«Κάθε ανθρώπινο υποκείμενο έχει το δικαίωμα να γνωρίσει το παρελθόν του, καθώς και το δικαίωμα να απαρνηθεί το παρελθόν που του επιβάλλεται». Οδηγία 1283 (22 Ιαν. 1996) Συμβουλίου της Ευρώπης για το μάθημα της Ιστορίας στα ευρωπαϊκά κράτη.
Νίκος Γιαννακούλης, Πανεπιστήμιο Πατρών, Δρ Πανεπιστημίου Αιγαίου
Ο μύθος της ρωσικής προσδοκίας, δηλαδή της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους από την ομόδοξη αυτοκρατορία του βορά, που καλλιεργήθηκε κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, και η πολιτική της Αικατερίνης Β’ στο θέμα αυτό εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα, να παραμένει αμφιλεγόμενο ζήτημα και να διχάζει τους ιστορικούς. Πρόκειται για τη σταδιακή υποχώρηση της αντίληψης περί θεϊκής παρέμβασης στην πορεία της εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας, που αναπτύχθηκε κυρίως στους βυζαντινούς χρόνους. Όμως στα μισά του δεκάτου ογδόου αιώνα η ιδεολογία αυτή με τη βοήθεια των διαφωτιστικών ρευμάτων ανασηματοδοτείται ως πολιτική και ενσωματώνεται στην συγκυρία της εποχής, ταυτιζόμενη απόλυτα με την εμφάνιση στο προσκήνιο της Ρωσίας, της οποίας η ορθοδοξία προβάλλεται ως κοινό σημείο αναφοράς με τους υπόδουλους λαούς των Βαλκανίων. Φορέας αυτών των ιδεών στον ελλαδικό χώρο είναι οι εκπρόσωποι του νεοελληνικού διαφωτισμού που προσπαθούν να δημιουργήσουν μια νέα εθνική συνείδηση μέσω της ‘μετακένωσης των φώτων’ του ευρωπαϊκού διαφωτισμού καθώς και η ταυτόχρονη ρωσική προπαγάνδα. Άλλωστε η πρόσκληση του Ευγενίου Βούλγαρη και του Νικηφόρου Θεοτόκη στην Ρωσία εντάσσεται σ’ αυτό το πλαίσιο διαλόγου. [1]
Το διακύβευμα που τίθεται εδώ είναι, εάν τελικά οι πληθυσμοί του ελλαδικού και νησιωτικού χώρου επωφελήθηκαν από την ορλωφική αποστολή στην Πελοπόννησο και στο Αιγαίο. Στόχος μας είναι να διαφωτίσουμε τα γεγονότα, όσο αυτό είναι δυνατόν, μέσω του κριτικού διαλόγου με το ιστορικό παρελθόν, και με γνώμονα πάντοτε τη συνετή προσέγγιση και όχι με βάση την μυθοποίηση και την προσήλωση στην εξιδανίκευση του ορθόδοξου ‘ξανθού γένους’. Από τα διαθέσιμα ιστορικά τεκμήρια φαίνεται ότι ο επικεφαλής της επιχείρησης Αλέξιος Ορλώφ, αν και στερείται ναυτικής και στρατιωτικής ικανότητας, περιβάλλεται από την Αικατερίνη από «μεγάλη εμπιστοσύνη»[2] και του ανατίθεται η διοίκηση του ρωσικού στόλου της Βαλτικής Θάλασσας, που καταπλέει ύστερα από περιπετειώδη πορεία στην Πελοπόννησο με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Εδώ η βιογράφος της Αικατερίνης, αν και ειδική στη ρωσική ιστορία, όπως αναφέρεται, με εύσχημο τρόπο παρακάμπτει την καταστροφή του Μοριά ως ουδέποτε συντελεσθείσα και περιορίζεται μόνο στην εξιστόρηση της «ρωσο-τουρκικής ειρήνης» του 1774. [3]
