Στο βιβλίο του Νίκου Κουμερτά από την Κόρωνο Α! ΒΡΕ ΚΟΣΜΕ ΠΑΡΑΛΟΓΕ ο ίδιος ο συγγραφέας περιγράφει την εμπειρία του στο ναυάγιο του πλοίου ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ στο λιμάνι της Ερμούπολης στις 20 Νοεμβρίου 1954.
Μπαρκάρισα με το πλοίο της γραμμής, το “Ερμούπολις”. Ήτανε πατείς με πατώ από τον κόσμο, λόγω των εκλογών, συγγενείς και φίλοι πολλοί . Ένα ταξίδι ευχάριστο που θάρρει κανείς πως ήταν πανηγύρι, καθώς φθάσαμε μέχρι τη Σύρα τραγουδώντας και καλαμπουρίζοντας. Καθόμουνα πάνω στο κατάστρωμα με τον Ιάκωβο τον Μανωλά του Νεροβιτσομανώλη, με τον Μάρκο τον Χουζούρη, ξάδερφο μου, με τον Γιώργο τον Σιδερή, με τον Στέλιο τον Γαβρά από το Σαγκρί και τον Γιάννη τον Χουζούρη και λέγαμε διάφορες ιστορίες και καλαμπούρια. Φεύγοντας από τη Σύρα για Πάρο – Νάξο, θα είχαμε ανοιχτεί τρία με τέσσερα μίλια όταν πέρασε ο ελεγκτής να κάνει έλεγχο των εισιτηρίων. Ήταν 10 το βράδυ της 20ης Νοεμβρίου 1954, τη στιγμή που έδινα το εισιτήριο μου στον ελεγκτή, μα δεν πρόφτασε να το πάρει. Ένας εκκωφαντικός κρότος ακούστηκε να βγαίνει από τα βάθη της κοιλιάς του σκάφους και μας ταρακούνησε όλους.
– Παναγία μου, Παναγία μου!
Φώναξε ο ελεγκτής, έχασε την ισορροπία του και τον κρατήσαμε εμείς που ήμασταν καθιστοί για να μην πέσει πάνω μας. Κανείς δεν ήξερε τι συνέβη. Το πλοίο ακινητοποιήθηκε. Μερικές φωτοβολίδες φύγανε από τη γέφυρα του πλοίου, στέλνοντας το σήμα κινδύνου παντού.
– Πέσαμε σε ύφαλο, ακούστηκε να λέγεται.
Μέσα σε λίγα λεπτά τα νερά από το ρήγμα που του είχε γίνει είχανε φθάσει μέχρι πάνω στη γεννήτρια και σταμάτησε η ηλεκτροδότηση του πλοίου, όπου απλώθηκε σκότος παντού. Το σκάφος όλο και χαμήλωνε με μια ελαφριά κλίση προς τη πρύμνη και ο κόσμος πανικόβλητος γυρνούσε σαν χαμένος πάνω στο κατάστρωμα. Ο καιρός δεν ήταν κακός ούτε όμως και μπονάτσα, είχε μια φουσκοθαλασσιά. Χαθήκαμε μεταξύ μας πάνω στο πλοίο, μόνο με τις ομιλίες μπορούσε να γνωρίσει ο ένας τον άλλον κάτω από τον σκοτεινό ουρανό. Τον Ιάκωβο και τους άλλους τους έχασα, τον Μάρκο τον ξαναβρήκα.
– Κάθισε εδώ, του είπα και τον έστησα στο τοίχωμα μιας καμπίνας. Πάω να βρω σωσίβια, μη φύγεις από δω.
Σε διάφορα μέρη πάνω στο κατάστρωμα υπήρχανε κασόνες με σωσίβια γιομάτες, κατάφερα και πήρα δύο κι εγώ από μια κασόνα. Πήγα εκεί που είχα αφήσει τον Μάρκο και τα φορέσαμε.
– Κάθισε, του είπα, τώρα να φάμε. Όλο και κάτι είχαμε πάντα στα ταξίδια μας.
– Βρε αναίσθητε, εδώ πνιγόμαστε και εσύ ζητάς να φάμε;
– Γιατί να τα φάνε τα ψάρια, να τα φάμε εμείς, να πάμε και χορτάτοι. Μη φοβάσαι βρε κουτέ, δεν πρόκειται να πνιγούμε, μη φοβάσαι.
Είχανε ειπωθεί και γραφτεί πολλά κι από το ραδιόφωνο και από τις εφημερίδες, ότι είχαν καταβάλει μεγάλες προσπάθειες οι αξιωματικοί του πλοίου να κρατήσουν σε μια ήρεμη ψυχική κατάσταση τους επιβάτες. Κάτι τέτοιο όμως δεν είχε πέσει στην αντίληψή μου.
Συντονιστής και εμψυχωτής της όλης κατάστασης ήτανε ένας Ναξιώτης, ο Αντώνης Κάρλοβιτς. Στην αρχή νόμισα πως ήταν από το πλήρωμα του πλοίου.
