Αν και σποραδικές απεργιακές κινητοποιήσεις καταγράφονται ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, οι πρώτες απεργίες οργανωμένες από συνδικαλιστικές οργανώσεις πραγματοποιήθηκαν μόλις τον Φεβρουάριο 1879 στο μέχρι τότε μεγαλύτερο εμποροβιομηχανικό και ναυτιλιακό κέντρο της χώρας, στη Σύρο. Δημοσιεύουμε το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου, «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου», που είχε εκδοθεί το 1997.
Το ξεκίνημα: Σύρος 1879
Παρά το ότι στην ίδια την Ελλάδα απουσιάζουν μορφές εργατικής οργάνωσης και διεκδίκησης που θα επέτρεπαν να μιλήσουμε για εργατικό κίνημα, η συγκρότηση και δράση της Α΄ Εργατικής Διεθνούς (1864-74) και η εργατική αναταραχή σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες δεν αφήνουν αδιάφορους κάποιους συντηρητικούς κύκλους. Το 1869, δύο χρόνια πριν από την Κομμούνα του Παρισιού, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος αυτής της περιόδου, εκδόθηκε από την Εταιρεία των Φίλων του Λαού φυλλάδιο με τίτλο “Εγκόλπιον του Εργατικού Λαού ή συμβουλαί προς χειρώνακτας”, στο οποίο, μεταξύ άλλων, προειδοποιούνται οι εργάτες για το ατόπημα που συνιστά η κάθοδος σε απεργία (Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος – γ΄ έκδοση Μπουκουμάνης 1972, σ. 16-17).
Εντούτοις, θα περάσουν άλλα δέκα χρόνια μέχρις ότου διαπραχθεί το “ατόπημα” και στην Ελλάδα. Τόπος εκδήλωσής του είναι η Σύρος, η μοναδική ελληνική πόλη της εποχής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εργατούπολη, αν και ήδη η θέση της ως κύριου εμπορο-ναυτιλιακού και βιομηχανικού κέντρου της χώρας αμφισβητείται από την ανάπτυξη του Πειραιά. Σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής κρίσης και καθώς η παραγωγικότητα της εργασίας στο νησί είναι χαμηλή, σε σύγκριση μ” αυτήν των τεχνολογικά αναπτυγμένων ευρωπαϊκών βιομηχανικών κέντρων, η απρόσκοπτη αύξηση των μεροκάματων δεν είναι δυνατή (Κωστής Μοσκώφ, Εισαγωγικά στην ιστορία του κινήματος της εργατικής τάξης – γ΄ έκδοση Καστανιώτης 1988, σ. 180).
Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 1879 η Σύρος συγκλονίζεται από ένα κύμα απεργιών, που έχουν ως αφορμή την κάθετη πτώση της αγοραστικής αξίας των ημερομισθίων, ως αποτέλεσμα της υποτίμησης των ξένων νομισμάτων και της ξέφρενης ανόδου των τιμών σε όλα τα είδη λαϊκής κατανάλωσης. Την πρώτη απεργία διοργανώνει ο νεοσύστατος Αδελφικός Σύνδεσμος Ξυλουργών του Ναυπηγείου Σύρου και ακολουθεί απεργία και των βυρσοδεψεργατών, που κι αυτοί συγκροτούν συνδικαλιστική οργάνωση. Έχουμε, δηλαδή, τις πρώτες εκδηλώσεις διεκδικητικού εργατικού κινήματος, που οργανώνονται από συνδικαλιστικούς φορείςς. Αιτήματα των απεργών είναι η αύξηση κατά 25-50% των ημερομισθίων, η μείωση των ωρών εργασίας από 12-14 σε 10 και η κατάργηση της απλήρωτης εργασίας (“αγγαρίας”) της Κυριακής.