Η εγκαθίδρυση της ρωσικής κατοχής στις Κυκλάδες (1770-74) ακολούθησε μετά την αποτυχία της εξέγερσης στην Πελοπόννησο (1769-70) και τη νικηφόρα ναυμαχία του ρωσικού ναυτικού στον Τσεσμέ (Κρήνη) τον Ιούλιο του 1770. Η νέα κατάσταση όχι μόνο δεν επέφερε καμιά αλλαγή στο status quo του ελλαδικού χώρου αλλά είχε και καταστροφικές συνέπειες για τους πληθυσμούς της Πελοποννήσου, της Ρούμελης και των νησιών. Πρόσφατες ανακοινώσεις μιλούν για τη δημιουργία ‘Ρωσικού Αρχιπελαγικού Πριγκιπάτου’, ισχυρισμός μάλλον αβάσιμος, αφού αυτό δεν τεκμηριώνεται πουθενά από τη μέχρι τώρα γνωστή ιστοριογραφία, όσο κι αν θέλουμε να επιμείνουμε στην ‘επανάγνωση του παρελθόντος’. [4]
Οι εξελίξεις καθορίζονται στο Αιγαίο μονοσήμαντα από τη βούληση των νέων κατακτητών και των ντόπιων τοποτηρητών τους. Παράλληλα, ανθεί η φοροεισπρακτική πολιτική, καθώς επίσης η πειρατεία, ελληνική και ξένη. Οι νησιώτες καθίστανται υποχείρια δύο αρχών εξουσίας, δεδομένου ότι, ταυτόχρονα, δεν παύουν να διατηρούν διαύλους επικοινωνίας και με την οθωμανική διοίκηση. Ωστόσο, θα πρέπει να τονισθεί ότι στις νησιώτικες κοινωνίες η εξουσιαστική παρουσία του οθωμανού κατακτητή είναι λιγότερο εμφανής, αφού ελάχιστοι Τούρκοι κατοικούν στα νησιά από ότι στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο χωρίς, ωστόσο, αυτό να σημαίνει ότι παύουν να λειτουργούν οι τοπικοί εξουσιαστικοί θεσμοί.
Η έκβαση της ναυμαχίας του Τσεσμέ ανέδειξε την αναπτυσσόμενη ναυτική δύναμη του βορρά, η οποία απειλούσε προσώρας την Πύλη. Το γεγονός της ρωσικής κατάληψης των νησιών του Αιγαίου και η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) που ακολούθησε, θα μπορούσε να οριοθετηθεί ως σημείο εκκίνησης του Ανατολικού Ζητήματος, αφού σηματοδοτεί τη διάνοιξη νέων δρόμων ναυσιπλοΐας και την προώθηση και διασφάλιση των ρωσικών εμπορικών συμφερόντων τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στο Αιγαίο. [5] Πρόκειται ουσιαστικά για το ‘ρωσικό παράθυρο στο νότο’, όνειρο του Μεγάλου Πέτρου. Παρότι δεν υφίσταται η διαχωριστική γραμμή της θρησκείας μεταξύ κατακτητή και κατακτημένων η κατάσταση δουλείας θα εξακολουθήσει να είναι παρόμοια και να εντείνεται.
Όπως ήταν επόμενο οι ρώσοι απευθύνθηκαν στους νησιώτες προκειμένου να τους συνδράμουν στην ναυτική αποστολή τους στο Αιγαίο, με απαίτηση να υψώσουν τη ρωσική σημαία στα εμπορικά τους πλοία. Κατ’ αρχάς, υπήρξε καχυποψία και απροθυμία συνεργασίας, αλλά ο Αλέξιος Ορλώφ απείλησε με κατάσχεση των πλοίων, με αποτέλεσμα οι νησιώτες να υποκύψουν στις διαταγές του. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Στη Σύρο απεστάλη ο Λευκαδίτης γιατρός Σωτήρης Λουίτζης ή Λούης, ο οποίος υπηρετούσε με το βαθμό του συνταγματάρχου στη ρωσική αποστολή. Ο Λουίτζης «απηυθύνθη γραπτώς και απειλητικώς προς τους κατοίκους της Σύρου, ως πληρεξούσιος του Ορλώφ, αλλά συνήντησεν εκ μέρους αυτών απροθυμίαν, δι’ ο επανήλθε πιεστικώτερος και εζήτει την αποστολήν ωρισμένων ειδών μετά των εξόδων αποστολής μέχρις Ύδρας». [6]