– Παιδιά, μας είπε, σκορπίστε στο κατάστρωμα και μη τολμήσει κανείς να πέσει στη θάλασσα γιατί θα δημιουργηθεί πανικός και θα πνιγούμε πολλοί. Εγώ αν πέσω στη θάλασσα σε λίγη ώρα θα βγω απέναντι στο Ασπρονήσι και δεν πέφτω γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, να μην δημιουργήσω πανικό. Το πλοίο έχει γαντζώσει και δεν κινδυνεύουμε. Ψυχραιμία παιδιά, ψυχραιμία.
Ναι η ψυχή των ναυαγών ήταν ο Κάρλοβιτς. Τον ακούσαμε όλοι. Την θάλασσα την αγγίζαμε και η κλίση προς τη πρύμνη μεγάλωνε. Με αγωνία κοιτούσαμε στο ψυχρό σκότος της θάλασσας, μπας και φανεί κάνα πλοίο, μα τίποτα, ώρες απελπισίας και αγωνίας . Μετά από προσπάθειες καταφέρανε και ρίξανε μια βάρκα από τις δύο που είχε το πλοίο και μπήκαν μέσα οχτώ άτομα, αν θυμάμαι καλά, μια μωρομάνα, ο γέρο Χάμπας από την Κεραμωτή, ένας αστυφύλακας και δεν ξέρω ποιοι άλλοι και βγήκαν έξω στο νησάκι. Μέσα στην απελπισία μας είδαμε να ξεπροβάλει στο βάθος της θάλασσας ένα πλοίο, μόλις που φαινότανε τα φώτα του.
– Να το, για μας έρχεται, είπαμε
Μα σαν είδαμε να περνά κάνα μίλι πλάι μας και να συνεχίζει το δρόμο του απογοητευτήκαμε πάλι. Όπως απεδείχθη ήταν το ατμόπλοιο “Καραϊσκάκης” κι έκανε μανούβρα σε κάποια μακρινή απόσταση. Από την άλλη πλευρά του πλοίου είδαμε να πλησιάζει ένα καΐκι, στη συνέχεια ήρθε και το “Κωστάκης Τόγιας” που είχε πάρει ως φαίνεται το σήμα και μάζευε και αυτό με τις βάρκες του τους ναυαγούς. Είχανε περάσει δυόμισι ώρες από την ώρα που προσάραξε το “Ερμούπολις”, δυόμισι ώρες απελπισίας και φόβου, μέχρι που πλεύρισαν τα πρώτα καΐκια στο μισοβυθισμένο πλοίο. Με τάξη μπαίναμε οι ναυαγοί στα καΐκια όπου μας μετέφεραν στο “Καραϊσκάκης” και στο “Κωστάκης Τόγιας” χωρίς να μας επιτρέψουν να πάρομε ούτε μια τσαντούλα μαζί μας από τις αποσκευές μας. Και σαν να μην έφτανε αυτό άρχισε και η βροχή.
– Μιας και δε βραχήκαμε από τη θάλασσα, είπα, ας βραχούμε με τη βροχή.
Μας γυρίσανε πάλι στη Σύρα. Ανοίξανε όλα τα καφεζαχαροπλαστεία της παραλίας να μας φιλοξενήσουνε και να διανυχτερεύσουμε εκεί. Ήρθε και ο στρατός και μας μοίρασε κουραμάνες με τυρί, μα ποιος είχε όρεξη να φάει έπειτα από τέτοια ταλαιπωρία. Εκεί πια είδαμε ο ένας τον άλλο που είμαστε πραγματικά σαν λείψανα. Αυγή αυγή πήγανε τα καΐκια και φέρανε τις αποσκευές των ναυαγών από το πλοίο, όσες βέβαια βρεθήκανε που ήταν πάνω στο κατάστρωμα. Τις απλώσανε εκεί στην προβλήτα κοντά στο Λιμεναρχείο όπου ο καθένας πήγαινε κι έβρισκε τα δικά του πράγματα, αν τα έβρισκε. Αυτοί δε που βγήκανε με τη βάρκα στο ξερονήσι, μόνο αυτοί ξέρουνε τι τραβήξανε εκείνη τη νύχτα μέχρι να τους βρούνε και να τους φέρουνε κι αυτούς στη Σύρα.
Στα χωριά είχε προκληθεί μεγάλη αναστάτωση γιατί το ραδιόφωνο έλεγε: “το ατμόπλοιο Ερμούπολις ναυάγησε ανοιχτά της Σύρου και η τύχη των επιβατών αγνοείται”. Αυτό το ακούσαμε και εμείς στο καφεζαχαροπλαστείο που φιλοξενούμασταν. Ταλαιπωρημένοι με όλο αυτό το κακό συμβάν, αλλά και χαρούμενοι που είχε αίσιο τέλος, περιφερόμασταν ξημερώνοντας Κυριακή στη παραλία της Σύρας μέχρι το απόγευμα που πέρασε το “Μοσχάνθη” όπου μας πήρε και μας έβγαλε στη Νάξο.
Νίκος Ι. Κουμερτάς
Πηγή: http://orinosaxotis.blogspot.gr