Καθώς η πρώτη απόπειρα αντιμετώπισης των απεργιών με τη χρήση αστυνομικής και στρατιωτικής βίας αποτυγχάνει, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου αποδέχεται τα αιτήματα των απεργών. Τη λύση, όμως, της απεργίας ακολουθούν μαζικές απολύσεις και αντικατάσταση των εργατών από άλλους, που μεταφέρονται από άλλα νησιά του Αιγαίου. Οι εργάτες της Σύρου μετανάστευσαν στην Αθήνα και τον Πειραιά ή και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη Ρουμανία και την Αίγυπτο (Κωνσταντίνος Λυκούδης, Η εν Ελλάδι βιομηχανία και αι απεργίαι – Πρωίδης Ερμούπολη 1883, σ. 4-5, Περικλής Ροδάκης, Τάξεις και στρώματα στη νεοελληνική κοινωνία – Μυκήναι 1975, σ. 43, Γεώργιος Αναστασόπουλος, Ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας – Ελληνική Εκδοτική 1947, τ. Β΄ σ. 5).
Η ίδρυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και το ξέσπασμα των απεργιών της Σύρου το 1879 σηματοδοτούν την εμφάνιση του ελληνικού εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι αυτό, ανεξάρτητα από τις βάσιμες ενστάσεις σχετικά με τον χαρακτήρα αυτών των πρώτων οργανώσεων που δεν ήταν αμιγώς εργατικές. Σύμφωνα με μια άποψη (Χαρίλαος Γκούτος, Ο συνδικαλισμός στο ελληνικό κράτος 1834-1914 – ΕΕΕ Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας 1988, σ. 96.), το σωματείο των ναυπηγοξυλουργών της Σύρου προσδιορίζεται από το Καταστατικό του όχι ως εργατική οργάνωση “αλλά μάλλον συνεργατική εταιρεία. Αλλά και αν υποτεθεί ότι ήταν εργατικό σωματείο, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αμιγώς εργατικό, διότι μετείχαν σ” αυτό και εργολάβοι, δηλαδή επιχειρηματίες, οι οποίοι μάλιστα δεν αποκλείεται να απασχολούσαν και μισθωτούς σε ξυλουργικές βιοτεχνίες τους, δηλαδή να ήταν και εργοδότες”. Κατά την άποψη αυτή, το πρώτο σωματείο μισθωτών στην Ελλάδα ήταν ο Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος, που ιδρύθηκε το 1873 (Χαρίλαος Γκούτος, ό.π., σ. 95).
Σχετικά με τη σύνθεση του σωματείου των ναυπηγοξυλουργών πρέπει να πούμε πως αντανακλούσε την ίδια τη σύνθεση του κλάδου, όπως και πολλών άλλων κλάδων εκείνης της εποχής, αλλά και μεταγενέστερων δεκαετιών. Κυρίαρχη μέχρι και πρόσφατα σε κλάδους όπως αυτός των οικοδόμων, η σχέση της υπεργολαβικής ανάληψης εργασίας θέτει το ζήτημα της ταξικής ένταξης των εργαζομένων που προσωρινά ή και σε μονιμότερη βάση απασχολούνται ως υπεργολάβοι. Εργαζόμενοι και οι ίδιοι, αναλαμβάνουν τη συγκρότηση συνεργείων, συμμετέχοντας στην απόσπαση υπεραξίας -έστω και μικρού μέρους της-, υποκείμενοι, εντούτοις, στη συλλογική εκμετάλλευση από τον συλλογικό εργοδότη-καπιταλιστή. Η απάντηση στο ερώτημα αν ανήκουν ή όχι στην εργατική τάξη ή αν συνιστούν τμήμα της μικροαστικής τάξης, νομίζω πως δίνεται με τη διαπίστωση ότι στον ταξικό ανταγωνισμό τοποθετούνται σταθερά στην πλευρά της εργασίας. Από την άποψη αυτή, θα μπορούσαμε να τους δούμε σε αντιστοιχία με τους αρχιεργάτες της βιομηχανίας. Προνομιούχους σε σχέση με τους άλλους εργάτες, αλλά σαφώς ενταγμένους στην εργατική τάξη.
Όσον αφορά στον Διδασκαλικό Σύλλογο, αποτέλεσε όντως το πρώτο σωματείο μισθωτών, μόνο που οι δάσκαλοι, πόσο μάλλον οι καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης εκείνης της εποχής, που επίσης εντάσσονταν στον Σύλλογο, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν τμήμα της εργατικής τάξης. Η κοινωνική τους θέση και λειτουργία τους ενέτασσε στη μισθωτή μικροαστική τάξη.
Πηγή: http://ekdohi.gr