Στις Κυκλάδες, όπου εδρεύει ο ρωσικός στόλος, παρατηρείται μια συνεχής και αγωνιώδης προσπάθεια των τοποτηρητών να επιλύσουν τα φλέγοντα ζητήματα της καταβολής των φόρων, διατήρησης της τάξης, προστασίας από την πειρατεία και την ληστοπραξία, καθώς και την απρόσκοπτη παραμονή και ανεφοδιασμό του ρωσικού στόλου. Ιδιαίτερα πλήττονται οι κάτοικοι των νησιών: Άνδρου, Τήνου και Σύρου, αφού τους ζητείται, πάντοτε βεβαίως με την επαπειλούμενη τιμωρία, να παρέχουν επιπλέον πρωτόγνωρες ‘αγγαρείες’, δηλαδή την παρασκευή και προμήθεια τροφών για τα ναυλοχούντα ρωσικά πλοία στη Νάουσα της Πάρου μέχρι και την περίθαλψη των ασθενών στρατιωτών και ναυτικών. Χαρακτηριστική είναι η σχετική διαταγή του Ψαρού, τοποτηρητή της ρωσικής αρχής, προς τους κατοίκους Τήνου και Σύρου στις (12 Ιουνίου, 1773) όπου διαβάζουμε: «Ο αυθέντης επρόσταξεν, ότι όσον σιτάρι της δεκατιάς έχετε να το αλέσετε, και αν δεν ημπορείτε να το κάμετε παξημάδι, στείλετέ το ευθύς εις Νάουσαν. Ομοίως και όσα μαγειρέματα έχετε, χωρίς να πουληθή σπυρί, να τα στείλετε εις Νάουσαν και πέρνετε μπιλλιέτο από τον κομμισάριον δι’ όλα αυτά. Ταχέως φροντίσατε. Στείλετε της δεκατιάς το κρασί εις Νάουσαν». [7] Ταυτόχρονα, η πειρατεία επωφελούμενη της κατάστασης παίρνει διαστάσεις μάστιγας, δεδομένου ότι ο «περίφημος αρματολός Μητρομάρας, οι Ψαριανοί, οι Σφακιανοί, οι Μανιάται, και οι επτανήσιοι πειραταί, υψούντες την ρωσικήν σημαίαν, ερήμουν υπ’ ουδενός κωλυόμενοι τας παραλίας». [8]
Εστιάζοντας στο κύριο αντικείμενο του παρόντος κειμένου, και ειδικότερα στο νησί της Σύρου κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής, μέσα από την οπτική της χρονικής ετερότητας παρατηρούμε τα ακόλουθα: Πληθυσμιακά το νησί την περίοδο αυτή αριθμεί 1.000 κατοίκους, διοικείται από τρεις εκλεγόμενους συνδίκους με ετήσια θητεία. Καταβάλλει 2.500 γρόσια φόρο στην ρωσική διοίκηση, ισόποσο ποσό με την κοινότητα της Μυκόνου, του οποίου όμως ο πληθυσμός είναι διπλάσιος. Το νησί απαρτίζεται από δύο θρησκευτικές κοινότητες με το καθολικό στοιχείο να υπερισχύει, ενώ οι μεταξύ τους σχέσεις δεν φαίνεται να είναι απόλυτα αγαστές με αποτέλεσμα η διχοστασία να τους οδηγεί στον οθωμανικό καδή, όπου «επληρούντο τα βαλάντια των Τούρκων δικαστών, ενώ εκκενούντο των εριζόντων χριστιανών». [9]
Επίσης, αξιοπρόσεκτο στοιχείο της συριανής κοινότητας είναι η δυναμική πρώιμης οργάνωσης θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της, αλλά και δείγματα «νεωτεριστικών» ηθών. Αναφερόμαστε σε παραδείγματα ‘κωδικοποιητικής’ καταγραφής εθιμικού δικαίου, το πρώτο (13 Ιουνίου 1695), όπου οι επίτροποι και προεστοί του νησιού συγκεντρώθηκαν «τας τάξεις» και ομόφωνα «συμφωνημένοι όλοι εις μίαν γνώμην» αποφάσισαν να καταγράψουν βασικούς κανόνες «με το να μην ευρίσκωνται ιγεγραμμένα θέλομεν να τα βάλωμεν δια γράφου δια να ακολουθούσιν όλοι ως καθώς φαίνονται, και να μην σηκόνεται καθ’ ένας να χαλά ταις