«”Μαύρα μάτια – μαύρα φρύδια – κατσαρά μαύρα μαλλιά, 14 άλφα” το γράφει. ”Ο Σικελιανός τα έκανε κάτι τέτοια, κι απ’ τη χαρά τα μάτια της – είναι διπλά ανοιχτά” ή τ’ άλλο, ”τη θάλασσα πάσα, 5 άλφα…”».
Στο σπίτι του με τα δοκίμια του καινούργιου βιβλίου του που θα βγει τον Μάρτιο απ’ το «Μεταίχμιο». Με το φασκόμηλο «που έπινε κι ο Μάρκος» να ευωδιάζει στον χώρο και να μετράμε τα άλφα! Ο Μάνος Ελευθερίου δεν κάνει τίποτε με τις ευκολίες του, ψάχνει τα πάντα, θεατρικά και μουσικά προγράμματα, εκλογικούς καταλόγους, εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Τριγύρω μας η περίφημη εκείνη συλλογή του με τα μελανοδοχεία, βιβλία σπάνια, η αγάπη του για το γενέθλιο νησί του, τη Σύρα, το τραγούδι και φυσικά ακριβώς εκεί στο κέντρο, ο Μάρκος Βαμβακάρης. «Τον θεωρώ έναν από τους μεγαλύτερους πρίγκιπες της ελληνικής μουσικής, δεν είμαι μουσικολόγος ούτε ειδικός της μουσικής» επισημαίνει σεμνά «αλλά με ευφραίνει η μουσική του. Και όπως λέει κι ο Κοροβίνης στην αρχή του βιβλίου, με καίει, κυριολεκτικά».
Ο τίτλος στο καινούργιο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου είναι «Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 – 1920» κι ο στόχος διπλός. Τα πρώτα χρόνια του Μάρκου στη Σύρα και οι αντιφάσεις που υπήρχαν, οι ιστορικές συγκυρίες εκείνης της εποχής στο νησί. «Στη Σύρα συνέβαιναν οι ίδιες καταστροφές, οι ίδιες ελλείψεις που μπορούσε κανείς να συναντήσει τότε σε όλα τα μεγάλα λιμάνια, τις ”έφαγα” όλες τις εφημερίδες της εποχής. Ο Θωμάς Δρίκος ευτυχώς μου βρήκε το παράρτημα των εφημερίδων που πουλούσε ο Μάρκος το 1913 – 14, νεαρός, τα γράφει αυτά.
Δηλαδή με βάση τα όσα λέει ο Μάρκος στην ”Αυτοβιογραφία” του, αναζητώ τα όσα έγιναν στη ζωή του και στο νησί εκείνη ακριβώς την εποχή. Με κάποιες υπερβάσεις χρόνου. Για Συναντήσεις που, ενώ θα έπρεπε, δεν έγιναν, αυτά τα μυστηριώδη του Μάρκου. Πρέπει να πέρασε τρομακτικές μέρες σε απόλυτη ένδεια.
Αλλά το κακό είναι αλλού, αυτή την απόλυτη ένδεια που πέρασε στα παιδικά του χρόνια, τη βίωσε και σε μεγάλη ηλικία, που του ήταν αδύνατον και με το άσθμα να βγει στους δρόμους. Και δεν ήθελε και πολλά λεφτά, ήθελε μόνο το ψωμί του και το ψωμί της οικογένειάς του. Αλλά παρότι μεσουρανούσε στον Μεσοπόλεμο, μετά τον πόλεμο άλλαξαν όλα και με την άνοδο του ελαφρού τραγουδιού άρχισε και πάλι για τον Μάρκο μια τραγική εποχή». Βέβαια αν είχε μείνει στη Σύρα «θα είχε πάει χαμένος», ο Μάνος Ελευθερίου δεν το αμφισβητεί. Εξάλλου και το νησί τον αγάπησε κάπως αργά.
