Eάv νομίζετε ότι αι εν τη βραχυτάτη ταύτη σημειώσει μου αναφερόμεναι ονομασίαι μερών τινων της νήσου Σύρου δεν εκφεύγουσι του κύκλου των ενεργειών της προς συλλογήν γλωσσολογικής ύλης συσταθείσης επιτροπής του ημετέροο Συλλόγου, παραθέσατε αυτάς δίκην ψιχίων εν τη οσημέραι πληρουμένη γλωσσολογική πανδαισία. Η περισύναξις δε ονοματοθεσιών αρχαίων διατηρουμένων ακεραίων ή κατ’ ελάχιστον κεκολωβωμένων συμβάλλει, νομίζω, τα μέγιστα εις τον σκοπόν της επιτροπής. Τούτο συνειδώς πέμπω υμίν τα κατωτέρω μετά τινος συστολής, αλλά και χωρίς να πάθω τα του σχολαστικού εκείνου, όστις ηρυθρίασε μέλλων να παρουσιάσω εις τόσον όμιλον μόλις πηχυαίον τεκνίον.
Και πρώτον μεν αξιοσημείωτος είναι η διατήρησις της ονομασίας Βήσσα επί τίνος καλής τοποθεσίας της νήσου’ λέγω δε αξιοσημείωτος, διότι η λέξις βήσσα, σημαίνουσα ως γνωστόν, κοιλάδα είναι εκ των αρχαιοτέρων και ουχί τόσω συνήθων και εν αυτή τη μέση άρχαιότητι. Υπό το όνομα τούτο άπαντα δήμος αρχαόος, ανήκων εις την Αντιοχίδα φυλήν της Αττικής και κείμενος πλησίον έτερου δήμου της Αμφιτροπής, μεταξύ Αναφλίστου και Θωρικού (Ξενοφ. περί προσ. 4.43). Περί της ορθογραφίας της λέξεως Βήσσα, ο Στράβων λέγει τα εξής: “Τον εν Αττική δήμον αφ’ ου Βησαιείς οι δημόται λέγονται εν τω ενί σίγμα γράφεται.”Υπήρχε προσέτι και άλλος δήμος εν Λοκρίδι, καλούμενος Βήσσα αλλά περί τούτου γνωματεύει ο Στράβων ότι γράφεται δια διπλού σίγμα (Στρ. β, Θ. § 5). Ώστε βλέπομεω ότι η λέξις είναι αρχαιοτάτη και διετηρήθη αδιάφθορος και σήμερον έτι έν Σύρω. Επίσης αξιοσημείωτος είναι η ονομασία του Σίριγγος μέρους τίνος εν Σύρω ερήμου και αναβλύζοντος ως από σωλήνος διαυγέστατον ύδωρ, όπερ αναφέρεται και εις δημώδες τι των Συρίων άσμα:
“Nα’ χα νερό του Σίριγγα, σταφύλ’ από τα Κρούσσα
κ’ ένα κλαδί βασιλικό από την Κυπερούσσα”
Η εν τω στίχω τούτη αναφερομένη Κυπερούσσα είναι ετέρα τοποθεσία της νήσου, ονομασθείσα ούτω βεβαίως εκ του κυπειρίς, κοινώς κύπειρη (το παρά Γάλλοις souchet). Η δε παραγωγή της ονομασίας εκ της κυπαρίσσου είναι όλως απίθανος, καθόσον αι κυπάρισσοι είναι σπάνιαι εν νήσω, εν ω η κυπερίς, το κοινότατον παρ’ Άραψι χάμπου-λεζίζ, φύεται εν πολλοίς της νήσου μέρεσι.
Της εξοχής Επισκοπείον υπέρκειται βουνόν πετρώδες, καλούμενον Βώλακας, αναντιρρήτως δε είναι εκ του βώλαξ=ακος=βώλος (ως η παρ’ όμήρω εριβώλαξ Φθία η πατρίς του Αχιλλέως).
Άλλαι αρχαίαι ονοματοθεσίαι εν τη νήσω ταύτη εισίν αι εξής: Παρακοπή εκ του παρακόπτειν καί όντως το μέρος τούτο της προς την Ποσειδωνίαν οδού είναι παρακεκομμένον, τέμνον πως και τεμνόμενον. Βουρλάκκοι είτε Φουρλάκκοι, πιθανώς εκ του βορβορολάκκοι, ή βουρκολάκκοι, αλλά επειδή εν πολλοίς της Ελλάδος μέρεσιν αναφέρονται τοποθεσίαι Βρυκολάκκοι, δεν είναι όλως απίθανον να παρεφθάρη εκ τούτου ουχ ήττον η ρίζα των λέξεων τούτων φαίνεται Ελληνική καθαρά, και τούτο κυρίως ενδιαφέρει ημάς.