συνήθειαις», και αφού ο Καγκελλάριος, δηλαδή ο Γραμματέας της κοινότητας, τα συνέταξε «και απογραφούμεσται από χειρός του Κατζελλέρη της κοινότητός μας». [10] Παρόμοιες καταγραφικές πράξεις εμφανίζονται και αργότερα τα έτη: 1761, 1763 και 1773. Ωστόσο το 1763 οι Συριανοί κοινοποιούν στην Πύλη τους συνταγμένους εθιμικούς κανόνες, διορίζοντας μάλιστα και μεταφραστή, προκειμένου να μεταφράσει «τα καπίτουλα» στα τουρκικά. [11] Το δεύτερο αφορά στην εικόνα της κοινωνικής ζωής, η οποία ‘σκανδαλίζει’ την εκκλησία και προκαλεί αντιδράσεις. Μάλιστα, ο βικάριος της Σύρου 1694, στηλιτεύει ιδιαίτερα τον τρόπο ζωής των νέων: «Πολλές αταξίες, απρέπιες και κρίματα γίνονται καθημερούσιο στο νησί ετούτο ανάμεσα εις τα παιδιά σας απέ αφορμή των γονέων. Διότι εσείς ξαπολάτε πανταπάσης τα παιδιά σας τα θηλυκά και αρσενικά να αμοοριζολογούνται [να ερωτοτροπούν] και να ‘νεκατόνοονται με τα παληκάρια, να κάθονται όλη τη νύκτα ‘ντάμα και να πηγαίνουσι εδώ και εκεί μαζί να ξηγούνται». [12]
Αναφορικά με το ζήτημα της ρωσικής κατοχής οι Συριανοί προεστοί φαίνεται ότι όχι μόνο αδιαφορούν για τα τεκταινόμενα, αλλά «αμφιρρέποντες» διατηρούν παράλληλα επαφές με την οθωμανική διοίκηση. [13] Έτσι ο Ψαρός απαιτεί να ανταποκριθούν άμεσα στα κελεύσματά του και να απολογηθούν. Σε επιστολή του από τη Μύκονο, με ημερομηνία (4 Ιουνίου 1771), προς τους προεστούς της Σύρας διαβάζουμε: «Τιμιώτατοι σίντιχοι της Σύρας Χαιρετώ σας, Ούτε ζωντανοί, ούτε πεθαμένοι ηκούσθητε έως τώρα, δεν έχω παντελώς είδησιν τι κάμνετε ή και αν ελάβατε γράμματα όπου σας έστειλα, όμως ταύτα δεν με αρέσουν και εάν νυστάζετε πρέπει να ξυπνήσετε, ειδέ να σας εξυπνήσουμεν ημείς. Τι γράμματα ήταν εκείνα όπου απ’ αυτού έστελναν εις Τουρκίαν και επιάστηκαν εις την Τήνον; Λάβετε και το γράμμα του κομισάριου και κάμνετε ως σας γράφει το ογλιγορώτερον. Ευθύς τούταις ταις ημέραις να έλθη ένας σίντιχος εδώ να μου ειπή δια τα πάντα, και να φέρη και το διατεταγμένον. ‘Ετζι να κάμετε εξάπαντος, έως την δευτέραν προσμένω». [14]
Η ρωσική πολιτική ως διάδοχη κατάσταση την περίοδο αυτή στο Αιγαίο, εκμεταλλευόμενη την εναγώνια προσμονή των ελλήνων για ανάκτηση της ελευθερίας έχει και την ανάγκη νομιμοποίησης της παρουσίας της στις συνειδήσεις των κατακτημένων νησιωτών και, κατά συνέπεια, προσπαθεί να επανακαθορίσει το πλαίσιο διοίκησης. Κατά την απουσία του Ψαρού (Απρίλιος-Δεκέμβριος 1772) και το μεσοδιάστημα άσκησης της επιστασίας από τον Νεστερώφ ορίζεται το νέο διοικητικό πλαίσιο ως εξής: η εκλογή των συνδίκων και η δικαιοδοσία τους, όπως η συλλογή φόρων και δασμών, καθώς και ο απαιτούμενος προς αυτούς σεβασμός αλλά και στη νέα πολιτική κατάσταση. Σημειώνεται ότι τα προοριζόμενα είδη για το ρωσικό στόλο και στρατό εισαγόμενα και εξαγόμενα είναι αφορολόγητα. Έδρα των συνδίκων ορίζεται η καγκελαρία, όπου εκεί φυλάσσεται και το ταμείο της κοινότητας. Εξακολουθεί να