Υπήρξε «το μαύρο πρόβατο», ειδικά για τους θρησκόληπτους μετά την αυτοβιογραφία, μόνος του τα ‘λεγε, «χασισοπότης και νταβατζής». Η Κόλαση προσωποποιημένη! Ούτε ν’ ακούσουν δεν ήθελαν τη μουσική του. Αλλά πια τον αγάπησαν και τον θαύμασαν οι δύο τελευταίες γενιές.
|
H φωτογραφία που θα κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου «Μαύρα μάτια – Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 – 1920» του Μάνου Ελευθερίου. |
Ακμή και παρακμή
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, χοροεσπερίδες που θυμίζουν τον υπέροχο «Καιρό των χρυσανθέμων», επαγγέλματα και ταξικές αντιθέσεις, οι καθολικοί της Ανω Σύρας και οι ορθόδοξοι της Ερμούπολης, η παιδική εργασία «τα κορίτσια τα παρέδιδαν για υπηρετικό προσωπικό οι ίδιοι οι γονείς σε ηλικία έξι χρονών», οι απεργίες των κλωστουφαντουργών και οι κατασχέσεις των αγαθών, η δεκαπενθήμερη φυλάκιση της μητέρας του Βαμβακάρη με τον Μάρκο μαζί της στη φυλακή μικρό, τα εργατικά ατυχήματα και βεβαίως ο Μάρκος. Οταν γεννήθηκε, όταν δούλευε ως μικρός εφημεριδοπώλης, όταν έφυγε ο πατέρας για τον στρατό…
|
Η Ανω Σύρα στα 1920. Αυτόν ακριβώς τον τόπο εγκατέλειψε ο Μάρκος με ότι δείχνει και όπως ήταν. |
Όλο το φως και το σκοτάδι της εποχής και του νησιού, η ακμή και η παρακμή του και το φως ιλαρό και άσβεστο που βγήκε από την τέχνη και από την απόλυτη σκοτεινιά. «Κανένας άλλος δεν έλαμψε τόσο βγαίνοντας μέσα απ’ αυτή τη λάσπη» μονολογεί ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες, σπάνιες φωτογραφίες, έχοντας ήδη ολοκληρώσει ένα σαγηνευτικό διπλό πορτρέτο των παιδικών χρόνων του Μάρκου και της Σύρας της εποχής.
Ως ποιητής ελκύεται εξάλλου από τραγικά πρόσωπα που θυμίζουν αρχαία τραγωδία, το έκανε ήδη με την Ελένη Παπαδάκη «για την ανθρωποθυσία» στο βιβλίο του «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές». Το κάνει και τώρα, για τον «πρίγκιπα» που εξακολουθεί με τη μουσική του να σε «καίει». Οπως κι η γλώσσα του συγκεκριμένου βιβλίου. Εκείνη η έξοχη εναλλαγή καθαρευούσης των εφημερίδων και δημοτικής του Μάρκου, μέσα από την ποιητικότητα της ματιάς του Μάνου Ελευθερίου.
|
Tα γράμματα του Μάρκου. Λίγα, ελάχιστα. Είναι μια φράση που τυπώθηκε σε φέιγ βολάν, το 1971. «Παιδιά μου ελάτε να με ακούσετε στη Μαργώ με παλιά και νέα μου τραγούδια. Μάρκος Βαμβακάρης». |
Μικρά αποσπάσματα
Τα πρώτα μουσικά ακούσματα του Μάρκου, το μπουζούκι του μπάρμπα και η γκάιντα του πατέρα
«Αυτό που με βασανίζει είναι ο Μότσαρτ που δολοφονείται μέσα σε κάθε άνθρωπο» -Σεντ Εξιπερί
Οι πρώτες μουσικές ακροάσεις των παιδικών χρόνων του Μάρκου Βαμβακάρη στη Σύρα είναι όσες άκουγε καθώς «τον έτρεφε γλυκά το γάλα της μητρός του». Είναι εικόνες και ήχοι πανηγυριών, γάμων, διασκεδάσεων και φυσικά οι θρησκευτικοί ύμνοι με το αρμόνιο στις εκκλησίες της Ανω Σύρας.
