυροβόλων και 4 άλλα ατμόπλοια). Ανεκλήθη στον Πειραιά μεταφέροντας τις νέες απαιτήσεις του Χόβαρτ στην Ελληνική Κυβέρνηση.
Κάτω από την πίεση που δέχθηκε η Ελληνική Κυβέρνηση από τους πρέσβεις των Μ. Δυνάμεων, οι δικαστικές αρχές της Σύρου δέχθηκαν την μήνυση του Χόβαρτ και απαγορεύτηκε ο απόπλους της Ἐνώσεως, για όσο διάστημα εκδικάζεται η υπόθεση. Ο Χόβαρτ αρκέστηκε σε αυτά και την 9η Ιανουαρίου απέπλευσε από τη Σύρο.
Ενώ συνέβαιναν τα γεγονότα της Σύρου, το Υπουργείο των Ναυτικών πανικόβλητο προσπαθούσε ταχέως να προπαρασκευάσει την Ελλάδα για ναυτικό πόλεμο, ενώ οι σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν διακοπεί από την 6η Δεκεμβρίου του 1868, όταν η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αρνηθεί να ενδώσει στο οθωμανικό τελεσίγραφο. Αμέσως διατάχθηκε ο κυβερνήτης του Ἀμφιτρίτη να πλεύσει στον Πόρο και να παραλάβει τον οπλισμό της και κατόπιν, να επιστρέψει στον Πειραιά και να αναμείνει περαιτέρω διαταγές. Παράλληλα, είχε συσταθεί επιτροπή από τους αντιπλοίαρχο Παλάσκα, πλωτάρχη Μουρούζη, ταγματάρχη του Πυροβολικού, Ιωάννη Ζυμπρακάκη και του υπολοχαγού του ημιτάγματος των Σκαπανέων, Ν. Τσαμαδού, παρουσία του διευθυντού του ναυστάθμου, η οποία είχε ως αντικείμενο μελέτης την καταλληλότερη οχύρωση του Ναυστάθμου. Η επιτροπή κατέληξε στο ότι έπρεπε να φτιαχτούν τέσσερα πυροβολεία: ένα κάτω από το Μοναστήρι, ένα δεύτερο επί της νησίδος Μπούρζι (Θαλασσόπυργος), τρίτο στην άκρη του στομίου (Μπουγάζι) και τέταρτο σε έναν γήλοφο απέναντι από την παραπάνω θέση στην παραλία της Τροιζήνας στην περιοχή που ονομάζεται Μαγούλα.
Για τα πυροβόλα αυτών των θέσεων προτιμήθηκε η λύση να αγοραστούν από το εξωτερικό, γιατί τα ελληνικά πυροβόλα, που πολλά χρονολογούνταν από την εποχή της Επανάστασης, είχαν ανεπαρκές βεληνεκές και στερούνταν κιλλιβάντων. Επίσης, εκείνη την περίοδο, γίνεται η πρώτη αναφορά σε ελληνικό δημόσιο έγγραφο στις νάρκες (οι λεγόμενες, ναύκλαστρες). Ο μηχανικός του Πολεμικού Ναυτικού Ιάσων Γ. Ζωχιός υπέβαλε μυστική αναφορά στο Υπουργείο, στην οποία υποστήριζε ότι γνώριζε τον τρόπο κατασκευής τους και καλούσε το Υπουργείο να προχωρήσει σε σχετικά πειράματα.
Στην συνέχεια, το Υπουργείο των Ναυτικών πανικόβλητο σύστησε μια γνωμοδοτική επιτροπή απαρτιζόμενη από τον πλοίαρχο Ν. Μιαούλη ως Πρόεδρο, τον αντιπλοίαρχο Κουμελά και τον πλωτάρχη Μουρούζη για να συντάξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του Ναυτικού μαζί με τον σχετικό προϋπολογισμό. Αυτή η Επιτροπή έπραξε το καθήκον της και συνέταξε ένα πρόγραμμα, στο οποίο υπήρχαν από νέες ναυπηγήσεις πλοίων και την οχύρωση του Ναυστάθμου (συμφώνως των πορισμάτων της προηγούμενης επιτροπής) μέχρι θέματα πληρωμάτων, προμήθεια γαιανθράκων, υλικών και τροφίμων, καθώς και σύσταση νοσοκομείων. Το απαιτούμενο ποσό ανερχόταν στα 8 εκατομμύρια δραχμές, ενώ η επιτροπή προσθέτει ότι οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις είναι εντελώς ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις οθωμανικές και θεωρούν αναγκαία την απόκτηση τεσσάρων ακόμη θωρηκτών, των οποίων η αξία υπολογιζόταν στα 12 εκατομμύρια. Τελικά, οι Μ. Δυνάμεις αποφάσισαν να λύσουν τη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνδιάσκεψη στο Παρίσι, όπου η Ελλάδα αναγκάστηκε να υποκύψει, καθόσον ήταν εντελώς απροετοίμαστη για πόλεμο.
Οι συνέπειες της Κρητικής Επανάστασης επέδρασσαν και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Πιο συγκεκριμένα, η επανάσταση στην Κρήτη μπορεί να έπαυσε, αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να κάνει κάποιες παραχωρήσεις με τον Οργανικό Νόμο. Όσον αφορά στο Πολεμικό Ναυτικό, η Κρητική Επανάσταση υπήρξε ένας σημαντικός παράγοντας, ο οποίος οδήγησε στον εκσυγχρονισμό του Ελληνικού Στόλου, καθώς άλλαξε την λανθασμένη αντίληψη της Ηγεσίας ότι το Ναυτικό προορίζεται για την αστυνόμευση των θαλασσών και τις εξυπηρετήσεις προς το Κράτος. Έτσι, το νέο δόγμα της Διοίκησης επέτασσε τη γρήγορη δημιουργία ενός αξιόμαχου Ελληνικού Στόλου.
Υποπλοίαρχος (Ο) Παναγιώτης Γεροντας ΠΝ
Κλασικός Φιλόλογος – Ιστορικός
Στην προσωπογραφία εικονίζεται ο Ανδρέας Κοτζιάς. Γεννήθηκε το 1818 στα Ψαρά. Εισήλθε στο ναυτικό επάγγελμα το 1830 σε πλοίο του θείου του. Ταξίδεψε στον Εύξεινο Πόντο, την Μεσόγειο και τον Ατλαντικό Ωκεανό. Το 1845 μπήκε στην υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού. Ως υποπλοίαρχος υπηρέτησε στο πλοίο Ματίλντα, ενώ υπήρξε διευθυντής (κυβερνήτης) του Ναυπλία και Μυκάλη. Το 1856 αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του πλωτάρχη και προσελήφθη στην Ελληνική Ατμοπλοϊκή Εταιρεία. Η έκρηξη της Κρητικής Επανάστασης τον βρήκε κυβερνήτη του ατμόπλοιου Ύδρα με το οποίο ενίσχυε τους Επαναστάτες με πολεμοφόδια και εθελοντές.