ισχύει η έκδοση διαβατηρίων για την μετακίνηση από νησί σε νησί. Επιβάλλεται ο έλεγχος της αλληλογραφίας, ιδίως αυτής που προέρχεται από τουρκοκρατούμενες περιοχές. Συνιστάται η λειτουργία λοιμοκαθαρτηρίου για την παραμονή σαράντα ημερών, όσων ήταν φορείς επιδημικών νόσων. Επιπλέον, ορίζεται όπως οι κοσμικοί να μην αναμειγνύονται σε θρησκευτικά θέματα, και τέλος, οι πειρατές και ληστές να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται ενώπιον της ρωσικής αρχής. Επιπροσθέτως, διενεργείται απογραφή πληθυσμού. [15] Όμως παρόλα αυτά, τίποτα δεν φαίνεται ότι αλλάζει την κοινωνία των κατακτημένων, αφού και πάλι ο ραγιάς βιώνει την ίδια κατάσταση της υποτίμησης, όπως και πριν, και μάλιστα από μια ομόδοξη δύναμη. Άλλωστε, οι κατακτητές όχι μόνο δεν σκέπτονται να διακρατήσουν τα κεκτημένα αλλά αντιθέτως η πρόταση του ναυάρχου Σπυριδώφ προς την Αικατερίνη είναι να επωφεληθούν της κατάστασης με την πώληση της Πάρου και Αντιπάρου «είτε εις του Γάλλους, είτε εις του Άγγλους» καθώς «ούτοι..,ήθελον όμως δώσει πολλά εκατομμύρια λιρών». [16]
Θα ήταν παράλειψη εάν δεν αναφερόμαστε και στο χαρακτήρα του Ψαρού. Τον συναντάμε πλοίαρχο μυκονιάτικου εμπορικού πλοίου στο λιμάνι του Ταγκαρόγκ της Αζοφικής Θάλασσας από όπου προσλαμβάνεται ως πλοηγός του ρωσικού στόλου. Κατά τη διάρκεια των ορλωφικών στην Πελοπόννησο παίρνει μέρος στις επιχειρήσεις «μετά ευαρίθμων Ελληνορώσσων έξω της Τριπόλεως κατά δεκαπλασίας καλώς ωργανωμένης Τουρκικής στρατιάς». [17] Στη συνέχεια διορίζεται τοποτηρητής των Κυκλάδων μέχρι τον Απρίλιο του 1772, οπότε αντικαταστάθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα περίπου οκτώ μηνών, από τον ρώσο Παύλο Νεστερώφ. Ανέλαβε εκ νέου την επιμελητεία μέχρι την αποχώρηση των Ρώσων. Ο Ψαρός λειτουργεί ως έμμισθος αξιωματούχος της αυτοκρατορίας με τους νησιώτες να καταβάλουν το σχετικό μέρισμα, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε το ύψος του. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι τον Μάρτιο του 1774 αναγγέλλει ότι απαλλάσσει από τα διάφορα βάρη τους κατοίκους με περισσή ‘γενναιοδωρία’: «και δια τούτο ευσπλαχνία φερόμενος, ως συμπατριώτης και καλοθελητής, σας χαρίζω εκείνο όλον, όπου μου εδίνετο δια τον κόπον και έξοδα, όπου είχα εις την επιστασία μου». [18] Στη συνέχεια υπηρετεί ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Ωστόσο, περιγράφεται από τους ιστορικούς της εποχής ως «κοινός τυχοδιώκτης και εκμεταλλευτής» ανθρώπων και καταστάσεων. [19]
Με την αποχώρηση των Ρώσων και την επανένταξη των νησιών στην Πύλη και στην κυριαρχία του καπουδάν πασά ακολουθούν συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής αποδιοργάνωσης, παρά τις διαβεβαιώσεις του Διβανίου για αμνηστία «ράι, ήτοι τα περασμένα έστωσαν συγχωρημένα». [20] Αποδεκατίζεται ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων από τους πειρατές ενώ η δυσβάστακτη οικονομική αφαίμαξη λόγω της φορολόγησης δημιουργεί δύσκολες συνθήκες επιβίωσης. Απότοκο της κατάστασης είναι ότι πολλοί νησιώτες αναγκάζονται να μεταναστεύουν για την αποφυγή των δεινών της δουλείας αλλά και προς εξεύρεση ευνοϊκότερων συνθηκών ζωής. [21]