|
H Φιλαρμονική Μουσική Εταιρεία της Σύρου. |
Ασφαλώς κράτησε πολλά από κείνα τα χρόνια. Υπολογίζω ότι εκεί στα πέντε του χρόνια θα τον κυρίευσε το πάθος της μουσικής χωρίς να το θέλει και χωρίς να το ξέρει, καθώς βρέθηκε ανάμεσα στην «πρωτόγονη» μουσική ερασιτεχνών συγγενών του και, λίγο αργότερα, στην «έντεχνη», είτε την άκουγε μέσα από τα στοιχειωμένα σπίτια της Ερμούπολη είτε από τα γραμμόφωνα και τις λατέρνες που είχαν κατακλύσει το νησί.
Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε οπωσδήποτε και όσα άκουγε, λίγο αργότερα, από τις μουσικές κομπανίες, και ιδίως από τις συναυλίες των «Φιλόμουσων Σύρου» στη μαρμάρινη μουσική εξέδρα της κεντρικής πλατείας της Ερμούπολης.
Τα πρώτα όργανα που ονομάζει στη σπαρακτική «Αυτοβιογραφία» του είναι η γκάιντα και το μπουζούκι. Γκάιντα έπαιζε ο πατέρας του και μπουζούκι κάποιος μπάρμπας του. Αμέσως μετά εμφανίζεται η φυσαρμόνικα. Επαιζε κάποιος συγγενής του. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, θα επαναφέρει στο μυαλό του το αρμόνιο, που βέβαια τις πρώτες του μελωδίες τις άκουσε στις συριανές καθολικές εκκλησίες της Ανω Σύρας.
Ο καημός του: «Είχαμε ωραία τροπάρια, καθολικά δηλαδή, όμως δεν μπόρεσα να τα μάθω, δεν πρόκανα να τα μάθω. Εφυγα». Μα δεν έφυγε μωρό. Εφυγε από τη Σύρα 14 -15 χρονών και είχε όλο τον καιρό να τα μάθει. Απλώς μαζί με όλα τα άλλα εγκατέλειψε και την εκκλησία. Πρόλαβε όμως να συνομιλεί με τους αγγέλους…
Πούλαγε εφημερίδες
… Αυτές όλες τις ομορφιές, την επίδειξη, τη σπατάλη και τον πλούτο ούτε τα είδε ούτε και θα τα ονειρεύτηκε ο Βαμβακάρης, αφού κανένας από τους γνωστούς του ή από τους συντοπίτες του, της Απάνω Χώρας, δεν παρευρέθηκε ποτέ σε τέτοια σύναξη. Και αμφιβάλλω αν την περίοδο, αργότερα, που πουλούσε εφημερίδες μικρό παιδί στην Ερμούπολη θα είχε την περιέργεια καθώς ξεκουραζόταν, όπως λέει, να διαβάσει στις εφημερίδες που του απόμειναν απούλητες τέτοιες απολαύσεις της συριανής κοινωνίας.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να τα διάβαζε και να τα ξέχασε αμέσως. Μέσα του όμως έμειναν για πάντα. Το είχε χωνέψει, απ’ αυτή την ηλικία, ότι άλλος ήταν αυτός ο κόσμος, κι ας βρισκόταν δίπλα του.
Δύο μήνες μετά τη γέννηση του Βαμβακάρη, και συγκεκριμένα την 1η Ιουλίου 1905, δημοσιεύεται και τούτη η συνταρακτική είδηση για κάτι που θα είχε αργότερα, και για πολλά χρόνια, άμεση σχέση με τη μουσική σταδιοδρομία του μεγάλου συνθέτη: «Από της παρελθούσης εβδομάδος έκαμε την εμφάνισίν του εις την πόλιν μας εν ωραιότατον και πολύ δυνατόν γραμμόφωνον”!”.