Παρά τον λιμένα της Σύρου υπάρχει ειδός τι λιμενίσκου, καλουμένου Αζόλιμνος, ήτις δεν είναι απίθανον να παρήχθη εκ του Άζα (αω-άζω) και λίμνη ήτοι ξηρά λίμνη. Πιθανόν ομως να παρήχθη και εκ του Οζόλιμνος, όζουσα λίμνη (ως Οζόλαι Λοκροί). Θέλει δε είσθαι έντος μεγάλης αμφιβολίας η παραγωγή Αζολίμνου εκ του Όζολη θηλ. του Οζόλης, όπερ είναι ουσιαστικόν του όζαινα, είδους οκταποδιού. Αλλά η παραγωγή αύτη είναι λίαν παρακεκινδυνευμένη, ει μη όλως απορριπτέα.
Περί του λιμένος της εξοχής Ποσειδίων (Ποσειδωνίων), εν οίς υποτίθεται ότι υπήρχεν ίερον του Ποσειδώνος, καθώς και περί του γείτονος αυτών Φοίνικος και τίνων άλλων τοποθεσιών αναφέρονται τίνα εν τη Revue archiologique (εω φυλ. Οκτωβρίου 1862), αλλ’ η υπόθεσις του διατριβογράφου περί της εν Σύρω θέσεως Καβείρι (;), ως διατηρησάσης την ονομασίαν ταύτην εκ τίνος αρχαίου ναού θεού τίνος των Καβείρων μου φαίνεται λίαν απίθανος.
Εν γένει δε σημειώ υμίν ότι εν τη νήσω ταύτη διετηρήθησαν εν πολλοίς μερεσιν ονομασίαι αρχαιοταται και λίαν κατάλληλοι προς τάς τοποθεσίας λέγω δε τούτο ελπίζων ότι και αι ονομασίαι άλλων τινών τοποθεσιών, οίον η των Γραμμάτων, ή του Κου(μ)μού (πιθανόν εκ του Κομμοί, στολισμοί, μέρος ηυπρεπισμένον), η της εξοχής Μάννα, ή των Ταλάντων και ή της παραθαλασσίας Βάρι(δ)ος (ίσως εις του βάρις, βάριδος, σχεδίας ή πύργου), αποπνέουσι τινα αρχαιοπρέπειαν, και δύνανται μετά απείρων άλλων να παραταχθώσιν ως μικροσκοπικοί εθελονταί εν τη λεγεώνι των υπέρ της γλώσσας μας καί κατά του απαισιοδάςου εκείνου Γερμανού μαρτυριών.
(*) Η επιστολιμαία αύτη διατριβή απευθύνεται προς την πρόεδρον της επιτροπής του φιλολ. Συλλόγου Παρνασσός, της εκλεχθέισης προς συλλογήν γλωσογραφικής ύλης κλπ.
Τιμολέων Δ. Αμπελάς
(Πανδώρα Τ482, σελ. 33-34)
Βιογραφία
Ο Τιμολέων Αμπελάς (Πάτρα, 1850 – Αθήνα, 1929) ήταν Έλληνας δικαστικός, ποιητής και πεζογράφος. Ανήκε στο ρεύμα των καθαρολόγων της αθηναϊκής σχολής που πίστευαν πως με την ανάσταση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας θα αναστηνόταν στη κοιτίδα του και το αρχαίο δράμα.
Γεννήθηκε στην Πάτρα αλλά έζησε πιο πολύ στην Σύρο, μετά στην Αθήνα όπου και σπούδασε νομικά και στη συνέχεια επανήλθε στη Σύρο. Το 1874 διορίστηκε πρωτοδίκης και αποχώρησε τελικά από το δικαστικό κλάδο ως εφέτης. Υπήρξε ένας από τους ιδρυτές του Φιλολογικού Συλλόγου της Αθήνας Παρνασσός. Ξεκίνησε γράφοντας θεατρικά έργα όταν ήταν στη Σύρο όντας γέννημα της θεατρικής παράδοσης της νήσου που από την εποχή του Θεόδωρου Αλκαίου (1828-1831) είχε μεγάλη θεατρική κίνηση. Τον καιρό που παρακολουθούσε τα εγκύκλια μαθήματα του στη Σύρο έγραψε την πεντάπρακτη τραγωδία του, Μάρτυρες του Αρκαδίου. Για την συγγραφή βασίστηκε σε σημειώσεις που κράτησε από αυτόπτες μάρτυρες και πρόσφυγες από την Κρήτη που είχαν καταφύγει στη Σύρο. Το έργο πρωτοπαίχτηκε τρεις μήνες μετά στις 3 Ιανουαρίου 1867 προς τιμήν της βασίλισσας Όλγας, από το θίασο Αλεξιάδη, στον οποίο συμμετείχε και ο Π. Καννελίδης, μετέπειτα διευθυντής των “Καιρών”.
Ανάμεσα στα έργα του διακρίνουμε το “Ιστορία της Νήσου Σύρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς” στο οποίο υπάρχουν αναρίθμητα ιστορικά στοιχεία για την Σύρο.
Περισσότερα: https://bit.ly/2KiPH5F
Σημείωση: Το κείμενο έχει αποδοθεί από την καθαρεύουσα στο μονοτονικό σύστημα.