Πέραν αυτών, όμως, θα πρέπει να ειπωθεί ότι ο ελληνικός πολιτισμός για μια ακόμη φορά έγινε φτωχότερος, αφού και αρχαιότητες συλήθηκαν καθώς οι επιδρομείς «έθραυον πολλά περισσότερον μάρμαρα παρ’ όσα διετήρησαν οία μεταφέρθηκαν στην Πετρούπολη». [22] Επιπροσθέτως, από την πλευρά του κυρίαρχου γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης νέων από τον ελλαδικό χώρο προκειμένου να φοιτήσουν στο νεοσυσταθέν Ελληνικό Γυμνάσιο της Πετρούπολης, ώστε αυτοί να ενσωματωθούν στην υπηρεσίες της αυτοκρατορίας, δηλαδή στο στρατό και στο διπλωματικό σώμα. [23]
Επιλογικά, θα μπορούσε να σημειωθεί ότι η ορλωφική αποστολή υπήρξε η πρώτη γενικευμένη προεπαναστατική εξέγερση στον ελλαδικό χώρο, ανεξάρτητα από την έκβαση του εγχειρήματος. Στο Αιγαίο ο νέος συνακόλουθος κυρίαρχος της οθωμανικής διοίκησης όχι μόνον δεν αναζήτησε σημεία προσέγγισης με τους ομόδοξους πληθυσμούς, αλλά διατήρησε τις οθωμανικές διαρθρωτικές δομές και την κατ’ επίφασιν συμμετοχική διαδικασία της τοπικής ελίτ των προεστών στη λήψη των αποφάσεων για την τύχη των ντόπιων πληθυσμών, επιβάλλοντας πρόσθετες ‘αγγαρείες’ στους κατακτημένους με αποτέλεσμα η κατοχή να είναι εμφανέστερη. Εν κατακλείδι, η ‘επαναοθωμανοποίηση’ του νησιών έχει ως απόληξη την επιβολή σκληρότερων μέτρων και δεινών, ενώ οι πληθυσμοί της Πελοποννήσου, του Αιγαίου και της Σμύρνης εγκαταλείπονται για μια ακόμη φορά στα αντίποινα των Οθωμανών και διαψεύδεται και πάλι ο μύθος της μόνιμης προσδοκίας για εξωτερική βοήθεια και απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
[1] Για τη ρωσική προσδοκία βλ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999. Για τον Ευγένιο Βούλγαρη βλ. S.K. Batalden, Catherine II’s Greek Prelate Eugenios Voulagris in Russia 1771-1806, ΒουίάθΓ, New York, 1982,σς 93-97.Τ, Αθήνα 1999. Νίκος Γιαννακούλης, Το παιδαγωγικό έργο του Ευγενίου Βούλγαρη, Συμβολή στην παιδεία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Διδ. Διατριβή Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ΤΕΠΑΕΣ, Πάτρα, 2004, σς 151- 154. Μουρούτη-Γκενάκου Ζωή, Ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800) και η συμβολή αυτού εις την παιδείαν του γένους, Αθήνα 1979. Κ. Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σς 145¬170, Αθήνα 1998.
[2] Οι αδελφοί Ορλώφ είχαν πρωτοστατήσει το 1762 στην ανατροπή του Πέτρου Γ’ και την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο της Αικατερίνης Β’, Helen Carrere d’ Encausse, Αικατερίνη Β’ – Μια χρυσή εποχή για τη Ρωσία, Μτφρ. Κατερίνα Δασκαλάκη, Εστία, Αθήνα 2006, σς 39-43.
[3] Στο ίδιο, σς 136-140.