Το οποίον εμφανίζεται μόνο το εσπέρας εν τοις ξενοδοχείοις και μετά εν τη πλατεία. Παίζει δε πολλά και πολύ ωραία κομμάτια από μελοδράματα. Ατινα ευχαριστούσιν τους φιλόμουσους Συριανούς μας. Το δε δισάκι του πάντοτε είναι πλήρες από πεντάρες».
Οι παλιοί Συριανοί μουσικοί με τα στριφτάρια
- Στην «Αυτοβιογραφία» του ο Βαμβακάρης αναφέρει μερικά ονόματα συριανών μουσικών, τα οποία δυστυχώς, είναι άφαντα, αφού δεν υπάρχουν ούτε στους Εκλογικούς Καταλόγους. «Στη Σύρα που ήμουνα παιδί (δηλαδή όταν ήταν τουλάχιστον δέκα χρονών, το 1915) επρόκανα τα στριφτάρια (”διά χορδάς μουσικού οργάνου”) που έπαιζε ο Στραβογιώργης (αναφέρεται στον τυφλό μουσικό Γ. Αθαν. Σπέλλα, τον οποίο θυμάμαι κι εγώ πολύ καλά, ως παιδάκι, να παίζει σε καφενεία μαζί με δύο άλλους γύρω στα 1948, και ο θάνατός του πέρασε στις ειδήσεις της εφημερίδας Θάρρος ως εξής: ”Την 1 Δεκεμβρίου 1952 απεβίωσεν ο συμπαθής τυφλός μουσικός Γεώργιος Σπέλλας”), ένας Μαούτσος (Νίκος, ο οποίος έπαιζε μπουζούκι και είναι περίεργο πώς δεν «ανακάλυψε» τότε ο Βαμβακάρης τη γλυκύτητα του μπουζουκού’ ο Νίκος Μαούτσος πέθανε στην Κατοχή, ήταν από τη γενιά των «καταραμένων ποιητών», απόκληρος και ολομόναχος, χωρίς οικογένεια, με συντροφιά μόνο δύο σκυλιά έμενε στην περιοχή της σημερινής Δόξας), ένας Μανόλης Στρατοδεσίου.
- Τους πρόκαμα αυτούς με τα στριφτάρια. Αυτά ήταν τα τσιβούρια. Αυτοί είναι παλαιοί μπουζουξήδες. Επαίζανε, είχανε μια κομπανία, στις ταβέρνες γυρίζανε, όπως γύριζα και εγώ με τον πατέρα μου, Αλλοι τραγουδάγανε και άλλοι όχι». Την 1 Νοεμβρίου 1874 καταδικάστηκαν δυο μουσικοί από το δικαστήριο της Ερμούπολης διότι «έπαιζον τσιβούριον και ετραγώδουν αισχρά άσματα εις καφενείον». Και αργότερα πολλά παρόμοια περιστατικά: «Έπαιζαν μουσικά όργανα περιφερόμενοι εις τα οδούς της πόλεως», «εντός του κατά την θέσιν Βαπόρια οινοπωλείου», συνελήφθησαν αρκετοί πολίτες «πίνοντες και άδοντες…»
Δουλειά στο Κλωστήριο
Η μητέρα μου έπαιρνε 3,5 δρχ. την ημέρα και εγώ 3,5 δρχ. τη βδομάδα
Αυτοβιογραφία: «Έφτασε και το 1912. Τότε επήραν τον πατέρα μου στρατιώτη (ο Βαμβακάρης 7 χρόνων, που σημαίνει ότι τότε σταμάτησε το σχολείο). Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ’ ένα κλωστήριο, του Δεληγιάννη (το σωστό: Κ. Δηληγιάννης & Χ. Μουχτόπουλος). Αρχισε τη δουλειά στο βαφείο του κλωστηρίου κι εγώ έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρισήμισι δραχμές την ημέρα κι εγώ τρισήμισι δραχμές τη βδομάδα»…
… Δεν ξέρουμε πόσα χρόνια εργάστηκε η μητέρα του στο εργοστάσιο Δηληγιάννη. Το εν λόγω εργοστάσιο όμως, όπως του Μουτζουρόπουλου, στο οποίο εργάστηκε για λίγο καιρό ο μικρός Βαμβακάρης, και τα υπόλοιπα που ανέφερα, πρέπει να ήταν σε άθλια κατάσταση από άποψη υγιεινής.