[4] Αυτή τη νεοφανή άποψη προσπαθεί να τεκμηριώσει η καθηγήτρια Ελενα Σμιλυάνσκαγια του Κρατικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, περί υπάρξεως του λεγόμενου Μεγάλου Ρωσικού Δουκάτου του Αρχιπελάγους ή Μεγάλου Ρωσικού Πριγκιπάτου στο Rossiya v Sredizemnomor’e. Arkhipelagskay aekspeditsiya Ekateriny Velikoy, 2010. (Η Ρωσία στη Μεσόγειο. Αρχιπελαγική εκστρατεία της Μεγάλης Αικατερίνης) Βλ. Π.Ν. Στάμου (Ph. D. Hist.) «Περί Αλός» ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, τεύχη 78, 81 & 82, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, 2012-2013. Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση του ΝΜΕ. Ο Τάσος Γριτσόπουλος, «Οι Ρώσοι εις το Αιγαίον κατά το 1770», Αθηνά 7 (1969). σ. 121, αναφέρει ότι ο Ορλώφ απέβλεπε στην εγκατάσταση «εις την Ελλάδα ενός βιώσιμου καθεστώτος», χωρίς ωστόσο να αιτιολογεί την άποψή του.
[5] Βλ. S.K. Batalden, Catherine II’s Greek Prelate Eugenios Voulagris in Russia 1771-1806, Bοulder, New York, 1982,σς 93-97.
[6] Τάσος Γριτσόπουλος, ό.π., σ. 102, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[7] Δ. Π. Πασχάλης, «Αι Κυκλάδες υπό τους Ρώσους (177)-1774) μετ’ ανεκδότων εγγράφων», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών τ. Α’ (1961), σ. 264
[8] Δ. Π. Πασχάλης, ό. π. σ. 267.
[9] Δ. Π. Πασχάλης, ό.π. σ. 244.
[10] Ηλίας Αρναούτογλου, Συλλογές εθιμικών κανόνων δικαίου στις Κυκλάδες (τέλη 17ου …www.academia.edu/941559/_17_-_19_._ Σημειώνεται ότι οι κάτοικοι των νησιών Νάξου, Άνδρου, Μήλου, Πάρου, Σαντορίνης, Σύρου και Σίφνου διέπονταν από ειδικό προνομοιακό καθεστώς όπως: «καταβολή «κεφαλοχαρατζίων», όπως και στο παρελθόν, θα είναι ελεύθεροι «από καπέντα και αβαρίζι και από άλλες αγγαρείες», θα επισκευάζουν τις εκκλησίες τους, θα πληρώνουν το δέκατο των αμπελιών, περιβολιών και χωραφιών. Τα πράγματα και τα κτήματα αυτών και των κληρονόμων τους κανείς, ούτε μπέης ούτε καδής, δεν θα έχη το δικαίωμα να τα παίρνει ούτε και να τούς ενοχλή. Αναγνωρίζεται ή ατέλεια στο μετάξι, κρασί και άλλα τρόφιμα, ή ισχύς των παλιών «συνηθειών» και ή εκδίκαση των διαφορών τους σύμφωνα μ’ αυτές. Δεν θα εμποδίζεται όμως κανείς, αν θέλη να προστρέξη στην Τουρκική δικαιοσύνη ή αν θέλη να γίνη μουσουλμάνος. Επίσης είναι ελεύθεροι να κυκλοφορούν την νύχτα όσοι πηγαίνουν στις δουλειές τους κρατώντας δαδιά ή φανάρια. «Και εκείνοι όπού μαζώνουν τες αγγαρείες πηγαίνοντας εις τον δρόμον των να μην παίρνουν περισσότερον από ό,τι διορίζει ή ευγενική δικαιοσύνη και ό κανόνας και δυναστικώς να μην παίρνουν δωριανά την ζωοτροφή τους ούτε το άλογόν τους κ. λ.». Ας σημειωθή επίσης ότι οι τυχόν παραπονούμενοι εναντίον του σαντζάκ μπέη ή του καδή ή των ανθρώπων τους δεν πρέπει να εμποδίζωνται, αν θέλουν να ταξιδέψουν και να προσφύγουν στην Υψηλή Πύλη». Βλ. Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Β’ Θεσσαλονίκη 1976,, σς 325-364, τ. Δ’ Θεσσαλονίκη 1973, σς 479-489.
[11] Ηλίας Αρναούτογλου, ό.π.
[12] Αγαμ. Τσελίκας, «Κέντρο Ιστορικών Μελετών Σύρου», Αιγαιοπελαγίτικα Θέματα, 6 (1987), σ. 30-31.
[13] Οι μελέτες εκτιμούν ότι στις «νησιωτικές και αστυκές κοινότητες, η ταξική διάσταση της κοινωνικής αντίθεσης σπάνια επιλέγει την επαναστατική δυναμική, ούτε μάλιστα εκφράζεται με αιτήματα ανατρεπτικά ή και μεταρρυθμιστικά για την κατεστημένη οθωμανική νομιμότητα». Βλ. Γ. Κοντογιώργης, Οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982, σ. 315 κ’ 323-324.
[14] Δ. Πασχάλης, ό.π. σ. 272.
[15] Στο ίδιο, σ. 262.
[16] Κ. Α. Παλαιολόγος, «Ρωσικά περί Ελλάδος έγγραφα…», Παρνασσός Ε’ (1881), σ. 153
[17] Γιάννης Βλαχογιάνης, Οι κλέφτες του Μοριά, Αθήνα 1935, σ. 82
[18] Δ. Π. Πασχάλης, ό.π, σ. 264.
19 Στο ίδιο, σ. 263
[20] Στο ίδιο, σ. 279
[21] Κομνηνός-Υψηλάντης Αθαν. Τα μετά την άλωσιν, Κωνσταντινούπολη 1870, σ.549 «με ρουσσικά πλευσίματα πολλαί φαμίλιαι των νήσων του Αιγαίου Πελάγους και του Μωρέως επερνούσαν συχνά από της Κωνσταντινουπόλεως δια να μετοικήσουν και κατοικήσουν εις Κρίμι» Βλ. επίσης σ. 518.
[22] Στο ίδιο, σ. 273
[23] Βλ. S.K. Batalden, Catherine II’s Greek Prelate Eugenios Voulagris in Russia 1771-1806, Βoulder, New York, 1982,σς 93-97.
Γενική Βιβλιογραφία
- Αμπελάς Τιμολέων, «Ιστορία της νήσου Σύρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς», Ερμούπολη 1874.
- Αρβανιτάκης Δ., «Θεός, μνήμη, ιστορία: στοιχεία για τη μελέτη της βενετικής κυριαρχία στο Ιόνιο», Τα ιστορικά, 35 , Δεκ. 2001.
- Βισβίζης Τ. Ιάκωβος, «Η Κοινοτική διοίκησις των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν», www.myriobiblos.gr/texts/greek/visvizis.html, L ‘Hellenisme Contemporain: Le cinq-centieme anniversaire de la prise de Constantinople, Athenes 1953.
- Γιαννόπουλος Γ. «Κοινότητες», Ιστορία του ελληνικού έθνους, τ. ΙΑ’, Εκδοτική Αθηνών, 1975
- Δημητρόπουλος Δ. «Τοπονύμια και μικροτοπωνύμια στα Νησιά του Αιγαίου: Όψεις της Αντοχής του τόπου στον χρόνο», 2003 | http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/7653
- Δημητρόπουλος Δ., «Αστικές λειτουργίες στις νησιωτικές κοινωνίες των Κυκλάδων» (17ος – αρχές 19ου αιώνα), 2004 | http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/8557
- Δρακάκης Ανδρέας, «Η Σύρος επί Τουρκοκρατίας, τ. Α’, Β’» Ερμούπολη, Σύρου, 1948, 1967. Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού-Αιγαίο
- Κοντογιάννης Π. Μ. «Οι Έλληνες κατά τον πρώτον επί Αικατερίνης Β’ Ρωσοτουρκικόν πόλεμον (1768-1774)», Εν Αθήναις 1903.
- «Οι ρωσικοί αντιπερισπασμοί στο Αιγαίο και οι Έλληνες: Τα Ορλωφικά (1770)» | http://asimpiestos.blogspot.com/2012/06/1770.html
- «Ορλωφικά, Πάρος και πειραματισμοί» | https://bit.ly/30pOzYq
- Περί του λεγομένου Μεγάλου Ρωσικού Δουκάτου του Αρχιπελάγους | https://bit.ly/3jqiDdR
- Τα Ορλωφικά [2000] | http://www.lithoksou.net/p/ta-orlofika-2000-0
- Σάθας Ν. Κ. Τουρκοκρατούμενη Ελλάς. Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους (1453-1821), Αθήνησι 1869 | http://www2.egeonet.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=6962
Διδάσκων Αγγλικής Γλώσσας,
Δρ. Ιστορίας της Εκπαίδευσης
Διδασκαλείο Ξένων Γλωσσών, Πανεπιστήμιο Πατρών