Η επιθεώρησή του στα ερμοπουλίτικα εργοστάσια έγινε τον Μάιο 1917. Είναι κι αυτό ένα ελάχιστο δείγμα όχι μόνο της ερμοπουλίτικης κοινωνίας, αλλά και όλων των ελληνικών βιομηχανικών πόλεων εκείνου του καιρού. Ακόμα και ως τις μέρες μας η κατάσταση εξακολουθεί να είναι σχεδόν ίδια. Ο «μικρός πρίγκιπας» που μας ενδιαφέρει δεν κάνει νύξη για τέτοιες καταστάσεις…
Παιδική εργασία και ξυλοδαρμοί παιδιών
Αυτοβιογραφία: «Στα 1915 (10 χρόνων) πήγα στο υφαντήριο του Μουτζουρόπουλου και με κράτησαν αμέσως για βοηθό μέσα».
Το εργοστάσιο του Πάνου Μουτζουρόπουλου ιδρύθηκε το 1904 και το 1917 απασχολούσε 78 εργάτες και εργάτριες. Η ημερησία παραγωγή του ήταν 50 τεμάχια, προφανώς τόπια υφάσματος. Οπως με πληροφόρησε η ιστορικός Χριστίνα Αγριαντώνη, την περίοδο 1912?1918 έγινε ριζική ανανέωση των αργαλειών του. Εκλεισε το 1937.
Το 1976 μια ηλικιωμένη κυρία, η Αννα Α., μου εξομολογείτο ότι, όταν εργαζόταν ως υπηρέτρια σε πλούσιο σπίτι της Ερμούπολης σε ηλικία οκτώ χρόνων, η «κυρία» της κλείδωνε με κλειδί το ψωμί σε συρτάρι της κουζίνας μην τύχει και το αγγίξει. Ώσπου το έμαθε ο σύζυγος, καθύβρισε τη γυναίκα του και μόνο τότε άρχισε η κυρία να της δίνει κανονική μερίδα τροφής και ψωμιού!
Θα μπορούσα να αναφέρω περιληπτικά το δυσώδες περιστατικό εις βάρος της ανήλικης «δούλης». Θα ‘μοιαζε όμως με ξεθυμασμένη μυρωδιά σ’ ένα μπουκαλάκι αρώματος. Προτίμησα τη δημοσιογραφική γραφή εκείνων των χρόνων, όπως σε πολλά άλλα κείμενα του παρόντος βιβλίου, δεδομένου ότι γράφτηκε εν θερμώ και με αγανάκτηση.
Ωστόσο κρύβει μέσα του και κάτι άλλο. Δείχνει και ένα άλλο μέρος της σήψης των ηθών δίπλα σε όλα τα άλλα που συνέβαιναν και στη συριανή κοινωνία. Να μη ξεχνάμε ότι ήταν χρόνια πολέμων, έλλειψη αγαθών ιδίως για την εργατική τάξη, η οποία αντιπροσώπευε το 80% του πληθυσμού, όπου ανάμεσά ους ήταν και η οικογένεια και ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης. Δυστυχώς για κείνον η εφιαλτική στέρηση των παιδικών του χρόνων τον επισκέφτηκε ? κι αυτόν- αυτοπροσώπως και σε μεγάλη ηλικία, τουλάχιστον λίγα χρόνια πριν πεθάνει, το 1972, σε ηλικία 67 μόλις χρόνων. Ευτυχώς τα τελευταία του χρόνια εισέπραξε από τα τραγούδια του κάμποσα χρήματα κι δεν χρειάστηκε να γυρνάει ξανά στις γειτονιές του Πειραιά παίζοντας στις ταβέρνες μπουζούκι και ένα του παιδί να ζητάει με «πιατάκι» τον οβολό των θαμώνων…
Ελένη Γκίκα